Κυπριακή Δημοκρατία ν. Xριστάκη Γεωργίου και Άλλων (2004) 3 ΑΑΔ 703

(2004) 3 ΑΑΔ 703

[*703]3 Δεκεμβρίου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείοντες,

v.

ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

ΒΡΑΧΙΜΗ ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑ,

ΑΝΔΡΕΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛIΔΗ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3333)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Επανεξέταση μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση ― Παράβαση δεδικασμένου από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ― Παρόλο που αναγνωρίστηκε η παράβαση από την Ε.Δ.Υ., το θέμα όφειλε να αναπεμφθεί στην Συμβουλευτική πράγμα το οποίο δεν έγινε ― Συνέπειες.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ― Αιτιολογία ― Κρίθηκε πλημμελής ― Περιστάσεις.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος ― Αν και δεν απαιτείται να αιτιολογείται, η ό,ποια δοθείσα αιτιολογία της ελέγχεται δικαστικά ― Σύγκρουση της σύστασης με το περιεχόμενο των υπηρεσιακών φακέλων στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακυρώσεως ― Δεν μπορούν να προβάλλονται σε προσφυγή κατά επανεξέτασης λόγοι που ο αιτητής παρέλειψε να προβάλει σε προηγούμενη δικαστική διαδικασία αν και μπορούσε ― Εξέταση του θέματος αυτού κατ’ έφεση ακόμα και αν δεν εγέρθηκε πρωτοδίκως.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Πλημμέλεια της έρευνας της κατοχής τους στην κριθείσα περίπτωση.

[*704]Επαγγελματική Αποκατάσταση Παθόντων ― Έγερση της παράλειψης εφαρμογής του Ν.53(Ι)/92 σε διαδικασία κατά του κύρους επανεξέτασης ενώ δεν είχε εγερθεί στην προηγούμενη δικαστική διαδικασία ― Συνέπειες ― Εν πάση περιπτώσει ο Νόμος κρίθηκε αντισυνταγματικός από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Προκατάληψη και έχθρα ― Πώς στοιχειοθετείται.

Ανθρώπινα Δικαιώματα ― Επίκληση της αποκάλυψης προσωπικών δεδομένων ως παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων ― Δεν έγινε αποδεκτή.

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που ακύρωσε την κατ’ επανεξέταση αναδρομική προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Επάρχου. Ο εφεσίβλητος/αιτητής στην υπόθ. αρ. 978/98 καταχώρισε αντέφεση.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τόσο την έφεση όσο και την αντέφεση, αποφάσισε ότι:

1. Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε αποδεχθεί σε προηγούμενη ακυρωτική του απόφαση στην προσφυγή υπ’ αρ. 51/97 που εκδόθηκε στις 19.6.1998, ότι ο εφεσίβλητος Γεωργίου κατείχε το πλεονέκτημα.

    Κατά την επανεξέταση η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά παράβαση του δεδικασμένου κατέληξε ότι ο αιτητής δεν κατείχε το πλεονέκτημα της πείρας. Πράγματι, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας διαφώνησε με την πιο πάνω προσέγγιση της Συμβουλευτικής και αναφέρθηκε στο δεδικασμένο που δημιουργούσαν οι παλαιότερες ακυρωτικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων και αυτή της προσφυγής υπ’ αρ. 51/97.

    Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η αρχική υιοθέτηση της λανθασμένης αξιολόγησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και η μετέπειτα διόρθωσή της, χωρίς επαρκή αιτιολογία, αφήνει μεγάλα ερωτηματικά ως προς την ορθότητα της τελικής απόφασης. Αν, καταλήγει το Δικαστήριο, η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν διαφορετική, πιθανώς να έκλινε την πλάστιγγα υπέρ του αιτητή-εφεσίβλητου.

    Η πιθανότητα αυτή πράγματι δημιουργεί ερωτήματα που κλονίζουν τη βαρύτητα της τελικής απόφασης. Η Επιτροπή υπό αυτές τις συνθήκες θα έπρεπε να επιστρέψει την έκθεση στη Συμβουλευτική [*705]Επιτροπή προς διόρθωση του σφάλματος. Δεν μπορεί να προβλεφθεί ποια θα ήταν η τελική θέση της Συμβουλευτικής Επιτροπής μετά τη διόρθωση του λάθους.

    Η Επιτροπή, αιτιολογώντας την απόφασή της να επιλέξει τα ενδιαφερόμενα μέρη, αναφέρει ότι έλαβε, μεταξύ άλλων, δεόντως υπ’ όψιν και την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ενώ οι επιλεγέντες αξιολογήθηκαν στο πιο ψηλό επίπεδο, κάτι που, μαζί με τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, τους ξεχωρίζει από τους λοιπούς υποψήφιους. Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι από τα στοιχεία που, σύμφωνα με τη νομοθετική πρόνοια (άρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90) λαμβάνονται υπ’ όψιν από την Επιτροπή πριν αυτή καταλήξει σε τελική απόφαση.

2. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν περαιτέρω ότι στην προσφυγή υπ’ αρ. 978/98 κρίθηκε λανθασμένα ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν πλημμελής, λόγω έλλειψης αιτιολογίας.

    Το πρωτόδικο δικαστήριο λακωνικά αναφέρει ότι βρίσκει την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής πλημμελή. Η κατάληξη αυτή είναι ορθή. Η αιτιολογία της Συμβουλευτικής Επιτροπής για όλους τους υποψήφιους χρησιμοποιεί ουσιαστικά την ίδια διατύπωση για να καταλήξει να αξιολογήσει στο τέλος άλλους ως «εξαίρετους» και άλλους ως «πολύ καλούς», χωρίς οποιεσδήποτε επεξηγήσεις, χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία.

3. Παρ’ όλον ότι επειδή η θέση είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής δεν απαιτείται αιτιολογημένη σύσταση, εν τούτοις, όταν η σύσταση περιέχει στοιχεία που αιτιολογούν τα συμπεράσματα στα οποία έχει καταλήξει ο Διευθυντής, η αιτιολογία της ελέγχεται δικαστικά. Στην παρούσα περίπτωση, ο Διευθυντής, παρ’ όλον που ουσιαστικά δεν αιτιολογεί τη σύστασή του, εν τούτοις αναφέρεται στα διάφορα στοιχεία που τον βοήθησαν να καταλήξει, όπως για παράδειγμα τους εμπιστευτικούς φακέλους, αλλά και στα κριτήρια αξία, αρχαιότητα και προσόντα. Συνεπώς θα πρέπει να ελεγχθεί αν τα στοιχεία αυτά δικαιολογούν τη σύσταση στην οποία κατέληξε. Η σύσταση συγκρούεται με τους φακέλους, αφού ενώ οι συστηθέντες είναι ίσοι σε αξία και προσόντα με τους άλλους υποψήφιους, υστερούν αυτών σε αρχαιότητα.

4. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στις προσφυγές υπ’ αρ. 1044/98 και 1045/98, με αιτητή τον εφεσίβλητο Ανδρέα Χριστοδουλίδη, ότι η απόδοση στα ενδιαφερόμενα μέρη Ματθαίου και Τριανταφυλλίδη της κατοχής του προσόντος της παραγράφου 3(2) του σχεδίου υπη[*706]ρεσίας, για καλή γνώση και ικανότητα εφαρμογής της σχετικής με τη θέση νομοθεσίας, δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.

    Το Δικαστήριο δεν μπορούσε να εξετάσει το εν λόγω θέμα γιατί  σε καμιά από τις προσφυγές που καταχωρήθηκαν παλαιότερα από τους ίδιους διαδίκους και συνεκδικάστηκαν (Προσφυγές υπ’ αρ. 149/97, 3/97 και 51/97) και στις οποίες εκδόθηκε απόφαση στις 19.6.1998, δεν είχε προβληθεί ως λόγος ακυρότητας ο ισχυρισμός για έλλειψη των συγκεκριμένων προσόντων των δύο ενδιαφερομένων μερών.

    Είναι καθιερωμένη αρχή ότι οι διάδικοι δεν δικαιούνται να εγείρουν κατά το δοκούν θέματα τα οποία θα μπορούσαν να εγερθούν σε προγενέστερη διαδικασία μεταξύ των ιδίων διαδίκων. Η παράλειψη έγερσής τους δημιουργεί δεδικασμένο.

    Το ότι το θέμα δεν είχε προβληθεί προηγουμένως δεν τέθηκε από τους εφεσείοντες ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η εξέτασή του όμως δεν ήταν επιτρεπτή και κατά συνέπεια, το αποτέλεσμα της εξέτασής του δεν μπορεί να παραμείνει.

5. Ως προς τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους Ρούσου, το Δικαστήριο στην απόφασή του στις προσφυγές υπ’ αρ. 3/97 κ.α., ανωτέρω, κατέληξε ότι δεν υπήρχε κανένα απολύτως στοιχείο στο φάκελό του ή ενώπιον της Επιτροπής ότι είχε, είτε καλή γνώση, είτε ικανότητα εφαρμογής της νομοθεσίας και των κανονισμών, όπως απαιτείται από την παράγραφο 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας. Καμιά ειδική έρευνα, επισημαίνει το Δικαστήριο, δεν έγινε, ούτε από τη Συμβουλευτική, αλλά ούτε και από την Επιτροπή για διακρίβωση της κατοχής του προσόντος, τη στιγμή μάλιστα που η ίδια η Συμβουλευτική Επιτροπή δέκτηκε ότι οι εμπειρίες του σε μεγάλο βαθμό αναφέρονται σε κτηματολογικά θέματα.

    Στην παρούσα διαδικασία η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέληξε ότι ο Ρούσος κατείχε το συγκεκριμένο προσόν και πάλι, ουσιαστικά, βασιζόμενη πάνω στην πείρα του πάνω σε κτηματολογικά θέματα. Σημειώνεται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή η θητεία του ως Πρώτου Κτηματολογικού Λειτουργού η «μακρόχρονη πείρα του στους κλάδους Χωρομετρίας και Χαρτογραφίας» και η επιτυχία του στις εξετάσεις R.I.C.S. στον κλάδο Land Surveying.

    Η Επιτροπή δεν προέβη σε οποιαδήποτε δική της έρευνα. Επισημαίνει απλώς ότι έλαβε δεόντως υπ’ όψιν, μεταξύ άλλων, την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης.

[*707]          Ισχύουν οι ίδιες αμφιβολίες που εκφράστηκαν και προηγουμένως ως προς το αν έγινε ορθή εξακρίβωση του κατά πόσο ο Ρούσος κατείχε το συγκεκριμένο προσόν.

6. Ο αιτητής στην προσφυγή υπ’ αρ. 978/98 καταχώρησε και αντέφεση με την οποία εγείρονται διάφοροι λόγοι.

    Προβάλλει την κατ’ ισχυρισμό παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να λάβουν υπ’ όψιν ότι καλύπτεται από τις πρόνοιες του περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Αναπήρων και των Εξαρτωμένων των Πεσόντων Αγνοουμένων, Αναπήρων και Εγκλωβισμένων Νόμου του 1992, Ν.53(Ι)/92, όπως τροποποιήθηκε. Δεν ελήφθη υπ’ όψιν, υποστηρίζει, ότι είναι υιός εγκλωβισμένων.

    Ο εφεσίβλητος δεν νομιμοποιείται να επικαλείται την εφαρμογή του πιο πάνω νόμου, γιατί στην προσφυγή υπ’ αρ. 3/97 δεν ήγειρε παρόμοιο θέμα. Οι διάδικοι δεν μπορούν κατά το δοκούν να εγείρουν νέα θέματα τα οποία δεν ήγειραν σε προηγούμενη διαδικασία. Ακόμα θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε θέσει το θέμα ούτε και ενώπιον της Επιτροπής. Εν πάση περιπτώσει, ο συγκεκριμένος νόμος κρίθηκε και ως αντισυνταγματικός με απόφαση της πλειοψηφίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534.

7. Ισχυρίζεται ακόμα ότι η Επιτροπή έλαβε την επίδικη απόφαση κάτω από συνεχή προκατάληψη και έχθρα εναντίον του, γιατί είναι Μαρωνίτης. Κανένα στοιχείο δεν έχει προσκομιστεί που να αποδεικνύει κάτι τέτοιο. Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι για να γίνει αποδεκτό ότι υπάρχει προκατάληψη, αυτή θα πρέπει να αποδεικνύεται και να προκύπτει αβίαστα από τα γεγονότα και τα έγγραφα της υπόθεσης.

8. Συναφής είναι και ο λόγος αντέφεσης με τον οποίο ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι το γεγονός ότι η διοίκηση αναγράφει στα επίσημα έγγραφα το θρήσκευμά του, ότι δηλαδή είναι Μαρωνίτης, παραβιάζει τα ανθρώπινά του δικαιώματα. Και αυτός ο λόγος προβάλλεται για πρώτη φορά, ενώ ο εφεσίβλητος είχε την ευκαιρία να τον προβάλει στην προηγούμενη δικαστική διαδικασία. Συνεπώς, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης. Εξ άλλου δεν είναι κατανοητό πώς η κατ’ ισχυρισμόν αποκάλυψη προσωπικών δεδομένων θα οδηγούσε σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

[*708]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,

Σκαρπάρης κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 593/02, ημερ. 24.9.2004,

Δημοκρατία v. Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534,

Louca v. Savva and Others (1989) 3 C.L.R. 672.

Έφεση.

Έφεση από την Καθ’ ης η αίτηση εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υποθέσεις Αρ. 906/98, 978/98, 1044/98, 1045/98), ημερομηνίας 8/11/2001, με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή των αιτητών και ακυρώθηκε η προαγωγή, κατόπιν επανεξέτασης, των ενδιαφερόμενων μερών, στη θέση Επάρχου, Επαρχιακή Διοίκηση, αναδρομικά από 1/11/96, θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής.

Α. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.

Α. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσίβλητο Χριστάκη Γεωργίου, Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 906/98.

Ο Εφεσίβλητος-Αιτητής στην Υπόθεση Αρ. 978/98, Βραχίμης Χατζηχάννας, εμφανίζεται προσωπικά.

Γ. Μιχαηλίδης, για τον Εφεσίβλητο Ανδρέα Χριστοδουλίδη, Αιτητή στις Υποθέσεις Αρ. 1044/98, 1045/98.

Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο μέρος Νίκο Ρούσο.

Cur. adv. vult.

KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Φρ. Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), προήγαγε, ύστερα από επανεξέταση, τα ενδιαφερόμενα μέρη Κυπριανό Ματθαίου, Νίκο Ρούσο και Κυριάκο Τριαντα[*709]φυλλίδη, στη θέση του Επάρχου, Επαρχιακή Διοίκηση, αναδρομικά από 1.11.1996. Το πρωτόδικο δικαστήριο, ύστερα από προσφυγή των εφεσιβλήτων, ακύρωσε τη ληφθείσα απόφαση για διάφορους λόγους. Εναντίον της απόφασης ασκήθηκε έφεση.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι έπασχε η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής γιατί δεν είχε πιστώσει τον εφεσίβλητο Χριστάκη Γεωργίου, αιτητή στην προσφυγή υπ’ αρ. 906/98, με το πλεονέκτημα, παράλειψη η οποία παρέσυρε την τελική απόφαση της Επιτροπής σε ακύρωση. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι λανθασμένη, γιατί την παρατυπία είχε θεραπεύσει η Επιτροπή.

Το επιχείρημα δεν ευσταθεί και ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε αποδεχθεί σε προηγούμενη ακυρωτική του απόφαση στην προσφυγή υπ’ αρ. 51/97 που εκδόθηκε στις 19.6.1998, ότι ο Γεωργίου κατείχε το πλεονέκτημα.

Κατά την επανεξέταση η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά παράβαση του δεδικασμένου κατέληξε ότι ο αιτητής δεν κατείχε το πλεονέκτημα της πείρας. Πράγματι, η Επιτροπή διαφώνησε με την πιο πάνω προσέγγιση της Συμβουλευτικής και αναφέρτηκε στο δεδικασμένο που δημιουργούσαν οι παλαιότερες ακυρωτικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων και αυτή της προσφυγής υπ’ αρ. 51/97.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η αρχική υιοθέτηση της λανθασμένης αξιολόγησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και η μετέπειτα διόρθωσή της χωρίς επαρκή αιτιολογία, αφήνει μεγάλα ερωτηματικά ως προς την ορθότητα της τελικής απόφασης. Αν, καταλήγει το Δικαστήριο, η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν διαφορετική, πιθανώς να έκλινε την πλάστιγγα υπέρ του αιτητή-εφεσίβλητου.

Η πιθανότητα αυτή πράγματι δημιουργεί ερωτήματα που κλονίζουν τη βαρύτητα της τελικής απόφασης. Η Επιτροπή υπό αυτές τις συνθήκες θα έπρεπε να επιστρέψει την έκθεση στη Συμβουλευτική Επιτροπή προς διόρθωση του σφάλματος. Δεν μπορεί να προβλεφθεί ποια θα ήταν η τελική θέση της Συμβουλευτικής Επιτροπής μετά τη διόρθωση του λάθους. Χωρίς το πλεονέκτημα που παρέβλεψε, η Συμβουλευτική Επιτροπή αξιολόγησε τον αιτητή ως «σχεδόν εξαίρετο», χαρακτηρισμό με τον οποίο αξιολογήθηκε και το ενδιαφερόμενο μέρος που κατείχε το πλεονέκτημα. Δυνατόν υπό το φως του στοιχείου που δεν έλαβε υπ’  όψιν, να τον αξιολογούσε διαφορετι[*710]κά.

Επισημαίνεται ότι η Επιτροπή, αιτιολογώντας την απόφασή της να επιλέξει τα ενδιαφερόμενα μέρη, αναφέρει ότι έλαβε, μεταξύ άλλων, δεόντως υπ’ όψιν και την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ενώ οι επιλεγέντες αξιολογήθηκαν στο πιο ψηλό επίπεδο, κάτι που, μαζί με τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, τους ξεχωρίζει από τους λοιπούς υποψήφιους. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι από τα στοιχεία που, σύμφωνα με τη νομοθετική πρόνοια (άρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90) λαμβάνονται υπ’ όψιν από την Επιτροπή πριν αυτή καταλήξει σε τελική απόφαση.

Επειδή ο Χριστάκης Γεωργίου προσβάλλει με την προσφυγή του, το διορισμό μόνο του Ρούσου, εν όψει της ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς το συγκεκριμένο ενδιαφερόμενο μέρος, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε, σε μεταγενέστερο στάδιο, μόνο τον 3ο λόγο έφεσης που αναφέρεται στην κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς την κατοχή από το Ρούσο των προσόντων που απαιτούνται από την παράγραφο 3(2) των σχεδίων υπηρεσίας.

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν περαιτέρω ότι στην προσφυγή υπ’ αρ. 978/98 κρίθηκε λανθασμένα ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν πλημμελής, λόγω έλλειψης αιτιολογίας.

Το πρωτόδικο δικαστήριο λακωνικά αναφέρει ότι βρίσκει την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής πλημμελή. Συμφωνούμε με την κατάληξη αυτή. Παρατηρούμε ότι η αιτιολογία της Συμβουλευτικής Επιτροπής για όλους τους υποψήφιους χρησιμοποιεί ουσιαστικά την ίδια διατύπωση για να καταλήξει να αξιολογήσει στο τέλος άλλους ως «εξαίρετους» και άλλους ως «πολύ καλούς», χωρίς οποιεσδήποτε επεξηγήσεις, χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία. Κάτω από τις περιστάσεις, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκώς αιτιολογημένη.

Το ίδιο ισχύει και για τη σύσταση του Διευθυντή. Παρ’ όλον ότι επειδή η θέση είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής δεν απαιτείται αιτιολογημένη σύσταση, εν τούτοις, όταν η σύσταση περιέχει στοιχεία που αιτιολογούν τα συμπεράσματα στα οποία έχει καταλήξει ο Διευθυντής, η αιτιολογία της ελέγχεται δικαστικά. Στην παρούσα περίπτωση, ο Διευθυντής, παρ’ όλον που ουσιαστικά δεν αιτιολογεί τη σύστασή του, εν τούτοις αναφέρεται στα διάφορα στοιχεία που τον βοήθησαν να καταλήξει, όπως για παράδειγμα τους [*711]εμπιστευτικούς φακέλους, αλλά και στα κριτήρια αξία, αρχαιότητα και προσόντα. Συνεπώς θα πρέπει να ελεγχθεί αν τα στοιχεία αυτά δικαιολογούν τη σύσταση στην οποία κατέληξε. Βρίσκουμε ότι η σύσταση συγκρούεται με τους φακέλους, αφού ενώ οι συστηθέντες είναι ίσοι σε αξία και προσόντα με τους άλλους υποψήφιους, υστερούν αυτών σε αρχαιότητα.

Παρ’ όλον ότι έχουμε καταλήξει ότι λόγω έλλειψης αιτιολογίας της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής θα πρέπει η τελική απόφαση να συμπαρασυρθεί σε ακυρότητα, εν τούτοις, αισθανόμαστε ότι θα πρέπει να σχολιάσουμε ακόμα ένα σημείο που έχει σχέση με τη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τα προσόντα των υποψηφίων. Το Δικαστήριο κατέληξε στις προσφυγές υπ’ αρ. 1044/98 και 1045/98, με αιτητή τον εφεσίβλητο Ανδρέα Χριστοδουλίδη, ότι η απόδοση στα ενδιαφερόμενα μέρη Ματθαίου και Τριανταφυλλίδη της κατοχής του προσόντος της παραγράφου 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας, για καλή γνώση και ικανότητα εφαρμογής της σχετικής με τη θέση νομοθεσίας, δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Θεωρούμε ότι το Δικαστήριο δεν μπορούσε να εξετάσει το θέμα γιατί σε καμιά από τις προσφυγές που καταχωρήθηκαν παλαιότερα από τους ίδιους διαδίκους και συνεκδικάστηκαν (Προσφυγές υπ’ αρ. 149/97, 3/97 και 51/97) και στις οποίες εκδόθηκε απόφαση στις 19.6.1998, δεν είχε προβληθεί ως λόγος ακυρότητας ο ισχυρισμός για έλλειψη των συγκεκριμένων προσόντων των δύο ενδιαφερομένων μερών.

Είναι καθιερωμένη αρχή ότι οι διάδικοι δεν δικαιούνται να εγείρουν κατά το δοκούν θέματα τα οποία θα μπορούσαν να εγερθούν σε προγενέστερη διαδικασία μεταξύ των ιδίων διαδίκων. Η παράλειψη έγερσης τους δημιουργεί δεδικασμένο (Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608).

Το ότι το θέμα δεν είχε προβληθεί προηγουμένως δεν τέθηκε από τους εφεσείοντες ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η εξέτασή του όμως δεν ήταν επιτρεπτή και κατά συνέπεια, το αποτέλεσμα της εξέτασής του δεν μπορεί να παραμείνει (βλέπε Σκαρπάρης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 593/02, ημερ. 24.9.2004).

Ως προς τα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους Ρούσου, το Δικαστήριο στην απόφασή του στις προσφυγές υπ’ αρ. 3/97 κ.ά., ανωτέρω, κατέληξε ότι δεν υπήρχε κανένα απολύτως στοιχείο στο φάκελό του ή ενώπιον της Επιτροπής ότι είχε, είτε καλή γνώση, είτε [*712]ικανότητα εφαρμογής της νομοθεσίας και των κανονισμών, όπως απαιτείται από την παράγραφο 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας. Καμιά ειδική έρευνα, επισημαίνει το Δικαστήριο, δεν έγινε, ούτε από τη Συμβουλευτική, αλλά ούτε και από την Επιτροπή για διακρίβωση της κατοχής του προσόντος, τη στιγμή μάλιστα που η ίδια η Συμβουλευτική Επιτροπή δέκτηκε ότι οι εμπειρίες του σε μεγάλο βαθμό αναφέρονται σε κτηματολογικά θέματα.

Στην παρούσα διαδικασία η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέληξε ότι ο Ρούσος κατείχε το συγκεκριμένο προσόν και πάλι, ουσιαστικά, βασιζόμενη πάνω στην πείρα του πάνω σε κτηματολογικά θέματα. Σημειώνεται από τη Συμβουλευτική Επιτροπή η θητεία του ως Πρώτου Κτηματολογικού Λειτουργού η «μακρόχρονη πείρα του στους κλάδους Χωρομετρίας και Χαρτογραφίας» και η επιτυχία του στις εξετάσεις R.I.C.S. στον κλάδο Land Surveying. Ενδεικτικά μπορεί να επισημανθεί ότι ακόμα και τα στοιχεία στα οποία αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων για να δείξει ότι έγινε η δέουσα  έρευνα, αφορούν την κτηματολογική του πείρα ή, στην καλύτερη περίπτωση, δεν αποδεικνύουν την κατοχή του συγκεκριμένου προσόντος.

Η Επιτροπή δεν προέβη σε οποιαδήποτε δική της έρευνα. Επισημαίνει απλώς ότι έλαβε δεόντως υπ’ όψιν, μεταξύ άλλων, την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης.

Διατηρούμε τις ίδιες αμφιβολίες που εκφράστηκαν και προηγουμένως ως προς το αν έγινε ορθή εξακρίβωση του κατά πόσο ο Ρούσος κατείχε το συγκεκριμένο προσόν.

Ο αιτητής στην προσφυγή υπ’ αρ. 978/98 καταχώρησε και αντέφεση με την οποία εγείρονται διάφοροι λόγοι. Εν όψει της κατάληξής μας δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με όλους. Αισθανόμαστε όμως, ότι θα πρέπει να ασχοληθούμε με κάποιους από αυτούς.

Ο εφεσίβλητος προβάλλει την κατ’ ισχυρισμό παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να λάβουν υπ’ όψιν ότι καλύπτεται από τις πρόνοιες του περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Αναπήρων και των Εξαρτωμένων των Πεσόντων Αγνοουμένων, Αναπήρων και Εγκλωβισμένων Νόμου του 1992, Ν.53(Ι)/92, όπως τροποποιήθηκε. Δεν ελήφθη υπ’ όψιν, υποστηρίζει, ότι είναι υιός εγκλωβισμένων.

Όπως ορθά υποστηρίχθηκε και από το δικηγόρο των καθ’ ων η αίτηση, ο εφεσίβλητος δεν νομιμοποιείται να επικαλείται την [*713]εφαρμογή του πιο πάνω νόμου, γιατί στην προσφυγή υπ’ αρ. 3/97 δεν ήγειρε παρόμοιο θέμα. Όπως είδαμε και πιο πάνω, οι διάδικοι δεν μπορούν κατά το δοκούν να εγείρουν νέα θέματα τα οποία δεν ήγειραν σε προηγούμενη διαδικασία. Ακόμα θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε θέσει το θέμα ούτε και ενώπιον της Επιτροπής. Εν πάση περιπτώσει, ο συγκεκριμένος νόμος κρίθηκε και ως αντισυνταγματικός με απόφαση της πλειοψηφίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534.

Ισχυρίζεται ακόμα ότι η Επιτροπή έλαβε την επίδικη απόφαση κάτω από συνεχή προκατάληψη και έχθρα εναντίον του, γιατί είναι Μαρωνίτης. Κανένα στοιχείο δεν έχει προσκομιστεί που να αποδεικνύει κάτι τέτοιο. Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι για να γίνει αποδεκτό ότι υπάρχει προκατάληψη, αυτή θα πρέπει να αποδεικνύεται και να προκύπτει αβίαστα από τα γεγονότα και τα έγγραφα της υπόθεσης (βλέπε Louca v. Savva and The Public Service Commission & Others (1989) 3 C.L.R. 672).

Συναφής είναι και ο λόγος αντέφεσης με τον οποίο ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι το γεγονός ότι η διοίκηση αναγράφει στα επίσημα έγγραφα το θρήσκευμά του, ότι δηλαδή είναι Μαρωνίτης, παραβιάζει τα ανθρώπινά του δικαιώματα. Και αυτός ο λόγος προβάλλεται για πρώτη φορά, ενώ ο εφεσίβλητος είχε την ευκαιρία να τον προβάλει στην προηγούμενη δικαστική διαδικασία. Συνεπώς, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης. Εξ άλλου δεν αντιλαμβανόμαστε πως η κατ’ ισχυρισμόν αποκάλυψη προσωπικών δεδομένων θα οδηγούσε σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.

Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται. Τα έξοδα της έφεσης θα βαρύνουν τους εφεσείοντες. Καμιά διαταγή για έξοδα ως προς την αντέφεση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο