Χατζηχάννας Βραχίμης Ι. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 5

(2005) 3 ΑΑΔ 5

[*5]13 Ιανουαρίου, 2005

[AΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΒΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3408)

 

Δεδικασμένο ― Κατά πόσο δημιουργήθηκε στην κριθείσα περίπτωση ως προς την κατοχή συγκεκριμένου προσόντος από υποψήφιο σε διαδικασία πλήρωσης θέσης στη δημόσια υπηρεσία.

Διοικητικό Δίκαιο ― Αρχή της καλής πίστης ― Παραβιάζεται στην περίπτωση αλλαγής παλαιότερης απόφασης διοικητικού οργάνου εάν η αλλαγή στάσης δεν αιτιολογείται ειδικά ― Περιστάσεις της ύπαρξης ειδικής αιτιολογίας στην κριθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Σχέδια Υπηρεσίας ― Οι περί Σχεδίων Υπηρεσίας (Γενικοί) Κανονισμοί του 1995 (Σ.Υ.11/95) ― Δεν έχουν αναδρομική ισχύ ― Συνέπειες στην κριθείσα περίπτωση.

Έννομο Συμφέρον ― Αιτητή που αποκλείστηκε ως μη προσοντούχος σε διαδικασία πλήρωσης δημόσιας θέσης.

Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι έφεσης ― Δεν είναι δυνατό να εξετάζονται κατά τη διαδικασία ακρόασης της έφεσης λόγοι οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται ως λόγοι έφεσης στην ειδοποίηση έφεσης.

Ο Εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε την προσφυγή του κατά της τέταρτης επανεξέτασης της πλήρωσης των επιδίκων θέσεων Διευθυντή Διοίκησης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

[*6]1.          Ο πρώτος και κύριος λόγος έφεσης έχει ως εξής:-

     «Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το θέμα της κατοχής του προσόντος που απαιτούσε η παράγρ. 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας δεν καλύπτετο από το δεδικασμένο και/ή δεν το κατείχε πραγματικά και εν πάση περιπτώσει ο αιτητής.»

     Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τα θέματα αυτά και απεφάνθη ότι:-

     «Οι διαπιστώσεις της Ε.Δ.Υ., με υποθεμελίωση στις απόψεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ήταν κατά τη γνώμη μου προδήλως ορθές. Η διαφορετική από ό,τι προηγουμένως κατάληξη ήταν επιτρεπτή. Το ίδιο ακριβώς ζήτημα προσόντων του αιτητή προέκυψε, σε σχέση με πρόνοια σχεδίου υπηρεσίας πανομοιότυπη με την υπό αναφορά, σε άλλη προσφυγή του αιτητή στην οποία εξέδωσα πρόσφατα απόφαση: βλ. Βραχίμης Ι. Χατζηχάννας v. Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 1448/99, ημερ. 7 Μαρτίου 2001

     Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει εκτενές απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση, η οποία όμως είχε εφεσιβληθεί από τον εφεσείοντα. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επελήφθη της έφεσης αυτής και εξέδωσε την απόφασή της στη Βραχίμης Χατζηχάννας v. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2003) 3 Α.Α.Δ. 527. Η απόφαση αυτή αφορά την ίδια διαδικασία με την εκδικαζόμενη και αφορά επίσης την ίδια επίδικη θέση και το ίδιο σχέδιο υπηρεσίας. Οι ίδιοι ακριβώς λόγοι έφεσης προβλήθηκαν και στην πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας και απορρίφθηκαν.

     Η Ολομέλεια συμφωνεί με την πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν έχει τίποτε άλλο να προσθέσει. Δεν υπήρξε, ούτε παραβιάσθηκε οποιοδήποτε δεδικασμένο, σύμφωνα με τις αρχές που έθεσε η νομολογία.

2.  Ο ισχυρισμός επίσης του εφεσείοντα ότι το θέμα του προσόντος της παραγράφου 3(1) είχε οριστικά επιλυθεί με την απόφαση της Ολομέλειας και ότι δεν ήταν δυνατό να επαναφερθεί γιατί η αρχή της καλής πίστης που πρέπει να διέπει τη χρηστή διοίκηση δεν επέτρεπε υπαναχώρηση στο ζήτημα, κρίνεται ως ανεδαφικός. Είναι σταθερά νομολογημένο ότι η ΕΔΥ μπορούσε να επανεξετάσει το ζήτημα εφόσον δεν είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο. Η μόνη προϋπόθεση που θέτει η νομολογία στην περίπτωση αυτή είναι η καταγραφή αιτιολογίας για τη διαφορετική, απ’ ότι προηγουμένως, κατάληξή της. Άλλως, χωρίς [*7]εξειδίκευση του λόγου, είναι δυνατό να θεωρηθεί παραβίαση της αρχής της καλής πίστης.

     Η ΕΔΥ αιτιολόγησε δεόντος τη νέα διαφορετική προσέγγιση της ως προς τα προσόντα του αιτητή.

3.  Με άλλο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι οι Κανονισμοί του 1995 [περί Σχεδίων Υπηρεσίας (Γενικούς) Κανονισμούς του 1995 (Σ.Υ.11/95)] δεν έχουν αναδρομική ισχύ.

     Η Ολομέλεια συμφωνεί με το πρωτόδικο Δικαστήριο. Οι Κανονισμοί αυτοί θεσπίστηκαν το 1995. Ουσιώδης χρόνος γι’ αυτήν την υπόθεση ήταν το 1991. Οι Κανονισμοί δεν ήταν δυνατό να έχουν αναδρομική ισχύ και αναδρομικά να αλλοιώνουν τα σχέδια Υπηρεσίας. Πράγματι το Άρθρο 2 των Κανονισμών αυτών αναφέρει:-

     «Μεταπτυχιακός τίτλος ή δίπλωμα καλύπτει και τον όρο Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή Τίτλο ...»

     Το γεγονός ότι δεν μπορούσε να έχει αναδρομική ισχύ επιβεβαιώθηκε με την απόφαση Τούλα Κούλουμου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 262/2001, ημερ. 15.1.2002.

4.  Παραπονείται ακόμα ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε άλλους λόγους ακύρωσης που ισχυρίζεται ότι προέβαλε ενώπιόν του. Το παράπονο αυτό δεν ευσταθεί.  Εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ορθά η ΕΔΥ απεφάνθη ότι ο εφεσείων δεν πληρούσε τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας, έπεται ότι ο εφεσείων απώλεσε το έννομο συμφέρον του να προωθεί την προσφυγή. Ως εκ τούτου θα ήταν περιττή η ενασχόληση του με οποιουσδήποτε άλλους λόγους ακύρωσης.

5.  Κατά την προφορική ενώπιον της Ολομέλειας ακρόαση, ο εφεσείων πρόβαλε ένα εντελώς νέο λόγο. Ισχυρίστηκε ότι έχει παρέλθει πολύς χρόνος για τη διεκπεραίωση της υπόθεσης του, εντελώς αδικαιολόγητος και εκτός του ευλόγου χρόνου που προνοείται στο Σύνταγμα.

     Όπως του υποδείχθηκε και από έδρας, ο λόγος αυτός δεν είναι δυνατό να εξεταστεί εφόσον δεν περιλαμβάνεται στους λόγους έφεσης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

[*8]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Τζιακουρή-Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 223,

Χατζηχάννας v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1448/99, ημερ. 7.3.2001,

Χατζηχάννας v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2003) 3 Α.Α.Δ. 527,

Κούλουμου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 262/2001, ημερ. 15.1.2002.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 918/2000) ημερομηνίας 26/2/2002, με την οποία απέρριψε την προσφυγή του κατά της προαγωγής, κατόπιν τέταρτης επανεξέτασης, των ιδίων ενδιαφερομένων μερών στη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, η οποία από 11.7.1997, μετονομάσθηκε σε θέση Διευθυντή Διοικήσεως αναδρομικά από 1.12.1992, θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής.

Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.

Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), κατόπιν επανεξέτασης, με απόφαση της ημερομηνίας 27.4.2000, επέλεξε εκ νέου τα ενδιαφερόμενα μέρη (Ε/Μ) για τη μόνιμη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, θέση η οποία από 11.7.1997 μετονομάσθηκε σε θέση Διευθυντή Διοικήσεως και τους προσέφερε προαγωγή αναδρομικά από 1.12.1992.

Ενδιαφέρει το ιστορικό το οποίο και παραθέτουμε.

Τον Απρίλιο του 1991 υποβλήθηκε από την αρμόδια αρχή πρόταση για την πλήρωση πέντε θέσεων Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού. Τον επόμενο μήνα υποβλήθηκε και νέα πρόταση για την πλήρωση ακόμα μιας θέσης. Η θέση, πρώτου διορισμού και προαγωγής, μετονομάστηκε στις 11.7.1997 σε θέση Διευθυντή Διοίκησης. Με απόφαση της ΕΔΥ, στις 19.11.1992, προήχθησαν τα πέ[*9]ντε Ε/Μ. Ο εφεσείων, όπως και άλλοι υποψήφιοι, προσέβαλαν την απόφαση της ΕΔΥ και το Ανώτατο Δικαστήριο, στις 30.5.1995, την ακύρωσε επειδή η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ΕΔΥ δεν αιτιολόγησαν τις εντυπώσεις τους για την απόδοση των υποψηφίων στη διενεργηθείσα αντιστοίχως εξέταση.

Η επανεξέταση άρχισε από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Ο εφεσείων δεν συστήθηκε. Με απόφαση της η ΕΔΥ, ημερ. 17.11.1995 επαναπροήγαγε τα ίδια πρόσωπα (Ε/Μ). Η απόφαση αυτή προσβλήθηκε από τον εφεσείοντα στο Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο την ακύρωσε και πάλιν για το λόγο ότι θεώρησε ακροσφαλή τη χρήση από την ΕΔΥ σημειώσεων για επαναφορά της μνήμης όταν μάλιστα ένα από τα μέλη της δεν είχε δικές του σημειώσεις. Επίσης για το λόγο ότι κακώς έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή.

Κατά την τρίτη επανεξέταση η ΕΔΥ δεν έλαβε υπόψη το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης ούτε και τη σύσταση του Διευθυντή αλλά έλαβε υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Με απόφαση της, ημερ. 7.5.1998 επαναπροήγαγε τα ίδια Ε/Μ. Ο εφεσείων προσέβαλε και πάλιν την απόφαση. Στις 6.10.1999 το Ανώτατο Δικαστήριο την ακύρωσε κατόπιν δήλωσης εκ μέρους της Δημοκρατίας ότι ενόψει της προσφάτως τότε εκδοθείσας απόφασης της Ολομέλειας στην Τζιακουρή-Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 223, η προηγούμενη εξέταση έπρεπε να είχε αρχίσει από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Ακολούθησε η τέταρτη (και επίδικη) επανεξέταση από την ΕΔΥ. Στο πλαίσιο της επανεξέτασης η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέληξε ότι ο εφεσείων δεν είναι προσοντούχος γιατί δεν κατέχει το προσόν που απαιτεί η παράγραφος 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας. Το ίδιο κατέληξε και η ΕΔΥ. Παραθέτουμε την σχετική πρόνοια:-

«3. Απαιτούμενα προσόντα:

1(α) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών:

Δημόσια Διοίκηση, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Διοίκηση Προσωπικού, Οικονομικά, Πολιτικές ή Κλασσικές Επιστήμες, Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law), Δημόσιες Σχέσεις, Κοινωνιολογία, Ψυχολογία, Φιλοσοφία, Φιλολογία, Ιστορία· ή

[*10](β) μέλος Αναγνωρισμένου Σώματος Επαγγελματιών Λογιστών.

......................................................................................................»

Η ΕΔΥ, υιοθέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και με τη σειρά της απέκλεισε τον εφεσείοντα διότι το πρώτο του πτυχίο δεν ήταν σε θέμα ή θέματα που προβλέπονται στην παράγραφο 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας, ενώ με τα μεταπτυχιακά του δεν καθίστατο προσοντούχος αφού η μεταβολή που επήλθε με τους περί Σχεδίων Υπηρεσίας (Γενικούς) Κανονισμούς του 1995 (Σ.Υ. 11/95) δεν είχε αναδρομική ισχύ και ο ουσιώδης χρόνος ήταν ο χρόνος της πρώτης εξέτασης. Έτσι η ΕΔΥ επαναπροήγαγε τα ίδια όπως και πριν πρόσωπα.

Ο εφεσείων προσέβαλε και πάλιν την απόφαση της ΕΔΥ.  Πρόβαλε τους ίδιους λόγους ακύρωσης που προβάλλονται και στην παρούσα έφεση. Το Ανώτατο Δικαστήριο, στη μονομελή του σύνθεση, απέρριψε την προσφυγή του εφεσείοντα αφού δεν δέχθηκε κανένα από τους λόγους ακύρωσης που πρόβαλε.

Ο πρώτος και κύριος λόγος έφεσης έχει ως εξής:-

«Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το θέμα της κατοχής του προσόντος που απαιτούσε η παράγρ. 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας δεν καλύπτετο από το δεδικασμένο και/ή δεν το κατείχε πραγματικά και εν πάση περιπτώσει ο αιτητής.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τα θέματα αυτά και απεφάνθη ότι:-

«Οι διαπιστώσεις της Ε.Δ.Υ., με υποθεμελίωση στις απόψεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ήταν κατά τη γνώμη μου προδήλως ορθές.  Η διαφορετική από ό,τι προηγουμένως κατάληξη ήταν επιτρεπτή. Το ίδιο ακριβώς ζήτημα προσόντων του αιτητή προέκυψε, σε σχέση με πρόνοια σχεδίου υπηρεσίας πανομοιότυπη με την υπό αναφορά, σε άλλη προσφυγή του αιτητή στην οποία εξέδωσα πρόσφατα απόφαση: βλ. Βραχίμης Ι. Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 1448/99, ημερ. 7 Μαρτίου 2001

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει εκτενές απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση, η οποία όμως είχε εφεσιβληθεί από τον εφεσείοντα. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επελήφθη της έφεσης αυτής και εξέδωσε την απόφασή της στη Βραχίμης [*11]Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2003) 3 Α.Α.Δ. 527.  Η απόφαση αυτή αφορά την ίδια διαδικασία με την εκδικαζόμενη και αφορά επίσης την ίδια επίδικη θέση και το ίδιο σχέδιο υπηρεσίας. Οι ίδιοι ακριβώς λόγοι έφεσης προβλήθηκαν και στην πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας.

Σπεύδουμε να συμφωνήσουμε με όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση.

Στην απόφαση Χατζηχάννας (Αρ. 2) (πιο πάνω) έχουν δοθεί πλήρεις και σαφείς απαντήσεις σε όλα όσα ο εφεσείων προβάλλει στους λόγους έφεσης του. Παραπέμπουμε στα πιο κάτω αποσπάσματα που αποτελούν την απάντηση και σε αυτή την υπόθεση:-

«Πρώτα όσον αφορά το δεδικασμένο που, όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων, δημιουργήθηκε από την απόφαση της Ολομέλειας (Βραχίμης Χ''Χάννας ν. ΕΔΥ (1999) 3 Α.Α.Δ. 216). Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ανέλυσε την πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας κατέληξε ότι το μόνο που αποφασίσθηκε στην απόφαση αυτή ήταν ότι δεν αιτιολογήθηκε δεόντως η κατάληξη της ΕΔΥ ότι ο εφεσείων δεν κατείχε το προσόν της παραγράφου 3(2) ενόψει της αντιφατικότητας που παρουσιάσθηκε σε σχέση με προηγούμενες κρίσεις της όσον αφορά την απαιτούμενη πείρα. Δεν είχε αποφασισθεί από την Ολομέλεια θέμα κατοχής από τον εφεσείοντα του προσόντος της παραγράφου 3(1) ούτως ώστε να δημιουργηθεί δεδικασμένο. Ήταν δε επιτρεπτό στην ΕΔΥ να ασχοληθεί κατά την επανεξέταση με το θέμα της κατοχής του προσόντος, από τον εφεσείοντα, της παραγράφου 3(1). Το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη επί του θέματος ως εξής:

«Από τα όσα ήδη ανέφερα περιγραφικά, καθίσταται πρόδηλο και δεν χρειάζεται συζήτηση ότι το θέμα της κατοχής του προσόντος που απαιτούσε η παράγραφος 3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας δεν καλύπτετο από δεδικασμένο. Επομένως μπορούσε να περιληφθεί στην επανεξέταση. Είναι δε επιτρεπτό το διαφορετικό αποτέλεσμα: βλ. Frangoullides and Another v.  Public Service Commission (1985) 3 C.L.R. 1680. Ωστόσο, η διαφορετική από ό,τι προηγουμένως κατάληξη χρειάζεται αιτιολογία. Αλλιώς η παρέκκλιση, χωρίς εξειδίκευση του λόγου, θα εμφάνιζε παραβίαση της αρχής της καλής πίστης. Αυτή είναι η έννοια της Κώστας Αδαμίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 642/97, ημερ. 24.9.1999 (Χατζηχαμπής, Δ.) στην οποία παρέπεμψε ο αιτητής και στην οποία υιοθετούνται τα όσα λέχθηκαν για τέτοι[*12]ες περιπτώσεις από τον Νικολαΐδη Δ. στην Αδαμίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2768

Συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν έχουμε τίποτε άλλο να προσθέσουμε. Δεν υπήρξε, ούτε παραβιάσθηκε οποιοδήποτε δεδικασμένο, σύμφωνα με τις αρχές που έθεσε η νομολογία.

Ο ισχυρισμός επίσης του εφεσείοντα ότι το θέμα του προσόντος της παραγράφου 3(1) είχε οριστικά επιλυθεί με την απόφαση της Ολομέλειας και ότι δεν ήταν δυνατό να επαναφερθεί γιατί η αρχή της καλής πίστης που πρέπει να διέπει τη χρηστή διοίκηση δεν επέτρεπε υπαναχώρηση στο ζήτημα, κρίνεται ως ανεδαφικός. Είναι σταθερά νομολογημένο ότι η ΕΔΥ μπορούσε να επανεξετάσει το ζήτημα εφόσον δεν είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο. (Βλέπε Frangoullides and Another v. P.S.C. (πιο πάνω) νομολογία που επικαλέσθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο). Η μόνη προϋπόθεση που θέτει η νομολογία στην περίπτωση αυτή είναι η καταγραφή αιτιολογίας για τη διαφορετική, απ’ ότι προηγουμένως, κατάληξή της. Άλλως, χωρίς εξειδίκευση του λόγου, είναι δυνατό να θεωρηθεί παραβίαση της αρχής της καλής πίστης.»

Συμφωνούμε επίσης με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η ΕΔΥ αιτιολόγησε δεόντως τη νέα διαφορετική προσέγγιση της ως προς τα προσόντα του αιτητή. Στην απόφαση της Ολομέλειας Χατζηχάννας (Αρ. 2) (πιο πάνω) αναφέρονται και τα ακόλουθα που δίδουν πλήρη απάντηση στο θέμα:-

«Έχουμε την άποψη, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η απόφαση της ΕΔΥ είναι πλήρως αιτιολογημένη. Η Συμβουλευτική Επιτροπή εξέτασε επισταμένα, ένα προς ένα, τα προσόντα του αιτητή όπως έπραξε και η ΕΔΥ και κατέληξαν δικαιολογημένα ότι ο εφεσείων δεν κατείχε το ακαδημαϊκό προσόν που απαιτείται από την παράγραφο 3(1) του σχεδίου υπηρεσίας. Τούτο, όπως αναφέρει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν αυτόδηλο. Η ΕΔΥ λογικά δεν μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα.»

Με άλλο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι οι Κανονισμοί του 1995 [περί Σχεδίων Υπηρεσίας (Γενικούς) Κανονισμούς του 1995 (Σ.Υ. 11/95)] δεν έχουν αναδρομική ισχύ.

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο. Οι Κανονισμοί αυτοί θεσπίστηκαν το 1995. Ουσιώδης χρόνος γι’ αυτήν την υπόθεση ήταν το 1991. Οι Κανονισμοί δεν ήταν δυνατό να έχουν αναδρομική ισχύ και αναδρομικά να αλλοιώνουν τα σχέδια Υπηρεσίας. Πράγματι το άρθρο 2 των Κανονισμών αυτών αναφέρει:-

«Μεταπτυχιακός τίτλος ή δίπλωμα καλύπτει και τον όρο Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή Τίτλο ...»

Το γεγονός ότι δεν μπορούσε να έχει αναδρομική ισχύ επιβεβαιώθηκε με την απόφαση Τούλα Κούλουμου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 262/2001, ημερ. 15.1.2002.

Παραπονείται ακόμα ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε άλλους λόγους ακύρωσης που ισχυρίζεται ότι προέβαλε ενώπιόν του. Το παράπονο αυτό δεν ευσταθεί. Εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ορθά η ΕΔΥ απεφάνθη ότι ο εφεσείων δεν πληρούσε τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας, έπεται και σ’ αυτό συμφωνούμε ότι ο εφεσείων απώλεσε το έννομο συμφέρον του να προωθεί την προσφυγή. Ως εκ τούτου θα ήταν περιττή η ενασχόληση του με οποιουσδήποτε άλλους λόγους ακύρωσης.

Κατά την προφορική ενώπιον μας ακρόαση ο εφεσείων πρόβαλε ένα εντελώς νέο λόγο. Ισχυρίστηκε ότι έχει παρέλθει πολύς χρόνος για τη διεκπεραίωση της υπόθεσης του εντελώς αδικαιολόγητος και εκτός του ευλόγου χρόνου που προνοείται στο Σύνταγμα.

Όπως του υποδείξαμε και από έδρας ο λόγος αυτός δεν είναι δυνατό να εξεταστεί εφόσον δεν περιλαμβάνεται στους λόγους έφεσης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο