Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Eπιτρόπου ΡύθμισηςΤηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων και/ή Άλλης (2005) 3 ΑΑΔ 20

(2005) 3 ΑΑΔ 20

[*20]9 Φεβρουαρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 139, 146(1), 19, 25, 26 ΚΑΙ 29 ΤΟΥ ΣΥΝΤAΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΕΦ.302 ΚΑΙ Ν.7(I)/04 ΚΑΙ Ν.19(I)/2002 ΑΡ.19(1)(ρ), 21(γ) ΚΑΙ (ε), 22 ΚΑΙ 74(2), (3) ΚΑΙ (4).

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

1. ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ ΚΑΙ/ Ή

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Προσφυγή Αρ. 145/2004)

 

Σύνταγμα ― Άρθρο 139 ― Προσφυγή ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε περιπτώσεις σύγκρουσης αρμοδιοτήτων μεταξύ οργάνων ή αρχών στη Δημοκρατία ― Η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου και ο Επίτροπος Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών τέτοια όργανα εντός της έννοιας του άρθρου.

Ο περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμος (Ν.19(Ι)/2002) ― Άρθρο 19(1)(ρ) ― Ο Επίτροπος δύναται να καθορίζει πλαίσιο τιμών πώλησης των υπηρεσιών της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ― Ο καθορισμός τιμών αντί πλαισίου τιμών εκτός του ρητού γράμματος του Νόμου ― Το εν λόγω άρθρο δεν επιδέχεται άλλης ερμηνείας.

Η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου προσέφυγε βάσει του Άρθρου 139 του Συντάγματος εναντίον της νομιμότητας της απόφασης του Επιτρόπου Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών να καθορίσει τιμές λιανικής πώλησης για τις υπηρεσίες της, επικαλούμενη την έλλειψη τέτοιας αρμοδιότητας, η οποία κατά τους ισχυρισμούς της ανήκε στην ίδια.

Η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δε[*21]χτή την προσφυγή εναντίον του Επιτρόπου Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και απορρίπτοντας την προσφυγή εναντίον της Δημοκρατίας, αποφάσισε ότι:

1.  Η αιτήτρια είναι οργανισμός δημοσίου δικαίου, για τον οποίο γίνεται ειδική αναφορά στο Άρθρο 122 του Συντάγματος, όπου στον όρο «Δημόσια Υπηρεσία» περιλαμβάνεται και υπηρεσία στους Οργανισμούς που προβλέπονται στο άρθρο. Οι αποφάσεις της αιτήτριας Αρχής, που εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, ελέγχονται βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.  Το ίδιο συμβαίνει και με τις αποφάσεις του Επιτρόπου που λαμβάνονται σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ν.19(Ι)/2002

2.  Η αιτήτρια εισηγείται πως ο Επίτροπος δεν έχει δικαίωμα, βάσει του Νόμου που επικαλείται, να καθορίζει τιμές λιανικής πώλησης των υπηρεσιών που προσφέρει, ενώ αντίθετη είναι η θέση του Επιτρόπου. Η αιτήτρια, επομένως, αμφισβητεί τη συγκεκριμένη εξουσία του Επιτρόπου, γεγονός που θέτει την παρούσα προσφυγή ευθέως μέσα στις πρόνοιες του Άρθρου 139 του Συντάγματος. 

3.  Επί της ουσίας η υπόθεση δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία.  Η κρίση για το αντικείμενο της προσφυγής, βασίζεται αποκλειστικά στην ερμηνεία του σχετικού άρθρου του Ν.19(Ι)/2002, δηλαδή το 19(1)(ρ), που επικαλέστηκε ο Επίτροπος για να εκδώσει το Διάταγμα, 3/2004.

     Η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας είναι πως η υπό συζήτηση πρόνοια δίδει το δικαίωμα στον Επίτροπο να καθορίζει και ρυθμίζει πλαίσιο χρεώσεων, δηλαδή υιοθέτηση κανόνων που λειτουργούν στην αγορά, και το μέγιστο όριο της εξουσίας του εξαντλείται με τον καθορισμό κατώτατου και ανώτατου ορίου τιμής. Δεν έχει όμως εξουσία να ορίζει τιμές και τέλη για συγκεκριμένες υπηρεσίες που παρέχονται, όπως έκανε με το επίμαχο Διάταγμα.

     Οι διατάξεις του Άρθρου 19(1)(ρ), είναι ρητές και δεν επιδέχονται άλλης ερμηνείας, παρά αυτής που μεταδίδει η σημασία των λέξεων που χρησιμοποιούνται από το Νομοθέτη. Ο Επίτροπος έχει δικαίωμα να καθορίζει και ρυθμίζει πλαίσιο χρεώσεων. O Επίτροπος καθορίζει και ρυθμίζει, με αναφορά στα ισχύοντα στην αγορά, το πλαίσιο των χρεώσεων, και σ’ αυτή την εξουσία περιλαμβάνεται και το μέγιστο της αρμοδιότητας του, που είναι ο καθορισμός κατώτατου και ανώτατου ορίου τιμής. Δεν έχει δικαίωμα ως εκ τούτου να ορίζει τις τιμές λιανικής πώλησης. 

[*22]           Αποτέλεσμα της πιο πάνω σκέψης είναι πως η προσφυγή της αιτήτριας επιτυγχάνει. Η προσφυγή όμως εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, που εσφαλμένα συνενώθηκε στην προσφυγή, ως καθ’ ου η αίτηση 2, και η οποία δεν είχε καμιά εμπλοκή στα ζητήματα που αφορούσε η προσφυγή, απορρίπτεται.

     Διακηρύσσεται πως ο Επίτροπος δεν έχει δικαίωμα να ορίζει τιμές λιανικής πώλησης υπηρεσιών που παρέχονται από την αιτήτρια.

Η προσφυγή εναντίον του Επιτρόπου επιτυγχάνει με έξοδα και η προσφυγή εναντίον της Δημοκρατίας απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

The Turkish Communal Chamber and/through its Social and Municipal Affairs Office v. The Council of Ministers, 5 R.S.C.C. 39,

Dr. Fuat Celaleddin a.ο. v. The Council of Ministers a.ο., 5 R.S.C.C. 102.

Προσφυγή.

Προσφυγή της αιτήτριας Αρχής κατά του Διατάγματος το οποίο εξέδωσε ο Επίτροπος Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, το οποίο δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 13.2.2004, ΔΕ3/2004 και με το οποίο, μεταξύ άλλων, καθόριζε τις λιανικές τιμές που θα έπρεπε να χρεώνει η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, αναφορικά με υπηρεσίες που παρέχει κατ’ επίκληση του Άρθρου 19(1)(ρ) του περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2002 (Ν.19(Ι)/2002).

Κ. Χ''Ιωάννου, για την Αιτήτρια.

Χρ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Κλεάνθους, για τον Καθ’ ου η αίτηση 1.

Μ. Μαλαχτού, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ’ ης η αίτηση 2.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Ο Επίτροπος Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, στα επόμενα ο Επίτροπος, εξέδωσε Διάταγμα που [*23]δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 13.2.2004, ΔΕ3/2004, με το οποίο, μεταξύ άλλων, καθορίζει τις λιανικές τιμές που θα πρέπει να χρεώνει η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή, αναφορικά με υπηρεσίες που παρέχει. Το Διάταγμα εκδόθηκε από τον Επίτροπο κατ’ επίκληση του άρθρου 19(1)(ρ) του περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2002, Ν.19(Ι)/2002. Η αιτήτρια εισηγείται πως η πιο πάνω νομοθετική πρόνοια δεν δίδει δικαίωμα στον Επίτροπο να καθορίζει τιμές λιανικής πώλησης των υπηρεσιών που αναφέρονται στο Διάταγμα.

Ο Επίτροπος Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων διορίζεται δυνάμει του άρθρου 3(1) του Νόμου, ο οποίος, καθώς αναφέρεται στο προοίμιο του, είναι εναρμονιστικός με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, δηλαδή τις οδηγίες και τον κανονισμό που απαριθμούνται στο προοίμιο του. 

Η αιτήτρια είναι οργανισμός δημοσίου δικαίου που δημιουργήθηκε με τον περί Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Νόμο, Κεφ.302, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα. Το άρθρο 19 του βασικού Νόμου, όπως έχει αντικατασταθεί με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν.7(Ι)/2004, προβλέπει τα εξής:

«19: Η Αρχή δύναται να καθορίζει, με αποφάσεις της, και να χρεώνει τέλη για τις υπηρεσίες που διαχειρίζεται, τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου αναφορικά με τέτοια τέλη και των δυνάμει νόμου αρμοδιοτήτων και εξουσιών οποιασδήποτε αρμόδιας αρχής της Δημοκρατίας αναφορικά με τέτοια τέλη.»

Η παρούσα προσφυγή της αιτήτριας στηρίζεται στο άρθρο 139 του Συντάγματος, το οποίο δίδει αρμοδιότητα στο Ανώτατο Δικαστήριο να αποφασίζει οριστικά και αμετάκλητα επί κάθε προσφυγής που αφορά σε σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας που εγείρεται μεταξύ της Βουλής των Αντιπροσώπων και των Κοινοτικών Συνελεύσεων (οι τελευταίες όπως υπήρχαν με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας) ή οποιασδήποτε από αυτές, καθώς επίσης και μεταξύ οιωνδήποτε οργάνων ή αρχών της Δημοκρατίας. 

Tο Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει το θέμα, εφόσον τούτο είναι δικαιοδοτικό, κατά πόσο η αιτήτρια και ο καθ’ ου η αίτηση 1 είναι όργανα εν τη δημοκρατία υπό την έννοια του άρθρου 139 του Συντάγματος και ότι πράγματι δημιουργείται σύγκρουση ή αμφισβήτηση της εξουσίας ή αρμοδιότητας στα δύο όργανα. [*24]Τούτο προκύπτει, σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας, από το γεγονός πως αυτή ισχυρίζεται ότι ο Επίτροπος δεν έχει δικαίωμα βάσει του Ν.19(Ι)/2002 να καθορίζει τιμές λιανικής πώλησης υπηρεσιών ενώ ο τελευταίος εισηγείται πως έχει τέτοια εξουσία.

Η ερμηνεία του άρθρου αυτού, με αναφορά σε όλες τις πτυχές των προνοιών του, αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης πολύ γρήγορα μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η συζήτηση έγινε σε σειρά υποθέσεων, στις οποίες οι αποφάσεις καταλαμβάνουν σχεδόν ολόκληρο τον 5ον τόμο των αποφάσεων του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η πρώτη απόφαση είναι: The Turkish Communal Chamber, and/ through its Social and Municipal Affairs Office And The Council of Ministers, p.59, και η δεύτερη: Dr. Fuat Celaleddin and others And 1. The Council of Ministers and others, p.102. Σ’ αυτή την τελευταία υιοθετήθηκε από το Δικαστήριο ο πιο κάτω ορισμός του oργάνου ή αρχής της Δημοκρατίας, που έκτοτε ουσιαστικά ακολουθείται σε όλες τις μεταγενέστερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. 

“In the opinion of the majority of the court (hereinafter referred to as “the Court”) the five Applicants, who are named in the title of this Case, are not, in their capacities “as members of the Turkish Community and as inhabitants of the town of Nicosia”, an organ or authority in the sense of Article 139 because, organs or authorities, in the aforesaid sense, are specific juridical creations bearing the features of individual and concrete organic institutions of government and functioning for and on behalf of a primary legal entity, such as the Republic of Cyprus, of which they are organs or authorities in the ordinary meaning of such terms”.

(η υπογράμμιση δική μας. Ακολουθεί μετάφραση)

«Κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου (στα επόμενα θα αναφέρεται ως «το Δικαστήριο») οι πέντε Αιτητές, που αναφέρονται στον τίτλο αυτής της Υπόθεσης, δεν είναι, με την ιδιότητα τους «ως μέλη της Τουρκικής Κοινόνητας και ως κάτοικοι της πόλης της Λευκωσίας» όργανο ή αρχή, μέσα στην έννοια του άρθρου 139 γιατί, όργανα ή αρχές, μέσα στην πιο πάνω έννοια, είναι ειδικά δημιουργήματα του νόμου που έχουν τα χαρακτηριστικά ξεχωριστών και συγκροτημένων οργανικά θεσμών της κυβέρνησης, που λειτουργούν για και εκ μέρους μιας κατά κύριο λόγο νομικής προσωπικότητας, όπως η Δημοκρατία της Κύπρου στην οποία είναι όργανα ή αρχές με τη συνήθη έννοια αυτών των όρων.»

[*25]Η αιτήτρια είναι οργανισμός δημοσίου δικαίου, για τον οποίο γίνεται ειδική αναφορά στο άρθρο 122 του Συντάγματος, όπου στον όρο «Δημόσια Υπηρεσία» περιλαμβάνεται και υπηρεσία στους Οργανισμούς που προβλέπονται στο άρθρο. Οι αποφάσεις της αιτήτριας Αρχής, που εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, ελέγχονται βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Το ίδιο συμβαίνει και με τις αποφάσεις του Επιτρόπου που λαμβάνονται σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ν.19(Ι)/2002, στον οποίο έγινε αναφορά προηγουμένως. 

Το επόμενο ζήτημα που εγείρεται για εξέταση είναι κατά πόσο υπάρχει σύγκρουση ή αμφισβήτηση εξουσίας ή αρμοδιότητας, απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 139. Οι πιο πάνω αποφάσεις του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι επίσης διαφωτιστικές στο ζήτημα. Η αιτήτρια εδώ εισηγείται πως ο Επίτροπος δεν έχει δικαίωμα, βάσει του Νόμου που επικαλείται, να καθορίζει τιμές λιανικής πώλησης των υπηρεσιών που προσφέρει, ενώ αντίθετη είναι η θέση του Επιτρόπου. Η αιτήτρια, επομένως, αμφισβητεί τη συγκεκριμένη εξουσία του Επιτρόπου, γεγονός που θέτει την παρούσα προσφυγή ευθέως μέσα στις πρόνοιες του άρθρου 139 του Συντάγματος. 

Επί της ουσίας η υπόθεση δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία. Η κρίση για το αντικείμενο της προσφυγής, βασίζεται αποκλειστικά στην ερμηνεία του σχετικού άρθρου του Ν.19(Ι)/2002, δηλαδή το 19(1)(ρ), που επικαλέστηκε ο Επίτροπος για να εκδώσει το Διάταγμα, 3/2004. Η σχετική παράγραφος του άρθρου έχει ως εξής:

“19.1 Αποτελεί αρμοδιότητα και εξουσία του Επιτρόπου, μεταξύ άλλων:

...................................................................................................

(ρ) να καθορίζει και ρυθμίζει με διατάγματα το πλαίσιο χρεώσεων, περιλαμβανομένου κατώτατου και ανώτατου ορίου τιμών, προς διασφάλιση θεμιτού και υγιούς ανταγωνισμού και των αρχών της διαφάνειας και κοστοστρέφειας, οποιωνδήποτε δημόσιων παροχέων τηλεπικοινωνιακών δικτύων και δημόσιων παροχέων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, οι οποίοι έχουν οριστεί από τον Επίτροπο ως παροχείς καθολικής τηλεπικοινωνιακής υπηρεσίας, περιλαμβανομένων παροχέων σταθερών φωνητικών τηλεφωνικών υπηρεσιών, ή που έχουν καθοριστεί από αυτόν ως έχοντες σημαντική ισχύ στην αγορά, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που διαλαμβάνεται στις παραγράφους (ν) και (ξ) πιο πάνω, αντιστοίχως.»

(η υπογράμμιση δική μας).

Η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας είναι πως η υπό συζή[*26]τηση πρόνοια δίδει το δικαίωμα στον Επίτροπο να καθορίζει και ρυθμίζει πλαίσιο χρεώσεων, δηλαδή υιοθέτηση κανόνων που λειτουργούν στην αγορά, και το μέγιστο όριο της εξουσίας του εξαντλείται με τον καθορισμό κατώτατου και ανώτατου ορίου τιμής. Δεν έχει όμως εξουσία να ορίζει τιμές και τέλη για συγκεκριμένες υπηρεσίες που παρέχονται, όπως έκανε με το επίμαχο Διάταγμα. Η θέση του δικηγόρου του Επιτρόπου είναι πως, αν διαβαστεί το επίμαχο άρθρο στο σύνολο του, έχοντας υπόψη και τις γενικές εξουσίες του Επιτρόπου, που του παρέχονται από το Νόμο καθώς και το άρθρο 19 του Κεφ. 302, το οποίο παραθέτουμε πιο πάνω, θα διαπιστωθεί πως ο Επίτροπος έχει τέτοια εξουσία.

Συμφωνούμε με την ερμηνεία που δίδει ο δικηγόρος της αιτήτριας στο επίμαχο άρθρο. Οι διατάξεις του είναι ρητές και δεν επιδέχονται άλλης ερμηνείας, παρά αυτής που μεταδίδει η σημασία των λέξεων που χρησιμοποιούνται από το Νομοθέτη. Ο Επίτροπος έχει δικαίωμα να καθορίζει και ρυθμίζει πλαίσιο χρεώσεων. Με αυτή τη φράση και εμείς αντιλαμβανόμαστε να σημαίνει πως ο Επίτροπος καθορίζει και ρυθμίζει, με αναφορά στα ισχύοντα στην αγορά, το πλαίσιο των χρεώσεων, και σ’ αυτή την εξουσία περιλαμβάνεται και το μέγιστο της αρμοδιότητας του, που είναι ο καθορισμός κατώτατου και ανώτατου ορίου τιμής. Δεν έχει δικαίωμα ως εκ τούτου να ορίζει τις τιμές λιανικής πώλησης.

Αποτέλεσμα της πιο πάνω σκέψης είναι πως η προσφυγή της αιτήτριας επιτυγχάνει. Η προσφυγή όμως εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, που εσφαλμένα συνενώθηκε στην προσφυγή, ως καθ’ ου η αίτηση 2, και η οποία δεν είχε καμιά εμπλοκή στα ζητήματα που αφορούσε η προσφυγή, απορρίπτεται.

Διακηρύσσεται πως ο Επίτροπος δεν έχει δικαίωμα να ορίζει τιμές λιανικής πώλησης υπηρεσιών που παρέχονται από την αιτήτρια.

Ο Επίτροπος θα καταβάλει τα έξοδα της διαδικασίας στην αιτήτρια, η οποία όμως θα καταβάλει τα έξοδα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η προσφυγή εναντίου του Επιτρόπου επιτυγχάνει με έξοδα και η προσφυγή εναντίον της Δημοκρατίας απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο