(2005) 3 ΑΑΔ 27
[*27]14 Φεβρουαρίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΙΑΣΩΝ ΓΙΑΣΟΥΜΗΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3399)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Οι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να προβάλλονται στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως ― Διαφορετικά δεν μπορούν να εξεταστούν ― Λόγος έφεσης κατά της απόρριψης λόγου ακυρώσεως, που δεν είχε προβληθεί στο δικόγραφο, δεν εξετάστηκε από την Ολομέλεια.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Αιτιολογία ― Ισχυρισμός περί μη επαρκούς αιτιολογίας απορρίφθηκε υπό τις περιστάσεις ― Η σύσταση κρίθηκε ότι ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και ότι συνήδε με τους φακέλους ― Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίθηκαν πως ουδόλως απείχαν απ’ όσα αναφέρθηκαν στη σύσταση.
Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ― Απόφαση προαγωγής ― Αιτιολογία ― Ισχυρισμός περί ελλιπούς αιτιολογίας της τελικής της απόφασης, υπό τις περιστάσεις του πρακτικού που τηρήθηκε από την Ε.Δ.Υ., απορρίφθηκε.
Ο εφεσείων επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση την ακύρωση της απόφασης της Ε.Δ.Υ. να προάξει στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας το ενδιαφερόμενο μέρος, αντί του ιδίου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα ο πρωτόδικος Δι[*28]καστής έκρινε ότι ορθά επανακλήθηκε ο διευθυντής στη διαδικασία επανεξέτασης για να υποβάλει νέα σύσταση, αφού η αρχική του σύσταση έμεινε άθικτη από το ακυρωτικό αποτέλεσμα στην Προσφυγή αρ. 601/1997.
Σε σχέση με αυτό το λόγο έφεσης, όπως και για τον αντίστοιχο λόγο ακύρωσης, η δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους εισηγήθηκε πρωτόδικα, και επανέλαβε με το περίγραμμα αγόρευσής της, ότι δε θάπρεπε να εξετασθεί, είτε πρωτόδικα είτε, κατά μείζονα λόγο, κατ’ έφεση, επειδή ο ισχυρισμός για παράνομη επανάκληση του διευθυντή, για να υποβάλει νέα σύσταση κατά την επανεξέταση, δεν περιλαμβανόταν, ως λόγος ακύρωσης, στο δικόγραφο της προσφυγής.
Είναι, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, πρόδηλο ότι ο λόγος ακύρωσης αναφορικά με την παράνομη σύσταση του Διευθυντή, ως είναι διατυπωμένος, δεν μπορεί, όσο διασταλτικά και αν προσεγγιστεί, να θεωρηθεί ότι καλύπτει και το λόγο ότι “παράνομα κλήθηκε ο διευθυντής να υποβάλει νέα σύσταση κατά την επανεξέταση”. Τούτου δοθέντος, κρίνεται ότι ο πρωτόδικος Δικαστής δεν έπρεπε να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας αυτού του λόγου ακύρωσης. Συνακόλουθα, δε θα εξεταστεί ο αντίστοιχος λόγος έφεσης ο οποίος και απορρίπτεται.
2. Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η νέα σύσταση του διευθυντή ήταν νόμιμη και επαρκώς αιτιολογημένη. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Η σύσταση του διευθυντή είναι πλήρως αιτιολογημένη και υποστηρίζεται από τα στοιχεία των φακέλων.
3. Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο “απέδωσε μερικά από τα όσα ο διευθυντής ανέφερε στη σύστασή του.” Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Μελετήθηκε με προσοχή η σχετική επιχειρηματολογία του δικηγόρου του εφεσείοντα. Το συμπέρασμα είναι ότι η ουσία των όσων αναφέρει ο πρωτόδικος Δικαστής και/ή τα συμπεράσματά του, ουδόλως απέχουν από τα όσα ο διευθυντής ανέφερε στη σύστασή του.
4. Ο τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η τελική απόφαση της Επιτροπής ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και εύλογα επιτρεπτή. Από το σχετικό απόσπασμα της απόφασης της Επιτροπής προκύπτει, αβίαστα, ότι η επίδικη απόφαση και εύλογα επιτρεπτή ήταν και επαρκώς αιτιολογημένη.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
[*29]Αναφερόμενη Υπόθεση:
Δημοκρατία v. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 232/2000) ημερομηνίας 7/2/2002, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της προαγωγής, κατόπιν επανεξέτασης, του ιδίου ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, αντί του ιδίου.
Α.Σ. Αγγελίδης με Ν. Παρτασίδου, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Α. Κουντουρή, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η Επιτροπή) εξέτασε, στις 23.11.1999, το θέμα πλήρωσης της θέσης Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής). Η διαδικασία ήταν επανεξέταση μετά την ακύρωση της προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής, ημερομηνίας 8.4.1997, στην Προσφυγή αρ. 601/1997. Η ακυρωτική απόφαση εκδόθηκε στις 14.10.1997, μετά και τη δήλωση του δικηγόρου της Επιτροπής ότι δεν μπορούσε να υποστηρίξει την προσβληθείσα διοικητική πράξη, ενόψει της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, το σύστημα που είχε υιοθετήσει μέχρι τότε η Επιτροπή, να χρησιμοποιεί, δηλαδή, τυποποιημένους πίνακες για να αιτιολογεί την κρίση της αναφορικά με τις ενώπιόν της προφορικές συνεντεύξεις, δεν ανταποκρινόταν στην επιταγή του άρθρου 34(10) του Ν.1/90 για καταγραφή και αιτιολόγηση της κρίσης αυτής.
Κατά την επανεξέταση, η Επιτροπή αγνόησε τις συνεντεύξεις που έγιναν κατά την πρώτη εξέταση πλήρωσης της θέσης γιατί στο [*30]μεταξύ άλλαξε η σύνθεσή της, κάλεσε δε το διευθυντή να υποβάλει τις συστάσεις του, ο οποίος και πρότεινε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος. Η Επιτροπή, αφού αξιολόγησε τα ενώπιόν της στοιχεία, και, βεβαίως, έλαβε υπόψη της και τη σύσταση του διευθυντή, προήγαγε πάλι το ενδιαφερόμενο μέρος Όθωνα Γιαγκουλλή στην επίδικη θέση.
Ο αιτητής (τώρα εφεσείων) προσέφυγε ξανά στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ενώπιον του συναδέλφου Δικαστή που εκδίκασε πρωτόδικα τη δεύτερη προσφυγή, ο δικηγόρος του εισηγήθηκε ότι η επίδικη απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί για τους εξής κυρίως λόγους:
(α) Εσφαλμένα επανακλήθηκε ο διευθυντής, στη διαδικασία επανεξέτασης, να υποβάλει σύσταση. Η σύσταση που έκανε, κατά την πρώτη εξέταση, έμεινε άθικτη από το ακυρωτικό αποτέλεσμα στην 601/1997. Επομένως, δεν έπρεπε να κληθεί να υποβάλει νέα.
(β) Διαζευκτικά, αν κριθεί πως νόμιμα επανακλήθηκε ο διευθυντής για να υποβάλει νέα σύσταση, αυτή είναι πεπλανημένη και ανεπαρκώς αιτιολογημένη.
(γ) Η τελική απόφαση της Επιτροπής είναι πεπλανημένη και ανεπαρκώς αιτιολογημένη.
Ο συνάδελφος Δικαστής, αφού έκρινε, για τους λόγους που εξήγησε, ότι δεν ευσταθούσε κανένας από τους λόγους ακύρωσης, απέρριψε την προσφυγή με έξοδα.
Με την ενώπιόν μας έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα ο συνάδελφος Δικαστής έκρινε ότι ορθά επανακλήθηκε ο διευθυντής στη διαδικασία επανεξέτασης για να υποβάλει νέα σύσταση, αφού η αρχική του σύσταση έμεινε άθικτη από το ακυρωτικό αποτέλεσμα στην Προσφυγή αρ. 601/1997.
Σε σχέση με αυτό το λόγο έφεσης, όπως και για τον αντίστοιχο λόγο ακύρωσης, η δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους εισηγήθηκε πρωτόδικα, και επανέλαβε με το περίγραμμα αγόρευσής της ενώπιόν μας, ότι δε θάπρεπε να εξετασθεί, είτε πρωτόδικα είτε, κατά μείζονα λόγο, κατ’ έφεση, επειδή ο ισχυρισμός για παράνομη επανάκληση του διευθυντή, για να υποβάλει νέα σύσταση κατά την επανεξέταση, δεν περιλαμβανόταν, ως λόγος ακύρωσης, στο δικόγραφο της προσφυγής. Ο δικηγόρος του αιτητή/εφεσείοντα, με την απαντητική γραπτή του αγόρευση στην πρωτόδικη διαδικασία, διαφωνώντας με την εισήγηση της δικηγόρου του ενδιαφερόμενου μέρους, τοποθετήθηκε ως εξής:
“Διαφωνούμε με τον ισχυρισμό αυτό και παραπέμπουμε στο νομικό σημείο αρ. 6 στο δικόγραφο της προσφυγής, το οποίο αφορά και παραπέμπει σε παρανομίες της σύστασης. Ευσεβάστως εισηγούμεθα πως τα όσα το νομικό σημείο αρ. 6 διαλαμβάνει καλύπτουν τις αναφορές μας για την παρανομία που συνιστά η υποβολή νέας σύστασης [απόφαση επί της Μαρία Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281].
Στην πρωτόδικη απόφαση, ο συνάδελφός μας Δικαστής δεν ασχολήθηκε με αυτό το ζήτημα. Προχώρησε, όπως αναφέραμε, με την εξέταση του υπό αναφορά λόγου ακύρωσης στην ουσία του και τον απέρριψε.
Όπως ήδη αναφέραμε, με το ενώπιόν μας περίγραμμα αγόρευσής της, η δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους επανέλαβε και επέμεινε στην εισήγηση ότι ο υπό εξέταση λόγος ακύρωσης/έφεσης δε θάπρεπε να εξεταστεί, είτε από το συνάδελφο Δικαστή είτε, κατά μείζονα λόγο, από εμάς, ως λόγος μη περιλαμβανόμενος στο δικόγραφο της προσφυγής.* Στο δικό του περίγραμμα, ο δικηγόρος του εφεσείοντα δεν επανέρχεται στο ζήτημα. Ούτε το έθιξε κατά την ενώπιόν μας προφορική του αγόρευση.
Η εισήγηση της δικηγόρου του ενδιαφερόμενου μέρους μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Το νομικό σημείο αρ. 6 στο δικόγραφο της προσφυγής το οποίο, όπως αναφέραμε, επικαλέσθηκε ο δικηγόρος του αιτητή/εφεσείοντα κατά την πρωτόδικη διαδικα[*32]σία, έχει ως εξής:
“Η αίτηση αυτή βασίζεται πάνω στα πιο κάτω νομικά σημεία:-
........................................................................................................
6. (Η πράξη ή απόφαση της καθ’ης η αίτηση) Βασίστηκε ή επηρεάστηκε από αξιολογήσεις και/ή εκθέσεις και/ή συστάσεις που έγιναν χωρίς αιτιολογία και/ή πεπλανημένα και/ή μεροληπτικά και, εν πάση περιπτώσει, με μη αντικειμενικά κριτήρια και/ή ως προϊόν προκατάληψης.”
Είναι, κατά την άποψή μας, πρόδηλο ότι αυτός ο λόγος ακύρωσης, ως είναι διατυπωμένος, δεν μπορεί, όσο διασταλτικά και αν προσεγγιστεί, να θεωρηθεί ότι καλύπτει και το λόγο ότι “παράνομα κλήθηκε ο διευθυντής να υποβάλει νέα σύσταση κατά την επανεξέταση”. Τούτου δοθέντος, κρίνουμε ότι ο συνάδελφός μας Δικαστής δεν έπρεπε να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας αυτού του λόγου ακύρωσης. Συνακόλουθα, δε θα εξετάσουμε τον αντίστοιχο λόγο έφεσης ο οποίος και απορρίπτεται.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η νέα σύσταση του διευθυντή ήταν νόμιμη και επαρκώς αιτιολογημένη. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Η σύσταση του διευθυντή είναι πλήρως αιτιολογημένη και υποστηρίζεται από τα στοιχεία των φακέλων. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, το οποίο και υιοθετούμε:
“Έχω τη γνώμη επίσης πως η σύσταση του διευθυντή στηρίζεται σε ορθή αιτιολογία, μολονότι το άρθρο 34(9) του Ν.1/90 δεν απαιτεί αιτιολογία, η οποία όμως εφόσο δοθεί εξετάζεται. Ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος βαθμολογούνται ως εξαίρετοι στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις. Επισημάνθηκε από τον διευθυντή, και την Επιτροπή, πως ο αιτητής υπερέχει έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους σε αρχαιότητα, παρατήρησε όμως, και ορθά, η Επιτροπή πως επειδή η θέση είναι υψηλόβαθμη στην ιεραρχία, μολονότι η αρχαιότητα συνεκτιμάται, δεν είναι καθοριστική στην επιλογή. Ο διευθυντής αναφέρει στη σύσταση του πως είχε προσωπική γνώση της εργασίας και προσφοράς όλων των υποψηφίων πριν από τον ουσιώδη χρόνο. Έδωσε έμφαση στο γεγονός πως το ενδιαφερόμενο μέρος εκτός από το βασικό πτυχίο που διέθετε στη γεωγραφία και γεωλογία έχει δυο μεταπτυχιακά διπλώματα, το ένα στη γεωλογία και το άλλο στην πολεοδομία και χωροταξία που, μολονότι δεν είναι απαραίτητα προσόντα, εντούτοις το θέμα τους έχει απόλυτη συνάφεια με την επίδικη θέση. Έκανε επίσης ιδι[*33]αίτερη μνεία στην υπηρεσία και προσφορά του ενδιαφερόμενου μέρους και της αφοσίωσης του στο καθήκον. Χαρακτήρισε την εργασία του ως πρωτοποριακή στις συγγραφές Τοπικών Σχεδίων, και άλλων θεμάτων σε διάφορους τομείς της ανάπτυξης. Για τον αιτητή ο διευθυντής παρατηρεί πως, μολονότι φιλότιμος, εργατικός και με σημαντική πείρα εντούτοις δεν επέδειξε, ανκαι είχε την ευκαιρία, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το πρόγραμμα που έγινε από το τμήμα για την ενημέρωση του κοινού και των τοπικών αρχών για το πολεοδομικό σύστημα. Προηγουμένως είχε αναφέρει πως το ενδιαφερόμενο μέρος, ως Επαρχιακός Λειτουργός του Τμήματος στη Λάρνακα από το 1990, επιπρόσθετα με τα καθήκοντα του είχε αναλάβει σημαντική εργασία σε σχέση με την αναθεώρηση και οριστικοποίηση του Τοπικού Σχεδίου Λάρνακας.”
Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο “απέδωσε μερικά από τα όσα ο διευθυντής ανέφερε στη σύστασή του.” Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Μελετήσαμε με προσοχή τη σχετική επιχειρηματολογία του δικηγόρου του εφεσείοντα. Το συμπέρασμά μας είναι ότι η ουσία των όσων αναφέρει ο συνάδελφός μας Δικαστής και/ή τα συμπεράσματά του ουδόλως απέχουν από τα όσα ο διευθυντής ανέφερε στη σύστασή του.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η τελική απόφαση της Επιτροπής ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και εύλογα επιτρεπτή. Δε συμφωνούμε ούτε με αυτό το λόγο έφεσης. Από το πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης της Επιτροπής προκύπτει, αβίαστα, κατά την άποψή μας, ότι η επίδικη απόφαση και εύλογα επιτρεπτή ήταν και επαρκώς αιτιολογημένη:
“Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία, έκρινε ότι ο Γιαγκουλής Όθων υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων και τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο για προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, Τμήμα Πολεοδομίας και Οίκησης, αναδρομικά από 1.5.97.
Επιλέγοντας τον Γιαγκουλλή, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι σ’ ό,τι αφορά την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τους λοιπούς υποψηφίους, όσον αφορά τα προσόντα υπερέχει έναντι όλων, καθότι είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών διπλωμάτων, υπερέχει σε αρχαιότητα των άλλων [*34]υποψηφίων (πλην του Γιασουμή Ιάσονα, για τον οποίο γίνεται αναφορά πιο κάτω), διαθέτει το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πρόσθετο προσόν όπως και οι άλλοι υποψήφιοι, και, επιπλέον, έχει υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή.
Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι ο Γιασουμής Ιάσων υπερέχει έναντι του Γιαγκουλλή σε αρχαιότητα. Παρατήρησε όμως ότι σε περιπτώσεις θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, και ιδιαίτερα στην παρούσα όπου η θέση είναι από τις ψηλότερες στην ιεραρχία του Τμήματος Πολεοδομίας και Οίκησης, η αρχαιότητα, παρ’ όλον ότι λαμβάνεται υπόψη και συνεκτιμάται, εντούτοις η σημασία της δεν είναι καθοριστική. Εν πάση περιπτώσει, σημείωσε η Επιτροπή, η αρχαιότητα του Γιασουμή δεν μπορεί να υπερισχύσει της γενικής υπεροχής του Γιαγκουλλή που πηγάζει από το γεγονός ότι αυτός δεν υστερεί σε αξία, υπερέχει σε προσόντα (διαθέτει δύο μεταπτυχιακά, ενώ ο Γιασουμής μόνο πρώτο πτυχίο), και έχει υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή. Σημειώνεται σχετικά ότι η Επιτροπή έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην αναφορά του Διευθυντή ότι ο Γιασουμής λόγω του ότι δεν έχει δίπλωμα στην Πολεοδομία δεν τον βοηθά στο να έχει μια πιο σφαιρική ολοκληρωμένη προσέγγιση στα θέματα με τα οποία το Τμήμα ασχολείται, στο βαθμό τουλάχιστον που ο επιλεγείς έχει.”
Η έφεση απορρίπτεται. Με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και του ενδιαφερόμενου μέρους.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο