(2005) 3 ΑΑΔ 93
[*93]21 Μαρτίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
Δ/στές]
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3242)
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείουσα-Καθ’ης η αίτηση,
v.
ΔΩΡΑΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Αιτητών.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3254)
ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΑ ΤΣΑΓΓΑΡΙΔΟΥ (Ε/Μ 5),
ΑΝΤΡΟΥΛΛΑ ΧΑΤΖΗΜΑΡΚΟΥ (Ε/Μ 6),
Εφεσείουσες-Ενδιαφερόμενα μέρη,
v.
ΔΩΡΑΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Αιτητών,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ’ης η αίτηση.
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 3242, 3254)
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δικαστικός έλεγχος ― Έλεγχος νομιμότητας ― Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την δική του κρίση στην κρίση του αρμοδίου οργάνου ― Κρίθηκε τέτοια η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν κατείχαν το απαραίτητο προ[*94]σόν του σχεδίου υπηρεσίας ― Η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας ανήκει στην ΕΔΥ ― Πρωτόδικη απόφαση ανατράπηκε.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Πλεονέκτημα ― Απαιτείται ειδική αιτιολογία για την παραγνώρισή του ― Χαρακτηριστικά τέτοιας αιτιολογίας ― Η καλύτερη απόδοση στην προφορική συνέντευξη, δεν εκτοπίζει την κατοχή του πλεονεκτήματος.
Αναθεωρητική Έφεση ― Ίδιοι λόγοι εφέσεως σε δύο εφέσεις ― Εφόσον η μία επιτυγχάνει, η δεύτερη χάνει το αντικείμενό της και απορρίπτεται.
Στην πρώτη έφεση η Δημοκρατία και στη δεύτερη τα ενδιαφερόμενα μέρη, επεδίωξαν ανατροπή της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία οι επίδικοι διορισμοί είχαν ακυρωθεί.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη εν μέρει την έφεση αρ. 3242 και απορρίπτοντας, ως άνευ αντικειμένου, την έφεση αρ. 3254, αποφάσισε ότι:
1. (α) Ο 1ος λόγος έφεσης: Η εισήγηση ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ήσαν προσοντούχες είναι λανθασμένο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαφώνησε με την κρίση της Ε.Δ.Υ. ότι τα Ε/Μ ήταν προσοντούχες, σημειώνοντας ότι οι πιο πάνω τίτλοι «δεν μπορούσαν λογικά να θεωρηθούν ότι ικανοποιούσαν την απαίτηση για θέματα σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης». Προχώρησε δε σε κρίσεις και ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας εκφράζοντας την άποψη ότι το απαιτούμενο «ήταν προσόν κατά την απόκτηση του οποίου να είχε ασχοληθεί ο κάτοχος με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης, και όχι γενικό προσόν στην Πληροφορική ...» για να καταλήξει στο εύρημα ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ήταν προσοντούχες.
Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας επαφίεται στην κρίση του διοικητικού οργάνου και η δικαστική επέμβαση επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η ερμηνεία που δίνεται δεν είναι εύλογα επιτρεπτή. Όπως έχει τονισθεί στην απόφαση της Ολομέλειας στη Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517.
«Το ζήτημα των προσόντων που απαιτούνται από τα σχέδια υπηρεσίας για διορισμό σε μια θέση είναι θέμα πραγματικό εντός της [*95]διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. (Βλ. Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 60). Η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας. (Βλ. Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61, Φιλίππου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 543, Δημοκρατία v. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286).»
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στον έλεγχο της νομιμότητας της πράξης και υπεισήλθε στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ., υποκαθιστώντας την κρίση της. Συνακόλουθα η εισήγηση της εφεσείουσας επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται σε ό,τι αφορά τα ενδιαφερόμενα μέρη Χ. Τσαγγαρίδου και Α. Χατζημάρκου, των οποίων ο διορισμός επικυρώνεται.
2. (β) Ο 2ος λόγος έφεσης: Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να επιλέξει τα ενδιαφερόμενα μέρη που δεν κατείχαν το πλεονέκτημα, αντί άλλων υποψηφίων που το διέθεταν, είναι αιτιολογημένη.
Η εισήγηση της εφεσείουσας ότι στην παρούσα περίπτωση η Ε.Δ.Υ. «έδωσε αναλυτικούς λόγους επιλογής για ένα έκαστο των επιλεγομένων» δεν ευσταθεί. Είναι πρόδηλο από τα σχετικά πρακτικά της Ε.Δ.Υ. ότι το πλεονέκτημα των εφεσιβλήτων-αιτητών σε πείρα σχετικά προς τα καθήκοντα της θέσης, έχει παραγνωρισθεί χωρίς να δοθεί έγκυρη ειδική αιτιολόγηση, όπως επιτάσσει η νομολογία. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η πείρα αποτελεί στοιχείο που εμπίπτει στον παράγοντα της αξίας και προσμετρά ως στοιχείο αξίας όταν είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.
Στην παρούσα υπόθεση δεν στοιχειοθετείται λόγος παρέμβασης στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα του πλεονεκτήματος. Η σταθερή και διαχρονική νομολογιακή προσέγγιση του θέματος αναγνωρίζει τη δυνατότητα παραγνώρισης του πλεονεκτήματος όταν παρέχεται από το διορίζον όργανο πειστική ειδική αιτιολογία.
Πέραν τούτου, το γεγονός το οποίο επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δηλαδή η Ε.Δ.Υ. προτίμησε τα ενδιαφερόμενα μέρη Μ. Γεωργίου και Ν. Νεοκλέους που δεν διέθεταν το πλεονέκτημα, αντί των εφεσιβλήτων-αιτητών Δ. Γερμανού, Σ. Χαραλάμπους, Α. Αθηνοδώρου-Κυριακού, Χ. Μιχαήλ και Χ. Χαραλάμπους που το κατείχαν, λόγω της καλύτερης απόδοσης των πρώτων στην προφορι[*96]κή συνέντευξη φέρνει στο προσκήνιο τα νομολογηθέντα στη Φιλίππου v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1, στην οποία κρίθηκε ότι η καλύτερη απόδοση στην συνέντευξη δεν εκτοπίζει την κατοχή του πλεονεκτήματος από το διεκδικητή μιας θέσης.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η ακύρωση του διορισμού των ενδιαφερόμενων μερών Μ. Γεωργίου και Ν. Νεοκλέους επικυρώνεται.
3. Με την Αναθεωρητική Έφεση 3254 τα ενδιαφερόμενα μέρη Χ. Τσαγγαρίδου και Α. Χατζημάρκου υποστήριξαν ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ήσαν προσοντούχες είναι λανθασμένη. Ενόψει της κατάληξης στην Αναθεωρητική Έφεση 3242, η Αναθεωρητική Έφεση 3254 απώλεσε το αντικείμενό της και συνακόλουθα απορρίπτεται.
Η Α.Ε. 3242 επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα. Η Α.Ε. 3254 απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσειουσών.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517,
Νικολαΐδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 286,
Δημοκρατία v. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329,
Φιλίππου v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1,
Αντωνίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 806/99, ημερ. 22/6/2000.
Eφέσεις.
Εφέσεις από την καθ’ ης η αίτηση και τα ενδιαφερόμενη μέρη 5 και 6 εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υποθέσεις Αρ. 805/99, 837/99, 906/99, 955/99, 956/99, 960/99) με την οποία έγιναν αποδεκτές οι προσφυγές πλην της 960/99 και ακυρώθηκε η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ημερομηνίας 16/3/99 όσον αφορά το διορισμό τεσσάρων ενδιαφερομένων μερών στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄ (Κτηματολογίου) Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα στην Α.Ε. 3242.
[*97]Ι. Τυπογράφος, για τις Εφεσείουσες - Ενδιαφερόμενα Μέρη 5 και 6 στην Α.Ε. 3254 και Ενδιαφερόμενα Μέρη 5 και 6 στην Α.Ε. 3242.
Ξ. Ευγενίου για Α.Σ. Αγγελίδη, για τους Εφεσιβλήτους-Αιτητές στην 805/99 και για τις δύο υποθέσεις.
Κ. Γεωργιάδου, για τον Εφεσίβλητο-Αιτητή στην 837/99 και για τις δύο υποθέσεις.
Μ. Βορκάς, για τους Εφεσιβλήτους-Αιτητές στις υποθέσεις 955/99, 956/99 και για τις δύο υποθέσεις.
Α. Ταλιαδώρος για Γ. Γεωργίου, για τον Εφεσίβλητο-Αιτητή στην 906/99.
Α. Ευσταθίου, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1 και 4.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(Α) Τα γεγονότα και η Πρωτόδικη απόφαση.
Η Ε.Δ.Υ. επέλεξε στις 16/3/99 τα ενδιαφερόμενα μέρη Ανδριάνθη Κουκκουρή, Μαρία Γεωργίου, Ασπασία Λυσιώτου-Λάμπρου, Νεοκλή Νεοκλέους, Χαραλαμπία Τσαγγαρίδου, Ανδρούλλα Χατζημάρκου και Αρίστη Χριστοφίδου για διορισμό στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄ (Κτηματολογίου), Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.
Η εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης αμφισβητήθηκε με έξι προσφυγές που συνεκδικάστηκαν. Με την πρωτόδικη απόφαση έγιναν αποδεκτές οι προσφυγές 805/99, 837/99, 906/99, 955/99 και 956/99 σε σχέση με τους διορισμούς των ενδιαφερόμενων μερών Μαρίας Γεωργίου, Νεοκλή Νεοκλέους, Χαραλαμπίας Τσαγγαρίδου και Ανδρούλλας Χατζημάρκου και απορρίφθηκαν σε ό,τι αφορούσε τους διορισμούς των τριών υπολοίπων ενδιαφερομένων Ανδριάνθης Κουκκουρή, Ασπασίας Λυσιώτου-Λάμπρου και Αρίστης Χριστοφίδου. Απορρίφθηκε επίσης η προσφυγή 960/99.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση αφού [*98]κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αφενός τα ενδιαφερόμενα μέρη Χαραλαμπία Τσαγγαρίδου και Ανδρούλλα Χατζημάρκου δεν κατείχαν το απαιτούμενο στο σχέδιο υπηρεσίας ακαδημαϊκό προσόν, παρά τις αντίθετες κρίσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ. και αφετέρου γιατί τα ενδιαφερόμενα μέρη Μαρία Γεωργίου και Νεοκλής Νεοκλέους που δεν διέθεταν το προβλεπόμενο στο σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα της σχετικής πείρας, συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και προτιμήθηκαν από την Ε.Δ.Υ. αντί άλλων υποψηφίων που το διέθεταν, χωρίς αιτιολογία.
Με την Α.Ε. 3242 η Κυπριακή Δημοκρατία προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αμφισβητώντας ότι
(α) Τα ενδιαφερόμενα μέρη Χαραλαμπία Τσαγγαρίδου και Ανδρούλλα Χατζημάρκου δεν ήσαν προσοντούχες και
(β) Η Συμβουλευτική Επιτροπή και η Ε.Δ.Υ. δεν αιτιολόγησαν την επιλογή των ενδιαφερόμενων μερών Μαρίας Γεωργίου και Νεοκλή Νεοκλέους που δεν κατείχαν το πλεονέκτημα της σχετικής πείρας αντί άλλων υποψηφίων οι οποίοι το κατείχαν.
Με την Α.Ε. 3254 τα ενδιαφερόμενα μέρη Χαραλαμπία Τσαγγαρίδου και Ανδρούλλα Χατζημάρκου αμφισβητούν την ορθότητα του μέρους της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός τους υποστηρίζοντας ότι το Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ότι δεν ήταν προσοντούχες για την επίδικη θέση.
(Β) Η Αναθεωρητική Έφεση 3242.
Είναι η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσείουσας ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ήταν προσοντούχες είναι λανθασμένο.
Το σχέδιο υπηρεσίας απαιτούσε μεταξύ άλλων,
“3.(1)(α) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στη Διαχείριση Ακινήτων ή στις Εκτιμήσεις ή στα Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law) ή στα Οικονομικά ή σε θέματα σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης (L.I.S. Legal/Fiscal), ή
(β) Πλήρες μέλος (Fellow ή Professional Associate) του [*99]Royal Institution of Chartered Surveyors (General Practice Division), ή μέλος άλλου ισότιμου σχετικού επαγγελματικού σώματος μετά από επιτυχή συμπλήρωση τριετούς τουλάχιστον ακαδημαϊκού κύκλου σπουδών.
(2) Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.
(3) Πολύ καλή γνώση της Ελληνικής και καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας.”
Οι σχετικές διαπιστώσεις περιέχονται στο πιο κάτω απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης:
“.............. Το επόμενο ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθώ είναι το κατά πόσο τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Χαραλαμπία Τσαγγαρίδου και Αντρούλλα Χατζημάρκου κατείχαν το ακαδημαϊκό προσόν της παραγράφου 3(1)(α) του σχεδίου υπηρεσίας. Η Χ. Τσαγγαρίδου κατείχε πτυχίο Εφαρμοσμένης Πληροφορικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η Α. Χατζημάρκου κατείχε πτυχίο Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Κύπρου και μεταπτυχιακό “M.Sc. in Analysis Design and Management of Information Systems” του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Αυτά, κατά την άποψή μου, δεν μπορούσαν λογικά να θεωρηθούν ότι ικανοποιούσαν την απαίτηση για “θέματα σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης (L.I.S. Legal/Fiscal)”. Κατ’ αρχάς το κατά πόσο ο τίτλος L.I.S. Legal/Fiscal προσφερόταν από οποιοδήποτε πανεπιστήμιο ή όχι, δεν ήταν δυνατό να οδηγήσει σε οποιοδήποτε συμπέρασμα. Καλώς ή κακώς, αποτελούσε μέρος του σχεδίου υπηρεσίας και το ζητούμενο, καθ’ οιονδήποτε χρόνο, ήταν το κατά πόσο κάποιος υποψήφιος το κατείχε. Έπειτα, το αν οι κάτοχοι διπλώματος στην Πληροφορική “κατέχουν τη γνώση για την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών για διάφορους κλάδους περιλαμβανομένων των στοιχείων γης” δεν ήταν, όπως θεώρησε η Ε.Δ.Υ., εκείνο που “ακριβώς απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας”. Εκείνο που το σχέδιο απαιτούσε ήταν προσόν κατά την απόκτηση του οποίου να είχε ασχοληθεί ο κάτοχος με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης, και όχι γενικό προσόν στην Πληροφορική το οποίο παρείχε στον κάτοχο δυνατότητες να ασχοληθεί πιο εξειδικευμένα και με τη γη. Η αναφορά σε L.I.S. (Land Information Systems) υποδήλωνε, καθώς μου φαίνεται, πως το αντικείμενο σπουδών πληροφορικής θα έπρεπε να ήταν συναρτημένο με τις ανάγκες σε θέματα γης, θέματα που αφορούσαν είτε τη νομική είτε την οικονομική (legal/fiscal) πτυχή. Είμαι λοιπόν [*100]αναγκασμένος να καταλήξω, αναφορικά με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Χαραλαμπία Τσαγγαρίδου και Αντρούλλα Χατζημάρκου, ότι παρόλον που ήταν κατά τα φαινόμενα καθ’ όλα άριστες, δεν ήταν προσοντούχες για τη συγκεκριμένη θέση.”
Έχει υποβληθεί εκ μέρους της εφεσείουσας ότι η διαπίστωση της κατοχής των απαραίτητων προσόντων αποτελεί καθήκον του διορίζοντος οργάνου και ότι στην παρούσα περίπτωση το Δικαστήριο λανθασμένα προέβη στις δικές του κρίσεις όσον αφορά το ζήτημα της κατοχής των προσόντων από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η εφεσείουσα εισηγείται ότι η πιο πάνω κρίση δημιουργεί δεδικασμένο με την άποψη ότι η Ε.Δ.Υ. σε πιθανή επανεξέταση του θέματος πλήρωσης των θέσεων με βάση το πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, θα πρέπει να αποφασίσει ότι τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη, εφόσον έχουν κριθεί ως μη προσοντούχες, θα πρέπει να αποκλειστούν από τον κατάλογο των υποψηφίων και δεν θα μπορούν να επιλεγούν εκ νέου. Επιπρόσθετα η Ε.Δ.Υ. δεν θα μπορεί να λάβει υπόψη σε πιθανή επανεξέταση έγγραφα που δεν βρίσκονταν ενώπιόν της κατά το χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης που ακυρώθηκε. Πιο συγκεκριμένα υποβλήθηκε ότι η Ε.Δ.Υ. δεν θα έχει την ευχέρεια να αξιολογήσει δύο επιστολές καθηγητών του Τμήματος Πληροφορικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Πανεπιστημίου Κύπρου, με τις οποίες εκφράζεται η άποψη ότι οι τίτλοι σπουδών των ενδιαφερόμενων μερών ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας για προσόν σε θέματα σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης (L.I.S. Legal/Fiscal).
Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης, ότι δηλ. δεν υπήρξε αιτιολόγηση της επιλογής των ενδιαφερόμενων μερών, υποβλήθηκε ότι μια απλή ανάγνωση των σχετικών πρακτικών της Συμβουλευτικής Επιτροπής δείχνει ότι υπήρχε επαρκής και ειδική αιτιολογία για την προτίμηση των ενδιαφερόμενων μερών.
Οι εφεσίβλητοι-αιτητές στην προσφυγή 805/99 Δώρα Γερμανού, Στυλιανός Χαραλάμπους και Αστέρω Αθηνοδώρου-Κυριακού υποστήριξαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ήταν προσοντούχες, γιατί η Ε.Δ.Υ. δεν μπορούσε να τροποποιήσει τις ρητές απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας για πανεπιστημιακό δίπλωμα ή ισότιμο προσόν σε θέματα σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης (L.I.S. Legal/Fiscal) καταλήγοντας σε εσφαλμένη εκτίμηση ότι τα πτυχία των ενδιαφερόμενων μερών κάλυπταν τη συγκεκριμένη πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας.
[*101]
Ο εφεσίβλητος-αιτητής στην προσφυγή 837/99 Χαράλαμπος Μιχαήλ υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης υιοθετώντας τις θέσεις των εφεσιβλήτων-αιτητών στην προσφυγή 805/99 και ζήτησε την απόρριψη της έφεσης.
Ο εφεσίβλητος-αιτητής στην προσφυγή 955/99 Νίκος Αδάμου υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση σημειώνοντας ότι η Ε.ΔΥ. παρέλειψε να διερευνήσει επαρκώς το ζήτημα και έτσι η επέμβαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν επιτρεπτή, αφού η Ε.Δ.Υ. είχε υπερβεί τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας.
Ο εφεσίβλητος-αιτητής στην προσφυγή 906/99 Χαράλαμπος Χαραλάμπους υιοθέτησε τις πιο πάνω εισηγήσεις και ζήτησε την απόρριψη της έφεσης.
(α) Ο 1ος λόγος έφεσης: Η εισήγηση ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ήσαν προσοντούχες είναι λανθασμένο.
Στην παρούσα περίπτωση η Ε.Δ.Υ. κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κάτοχοι διπλώματος στην Πληροφορική κατείχαν τη γνώση για την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών για διάφορους κλάδους, περιλαμβανομένων των στοιχείων γης όπως απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας, αφού έλαβε προς τούτο τις απόψεις του Διευθυντή του Τμήματος Μηχανογραφικών Υπηρεσιών. Αφού έλαβε επίσης υπόψη ότι επειδή ο τίτλος L.I.S. Legal/Fiscal που αναφέρεται στο σχέδιο υπηρεσίας δεν προσφέρεται από κανένα πανεπιστήμιο, θεώρησε ότι οι τίτλοι των ενδιαφερόμενων μερών, δηλαδή το πτυχίο Εφηρμοσμένης Πληροφορικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, το πτυχίο Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Κύπρου και το μεταπτυχιακό “Master of Science in Analysis Design and Management of Information Systems” του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, καθιστούσαν τους κατόχους τους προσοντούχους με βάση την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας, όπως διατυπωνόταν στην παράγραφο 3(1)(α).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαφώνησε με την πιο πάνω κρίση της Ε.Δ.Υ. σημειώνοντας ότι οι πιο πάνω τίτλοι “δεν μπορούσαν λογικά να θεωρηθούν ότι ικανοποιούσαν την απαίτηση για θέματα σχετικά με την ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης”. Προχώρησε δε σε κρίσεις και ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας εκφράζοντας την άποψη ότι το απαιτούμενο “ήταν προσόν κατά την απόκτηση του οποίου να είχε ασχοληθεί ο κάτοχος με την [*102]ανάπτυξη συστημάτων πληροφοριών στοιχείων γης, και όχι γενικό προσόν στην Πληροφορική ......” για να καταλήξει στο εύρημα ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ήταν προσοντούχες.
Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας επαφίεται στην κρίση του διοικητικού οργάνου και η δικαστική επέμβαση επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η ερμηνεία που δίνεται δεν είναι εύλογα επιτρεπτή. Όπως έχει τονισθεί στην απόφαση της Ολομέλειας στη Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517
“Το ζήτημα των προσόντων που απαιτούνται από τα σχέδια υπηρεσίας για διορισμό σε μια θέση είναι θέμα πραγματικό εντός της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. (Βλ. Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 60). Η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο οσάκις η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού του σχεδίου υπηρεσίας. (Βλ. Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61, Φιλίππου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 543, Δημοκρατία ν. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286).”
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στον έλεγχο της νομιμότητας της πράξης και υπεισήλθε στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ., υποκαθιστώντας την κρίση της. Συνακόλουθα η εισήγηση της εφεσείουσας επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται σε ό,τι αφορά τα ενδιαφερόμενα μέρη Χ. Τσαγγαρίδου και Α. Χατζημάρκου, των οποίων ο διορισμός επικυρώνεται.
(β) Ο 2ος λόγος έφεσης: Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να επιλέξει τα ενδιαφερόμενα μέρη που δεν κατείχαν το πλεονέκτημα, αντί άλλων υποψηφίων που το διέθεταν, είναι αιτιολογημένη.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Ε.Δ.Υ. αγνόησε χωρίς αιτιολογία την κατοχή του πλεονεκτήματος από επτά αιτητές είναι λανθασμένη. Η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού καθόρισε ότι έξι μήνες πείρα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, θα εξασφάλιζαν στους κατόχους της το πλεονέκτημα, προχώρησε στον καταρτισμό του πίνακα των υποψηφίων που το διέθεταν. Ο πίνακας περιλάμβανε τον εφεσίβλητο – αιτητή Ν. Αδάμου, τον αιτητή στην προσφυγή 956/99 Μ. Καλαθά και τους εφεσιβλήτους – αιτητές Δώρα Γερμανού, Στυλιανό Χαραλάμπους, Αστέρω Αθηνο[*103]δώρου – Κυριάκου, Χαράλαμπο Μιχαήλ και Χαράλαμπο Χαραλάμπους. Η Ε.Δ.Υ. αφού υιοθέτησε την πιο πάνω θέση της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατέληξε στην επιλογή των ενδιαφερόμενων μερών Μαρίας Γεωργίου και Νεοκλή Νεοκλέους, που δεν είχαν το πλεονέκτημα, χωρίς την απαραίτητη αιτιολογία αφού σημειώθηκε απλά στα πρακτικά της ότι
“η Γεωργίου Μαρία έχει την υπέρ της σύσταση του Διευθυντή, αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, αξιολογήθηκε στο ψηλότερο επίπεδο από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση (Πάρα πολύ καλή) και κατέχει μεταπτυχιακό προσόν. Επιλέγοντας τη Γεωργίου, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή δεν διαθέτει το πλεονέκτημα.
........................................................................................................
Η Επιτροπή δεν παρέλειψε επίσης να σημειώσει ότι οι Γερμανού, Χαραλάμπους Στ. και Χαραλάμπους Χ. διαθέτουν και το πλεονέκτημα, το οποίο διαθέτει και η Χριστοφίδου, όχι όμως ο Νεοκλέους.”
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολουθώντας την πάγια θέση της νομολογίας η οποία απαιτεί ειδική αιτιολογία όταν παραγνωρίζεται υποψήφιος ο οποίος κατέχει το προσόν – πλεονέκτημα, εντόπισε την έλλειψη της απαιτούμενης ειδικότερης μνείας και των ειδικών λόγων σημειώνοντας ότι
“Συνάγεται ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η Ε.Δ.Υ. έδωσαν μεγαλύτερη σημασία στην απόδοση στην προφορική εξέταση. Όφειλαν όμως να είχαν αναφέρει το λόγο και να τον εξηγήσουν. Στην περίπτωση της Ε.Δ.Υ. η δήλωση από μόνη της ότι έλαβε υπόψη πως κάποιοι από τους διορισθέντες δεν διέθεταν το πλεονέκτημα ενώ ορισμένοι από τους αιτητές το διέθεταν, δεν συνιστούσε αιτιολογία. Επομένως, για αυτό το λόγο, οι αναφερθέντες επτά αιτητές οι οποίοι κατείχαν το πλεονέκτημα, επιτυγχάνουν έναντι των ενδιαφερομένων προσώπων Μαρίας Γεωργίου και Νεοκλή Νεοκλέους που δεν το κατείχαν.”
Η εισήγηση της εφεσείουσας ότι στην παρούσα περίπτωση η Ε.Δ.Υ. “έδωσε αναλυτικούς λόγους επιλογής για ένα έκαστο των επιλεγομένων” δεν ευσταθεί. Είναι πρόδηλο από τα σχετικά πρακτικά της Ε.Δ.Υ. ότι το πλεονέκτημα των εφεσιβλήτων-αιτητών σε πείρα σχετικά προς τα καθήκοντα της θέσης, έχει παραγνωρισθεί χωρίς να δοθεί έγκυρη ειδική αιτιολόγηση, όπως επιτάσσει η νομο[*104]λογία. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η πείρα αποτελεί στοιχείο που εμπίπτει στον παράγοντα της αξίας (Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 286) και προσμετρά ως στοιχείο αξίας όταν είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης (Δημοκρατία ν. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329).
Στην παρούσα υπόθεση δεν στοιχειοθετείται λόγος παρέμβασης στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα του πλεονεκτήματος. Η σταθερή και διαχρονική νομολογιακή προσέγγιση του θέματος αναγνωρίζει τη δυνατότητα παραγνώρισης του πλεονεκτήματος όταν παρέχεται από το διορίζον όργανο πειστική ειδική αιτιολογία. Όπως έχει τονισθεί στην απόφαση της Ολομέλειας στη Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1:
“Αφετηρία της – σχετικής αρχής – ήταν η υπόθεση Τουρπέκη ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 592, η οποία – έκτοτε – έχει υιοθετηθεί από μεγάλη σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στη Χατζηγιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317 (απόφαση της Ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι η αρχή είναι πως όταν το διορίζον όργανο αποφασίσει να επιλέξει υποψήφιο που δεν έχει το πρόσθετο προσόν, πρέπει να δώσει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία γιαυτή του την απόφαση. Οι λόγοι δε αυτοί πρέπει να εμφαίνονται στην αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής. Δεν μπορεί να συναχθούν από τα πρακτικά της Επιτροπής. Στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Υψαρίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347 (απόφαση της Ολομέλειας) επισημαίνεται ότι η ειδική αιτιολόγηση σκοπεί στην εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της πληρούμενης θέσης.”
Πέραν τούτου, το γεγονός το οποίο επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δηλαδή η Ε.Δ.Υ. προτίμησε τα ενδιαφερόμενα μέρη Μ. Γεωργίου και Ν. Νεοκλέους που δεν διέθεταν το πλεονέκτημα, αντί των εφεσιβλήτων-αιτητών Δ. Γερμανού, Σ. Χαραλάμπους, Α. Αθηνοδώρου-Κυριακού, Χ. Μιχαήλ και Χ. Χαραλάμπους που το κατείχαν, λόγω της καλύτερης απόδοσης των πρώτων στην προφορική συνέντευξη φέρνει στο προσκήνιο τα νομολογηθέντα στη Φιλίππου (πιο πάνω) στην οποία κρίθηκε ότι η καλύτερη απόδοση στη συνέντευξη δεν εκτοπίζει την κατοχή του πλεονεκτήματος από το διεκδικητή μιας θέσης. Σε μια παρόμοια περίπτωση στην υπόθεση Ζωή Αντωνίου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 806/99, της 22/6/2000, στην οποία η βαθμολογική διαφορά της προφορικής συνέντευξης, που προβλήθηκε ως ειδική αι[*105]τιολογία, ήταν μεγάλη, το Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη πράξη σημείωσε τα πιο κάτω:
“Υιοθετώ τα νομολογηθέντα στη Φιλίππου (πιο πάνω). Κρίνω ότι η ειδική αιτιολογία που έδωσε η Ε.Δ.Υ. – καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση – δεν αποτελεί εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (Βλ. και Σιδερά ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2540, 2543, “μέσα από τη νομολογία προβάλλει η αρχή ότι δεν δικαιολογείται η αντιστάθμιση ουσιαστική ή αισθητή έστω υπεροχή από τα αποτελέσματα της συνέντευξης”). Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση τυγχάνει αναιτιολόγητη. Η διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. έχει ασκηθεί με πλημμελή τρόπο. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επομένως αντίθετη προς το νόμο και καθ’ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας (Βλ. Τουρπέκη (πιο πάνω), Παγδατής ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 417 και Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).”
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η ακύρωση του διορισμού των ενδιαφερόμενων μερών Μ. Γεωργίου και Ν. Νεοκλέους επικυρώνεται.
(Γ) Η Αναθεωρητική Έφεση 3254.
Με την Αναθεωρητική Έφεση 3254 τα ενδιαφερόμενα μέρη Χ. Τσαγγαρίδου και Α. Χατζημάρκου υποστήριξαν ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ήσαν προσοντούχες είναι λανθασμένη. Ενόψει της κατάληξης στην Αναθεωρητική Έφεση 3242, η Αναθεωρητική Έφεση 3254 απώλεσε το αντικείμενό της και συνακόλουθα απορρίπτεται.
Οι εφεσίβλητοι στην Αναθεωρητική Έφεση 3242 καταδικάζονται όπως καταβάλουν τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.
Επιδικάζονται επίσης έξοδα προς όφελος των εφεσειουσών και εναντίον των εφεσιβλήτων-αιτητών στην Αναθεωρητική Έφεση 3254.
Η Α.Ε. 3242 επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα. Η Α.Ε. 3254 απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσειουσών.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο