Sigma Radio T.v. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 ΑΑΔ 130

(2005) 3 ΑΑΔ 130

[*130]6 Απριλίου, 2005

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

SIGMA RADIO T.V. LTD,

Εφεσείοντες,

v.

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 3343, 3344, 3356, 3359)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αυτεπάγγελτη εξέταση ζητημάτων δημοσίας τάξης πρωτοδίκως και κατ’ έφεση ― Επισκόπηση νομολογίας και εφαρμογή της στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Όροι αυτεπάγγελτης εξέτασης της νομιμότητάς της από το ακυρωτικό Δικαστήριο.

Οι εφεσείοντες έθεσαν, στο πλαίσιο εκδίκασης των εφέσεων, ζήτημα εξέτασης της νομιμότητας της σύνθεσης της εφεσίβλητης Αρχής. Η δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξέτασης του ζητήματος κρίθηκε με την παρούσα ενδιάμεση απόφαση.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εν μέρει επιτρέποντας την προώθηση του εγερθέντος ζητήματος, αποφάσισε ότι:

1.  Η αυτεπάγγελτη εξέταση είναι το αποτέλεσμα εσωτερικής δικαστικής λειτουργίας επί δεδομένων που το ίδιο το Δικαστήριο θεωρεί ότι δικαιολογούν, για σκοπούς δημόσιας τάξης, ανάπτυξη δικής του πρωτοβουλίας όταν τα μέρη δεν περιέλαβαν σχετικό σημείο στο θεσμικά οριοθετημένο πλαίσιο της προσφυγής. Δεν μπορεί ποτέ να είναι το αντικείμενο αιτήματος ώστε να επιβάλλεται δικαστική απάντηση στον αιτούντα. Τα μέρη διατηρούν ωστόσο τη δυνατότητα να επιχειρήσουν να κινήσουν το ενδιαφέρον του Δικαστηρίου σε σχέση με το οποιοδήποτε ζήτημα δημόσιας τάξης.

2.  Στις Α.Ε. 3359 και 3356 το ζήτημα σύνθεσης εξετάστηκε παρόλον που δεν είχε δεόντως τεθεί και το Δικαστήριο το αποφάσισε. Επομέ[*131]νως παρεχόταν στους εφεσείοντες η δυνατότητα να προσβάλουν την πρωτόδικη κατάληξη αλλά δεν το έπραξαν. Δεν συντρέχει εν προκειμένω λόγος περαιτέρω ενασχόλησης με το ζήτημα. Σε ό,τι αφορά την Α.Ε. 3343, η επισήμανση από μέρους της Αρχής πως στην πραγματικότητα στα πρακτικά της σχετικής συνεδρίας σημειωνόταν ότι όλα τα μέλη ήταν παρόντα δεν δικαιολογεί ο,τιδήποτε περαιτέρω. Η Α.Ε. 3344 διαφέρει από τις άλλες. Σε αυτή την περίπτωση το ζήτημα δεν εξετάστηκε αυτεπαγγέλτως ενώ θα μπορούσε να εξεταζόταν αφού, με τη δήλωση των συνηγόρων ότι δεν υπήρχε διοικητικός φάκελος και ότι όλα τα σχετικά στοιχεία και έγγραφα βρίσκονταν ήδη ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν προέκυπτε ανάγκη αναζήτησης άλλου υλικού. Επομένως το ζήτημα μπορούσε να κριθεί με αναφορά στα πρακτικά της συνεδρίας. 

     Σε αυτή τη βάση παρέχεται η δυνατότητα να εξεταστεί υπό το φως του τεκμηρίου της κανονικότητας, το κατά πόσο η μη αναφορά ή εξήγηση στο πρακτικό περί απουσίας μέλους, δημιουργεί ή όχι πρόβλημα σύνθεσης.

     Τα έξοδα της διαδικασίας να μην είναι εναντίον της εφεσίβλητης.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου v. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 A.A.Δ. 314,

Sigma Radio T.V. Ltd κ.ά. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134,

Αναστασίου v. Ε.Τ.Ε.Κ. (2003) 3 Α.Α.Δ. 616,

Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 135.

Εφέσεις.

Συνεκδικασθείσες εφέσεις από τους Εφεσείοντες εναντίον των αποφάσεων Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υποθέσεις Αρ. 1072/99, 1101/00, 1073/99, 810/00), ημερομηνίας 6/11/2001, 6/11/2001, 21/11/2001 και 27/11/2001 αντίστοιχα, με τις οποίες απορρίφθηκαν οι προσφυγές τις οποίες άσκησαν εναντίον της απόφασης με την οποία η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης επέβαλε στους εφεσείοντες διοικητικές κυρώσεις, αφού διαπίστωσε παραβάσεις εκ μέρους τους των σχετικών με τις διαφημίσεις προνοιών του περί Ρα[*132]διοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(Ι)/98 όπως τροποποιήθηκε) και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 10/2000).

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

Ν. Παρτασίδου για Γ. Τριανταφυλλίδη, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  H Αρχή Ραδιοτηλεόρασης επέβαλε στους εφεσείοντες διοικητικές κυρώσεις κατόπιν που διαπίστωσε παραβάσεις των σχετικών με τις διαφημίσεις προνοιών του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(Ι)/98 όπως τροποποιήθηκε) και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 10/2000). Οι εφεσείοντες προσέβαλαν τις αποφάσεις με προσφυγές οι οποίες απορρίφθηκαν. Ασκήθηκαν κατά της απόρριψης οι παρούσες αναθεωρητικές εφέσεις οι οποίες συνεκδικάζονται με τη σύμφωνη γνώμη των μερών.

Στα διάφορα ζητήματα τα οποία οι εφεσείοντες είχαν θέσει με τις προσφυγές τους, σε καμιά δεν συμπεριλαμβανόταν ζήτημα σύνθεσης παρόλον που σε μια, στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια, ο συνάδελφος πρωτόδικα εξέφρασε αντίθετη άποψη. Πάντως σε όλες, ο συνήγορος των εφεσειόντων επεκτάθηκε με τη γραπτή αγόρευση του και σε ζητήματα σύνθεσης. Τα οποία χρειάζεται να δούμε με αναφορά στην κάθε περίπτωση χωριστά.

Α.Ε. 3359: Προσφυγή αρ. 810/00:

Προβλήθηκε ότι «το πρακτικό με το οποίο λήφθηκε η απόφαση των καθ’ ων ημερ. 30.6.99 ως απλή διοικητική πράξη δεν καταγράφει γιατί δεν ήσαν παρόντα όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, εις τρόπον ώστε να μην είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η νόμιμη σύνθεση και λειτουργία του οργάνου, η ύπαρξη νόμιμης πρόσκλησης όλων των μελών κ.λ.π.»  Ο συνήγορος της Αρχής θεώρησε πως η αναφορά στο ζήτημα σύνθεσης οφειλόταν σε αβλεψία αφού, καθώς υπέδειξε, φαινόταν από τα πρακτικά ότι η σχετική συνεδρία ήταν ημερ. 19 Απριλίου 2000 και όχι 30 Ιουνίου 1999, και ότι όλα τα μέλη ήταν παρόντα. Στην απαντητική αγόρευση ο συνήγορος των αιτητών δεν προέβη σε περαιτέρω αναφορά επί [*133]του ζητήματος. Ούτε και λέχθηκε οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τις διευκρινίσεις. Το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα, θεωρώντας ότι ετίθετο στην αίτηση ακύρωσης με το εξής διατυπωθέν ως νομικό σημείο, το οποίο όμως εμείς διαφορετικά αντιλαμβανόμαστε: «Η απόφαση είναι αποτέλεσμα νομοθετικά προβλεπόμενης δυσμενούς διάκρισης και/ή πάσχει από προπαρασκευαστικές πράξεις που δεν είναι νόμιμες». Κατέληξε, αφού υπέδειξε πως πράγματι η συνεδρία που ενδιέφερε ήταν εκείνη της 19 Απριλίου 2000, ότι παρέμεινε «τελείως αόριστη και ατεκμηρίωτη η εισήγηση για παράτυπη σύνθεση της Επιτροπής που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση.». Με την έφεση δεν αμφισβητείται αυτή η πρωτόδικη κατάληξη.

Α.Ε. 3343:  Προσφυγή αρ. 1072/99:

Προβλήθηκε εδώ «ότι το πρακτικό με το οποίο λήφθηκε η απόφαση των καθ’ ων ημερ. 9.6.99 ως απλή διοικητική πράξη δεν καταγράφει γιατί δεν ήσαν παρόντα όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, εις τρόπον ώστε να μην είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η νόμιμη σύνθεση και λειτουργία του οργάνου, η ύπαρξη νόμιμης πρόσκλησης όλων των μελών κ.λ.π.» Ο συνήγορος της Αρχής αντέτεινε ότι και σε αυτή την περίπτωση η αναφορά στο θέμα γινόταν από αβλεψία αφού, όπως φαινόταν από τα πρακτικά της συνεδρίας ημερ. 9 Ιουνίου 1999 κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής ήταν παρόντα. Δεν υπήρξε περαιτέρω αναφορά στο θέμα είτε με την απαντητική αγόρευση είτε στο στάδιο των διευκρινίσεων και ζήτημα σύνθεσης δεν εξετάστηκε από το Δικαστήριο. Ούτε και περιλαμβάνει η έφεση λόγο που να αφορά σε αυτό το ζήτημα.

Α.Ε. 3356:  Προσφυγή αρ. 1073/99:

Προβλήθηκε ζήτημα σύνθεσης πανομοιότυπο με εκείνο της προσφυγής αρ. 810/00 (Α.Ε. 3359) ήτοι, ότι «το πρακτικό με το οποίο λήφθηκε η απόφαση των καθ’ ων ημερ. 30.6.99 ως απλή διοικητική πράξη δεν καταγράφει γιατί δεν ήσαν παρόντα όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, εις τρόπον ώστε να μην είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η νόμιμη σύνθεση και λειτουργία του οργάνου, η ύπαρξη νόμιμης πρόσκλησης όλων των μελών κ.λ.π.». Ο συνήγορος της Αρχής με τη δική του αγόρευση αντέτεινε ότι «στο αντίγραφο της πρόσκλησης προς τα Μέλη της Αρχής ημερ. 23 Ιουνίου 1999 αναφέρεται ότι αυτή είχε αποσταλεί σε όλα τα Μέλη και προς τούτο υπάρχει και χειρόγραφη σημείωση της υπαλλήλου της Αρχής η οποία απέστειλε την πρόσκληση σε όλα τα Μέλη.» Προσκόμισε δε αντίγρα[*134]φο της πρόσκλησης το πρωτότυπο της οποίας βρισκόταν, καθώς ανέφερε, στο διοικητικό φάκελο. Η απαντητική αγόρευση του συνηγόρου των εφεσειόντων δεν άγγιξε το ζήτημα. Στο στάδιο των διευκρινίσεων, στη διάρκεια σχετικής συζήτησης, ο συνήγορος των αιτητών απέσυρε τον ισχυρισμό που αφορούσε στην πρόσκληση αλλά εν συνεχεία έθιξε νέο ζήτημα σύνθεσης, ήτοι της παρουσίας μη μελών κατά τη συνεδρία. Ο συνήγορος της Αρχής υπέδειξε τότε ότι φαινόταν από τα πρακτικά πως παρίσταντο μόνο τα μέλη της Αρχής. Ακολούθησαν οι εξής τοποθετήσεις:

«κ. Αγγελίδης: Το θέμα για την πρόσκληση θα το αποσύρω για να απλοποιήσω. Το ότι αυτεπάγγελτα δικαιούστε να εξετάσετε την παρουσία μη μελών είναι νομολογημένο. Φαίνεται στη συνεδρίαση του Παραρτήματος που φαίνεται τεκμήριο 3, 30.6.99. Λέγει: «Παριστάμενοι ..... Περσιάνη.

κ. Χαραλάμπους: Γράφει παρακάτω, κατά τη λήψη των αποφάσεων παρίσταντο μόνο τα μέλη της Αρχής. Το αναφέρει στην πρώτη σελίδα του τεκμηρίου 3.»

Παρόλον τούτο το Δικαστήριο εξέτασε το νέο ζήτημα σύνθεσης. Κατέληξε ότι η σύνθεση της Αρχής ήταν νόμιμη. Ανέφερε τα  εξής:

«Ο δικηγόρος του σταθμού πρόβαλε στις προφορικές διευκρινίσεις που έγιναν ότι πάσχει η σύνθεση της Αρχής γιατί  κατά τη συνεδρία της 30.6.99 ήταν παρόντες ο κ. Καμέρης και η κα Περσιάνη οι οποίοι δεν ήταν μέλη της Αρχής. Ο λόγος αυτός δεν εγέρθηκε στην αίτηση ακύρωσης. Θα τον εξετάσω αυτεπαγγέλτως γιατί το θέμα της νόμιμης σύνθεσης συλλογικού οργάνου ανάγεται στη δημόσια τάξη. (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, 607 και Thermphase Ltd v. Κ.Δ. (1996) 4 Α.Α.Δ. 2714).

Από τα πρακτικά της συνεδρίας της Αρχής διαπίστωσα ότι τα αναφερθέντα πρόσωπα αποχώρησαν κατά τη λήψη της απόφασης. Αναγράφεται συγκεκριμένα ότι «Κατά τη λήψη των αποφάσεων παρίστανται μόνο τα Μέλη της Αρχής.» Συνεπώς η σύνθεση της Αρχής ......... ήταν νόμιμη.»

Η έφεση δεν προσβάλλει αυτή την πρωτόδικη κατάληξη.

Α.Ε. 3344: Προσφυγή αρ. 1101/00:

Και σε αυτή την περίπτωση προβλήθηκε με τη γραπτή αγόρευση [*135]παράπονο για τη σύνθεση, με περισσότερη όμως λεπτομέρεια από ό,τι στις άλλες: «.... το πρακτικό με το οποίο λήφθηκε η απόφαση των καθ’ ων ημερ. 7 Ιουνίου 2000 ως απλή διοικητική πράξη δεν καταγράφει γιατί δεν ήσαν παρόντα όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής εις τρόπον ώστε να μην είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η νόμιμη σύνθεση και λειτουργία του οργάνου, η ύπαρξη νόμιμης πρόσκλησης όλων των μερών κ.λ.π. Το άρθρο 4(1) του Νόμου ορίζει ότι η Αρχή απαρτίζεται από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και πέντε μέλη. Παρατηρώ ότι στη συνεδρία κατά την οποία έλαβαν την προσβαλλόμενη απόφαση ήταν παρόντες ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τέσσερα μέλη. Δεν αναγράφεται ποιος ήταν ο απών, γιατί απουσίαζε (δικαιολογημένα ή όχι), εάν κλήθηκε στη συνεδρία κλπ, αν τηρήθηκαν τα όσα το άρθρο 7(1) του Νόμου επιτάσσει». Το ζήτημα δεν απασχόλησε περαιτέρω. Ο συνήγορος της Αρχής στην αγόρευση του δεν αναφέρθηκε στο θέμα. Ούτε και συζητήθηκε στο στάδιο των διευκρινίσεων. Θεωρούμε όμως σχετική με το ζήτημα την εξής σημείωση του Δικαστηρίου αναφορικά με την ανυπαρξία φακέλου:

«Οι δικηγόροι αναφέρουν πως δεν υπάρχει διοικητικός φάκελος. Όλα τα στοιχεία είναι ενώπιον του Δικαστηρίου και όσον αφορά τα έγγραφα είναι όλα επισυνημμένα στην ένσταση.»

Το Δικαστήριο δεν εξέτασε ζήτημα σύνθεσης. Λόγος έφεσης που να απευθύνεται σε αυτό το ζήτημα δεν διατυπώθηκε.

Οι εφέσεις πέρασαν από το στάδιο της προδικασίας, κατατέθηκαν περιγράμματα και ήταν ορισμένες για ακρόαση στις 11 Μαΐου 2004 όταν την προτεραία ο συνήγορος των εφεσειόντων κατέθεσε έγγραφο τιτλοφορούμενο ως «Ειδοποίηση για την πρόθεση εφεσειόντων κατά τη δικάσιμο της 11.5.04». Αφορούσε προφανώς και τις τέσσερεις εφέσεις. Πρόκειται για διάβημα δικονομικώς μη προβλεπόμενο. Παραθέτουμε το μέρος που αφορά στο ζήτημα της σύνθεσης:

«Α. Οι εφεσείοντες θα εγείρουν θέμα για αυτεπάγγελτη εξέταση περί τη σύνθεση υπό την οποία λειτούργησε η εφεσίβλητη Αρχή.

Η πρόθεση αυτή στηρίζεται στις αποφάσεις:

Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314 και

Γιάννης Αναστασίου ν. ΕΤΕΚ (2003) 3 Α.Α.Δ. 616.

[*136]Συγκεκριμένα υπάρχουν τα εξής δεδομένα:

Στην Α.Ε. 3343 (Πρωτόδικη προσφυγή 1072/99) έχουμε αυτεπάγγελτη έρευνα και απόφαση 9.6.88 της 7μελούς Αρχής (όλοι παρόντες).

Στην Α.Ε. 3356 (Πρωτόδικη προσφυγή 1073/99) έχουμε αυτεπάγγελτη έρευνα και απόφαση 30.6.99 με 4μελή μόνο λειτουργία της εφεσείουσας.

Στην Α.Ε. 3359 (Πρωτόδικη προσφυγή 810/2000) έχουμε αυτεπάγγελτη έρευνα και απόφαση 19.4.2000 με 6μελή σύνθεση (απούσα Ελένη Θεοχάρους Αντιπρόεδρος).

Στην Α.Ε. 3344 (Πρωτόδικη προσφυγή 1101/00) έχουμε αυτεπάγγελτη έρευνα και απόφαση 7.6.2000 με 6μελή σύνθεση με απούσα το μέλος Φρόσω Ηγουμενίδου.

Άγνωστο γιατί απουσίαζαν, ή εάν κλήθηκαν όλα τα μέλη.»

Στις 11 Μαΐου 2004 δόθηκαν οδηγίες για περιγράμματα σε σχέση με την εν λόγω άτυπη ειδοποίηση. Μετά που κατατέθηκαν, δόθηκε νέα ημερομηνία ακρόασης. Στο μεταξύ, στις 23 Νοεμβρίου 2004, η Αρχή υπέβαλε αίτηση για προσκόμιση μαρτυρίας «υπό μορφή ενόρκου δηλώσεως αναφορικά με το γεγονός της πρόσκλησης όλων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ... για τις συνεδριάσεις του εν λόγω Συμβουλίου ημερ. 9.6.1999, 30.6.1999, 19.4.00 και 7.6.00». Όταν η αίτηση ήχθη ενώπιον μας, υποδείξαμε ότι προτεραιότητα έχει το κατά πόσο θα εξεταστεί αυτεπαγγέλτως ζήτημα σύνθεσης και με αναφορά σε τι.

Υπενθυμίζουμε ότι η αυτεπάγγελτη εξέταση είναι το αποτέλεσμα εσωτερικής δικαστικής λειτουργίας επί δεδομένων που το ίδιο το Δικαστήριο θεωρεί ότι δικαιολογούν, για σκοπούς δημόσιας τάξης, ανάπτυξη δικής του πρωτοβουλίας όταν τα μέρη δεν περιέλαβαν σχετικό σημείο στο θεσμικά οριοθετημένο πλαίσιο της προσφυγής. Δεν μπορεί ποτέ να είναι το αντικείμενο αιτήματος ώστε να επιβάλλεται δικαστική απάντηση στον αιτούντα.  Τα μέρη διατηρούν ωστόσο τη δυνατότητα να επιχειρήσουν να κινήσουν το ενδιαφέρον του Δικαστηρίου σε σχέση με το οποιοδήποτε ζήτημα δημόσιας τάξης. Στη Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314, η πλειοψηφία της Ολομέλειας επιβεβαίωσε ότι η σύνθεση οργάνου αφορά στην αρμοδιότητα η οποία αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης και μπορεί να εξε[*137]ταστεί αυτεπαγγέλτως, νοουμένου πάντοτε ότι τα αναγκαία στοιχεία βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να αναζητηθούν. Την εν λόγω απόφαση ακολούθησε και η Πλήρης Ολομέλεια στις υποθέσεις Sigma Radio T.V. Ltd κ.ά. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134. Το πρόβλημα που μας απασχόλησε εκεί, όπως και η κατάληξή μας, περιέχονται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης της πλειοψηφίας:

«Επιπλέον, σε μερικές από τις προσφυγές τίθεται στα νομικά σημεία με γενικότητα και ζήτημα σύνθεσης αναφορικά με κάποιες από τις συνεδρίες της Αρχής. Το ζήτημα προωθήθηκε μόνο στις Προσφυγές Αρ. 803/02, 330/02, 331/02 και 328/02 στις γραπτές αγορεύσεις των οποίων προβάλλεται ότι δεν κατεγράφη στα πρακτικά η εξήγηση για την απουσία μέλους ή μελών. Το ίδιο προβάλλεται και στις γραπτές αγορεύσεις μερικών άλλων προσφυγών, χωρίς όμως να έχει τεθεί στα νομικά σημεία. Εκεί όπου ο συνήγορος της Αρχής θεώρησε πως πράγματι προέκυπτε ερωτηματικό, εξήγησε με τη γραπτή αγόρευση του ότι στάληκε πρόσκληση σε όλες και κατέθεσε τα σχετικά έγγραφα. Παρόλον που το ζήτημα σύνθεσης μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα, αυτό καθίσταται εφικτό μόνο εφόσον ευρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου τα αναγκαία στοιχεία: βλ. την απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας στην υπόθεση Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314. Με τα όσα έχουμε εντοπίσει δεν δικαιολογείται η εξέταση ζητήματος σύνθεσης αυτεπαγγέλτως.»

Στη Γιάννης Αναστασίου ν. Ε.Τ.Ε.Κ. (2003) 3 Α.Α.Δ. 616, στην οποία ο συνήγορος των εφεσειόντων στάθηκε ιδιαίτερα, δεν είχε τεθεί στα νομικά σημεία της προσφυγής οποιοδήποτε ζήτημα σύνθεσης. Περιλήφθηκε όμως στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή. Συνίστατο στο ότι ενώ φαινόταν από τα πρακτικά των σχετικών συνεδριάσεων του Συμβουλίου ότι απουσίαζε ο πρόεδρος και ένα μέλος, δεν αναγραφόταν οποιαδήποτε εξήγηση και ούτε υπήρχε στο φάκελο ο,τιδήποτε το σχετικό. Το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή επί των νομικών σημείων που είχαν τεθεί. Το μη τεθέν ζήτημα σύνθεσης δεν το εξέτασε. Με την έφεσή του ο αιτητής παραπονείτο μεταξύ άλλων και γι’ αυτό. Παραθέτουμε τον σχετικό λόγο:

«Το δικαστήριο δεν εξέτασε και δεν αντιμετώπισε το θέμα μη παρουσίας του Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή εάν κλήθηκε όπως έπρεπε κατά τις γενικές αρχές λειτουργίας συλλογικών οργάνων, προς τούτο.»

[*138]Το Ε.Τ.Ε.Κ. υπέδειξε ότι το ζήτημα δεν αντιμετωπίστηκε πρωτόδικα επειδή δεν είχε τεθεί και προέβαλε ότι  επειδή δεν είχε τεθεί δεν παρεχόταν δυνατότητα προώθησης του με την έφεση. Η Ολομέλεια εξέτασε το ζήτημα. Ανέφερε τα εξής:

«Όντως ο λόγος αυτός δεν αποφασίστηκε πρωτόδικα. Κατά την ακρόαση της υπόθεσης ενώπιον μας υποδείξαμε στα μέρη την κρισιμότητα του λόγου αυτού και ότι στην περίπτωση που όντως ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ήταν ορθός η επίδικη απόφαση έπασχε και θα παρασυρόταν σε ακύρωση χωρίς την ανάγκη εξέτασης των υπόλοιπων λόγων έφεσης. Το βάρος ήταν στην πλευρά του ΕΤΕΚ να θέσει στοιχεία για την κανονικότητα σύνθεσης και συγκρότησης του συλλογικού οργάνου. Μετά από μια παρατεταμένη πρέπει να πούμε διαδικασία για να τεθούν ενώπιον μας τ’ αναγκαία στοιχεία και μετά τα όσα η κα Κουντουρή έθεσε ενώπιον μας προέκυψαν τα εξής:

Η ακρόαση της υπόθεσης του εφεσείοντα άρχισε στις 8/12/97. Συνεχίστηκε στις 22/12/97, 26/1/98, 6/4/98 και συμπληρώθηκε στις 1/6/98. Τόσο στην πρώτη όσο και στις υπόλοιπες συνεδρίες απουσίαζαν ο Πρόεδρος του Συμβουλίου και ένα των μελών του, συγκεκριμένα ο Ανδρέας Παναγιώτου. Μας δηλώθηκε ρητά από τη συνήγορο του ΕΤΕΚ ότι δεν υπήρχε πρόσκληση για την πρώτη συνεδρία, δηλαδή 8/12/97, ούτε για τον απουσιάζοντα πρόεδρο ούτε για το μέλος. Τέτοια βεβαίως πρόσκληση δε ευρίσκεται ούτε στο φάκελο της υπόθεσης που κατατέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.

........................................................................................................

Προβάλλεται η θέση ότι δεν προβλήθηκε τέτοιος λόγος πρωτόδικα γι’ αυτό δεν απαντήθηκε από τον πρωτόδικο δικαστή και δεν μπορεί να προβάλλεται κατ’ έφεση. Αυτό δεν είναι ορθό. Στη γραπτή αγόρευση του αιτητή τίθεται ευθέως το ζήτημα της συνεχούς απουσίας του προέδρου και ενός των μελών του Συμβουλίου και κατά πόσο υπήρξε πρόσκληση σε όλα τα μέλη.

Θα σημειώσουμε βεβαίως ότι αυτός ο λόγος δεν είναι δικογραφημένος στους λόγους ακύρωσης που εμφανίζονται στην προσφυγή. Όμως το ζήτημα είναι δημοσίας τάξης και υπήρχε η ευχέρεια έγερσης του κατά την ακρόαση όπως και έγινε και θα μπορούσε να είχε εξετασθεί και πρωτόδικα όπως μπορεί να εξετασθεί κατ’ έφεση ακόμη και αυτεπάγγελτα από το ίδιο το δικαστήριο (Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314).»

[*139]Είναι νομίζουμε προφανείς οι αδυναμίες της απόφασης μας στην Αναστασίου (ανωτέρω).  Εκείνο πάντως που παραμένει ως το ουσιώδες είναι το ότι η Ολομέλεια εν τέλει επικαλέστηκε τη Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου (ανωτέρω) για να εξηγήσει τη δυνατότητα εξέτασης του ζητήματος σύνθεσης αυτεπαγγέλτως. Τον λόγο της απόφασης δεν τον αμφισβήτησε. Είναι επομένως προφανές ότι η παρέκκλιση από αυτόν, με την πρωτοβουλία η οποία αναπτύχθηκε για τη συγκέντρωση στοιχείων, οφειλόταν σε λάθος αναφορικά με την έκτασή του.

Προσεγγίζουμε τις παρούσες υποθέσεις ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε μιας. Υπενθυμίζουμε ότι στις Α.Ε. 3359 και 3356 το ζήτημα σύνθεσης εξετάστηκε παρόλον που δεν είχε δεόντως τεθεί και το Δικαστήριο το αποφάσισε. Επομένως παρεχόταν στους εφεσείοντες η δυνατότητα να προσβάλουν την πρωτόδικη κατάληξη αλλά δεν το έπραξαν: βλ. Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 135. Δεν θεωρούμε πως συντρέχει εν προκειμένω λόγος να ασχοληθούμε περαιτέρω με το ζήτημα.  Σε ό,τι αφορά την Α.Ε. 3343 θεωρούμε ότι η επισήμανση από μέρους της Αρχής πως στην πραγματικότητα στα πρακτικά της σχετικής συνεδρίας σημειωνόταν ότι όλα τα μέλη ήταν παρόντα – το διαπιστώσαμε και εμείς – δεν δικαιολογεί ο,τιδήποτε περαιτέρω. Η Α.Ε. 3344 διαφέρει από τις άλλες. Σε αυτή την περίπτωση το ζήτημα δεν εξετάστηκε αυτεπαγγέλτως ενώ θα μπορούσε να εξεταζόταν αφού, με τη δήλωση των συνηγόρων ότι δεν υπήρχε διοικητικός φάκελος και ότι όλα τα σχετικά στοιχεία και έγγραφα βρίσκονταν ήδη ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν προέκυπτε ανάγκη αναζήτησης άλλου υλικού. Επομένως το ζήτημα μπορούσε να κριθεί με αναφορά στα πρακτικά της συνεδρίας.  Σημειωνόταν ως προς τη σύνθεση μόνο το εξής:

«Ενώπιον: κ.κ. Αλέκου Ευαγγέλου, Προέδρου, Ελένης Θεοχάρους, Αντιπροέδρου, Μαίρης Κουτσελίνη, Κωστή Κυριακίδη, Νίκου Παπαϊωάννου και Αγάπιου Κακογιάννη, Μελών.»

Σε αυτή τη βάση παρέχεται η δυνατότητα να εξετάσουμε υπό το φως του τεκμηρίου της κανονικότητας το κατά πόσο η μη αναφορά ή εξήγηση στο πρακτικό περί απουσίας μέλους δημιουργεί ή όχι πρόβλημα σύνθεσης.

Τα έξοδα της διαδικασίας να μην είναι εναντίον της εφεσίβλητης.

Διαταγή ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο