Σκώττης Mάριος και Άλλοι ν. Σπύρου Χατζηκωνσταντή και Άλλων (2005) 3 ΑΑΔ 140

(2005) 3 ΑΑΔ 140

[*140]6 Απριλίου, 2005

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

(Αναθεωρητική Έφεση 3471)

ΜΑΡΙΟΣ ΣΚΩΤΤΗΣ,

Εφεσείων-Ενδιαφερόμενο Μέρος 6,

v.

ΣΠΥΡΟΥ ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΗ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή,

v.

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση 3473)

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,

v.

ΣΠΥΡΟΥ ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΗ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

 

(Αναθεωρητική Έφεση 3476)

ΚΩΝΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων-Ενδιαφερόμενο Μέρος,

v.

[*141]ΣΠΥΡΟΥ ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΗ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

v.

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 3471, 3473, 3476)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Η απαγόρευση της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας ― Περιστάσεις εφαρμογής του κανόνα στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.

Αντικείμενο της κατ’ έφεση διαδικασίας, που αφορούσε τη νομιμότητα της πλήρωσης των επιδίκων θέσεων Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β', Τεχνικό Προσωπικό, ήταν η απόφαση επί του κατά πόσο ενομιμοποιείτο ο εφεσίβλητος να προσβάλει τον καταρτισμό του Πίνακα Διοριστέων που έλαβε χώρα κατά την εξέλιξη της διαδικασίας διενέργειας των προσβαλλόμενων διορισμών.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:

1.  Ο εφεσίβλητος είχε καταταγεί 40ος στον Πίνακα που κατάρτισε η Αρχή και με την προσφυγή του 645/99 πρόσβαλε τη σειρά του στον Πίνακα. Το νόημα αυτής της ενέργειάς του είναι αυτόδηλο.  Κατ’ αρχάς θεωρούσε πως η κατάταξη στον Πίνακα είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, θέση την οποία δέχτηκε και το Ανώτατο Δικαστήριο. Ταυτοχρόνως, επιδίωξε, κατ’ επίκληση βεβαίως του Πίνακα και επομένως της δυνατότητας καταρτισμού του για να έχει τη διαχρονική σημασία την οποία αποφάσισε η Αρχή να του προσδώσει, να καλυτερεύσει τη θέση του σ’ αυτόν.  Εκδήλως για να είναι καλύτερες οι προοπτικές του όταν η Αρχή θα αποφάσιζε, υλοποιώντας την απόφασή της αναφορικά με τη σημασία αυτού του Πίνακα, να πληρώσει θέσεις οι οποίες θα κενώνονταν  κατά τη διάρκεια της καθορισθείσας ισχύος του. Η προσφυγή εκείνη απέτυχε επί της ουσίας και όταν η Αρχή πράγματι, στη συνέχεια, χρησιμοποίησε τη σειρά του Πίνακα για τους επίδικους διορισμούς, άσκησε τις νέες προσφυγές, αμφισβητώντας τη δυνατότητα καταρτισμού Πίνακα με τέτοια προοπτική.

[*142]2.      Το ζήτημα της νομιμοποίησης του εφεσίβλητου να εγείρει τέτοιο θέμα, ενόψει της προηγηθείσας επιδίωξής του που εξυπακούει αποδοχή του Πίνακα, είχε εγερθεί και πρωτοδίκως. Κρίθηκε πως το επιχείρημα δεν ευσταθούσε και επισημάνθηκε το γεγονός πως στην προσφυγή 645/99 ήδη είχε υποβάλει διαζευκτικούς ισχυρισμούς προς αυτή την κατεύθυνση. Ήταν δεδικασμένο πως αυτή η εισήγηση ήταν εκτός των ορίων της προσφυγής εκείνης και υφίσταται αντίφαση να επιδιώκει ο αιτητής καλυτέρευση της θέσης του στον Πίνακα για να βελτιώσει τις προοπτικές διορισμού του στη βάση του και, συνάμα, στο πλαίσιο τέτοιας προσφυγής, να προβάλλει ισχυρισμό περί τη δυνατότητα καταρτισμού του. Το κρίσιμο είναι πως ο αιτητής από τη μια θέλησε, επικαλούμενος τη νομιμότητα του Πίνακα να προσποριστεί ίδιο όφελος, που ήταν το αίτημά του στην προσφυγή 645/99 και από την άλλη, όταν απέτυχε αυτή η προσπάθειά του, επανήλθε για να αμφισβητήσει τον Πίνακα.

3.  Πρόκειται για περίπτωση ανεπίτρεπτης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας που άπτεται της νομιμοποίησης του αιτητή να προσβάλει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις για τέτοιο λόγο και οι εφέσεις επιτυγχάνουν. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και της παρούσας θα βαρύνουν τον εφεσίβλητο.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ηλία κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884,

Ραφτόπουλος v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 241.

Εφέσεις.

Εφέσεις από τα ενδιαφερόμενα μέρη και την καθ’ ης η αίτηση Αρχή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υποθέσεις Αρ. 533/00, 534/00, 535/00) με την οποία έγινε δεκτή η προσφυγή του αιτητή και ακυρώθηκε ο διορισμός των δύο ενδιαφερομένων μερών στη θέση Προϊσταμένου Υπηρεσίας Β΄, Τεχνικό Προσωπικό, οι οποίοι διενεργήθηκαν από Πίνακα κατά τη σειρά της συνολικής βαθμολογίας των υποψηφίων στον οποίο ο αιτητής έπετο των ενδιαφερομένων μερών.

Σ. Κλεόπα, για τον Εφεσείοντα-Ενδιαφερόμενο Μέρος στην Α.Ε. 3471.

[*143]Κ. Χ" Ιωάννου, για τους Εφεσείοντες στην Α.Ε. 3473 και για τους Καθ’ ων η αίτηση στις Α.Ε. 3471 και Α.Ε. 3476.

Ξ. Ευγενίου για Α.Σ. Αγγελίδη, για τον Εφεσείοντα-Ενδιαφερόμενο Μέρος στην Α.Ε. 3476.

Γ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος και οι ενδιαφερόμενοι, με αίτησή τους για διορισμό, ανταποκρίθηκαν σε προκήρυξη της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (η Αρχή) για την πλήρωση 11 θέσεων Προϊστάμενου Υπηρεσίας Β΄, Τεχνικό Προσωπικό.

Διεξήχθηκαν γραπτές και προφορικές εξετάσεις, οι υποψήφιοι κατατάγησαν σε Πίνακα κατά τη σειρά της συνολικής βαθμολογίας που εξασφάλισαν και, με την πρώτη απόφαση της Αρχής, οι δέκα από τις κενές θέσεις πληρώθηκαν με διορισμό των δέκα πρώτων. Η ενδέκατη με διορισμό άλλου κατ’ επίκληση του περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμο του 1997, (Ν. 55(Ι)/97). Σύμφωνα με τη δεύτερη απόφαση της Αρχής, ο Πίνακας θα αποτελούσε την πηγή άντλησης διοριστέων και για νέες θέσεις που θα κενώνονταν ή θα δημιουργούνταν σε περίοδο 12 μηνών.

Ο εφεσίβλητος αντέδρασε με δυο προσφυγές που καταχώρισε στις 17.5.99. Με την 644/99, αμφισβήτησε το κύρος των δέκα πρώτων από τους διορισμούς που έγιναν. Θεωρούσε πως υπήρχαν λάθη στις οδηγίες στην πρώτη γραπτή εξέταση, παραβιάστηκε η μυστικότητα της ταυτότητας των υποψηφίων με επακόλουθη παραβίαση της αρχής της ισότητας και της χρηστής διοίκησης και πως ακύρως τον αξιολόγησε, για την προσωπική συνέντευξη, ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής αφού, όπως ήταν ο ισχυρισμός του, απουσίασε για κάποιο διάστημα.

Με την 645/99, στράφηκε κατά της απόφασης "σύμφωνα με την οποία κατέταξαν τον αιτητή στον αριθμό 40 του κατά κατιούσα σειρά επιτυχίας Καταλόγου Υποψηφίων για Πρόσληψη ...". Με νομικά σημεία και γεγονότα που απέληγαν σε αμφισβήτηση της ορθότητας της τοποθέτησής του στον αριθμό 40.  Αυτό, κατ’ επίκληση ακριβώς των ίδιων τριών κατ’ ισχυρισμό πλημμελειών που προ[*144]βλήθηκαν και στην 644/99.

Οι δυο προσφυγές απορρίφθηκαν.  Η 645/99 την 1.2.02 και η 644/99 την 14.2.02, με σκεπτικό παρόμοιο ως προς τους ισχυρισμούς σε σχέση με τη βαθμολόγηση. Στην 645/99, όμως, επιλύθηκαν και δυο πρόσθετα θέματα. Αντίθετα προς την άποψη της Αρχής, η κατάταξη στον Πίνακα κατά ορισμένη σειρά ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη.  Και ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου πως ο Πίνακας καταρτίστηκε χωρίς εξουσιοδότηση από Νόμο και πως παραβίαζε την αρχή της ισότητας, "είναι εκτός των ορίων της προσφυγής και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός".

Το 2000, για την πλήρωση 17 ίδιων θέσεων, με τρεις διαδοχικές αποφάσεις της, η Αρχή πράγματι χρησιμοποίησε τον Πίνακα. Οι ενδιαφερόμενοι είχαν σ’ αυτόν την ψηλότερη συγκριτικά θέση και ο αιτητής άσκησε τις συνεκδικασθείσες προσφυγές 533/00, 534/00 και 535/00. Επανέφερε τους τρεις προαναφερθέντες ισχυρισμούς σε σχέση με την κατάταξη στον Πίνακα ενώ, επί αυτών, υπήρχε ήδη τελεσίδικη και δεσμευτική, βεβαίως, δικαστική κρίση, αλλά διαζευκτικά. Το βασικό επιχείρημά του αφορούσε στην κατά νόμο δυνατότητα καταρτισμού Πίνακα από τον οποίο, χωρίς άλλη διαδικασία επιλογής, η Αρχή θα μπορούσε να διορίζει για όσο αυτός θα ίσχυε.

Έγινε δεκτή πρωτοδίκως αυτή η θέση, με επακόλουθο την ακύρωση των διορισμών, και η Αρχή και οι ενδιαφερόμενοι, αν και διατηρούν άλλη άποψη αναφορικά με τη νομιμότητα του Πίνακα, θεωρούν πως προέχουν τα ζητήματα που είχαν εγείρει ως προς την εκτελεστότητα των αποφάσεων για τους διορισμούς και, περαιτέρω, ανάλογα με την κατάληξη ως προς αυτό, της νομιμοποίησης του εφεσίβλητου να στραφεί κατά της δυνατότητας καταρτισμού τέτοιου Πίνακα.

Δεν νομίζουμε πως δικαιολογείται να μας απασχολήσει το ζήτημα της εκτελεστότητας ιδιαίτερα όταν η εισήγηση εκλαμβάνει πως απόφαση για διορισμό σε ημικρατικό οργανισμό είναι απλώς πράξη εκτέλεσης. Θεωρούμε, όμως, πως είναι βάσιμη η επιχειρηματολογία σε σχέση με τη νομιμοποίηση. Ο εφεσίβλητος είχε καταταγεί 40ος στον Πίνακα που κατάρτισε η Αρχή και με την προσφυγή του 645/99 πρόσβαλε τη σειρά του στον Πίνακα.  Το νόημα αυτής της ενέργειάς του είναι αυτόδηλο. Κατ’ αρχάς θεωρούσε πως η κατάταξη στον Πίνακα είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, θέση την οποία δέχτηκε, όπως σημειώσαμε, και το Ανώτατο Δικαστήριο. Ταυτοχρόνως, επιδίωξε, κατ’ επίκληση βεβαίως [*145]του Πίνακα και επομένως της δυνατότητας καταρτισμού του για να έχει τη διαχρονική σημασία την οποία αποφάσισε η Αρχή να του προσδώσει, να καλυτερεύσει τη θέση του σ’ αυτόν.  Εκδήλως για να είναι καλύτερες οι προοπτικές του όταν η Αρχή θα αποφάσιζε, υλοποιώντας την απόφασή της αναφορικά με τη σημασία αυτού του Πίνακα, να πληρώσει θέσεις οι οποίες θα κενώνονταν κατά τη διάρκεια της καθορισθείσας ισχύος του. Η προσφυγή εκείνη απέτυχε επί της ουσίας και όταν η Αρχή πράγματι, στη συνέχεια, χρησιμοποίησε τη σειρά του Πίνακα για τους επίδικους διορισμούς, άσκησε τις νέες προσφυγές, αμφισβητώντας τη δυνατότητα καταρτισμού Πίνακα με τέτοια προοπτική.

Το ζήτημα της νομιμοποίησης του εφεσίβλητου να εγείρει τέτοιο θέμα, ενόψει της προηγηθείσας επιδίωξής του που εξυπακούει αποδοχή του Πίνακα, είχε εγερθεί και πρωτοδίκως. Κρίθηκε πως το επιχείρημα δεν ευσταθούσε και επισημάνθηκε το γεγονός πως στην προσφυγή 645/99 ήδη είχε υποβάλει διαζευκτικούς ισχυρισμούς προς αυτή την κατεύθυνση. Ήταν δεδικασμένο πως αυτή η εισήγηση ήταν εκτός των ορίων της προσφυγής εκείνης και επισημαίνουμε την αντίφαση να επιδιώκει ο αιτητής καλυτέρευση της θέσης του στον Πίνακα για να βελτιώσει τις προοπτικές διορισμού του στη βάση του και, συνάμα, στο πλαίσιο τέτοιας προσφυγής, να προβάλλει ισχυρισμό περί τη δυνατότητα καταρτισμού του. Το κρίσιμο είναι πως ο αιτητής από τη μια θέλησε, επικαλούμενος τη νομιμότητα του Πίνακα να προσποριστεί ίδιο όφελος, που ήταν το αίτημά του στην προσφυγή 645/99 και από την άλλη, όταν απέτυχε αυτή η προσπάθειά του, επανήλθε για να αμφισβητήσει τον Πίνακα.

Κρίνουμε πως βρισκόμαστε μπροστά σε περίπτωση ανεπίτρεπτης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας που άπτεται της νομιμοποίησης του αιτητή να προσβάλει τις  προσβαλλόμενες αποφάσεις για τέτοιο λόγο και οι εφέσεις επιτυγχάνουν. (Βλ. μεταξύ άλλων, Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατία (1999) 3 Α.Α.Δ. και Μιχαλάκης Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 241). Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και της παρούσας θα βαρύνουν τον εφεσίβλητο.

Διαταγή ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο