Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Eλένης ??ασοπούλουκαι Άλλοι (2005) 3 ΑΑΔ 157

(2005) 3 ΑΑΔ 157

[*157]25 Απριλίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΗΣ, KΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,

ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,

v.

ΕΛΕΝΗΣ ΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ (641/03),

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΗΛΙΑ (659/03),

ΕΦΗΣ ΚΑΛΑΘΑ (680/03),

Εφεσιβλήτων-Αιτητριών.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3856)

 

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ― Προαγωγές ― Επισκόπηση του νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου ― Ειδικά το Άρθρο 10Α του Κεφ. 302 σε συνδυασμό με το Άρθρο 3(2) του Ν.61/70 και τους Κανονισμούς 10 και 24 της Κ.Δ.Π. 220/82 (ως τροποποιήθηκε) ― Δεν συντρέχει υπέρβαση της εξουσιοδότησης του νόμου (ultra vires), από την κανονιστική ρύθμιση.

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ― Προαγωγές ― Συστάσεις των προϊσταμένων των υποψηφίων ― Όροι νομιμότητας ― Περιστάσεις ακυρότητας των συστάσεων στην κριθείσα περίπτωση, λόγω ανάπλασης από αυτές των υπηρεσιακών δεδομένων των υποψηφίων.

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, τόσο ως προς την κρίση περί ultra vires του Καν. 24(2) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982 (Κ.Δ.Π. 220/82, ως τροποποιήθηκε) όσο και ως προς την αποδοχή της ακυρότητας των συστάσεων των προϊσταμένων υπέρ των ενδιαφερομένων μερών (θέση Υποτμηματάρχη Προσωπικού Πληροφορικής).

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εν μέρει αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Το Άρθρο 10Α του Κεφ. 302 δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα πε[*158]ρίπτωση, γιατί εδώ δεν πρόκειται περί εκχώρησης εξουσίας, δηλαδή μεταβίβασης της άσκησης αρμοδιότητας της Αρχής, όπως περιλαμβάνει το άρθρο αυτό, αλλά είναι μία κανονιστική πρόνοια, που ρυθμίζει την άσκηση της αρμοδιότητας.  Η νομική βάση της θέσπισης κανονισμών είναι το Άρθρο 43 του Κεφ.302, σε συνδυασμό με το Άρθρο 3 του Νόμου 61/70.

     Το Άρθρο 3(2) του Ν.61/70 προνοεί ότι οι αρμοδιότητες της Α.ΤΗ.Κ. που αφορούν θέματα προσωπικού, στην παρούσα περίπτωση προαγωγές, ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου νόμου ή με τις διατάξεις οποιωνδήποτε δυνάμει αυτού κανονισμών που ρυθμίζουν το θέμα σε σχέση προς το οποίο ασκείται η αρμοδιότητα. 

     Οι κανονισμοί και ιδιαίτερα ο επίδικος Κανονισμός 24 της Κ.Δ.Π. 220/82 (όπως τροποποιήθηκε) είναι κανονιστικές πρόνοιες που ρυθμίζουν την άσκηση της αρμοδιότητας προαγωγής και με αυτές δεν ρυθμίζεται η εκχώρηση της αρμοδιότητας αυτής, η οποία εξακολουθεί να παραμένει στην Αρχή. 

     Ο Κανονισμός 10 των σχετικών Γενικών Κανονισμών αναφέρει ρητά στο εδάφιο (5) ότι «Αι προαγωγαί ενεργούνται υπό της Αρχής». Περαιτέρω, προνοείται ότι πριν κάθε προαγωγή η Αρχή ζητά μεταξύ άλλων την συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού.  Ακολούθως δε, με τον Κανονισμό 24(1), προνοείται η λειτουργία Συμβουλίου Προσωπικού, το οποίο επιλαμβάνεται σχετικά θέματα που αρμοδίως εισάγονται σε αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις των Κανονισμών. Άρα είναι προφανές πως το Άρθρο 10Α δεν σχετίζεται και ουδόλως επηρεάζει τον επίδικο Κανονισμό, αφού το Συμβούλιο Προσωπικού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιτροπή που δημιουργείται δυνάμει του Άρθρου 10Α, στην οποία εκχωρείται αρμοδιότητα της Αρχής.  Η αρμοδιότητα εξακολουθεί να παραμένει στην Α.ΤΗ.Κ. και για την άσκησή της λαμβάνεται υπόψη η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, που υπό τις συνθήκες δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα συμβουλευτικό όργανο, που έχει δημιουργηθεί για να υποβοηθά την ορθή άσκηση της αρμοδιότητας προαγωγών και άλλων θεμάτων προσωπικού από την ίδια την Α.ΤΗ.Κ.

     Εν όψει των πιο πάνω, ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να γίνει αποδεκτός και η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με το θέμα πρέπει να παραμεριστεί.

2.  Το Συμβούλιο Προσωπικού μπορεί να καλεί τους προϊσταμένους [*159]των υποψηφίων για πληροφορίες ή γραπτές διευκρινίσεις με βάση τον Κανονισμό 24(5), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τούτο δικαιολογεί και την ανατροπή της εικόνας των υποψηφίων, όπως αυτοί έχουν αξιολογηθεί.

     Οι παρατηρήσεις των προϊσταμένων τους για τα ΕΜ αφορούν τα ήδη βαθμολογηθέντα και αξιολογηθέντα στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, και ουσιαστικά συνιστούν ανάπλασή τους, αφού εννοείται πως όσα αναφέρονται στις παρατηρήσεις, αναφέρονται συγκριτικά.

     Κατά συνέπεια το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε στο θέμα και ο λόγος αυτός της έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.

3.  Παρόλο ότι τούτο δεν έχει ουσιαστική σημασία για την έκβαση της έφεσης, εντούτοις επισημαίνεται πως η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειόντων, ότι τα προσόντα και η αρχαιότητα είναι άσχετα, δεν ευσταθεί, αφού τόσο το στοιχείο της αρχαιότητας όσο και των προσόντων έχουν τη σημασία τους και εντάσσονται και τα δύο στο κριτήριο της «ουσιαστικής καταλληλότητας» (Κανονισμός 10(7)). Εν πάση όμως περιπτώσει η Α.ΤΗ.Κ., εν όψει της ισοβαθμίας των υποψηφίων θα μπορούσε, όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενδεχομένως να διενεργήσει προφορικές συνεντεύξεις των υποψηφίων.

4. Η έφεση αναφορικά με την κατάληξη πως ο Κανονισμός 24(2) είναι ultra vires του περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Νόμου, Κεφ. 302, επιτυγχάνει.

     Η έφεση αναφορικά με το μέρος της απόφασης που έκρινε ως τρωτή τη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού και κατά συνέπεια ως στερούμενη αιτιολογίας, απορρίπτεται. Η ακύρωση της διοικητικής απόφασης παραμένει.

     Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ανδρέου κ.ά. v. Α.ΤΗ.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 353,

`

Χ"Ιωάννου κ.ά. v. Α.ΤΗ.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 661,

Α.ΤΗ.Κ. v. Δαμιανού (2001) 3 Α.Α.Δ. 247,

[*160]Βαρνάβα v. Α.ΤΗ.Κ., Υπόθ. Αρ. 152/03, ημερ. 20/10/2004,

Μοδίτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695,

Λεωνίδου v. Α.ΤΗ.Κ., Υπόθ. Αρ. 834/2003, ημερ. 2/12/2004.

Έφεση.

Έφεση από την καθ’ ης η αίτηση Αρχή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υποθέσεις Αρ. 641/2003, 659/2003, 780/2003), ημερομηνίας 7/7/2004, με την οποία έγιναν δεκτές οι προσφυγές των αιτητών και ακυρώθηκε η προαγωγή αντίστοιχων ενδιαφερομένων μερών σε έξι θέσεις Υποτμηματάρχη Προσωπικού Πληροφορικής στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου.

Κ. Χ''Ιωάννου, για την Εφεσείουσα.

Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσίβλητη-Αιτήτρια στην προσφυγή Αρ. 641/2003.

Μ. Καλλιγέρου, για την Εφεσίβλητη-Αιτήτρια στην προσφυγή Αρ. 659/2003.

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσίβλητη-Αιτήτρια στην προσφυγή Αρ. 680/2003.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητες-αιτήτριες με συνεκδικασθείσες προσφυγές προσέβαλαν την προαγωγή σε έξι θέσεις Υποτμηματάρχη Προσωπικού Πληροφορικής από την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Α.ΤΗ.Κ.) των ενδιαφερομένων μερών κ. Παφίτη, κας Κολοκοτρώνη, κ. Χριστοφίδη, κ. Κουλουμά, κ. Παπαχαραλάμπους και κας Γεωργίου-Κωστάκη.

Τόσο η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού όσο και η σύσταση του Γενικού Διευθυντή συμφωνούσαν ότι τα ΕΜ ήταν οι καταλληλότεροι από τους 27 υποψηφίους για προαγωγή. 

Η αιτήτρια στην προσφυγή 680/03 προσέβαλε την προαγωγή και των έξι ΕΜ, ενώ οι άλλες δύο εφεσίβλητες προσέβαλαν την [*161]προαγωγή των ΕΜ Χριστοφίδη, Κουλουμά, Παπαχαραλάμπους και Γεωργίου-Κωστάκη, ενώ περαιτέρω, σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, η εφεσίβλητη-αιτήτρια στην 659/03 απέσυρε την προσφυγή της αναφορικά με το ΕΜ Παπαχαραλάμπους.

Στην προσφυγή 659/03 τέθηκε, μεταξύ άλλων, η εισήγηση πως ο Κανονισμός 24(2) των Περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982, με βάση τον οποίο συγκροτείται και λειτουργεί το Συμβούλιο Προσωπικού, είναι ultra vires του εξουσιοδοτικού Περί Υπηρεσιών Τηλεπικοινωνιών Νόμου, Κεφ. 302.

Ο πρωτόδικος Δικαστής δέχθηκε την πιο πάνω θέση και κήρυξε το σχετικό Κανονισμό ultra vires. Περαιτέρω, έκρινε ως τρωτή τη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού και ως συνιστούσα ανάπλαση των στοιχείων των φακέλων και δέχθηκε τις προσφυγές των εφεσιβλήτων, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση.

Με την έφεσή της η Α.ΤΗ.Κ. αμφισβητεί την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου και ιδιαίτερα το ότι ο σχετικός κανονισμός είναι ultra vires του Νόμου 302.

Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση της ουσίας της έφεσης, θεωρούμε αναγκαίο να παραθέσουμε το νομοθετικό ιστορικό και νομοθετικό πλαίσιο της υπόθεσης.

Ο περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Νόμος, Κεφ.302, πριν την ανεξαρτησία, έδιδε την εξουσία στην Α.ΤΗ.Κ. για θέματα προσωπικού, όπως διορισμούς, προαγωγές κ.λ.π. Μετά την ανεξαρτησία, η εξουσία αυτή καταργήθηκε και δόθηκε στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ).  Την εξουσία αυτή η ΕΔΥ την είχε μέχρι το 1970, οπότε θεσπίστηκε ο περί των Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου (Ρύθμιση Θεμάτων Προσωπικού) Νόμος του 1970 (Ν. 61/70).  Ο Νόμος αυτός, με βάση το δίκαιο της ανάγκης, έδωσε και πάλι αρμοδιότητα για θέματα προσωπικού στην Α.ΤΗ.Κ., με την προϋπόθεση ότι θα ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου νόμου (Κεφ. 302) ή οιωνδήποτε δυνάμει αυτού εγκριθέντων ή εγκριθησομένων κανονισμών. Προνοήθηκε επίσης ότι, όπου ο οικείος νόμος δεν περιελάμβανε διάταξη που να δίδει εξουσία για έκδοση κανονισμών που να ρυθμίζουν τα θέματα προσωπικού, ο οικείος νόμος θα έπρεπε να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται ωσάν να υπήρχε τέτοια διάταξη. Το σχετικό άρθρο του Κεφ. 302, που εξουσιοδοτεί την έκδοση κανονισμών, είναι το άρθρο 43, το οποίο πράγματι δεν περιείχε εξουσιοδότηση ειδικά [*162]για έκδοση κανονισμών που να ρυθμίζουν τα θέματα προσωπικού. Οι πιο πάνω πρόνοιες του Ν. 61/70, περιέχονται στο άρθρο 3 του Νόμου, το οποίο παραθέτουμε:

«3(1) Τηρουμένων των διατάξεων του οικείου νόμου υπάγεται εις την αρμοδιότητα εκάστου Οργανισμού ο διορισμός, η επικύρωσις διορισμού, η ένταξις εις το μόνιμον προσωπικόν, η προαγωγή, η μετάθεσις, η απόσπασις και η αφυπηρέτησις του προσωπικού του Οργανισμού ως και η επ’ αυτού άσκησις πειθαρχικού ελέγχου, περιλαμβανομένων της απολύσεως ή της απαλλαγής από των καθηκόντων μελών του προσωπικού.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), οιαδήποτε των εν τω εδαφίω (1) αναφερομένων αρμοδιοτήτων ασκείται υφ’ εκάστου Οργανισμού συμφώνως προς τας διατάξεις του οικείου νόμου ή οιωνδήποτε δυνάμει αυτού εκδοθέντων ή εκδοθησομένων  κανονισμών ή κανόνων, τας ρυθμιζούσας το θέμα εν σχέσει προς το οποίον ασκείται η αρμοδιότης.

(3) Οσάκις ο οικείος νόμος δεν περιλαμβάνη διάταξιν ρυθμίζουσαν ή χορηγούσαν εις τον Οργανισμόν εξουσίαν προς έκδοσιν κανονισμών ή κανόνων ρυθμιζόντων οιονδήποτε των θεμάτων εν σχέσει προς τα οποία δύναται να ασκηθή υπό του Οργανισμού αρμοδιότης δυνάμει του εδαφίου (1), ο οικείος νόμος θα ερμηνεύηται και εφαρμόζηται ως εάν περιελαμβάνετο εν αυτώ διάταξις χορηγούσα εις τον Οργανισμόν εξουσίαν προς έκδοσιν κανονισμών ή κανόνων ρυθμιζόντων το θέμα τούτο.»

Οι περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικοί Κανονισμοί του 1982 περιέχονται στην Κ.Δ.Π. 220/82.  Η Κ.Δ.Π. 220/82 τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π. 91/89, με αντικατάσταση των Κανονισμών 10 και 24. Παραθέτουμε τις σχετικές με την παρούσα έφεση  πρόνοιες των Κανονισμών 10(5) και 24(1),(2):

«10.- . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(5)   Αι προαγωγαί ενεργούνται υπό της Αρχής. Προ πάσης προαγωγής, η Αρχή ζητεί την συμβουλήν του Συμβουλίου Προσωπικού και τας εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντού ή του Αναπληρωτού του.»

     «24.-(1) Εν τη Αρχή λειτουργεί Συμβούλιον Προσωπικού επιλαμβανόμενον των κατά τας διατάξεις των παρόντων [*163]Κανονισμών αρμοδίως εισαγομένων ζητημάτων του Προσωπικού.

(2)   Το Συμβούλιον Προσωπικού συγκροτείται ως κάτωθι:

(α)          Εκ τριών υπαλλήλων του Ανωτάτου ή Ανωτέρου Προσωπικού οριζομένων μετά των αναπληρωτών των υπό του Γενικού Διευθυντού, εξ ων εις ορίζεται ως Πρόεδρος.

(β)          (ι) Εκ τριών υπαλλήλων μετά των αναπληρωτών των διοριζομένων υπό του Γενικού Διευθυντού, και υποδεικνυομένων υπό των οργανώσεων του Προσωπικού της Αρχής των αναγνωριζομένων υπ’ αυτής κατ’ αναλογίαν του αριθμού των μελών του προσωπικού της Αρχής το οποίον εκπροσωπούν ως κατωτέρω προβλέπεται.

     . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη θέση ότι οι πρόνοιες του Κανονισμού 24(2) είναι ultra vires του Νόμου, ως αντιβαίνουσες το άρθρο 10Α του Κεφ. 302, που θεσπίστηκε με το Ν. 21/89 και προνοεί τα ακόλουθα:

«10Α.-(1) Η Αρχή δύναται, υπό τους όρους και προϋποθέσεις τους οποίους ήθελε ορίσει, να μεταβιβάζει την άσκηση οποιασδήποτε από τις αρμοδιότητες της ή διοικητικές εξουσίες της δυνάμει του Νόμου αυτού ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου, σε οποιοδήποτε από τα μέλη της ή στο Γενικό Διευθυντή ή τον Αναπληρωτή του ή σε επιτροπές αποτελούμενες από μέλος ή μέλη της και το Γενικό Διευθυντή ή άλλους αξιωματούχους ή υπαλλήλους της Αρχής.

(2) Η δυνάμει του άρθρου αυτού μεταβίβαση δεν επιτρέπεται σε περίπτωση κατά την οποία η άσκηση οποιασδήποτε τέτοιας αρμοδιότητας ή εξουσίας δυνατόν να φέρει το πρόσωπο προς το οποίον μεταβιβάζεται ή οποιοδήποτε μέλος επιτροπής προς την οποία μεταβιβάζεται αντιμέτωπο προς τα οικονομικά ή άλλα συμφέροντα αυτού.»

Ο πρωτόδικος Δικαστής, αποδεχόμενος την εισήγηση της εφεσίβλητης-αιτήτριας στην 659/03,  ότι ο Κανονισμός ήταν ultra vires του Νόμου, όπως ήδη αναφέραμε, θεώρησε ουσιαστικά ότι η δημιουργία Συμβουλίου Προσωπικού ήταν εκχώρηση αρμοδιότητας ή διοικητικής εξουσίας δυνάμει του άρθρου 10Α και έκρινε, ως εκ τούτου, τα ακόλουθα:

[*164](α)    Η δημιουργία Συμβουλίου και ο διορισμός των μελών του  θα έπρεπε να γίνει απευθείας από την Αρχή σε Επιτροπή ως εκχώρηση αρμοδιότητας και όχι τα μέλη του Συμβουλίου Προσωπικού να διοριστούν από το Γενικό Διευθυντή.

(β)   Θεωρώντας και πάλι ότι το Συμβούλιο Προσωπικού είναι Επιτροπή, όπως προνοείται στο άρθρο 10Α, έκρινε ότι η μη συμπερίληψη στη σύνθεσή της μέλους ή μελών της Αρχής, κάτι που δεν προνοούσε ο Κανονισμός 24(2)(α), ήταν άκυρη γιατί τούτο αντίκειται στις πρόνοιες του άρθρου 10Α που απαιτεί συμμετοχή μέλους ή μελών της Αρχής.

(γ)   Ο διορισμός μελών υποδεικνυομένων από τις συντεχνίες ήταν διορισμός προσώπων που ενδεχομένως να είχαν συμφέροντα και αντέβαινε προς το άρθρο 10Α(2).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση του συνηγόρου της Α.ΤΗ.Κ., που ήταν ότι η δημιουργία Συμβουλίου Προσωπικού δεν αποτελούσε εκχώρηση αρμοδιότητας αλλά απλή κανονιστική ρύθμιση, που έγινε με βάση τις συνδυασμένες πρόνοιες του άρθρου 43 του Κεφ.302 και των προνοιών του άρθρου 3(2)(3) του Νόμου 61/70.

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι το θέμα που καλούμαστε πρώτα να κρίνουμε, είναι κατά πόσο η δημιουργία Συμβουλίου Προσωπικού, κάτω από τις συνθήκες που περιγράψαμε, συνιστούσε μεταβίβαση «αρμοδιότητας ή διοικητικής εξουσίας», δυνάμει του άρθρου 10Α, όπως αποφάσισε ο πρωτόδικος δικαστής ή ήταν απλώς μια κανονιστική πρόνοια, ρυθμιστική της άσκησης της αρμοδιότητας της Α.ΤΗ.Κ. επί θεμάτων προσωπικού, με την οποία δημιουργήθηκε συμβουλευτικό σώμα, κάτι που δε συνιστούσε μεταβίβαση αρμοδιότητας ή εξουσίας, αφού η αρμοδιότητα και εξουσία αυτή εξακολουθούσε να παραμένει στο Συμβούλιο της Αρχής, όπως ήταν και η επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνήγορου της Α.ΤΗ.Κ.

Το θέμα μας απασχόλησε ιδιαιτέρως και μετά από διεξοδική μελέτη των σχετικών νόμων και κανονισμών, καθώς και της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας, έχουμε καταλήξει σε διαφωνία με τον πρωτόδικο Δικαστή.

Κρίνουμε ότι το άρθρο 10Α δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση, γιατί εδώ δεν πρόκειται περί εκχώρησης εξουσίας, δηλαδή μεταβίβασης της άσκησης αρμοδιότητας της Αρχής, όπως πε[*165]ριλαμβάνει το άρθρο αυτό, αλλά είναι μία κανονιστική πρόνοια που ρυθμίζει την άσκηση της αρμοδιότητας. Η θέση που εξέφρασε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 7 της απόφασης ότι «Αν το Συμβούλιο Προσωπικού δεν λειτουργεί για τους σκοπούς του άρθρου 10Α(1), δεν υπάρχει άλλη νομική βάση στην οποία θα μπορούσε να λειτουργεί αφού δεν εντοπίζεται άλλη πρόνοια στο Νόμο που να επιτρέπει τη θέσπιση κανονισμών για λειτουργία Επιτροπών» είναι κατά την άποψη μας εσφαλμένη.  Η νομική βάση της θέσπισης κανονισμών είναι το άρθρο 43 του Κεφ.302, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Νόμου 61/70, που ήδη παραθέσαμε.

Το άρθρο 3(2) του Ν.61/70 προνοεί ότι οι αρμοδιότητες της Α.ΤΗ.Κ. που αφορούν θέματα προσωπικού, στην παρούσα περίπτωση προαγωγές, ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου νόμου ή με τις διατάξεις οποιωνδήποτε δυνάμει αυτού κανονισμών που ρυθμίζουν το θέμα σε σχέση προς το οποίο ασκείται η αρμοδιότητα. 

Είναι έτσι ορθή, κατά την άποψή μας, η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου της Α.ΤΗ.Κ. πως οι κανονισμοί και ιδιαίτερα ο επίδικος Κανονισμός 24 είναι κανονιστικές πρόνοιες που ρυθμίζουν την άσκηση της αρμοδιότητας προαγωγής και με αυτές δεν ρυθμίζεται η εκχώρηση της αρμοδιότητας αυτής, η οποία εξακολουθεί να παραμένει στην Αρχή. 

Ο Κανονισμός 10 των σχετικών Γενικών Κανονισμών που παραθέσαμε πιο πάνω, αναφέρει ρητά στο εδάφιο (5) ότι «Αι προαγωγαί ενεργούνται υπό της Αρχής». Περαιτέρω, προνοείται ότι πριν κάθε προαγωγή η Αρχή ζητά μεταξύ άλλων την συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού. Ακολούθως δε, με τον Κανονισμό 24(1), προνοείται η λειτουργία Συμβουλίου Προσωπικού, το οποίο επιλαμβάνεται σχετικά θέματα που αρμοδίως εισάγονται σε αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις των Κανονισμών.  Άρα, κατά την άποψη μας, είναι προφανές πως το άρθρο 10Α δεν σχετίζεται και ουδόλως επηρεάζει τον επίδικο Κανονισμό, αφού το Συμβούλιο Προσωπικού, εν όψει των όσων αναφέραμε, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιτροπή που δημιουργείται δυνάμει του άρθρου 10Α, στην οποία εκχωρείται αρμοδιότητα της Αρχής. Η αρμοδιότητα εξακολουθεί να παραμένει στην Α.ΤΗ.Κ. και για την άσκησή της λαμβάνεται υπόψη η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, που υπό τις συνθήκες δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα συμβουλευτικό όργανο, που έχει δημιουργηθεί για να υποβοηθά την ορθή άσκηση της αρμοδιότητας προαγωγών και άλλων θεμάτων προσωπικού από την ίδια την Α.ΤΗ.Κ.  (Δέστε, μεταξύ άλλων και Ανδρέ[*166]ου κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 353 και Χ''Ιωάννου κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (1993) 4 Α.Α.Δ. 661).

Καταλήγουμε, εν όψει των πιο πάνω, πως ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να γίνει αποδεκτός και η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με το θέμα πρέπει να παραμεριστεί.

Έχουμε ήδη αναφέρει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τις προσφυγές των εφεσίβλητων-αιτητριών, έκρινε ως τρωτή τη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού, αφού, κατά την κρίση του, συνιστούσε ανάπλαση των στοιχείων των φακέλων. Είπε επί του προκειμένου τα πιο κάτω:

«Εδώ επρόκειτο για καθ’ όλα ισοδύναμους σε βαθμολογημένη αξία υποψηφίους. Οι ιδιαίτερες παρατηρήσεις που εθεωρήθησαν ότι προσέδιδαν υπεροχή στα Ενδιαφερόμενα Μέρη δεν εξέφευγαν των πλαισίων των βαθμολογουμένων στοιχείων ούτε δικαιολογούνταν από αυτά. Χωρίς να αμφισβητείται η δυνατότητα του Συμβουλίου Προσωπικού να καλεί τους προϊσταμένους των υποψηφίων για πληροφορίες ή γραπτές διευκρινίσεις δυνάμει του Κανονισμού 24(5) στον οποίο παραπέμπει ο κ. Χατζηϊωάννου, πρέπει να είναι υπόψη ότι τα πλαίσια της διαδικασίας εκείνης είναι σαφώς και αναλόγως περιορισμένα. Η όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε εδώ είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργήσει, μέσα από φραστικές αναπτύξεις, υπεροχή ώστε να αντιμετωπισθεί το αδιέξοδο που εθεωρήθη ότι υπήρχε ως εκ της ισοδυναμίας των υποψηφίων. Σε τέτοια περίπτωση βεβαίως το «αδιέξοδο», που προκύπτει συνήθως από την ισοπεδωτική αξιολόγηση των υπαλλήλων ως καθ’ όλα «άριστων», θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί νόμιμα μόνο με προσφυγή σε υπέρτερα προσόντα, αν υπήρχαν, ή στην αρχαιότητα ως το μόνο αντικειμενικό ρυθμιστικό κριτήριο. Ή ακόμα, ενδεχομένως, όπως παρατηρεί και η κα Καλλιγέρου, με τη διενέργεια προφορικών συνεντεύξεων των υποψηφίων.»

Επεσήμανε περαιτέρω το Δικαστήριο πως η σύσταση του Διευθυντή δεν περιείχε τίποτε περισσότερο παρά αναφορά στη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού και πως την ίδια γενικότητα είχε και η απόφαση του Συμβουλίου της Α.ΤΗ.Κ.

Με το περίγραμμα αγορεύσεων των εφεσειόντων προβάλλεται ότι το τι έγινε από το Συμβούλιο Προσωπικού ήταν όχι μόνο επιτρεπτό αλλά και επιβαλλόταν από τον Κανονισμό 24(5) και ήταν μέρος της αναγκαίας και δέουσας έρευνας. Περαιτέρω, προσβάλ[*167]λεται η θέση του Δικαστηρίου ότι μεταξύ αρίστων υποψηφίων η επιλογή θα πρέπει να γίνεται με βάση την αρχαιότητα και τα προσόντα, ως εσφαλμένη.

Προς υποστήριξη ορισμένων από τις θέσεις του ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων παραπέμπει και στην Α.ΤΗ.Κ. ν. Δαμιανού (2001) 3 Α.Α.Δ. 247. 

Παρόμοια θέματα εγέρθηκαν και εξετάστηκαν από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην Λοΐζου Βαρνάβα ν. Α.ΤΗ.Κ. Αρ. Υπ. 152/03, ημερ. 20.10.04. (Η απόφαση έχει εφεσιβληθεί). Αναφέρεται στην απόφαση αυτή πως στη Δαμιανού κρίθηκε ότι η «επιλογή» ή «προτίμηση» του Συμβουλίου Προσωπικού και του Διευθυντή σε περίπτωση ισοβαθμίας, μπορεί να συνυπολογίζεται ως αυτοτελές στοιχείο, ανεξάρτητα από την εικόνα των υποψηφίων, όπως προκύπτει από τους υπηρεσιακούς φακέλους. Ακολούθως στην απόφαση επισημαίνεται πως προκύπτει διάσταση μεταξύ της πιο πάνω υπόθεσης και της Μοδίτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695.

Αφού ο Κωνσταντινίδης, Δ., παρατηρεί πως το τι καθόρισε την απόφαση στη Μοδίτης ήταν πως η σύσταση θα μπορούσε μόνο να ήταν συμβουλή ή γνώμη «με δοσμένη την υπηρεσιακή εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι», καταλήγει πως η σύσταση δεν μπορούσε να «προσθέτει ή αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων». Προχωρεί ακολούθως και αναφέρει τα πιο κάτω:

«Εκείνο, όμως που στην περίπτωση της δημόσιας υπηρεσίας εξάχθηκε ως συμπέρασμα από την προηγηθείσα εκτεταμένη ανάλυση, το ότι δηλαδή η σύσταση είναι μόνο συμβουλή ή γνώμη, στην περίπτωση των καθ’ ων η αίτηση το έχουμε και ως εκ προοιμίου δεδομένο. Κατά τον Κανονισμό 10(5) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 220/82 όπως τροποποιήθηκε) «προ πάσης προαγωγής, η Αρχή ζητά την συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και τας εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντού ή του Αναπληρωτού του».

Αφού επισημαίνεται ότι, εφόσον η Μοδίτης δεν ασχολήθηκε ειδικά με τη Δαμιανού, παρέχεται ευκαιρία επιλογής ποια γραμμή θα ακολουθήσει το Δικαστήριο, ανάλογα με το τι θεωρεί ορθό σε κάθε περίπτωση, καταλήγει πως «ούτε η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού ούτε η εισήγηση του Γενικού Διευθυντή μπορούν, [*168]ως ξεχωριστά στοιχεία, να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν από την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων». 

Αναφορά στην υπόθεση Βαρνάβα (πιο πάνω) και υιοθέτηση των αρχών που εκφράστηκαν εκεί έγινε και στη Λεωνίδου ν. Α.ΤΗ.Κ. Υπ. Αρ. 834/03, ημερ. 2.12.04. (Η απόφαση έχει εφεσιβληθεί).

Οι αρχές που διατυπώθηκαν στις πιο πάνω πρωτόδικες αποφάσεις μας βρίσκουν απόλυτα σύμφωνους και τις υιοθετούμε. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το Συμβούλιο Προσωπικού μπορεί να καλεί τους προϊσταμένους των υποψηφίων για πληροφορίες ή γραπτές διευκρινίσεις με βάση τον Κανονισμό 24(5), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τούτο δικαιολογεί και την ανατροπή της εικόνας των υποψηφίων, όπως αυτοί έχουν αξιολογηθεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε στην απόφαση του και τις παρατηρήσεις των προϊσταμένων τους με βάση τις οποίες το Συμβούλιο Προσωπικού σύστησε τα ενδιαφερόμενα μέρη, που έχουν ως ακολούθως:

«Πιο συγκεκριμένα πέραν των γενικά όμοιων παρατηρήσεων περί εξαίρετου και ικανότατου υπαλλήλου που περιλαμβάνονται στα έντυπα αξιολόγησης των πλείστων υποψηφίων, για τους πιο πάνω 6 υποψήφιους εντοπίστηκαν μεταξύ άλλων οι ακόλουθες παρατηρήσεις των προϊσταμένων τους που κρίνεται ότι τους διαφοροποιούν κάπως από τους υπόλοιπους.

Χάρης Παφίτης

«Διακρίνεται για εξαίρετη κρίση και αντίληψη του, για την πρωτοβουλία και άριστη τεχνική κατάρτιση και αποτελεσματικότητα του.»

Νέδη Κολοκοτρώνη

«ηγείται σταθερά με εξαιρετικά αποτελέσματα . . .»

«Διακρίνεται στην ικανότητα της στη διεύθυνση πολύπλοκων έργων Πληροφορικής με μεγάλες ομάδες ανάπτυξης.»

Σπύρος Χριστοφίδης

«Αποτελεί εγγύηση σωστού χειρισμού και αντιμετώπισης προβλημάτων.»

«από τα πιο έμπειρα και αξιόπιστα στελέχη . . .»

[*169]«άριστη κατάρτιση και εξαίρετες διοικητικές ικανότητες . . .»

Χριστάκης Κουλουμάς

«ηγείται . . . με εξαιρετικά αποτελέσματα»

«άτομο με εξαιρετική ικανότητα στο να δίνει λύσεις σε πολλά τεχνικά θέματα»

«διακρίνεται για την πρωτοβουλία, κρίση, αντίληψη και εξαίρετη συνεργασία»

«εργάζεται κάτω από συνθήκες εξαιρετικής πίεσης με εξαιρετικά αποτελέσματα.»

Χαράλαμπος Παπαχαραλάμπους

«μεθοδικός στην εργασία του . . .»

«πολύ καλή τεχνική κατάρτιση και μεγάλη ικανότητα για μάθηση . . .»

«εξαιρετική απόδοση, ποιότητα και αξιοπιστία»

«εξαιρετικό πνεύμα συνεργασίας επαγγελματισμός και αίσθημα ευθύνης . . .»

Πολύμνια Γεωργίου-Κωστάκη

«πολύ καλή κρίση, αντίληψη, σοβαρότητα και υπευθυνότητα»

«αφοσιωμένη στο καθήκον και αποτελεσματική.»

«συνεχώς ενήμερη για κάθε νέο που παρουσιάζεται . . .»

«Χαρακτηρίζεται από ψηλό βαθμό πρωτοβουλίας όσο αφορά ανάθεση νέων καθηκόντων, ευσυνειδησία και ήθος . . .»

«από τα πιο αξιόλογα στελέχη του τμήματος . . .»

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω στοιχεία κρίνεται ότι ουσιαστικά καταλληλότεροι για προαγωγή είναι οι πιο πάνω προτεινόμενοι.»

Συμφωνούμε με την επί του προκειμένου κατάληξη του Δικαστηρίου, που παραθέσαμε πιο πάνω στην απόφαση μας. Οι παρατηρήσεις για τα ΕΜ αφορούν τα ήδη βαθμολογηθέντα και αξιολογηθέντα στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, και ουσιαστικά συνιστούν ανάπλασή τους, αφού εννοείται πως ότι αναφέρονται στις παρατηρήσεις, αναφέρονται συγκριτικά όπως τονίστηκε και στην Μοδίτης (πιο πάνω), γιατί, όπως λέχθηκε για σύσταση του Διευθυντή, «δεν μπορεί να του αποδοθεί πως προτείνει ορισμένους για προαγωγή για συγκεκριμένους λόγους όταν θεωρεί πως οι ίδιοι οι λόγοι συντρέχουν και για εκείνους που δε συ[*170]στήνει. Κατ’ ανάγκη όσα εξειδικεύει μεταφέρουν το μήνυμα της υπεροχής εκείνων που συστήνονται στους αντίστοιχους τομείς. Ώστε αυτοί να αναδεικνύονται ως οι καταλληλότεροι».

Κατά συνέπεια κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε στο θέμα και πως ο λόγος αυτός της έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.

Παρόλο ότι τούτο δεν έχει ουσιαστική σημασία για την έκβαση της έφεσης, εντούτοις θα παρατηρούσαμε πως η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειόντων, ότι τα προσόντα και η αρχαιότητα είναι άσχετα, δεν ευσταθεί, αφού, όπως ορθά παρατηρήθηκε και στη Βαρνάβα (πιο πάνω), τόσο το στοιχείο της αρχαιότητας όσο και των προσόντων έχουν τη σημασία τους και εντάσσονται και τα δύο στο κριτήριο της «ουσιαστικής καταλληλότητας» (Κανονισμός 10(7)). Εν πάση όμως περιπτώσει, παρατηρούμε πως η Α.ΤΗ.Κ., εν όψει της ισοβαθμίας των υποψηφίων θα μπορούσε, όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενδεχομένως να διενεργήσει προφορικές συνεντεύξεις των υποψηφίων.

Με τα όσα έχουμε ήδη αναφέρει, απαντώνται και αρκετοί από τους λόγους της αντέφεσης και εν όψει των πιο πάνω θέσεων μας δεν θεωρούμε αναγκαίο να ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους λόγους της αντέφεσης.

Η έφεση αναφορικά με την κατάληξη πως ο Κανονισμός 24(2) είναι ultra vires του περί Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Νόμου, Κεφ. 302, επιτυγχάνει.

Η έφεση αναφορικά με το μέρος της απόφασης που έκρινε ως τρωτή τη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού και κατά συνέπεια ως στερούμενη αιτιολογίας, απορρίπτεται. Η ακύρωση της διοικητικής απόφασης παραμένει.

Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων.

Διαταγή ως ανωτέρω.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο