Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλη ν. Σπύρου Κόκκινου και Άλλες (2005) 3 ΑΑΔ 199

(2005) 3 ΑΑΔ 199

[*199]13 Ιουνίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3487)

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείoυσα-Καθ’ ης η αίτηση,

v.

ΣΠΥΡΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3488)

ΣΤΑΛΩ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείουσα- Ενδιαφερόμενο Μέρος,

v.

ΣΠΥΡΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 3487, 3488)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Πρόσθετα προσόντα ― Υπέρμετρη βαρύτητα στον τίτλο UTTER Barrister ως σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης και παραγνώριση της πείρας του άλλου υποψηφίου στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος ― Πάσχουσα [*200]και παράνομη απόφαση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Δύναται να παρίσταται στην προφορική συνέντευξη και να εκφράσει τις απόψεις του γι’ αυτήν ― Η σύσταση δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη ― Ο Διευθυντής δύναται να δώσει βαρύτητα στην συνέντευξη παρά στην αρχαιότητα ― Νόμιμη η σύσταση υπό τις περιστάσεις.

Με τις εφέσεις προσβλήθηκε η ορθότητα της εκκαλούμενης πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη. Ο εφεσίβλητος-αιτητής καταχώρισε αντέφεση για λόγο ακυρώσεως που είχε προβάλει αλλά είχε απορριφθεί.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τόσο τις εφέσεις, όσο και την αντέφεση, αποφάσισε ότι:

1. Η ΕΔΥ όφειλε να εξετάσει, κατά τη διαδικασία προαγωγής την ικανοποιητική υπηρεσία, την πλήρη γνώση της σχετικής νομοθεσίας, την επάρκεια γνώσης εμπορικής λογιστικής, την πρωτοβουλία και ικανότητα στη διεύθυνση τμήματος και τη συμπεριφορά και σταθερότητα προς το κοινό και τον έλεγχο κατώτερου προσωπικού.

    Σύμφωνα με τις υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 1992-2000 και οι δύο υποψήφιοι είχαν βαθμολογηθεί σε όλα τα στοιχεία αξιολόγησης με το βαθμό «εξαίρετος». Κατά συνέπεια, για να καταλήξει στην απόφασή της η ΕΔΥ, θα έπρεπε να συνεκτιμήσει το στοιχείο αυτό με το γεγονός της αρχαιότητας του αιτητή έναντι του ΕΜ, το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης και τη σύσταση του Διευθυντή. Η ΕΔΥ όμως, με το να προβεί σε παρατηρήσεις αναφορικά με την κατοχή από το ΕΜ του τίτλου UTTER Barrister ως σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης, τίτλου που ήταν μέρος των προσόντων κατά το διορισμό στη θέση Βοηθού Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη και ταυτόχρονα να αγνοήσει το γεγονός της κατά πολύ μεγαλύτερης πείρας του αιτητή στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, κάτι που όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν προσόν που επαυξάνει τις γνώσεις του υποψηφίου στα νομικά, (Δημοκρατία v. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329), κατέστησε την απόφαση της πάσχουσα και παράνομη υπό τις περιστάσεις.

2. Ο λόγος αντέφεσης που αναφέρεται στο ότι η ΕΔΥ παράνομα επηρεάστηκε από την εντύπωση του Γενικού Διευθυντή από την προφορική εξέταση που όχι μόνο δεν έπρεπε να δοθεί, αλλά ούτε καν έπρεπε να επιτραπεί να παρίσταται ο Γενικός Διευθυντής, απορρίπτεται και υιοθε[*201]τείται η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του προκειμένου. Η θέση αυτή είναι ότι ο Διευθυντή μπορούσε να παραστεί και να αξιολογήσει την προφορική εξέταση, διατυπώνοντας την άποψή του. (Κολιός v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 420). Η σύσταση του Διευθυντή δεν απαιτείτο να ήταν αιτιολογημένη. Ο Γενικός Διευθυντής αξιολόγησε τον αιτητή ως σχεδόν πολύ καλό και το ΕΜ ως σχεδόν εξαίρετη. Είναι, έτσι, πρόδηλο ότι η σύσταση του στηρίχθηκε στο σύνολο των κριτηρίων, προσδίδοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην προφορική εξέταση και περιορισμένη σημασία στην αρχαιότητα, κάτι που εύλογα μπορούσε να πράξει. Έτσι, δεν τίθεται θέμα σύγκρουσης της σύστασης με τα στοιχεία των φακέλων.

Οι εφέσεις και η αντέφεση απορρίπτονται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Δημοκρατία v. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329,

Κολιός v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 420.

Εφέσεις.

Εφέσεις από την καθ’ ης η αίτηση Επιτροπή και το ενδιαφερόμενο μέρος εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 166/02), ημερομηνίας 11/7/2002, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση της Ε.Δ.Υ. για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.

Λ. Ουστά για Δ. Κούσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την  Εφεσείουσα στην Α.E. 3487 και για την Καθ’ ης η αίτηση στην Α.Ε. 3488.

Ι. Νικολάου με Ρ. Καλλιγέρου, για την Εφεσείουσα στην Α.Ε. 3488.

Κ. Χατζηϊωάννου με Ξ. Ευγενίου, Σ. Αγγελίδη και Φ. Χατζηϊωάννου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Οι Αναθεωρητικές αυτές Εφέσεις αφορούν την [*202]πλήρωση της θέσης Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), με απόφαση ημερομηνίας 2.1.2002.

Η θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής και ο αιτητή Σπύρος Κόκκινος και το Ενδιαφερόμενο Μέρος (ΕΜ) Στάλω Παπαϊωάννου, ήταν τελικά οι μοναδικοί υποψήφιοι και διεκδίκησαν τη θέση ως θέση προαγωγής. Οι υποψήφιοι κλήθηκαν από την ΕΔΥ για προφορική εξέταση, στην οποία ήταν παρών και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, που αξιολόγησε την απόδοση του αιτητή ως σχεδόν πολύ καλή και του ΕΜ ως σχεδόν εξαίρετη. Ακολούθως σύστησε για προαγωγή το ΕΜ και αποχώρησε από τη Συνεδρία.

Στη συνέχεια η ΕΔΥ προέβη και η ίδια σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων σημειώνοντας τα ακόλουθα:

«Κόκκινος Σπύρος: Σχεδόν πολύ καλός. Στο γνωστικό αντικείμενο δεν απέδωσε τα αναμενόμενα για το επίπεδο της θέσης που διεκδικεί. Στις απαντήσεις του απέφευγε να επικεντρωθεί στην ουσία των θεμάτων και εξέφραζε απόψεις που σε αρκετές των περιπτώσεων έδειχναν έλλειψη κρίσης. Υστέρησε στην ιεράρχηση προτεραιοτήτων, στη σφαιρική θεώρηση προβλημάτων και στην υποβολή ολοκληρωμένων εισηγήσεων για επίλυσή τους.

Παπαϊωάννου Στάλω: Σχεδόν εξαίρετη. Έχει ολοκληρωμένη θεώρηση των προβλημάτων που υφίστανται στο Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη και των προτεραιοτήτων που πρέπει να προωθηθούν. Προσεγγίζει τα θέματα σφαιρικά, αναλύει με επιστημονικότητα καταστάσεις, διεισδύει στην ουσία τους και εισηγείται αποτελεσματικούς τρόπους επίλυσης τους. Διαθέτει ευελιξία σκέψεως, πολύ καλή κρίση και πειστικότητα.»

Η ΕΔΥ κατέληξε πως το ΕΜ υπερείχε του αιτητή και την προήγαγε στην επίδικη θέση, αναφέροντας τα ακόλουθα για να αιτιολογήσει την απόφασή της:

«Η Επιτροπή, επιλέγοντας την Παπαϊωάννου Στάλω, έλαβε υπόψη ότι αυτή χαρακτηρίστηκε σε αρκετά υψηλότερο επίπεδο από τον Κόκκινο Σπύρο στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, διαθέτει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή και, από πλευράς αξίας, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσια[*203]κές Εκθέσεις, με έμφαση τα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, δεν υστερεί του Κόκκινου. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η επιλεγείσα είναι κάτοχος τίτλου UTTER Barrister, ο οποίος αν και δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, εντούτοις, θεωρεί ότι έχει σχέση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης και προσδίδει στην επιλεγείσα ευχέρεια για εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης με μεγαλύτερη επιτυχία.

Η Επιτροπή, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, σημείωσε ότι ο Κόκκινος Σπύρος έχει αρχαιότητα έναντι της επιλεγείσας, δεδομένου όμως ότι η υπό πλήρωση θέση είναι διευθυντική (θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής), έκρινε ότι η εν λόγω αρχαιότητα έχει περιορισμένη σημασία και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να ανατρέψει τη γενική υπεροχή της επιλεγείσας, όπως αυτή παρατίθεται αναλυτικά πιο πάνω.»

Παραθέτουμε επίσης τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα για την επίδικη θέση:

«(α) Διά Πρώτον Διορισμόν:

Δικηγόρος εγγεγραμμένος δυνάμει του περί Δικηγόρων Νόμου, έχων πενταετή τουλάχιστον άσκησιν του επαγγέλματος μετά πλήρους γνώσεως και πείρας της σχετικής νομοθεσίας.  Άπταιστος γνώσις της Ελληνικής και Αγγλικής ή της Τουρκικής και Αγγλικής και επαρκής γνώσις εμπορικής λογιστικής.

(β) Διά Προαγωγήν:

Ικανοποιητική υπηρεσία εις την θέσιν του Βοηθού Επισήμου Παραλήπτου και Έφορου μετά πλήρους γνώσεως της σχετικής νομοθεσίας και επαρκούς γνώσεως εμπορικής λογιστικής.

Πρωτοβουλία και ικανότης να διευθύνη τμήμα και να φέρεται μετ’ ευγενείας αλλά σταθερότητος προς μέλη του κοινού και να ελέγχη κατώτερον προσωπικόν.»

Ο πρωτόδικος Δικαστής ακύρωσε την απόφαση της ΕΔΥ για προαγωγή του ΕΜ κρίνοντας ότι (α) η ΕΔΥ εσφαλμένα έδωσε βαρύτητα στο προσόν UTTER Barrister, που κατέχει το ΕΜ, που ήταν βασικό προσόν για εγγραφή ως δικηγόρος, μετατρέποντας το έτσι από βασικό σε πλεονέκτημα και (β) έδωσε υπέρμετρη βα[*204]ρύτητα στην απόδοση του ΕΜ στην προφορική εξέταση, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της αξίας, στο οποίο ο αιτητής δεν υστέρησε του ΕΜ, της αρχαιότητας και των προσόντων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε, περαιτέρω, ότι ο αιτητής είχε μεγαλύτερης διάρκειας άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, που προσέθετε στις γνώσεις του.

Η πρωτόδικη απόφαση εφεσιβλήθηκε τόσο από την Κυπριακή Δημοκρατία (Α.Ε. 3487) όσο και από το ΕΜ (Α.Ε. 3488).

Οι λόγοι έφεσης που αφορούν την Α.Ε. 3487 είναι οι πιο κάτω. Με τους λόγους έφεσης 1 και 2 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο πεπλανημένα θεώρησε την εγγραφή ως δικηγόρου ως απαιτούμενο από τα σχέδια υπηρεσίας για προαγωγή στην επίδικη θέση προσόν. Ήταν η θέση των εφεσειόντων ότι το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης για σκοπούς προαγωγής, όπως ήταν η περίπτωση που εξετάζεται, δεν απαιτεί ως προσόν ο υποψήφιος να είναι «δικηγόρος εγγεγραμμένος δυνάμει του περί Δικηγόρων Νόμου», ενώ απαιτεί το προσόν αυτό για σκοπούς διορισμού. Περαιτέρω, προβλήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η ΕΔΥ είχε ενεργήσει πεπλανημένα σχετικά με το ακαδημαϊκό προσόν UTTER Barrister, που κατέχει το ΕΜ αφού, κατά την εισήγηση των εφεσειόντων, τούτο αποτελεί προσόν πέραν από τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, που λόγω της συνάφειας του με τα καθήκοντα της θέσης ορθά δεν παραγνωρίστηκε, αλλά συνεκτιμήθηκε από την ΕΔΥ μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία. Εισηγήθηκε επίσης ότι το προσόν αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως το βασικό προσόν για εγγραφή του ΕΜ ως δικηγόρου αφού, αυτή είναι και κάτοχος του πανεπιστημιακού τίτλου του Bachelor of Laws (LL.B).

Αμφισβήτησαν επίσης οι εφεσείοντες ως εσφαλμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ΕΔΥ ενήργησε καθ΄υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας σχετικά με τη βαρύτητα που έδωσε στην απόδοση του ΕΜ στην προφορική εξέταση. Πρόβαλε ότι η βαρύτητα αυτή δεν ήταν υπέρμετρη αλλά η πρέπουσα και αυτό συνεκτιμήθηκε τελικά με την αξία, τα προσόντα, την αρχαιότητα και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, που ευνοούσε το ΕΜ. 

Ήταν η θέση της εφεσείουσας ότι σε υψηλόβαθμες θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής η αρχαιότητα δεν είναι ουσιαστικής σημασίας, αλλά έχει αποφασιστική σημασία μόνο όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα ίσοι. Πρόβαλε τέλος η εφεσείουσα πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο αιτητής είχε [*205]πολύ μεγαλύτερης διάρκειας άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος αφού, ήταν η θέση της ότι η πείρα του αιτητή στο δικηγορικό επάγγελμα δεν επαυξάνει τις διεκδικήσεις του για προαγωγή στην επίδικη θέση αφού η πείρα αυτή είναι άσχετη με τα προσόντα που απαιτούνται από τα σχέδια υπηρεσίας.

Με αντέφεση του ο εφεσίβλητος-αιτητής πρόβαλε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποφάσισε ότι αυτός υπερέχει έκδηλα του ΕΜ αφού είχε τέτοια υπεροχή σε αρχαιότητα στην αμέσως κατώτερη της επίδικης θέσης, καθώς και σε προσόντα, έχοντας 4ετή πείρα άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος. Περαιτέρω, πρόβαλε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς δεν έκρινε ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή ήταν αναιτιολόγητη και συγκρουόταν με το περιεχόμενοι των φακέλων, ισχυριζόμενος επίσης ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν έπρεπε να παρίσταται στην προφορική εξέταση, ούτε να εκφέρει και άποψη για την απόδοση των υποψηφίων.

Στην Α.Ε. 3488, το ΕΜ προσβάλλει και αυτό ως εσφαλμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ΕΔΥ έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στο προσόν του UTTER Barrister, κρίνοντας ότι δεν ήταν πρόσθετο αλλά απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας και λανθασμένα παρέπεμψε στην απόφαση του στο σχέδιο υπηρεσίας στη θέση Βοηθού Εφόρου Παραλήπτη και Εφόρου. Επίσης προσβάλλει την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ΕΔΥ έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση του ΕΜ στην προφορική εξέταση, υποστηρίζοντας ότι, αφού η θέση ήταν υψηλόβαθμη μπορούσε να δοθεί βαρύτητα και η αρχαιότητα δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. 

Παραθέτουμε πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση που, κατά την εισήγηση των εφεσειόντων, δείχνει ότι ο πρωτόδικος Δικαστής αντιμετώπισε εντελώς εσφαλμένα την υπό κρίση περίπτωση:

«Η επίδικη θέση είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Οι δύο υποψήφιοι είχαν διεκδικήσει την επίδικη θέση ως θέση προαγωγής. Το απαιτούμενο από τα Σχέδια Υπηρεσίας για σκοπούς προαγωγής ακαδημαϊκό προσόν είναι «εγγεγραμμένος δικηγόρος δυνάμει του περί Δικηγόρων Νόμου» (βλ. σχέδια υπηρεσίας της θέσης Βοηθού Επίσημου Παραλήπτη και Εφόρου). Σύμφωνα με το άρθρο 4(δ)(ιι) του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ.2 (όπως έχει τροποποιηθεί) ο κάτοχος του προσόντος “Barrister-at-Law” δικαιούται να εγγραφεί ως δικηγόρος. Διαπιστώνω, επομένως, ότι το επίμαχο προσόν του ΕΜ είναι το ακαδημαϊκό προσόν που απαιτείται από τα σχέδια υπηρεσίας. [*206]Από μόνο του το εν λόγω προσόν ήταν ικανό να καταστήσει δυνατή την εγγραφή του ΕΜ στο μητρώο δικηγόρων – αν βεβαίως συνέτρεχαν και οι προϋποθέσεις των εδαφίων (α), (β) (γ), (ε) και (στ) του άρθρου 4 – και θα το καταστούσε υποψήφιο για την επίδικη θέση. Δεν αντιμετωπίζουμε εδώ περίπτωση όπου το προσόν είναι πρόσθετο προσόν πέρα από τα απαιτούμενα προσόντα οπόταν διαδραματίζει ρόλο η συνάφεια του προς τα καθήκοντα της θέσης. Τυγχάνουν επομένως εφαρμογής τα νομολογηθέντα στην Πολυβίου (πιο πάνω). Η επίδικη προσέγγιση της ΕΔΥ έχει καταστήσει το περιεχόμενο των σπουδών του ΕΜ καθοριστικό κριτήριο. Όπως και στην υπόθεση Πολυβίου (πιο πάνω) αυτό που έγινε «ήταν ουσιαστικά να καταστεί καθοριστικό κριτήριο η υπερκριτήριο επιλογής το συγκεκριμένο πτυχίο» ενώ με βάση τα σχέδια υπηρεσίας έχει απόλυτη ισοδυναμία με όλα τα πτυχία νομικής που αναγνωρίζονται από τον περί Δικηγόρων Νόμο.

Τυγχάνουν, επίσης, εφαρμογής τα νομολογηθέντα στην Παπαδοπούλου (πιο πάνω). Το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί εγγραφή στο μητρώο δικηγόρων. Ο περί Δικηγόρων Νόμος δεν κάμνει διάκριση μεταξύ του πτυχίου νομικής του αιτητή και του ΕΜ. Τα θέτει στο ίδιο επίπεδο. Είναι και τα δύο βασικά προσόντα. Στην παρούσα υπόθεση όπως και στην υπόθεση Παπαδοπούλου (πιο πάνω) η ΕΔΥ προσέδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στο βασικό προσόν του ΕΜ και το έθεσε σε διαφορετικό επίπεδο. Το μετέτρεψε από βασικό σε πλεονέκτημα.»

Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι για σκοπούς προαγωγής το ακαδημαϊκό προσόν που απαιτείται είναι «εγγεγραμμένος δικηγόρος δυνάμει του περί Δικηγόρων Νόμου», όπως υποβλήθηκε ενώπιόν μας, είναι εσφαλμένη, αφού το τι απαιτείται, όπως προκύπτει από το σχέδιο υπηρεσίας που παραθέσαμε πιο πάνω, για προαγωγή, δεν είναι κάτι τέτοιο. Η εισήγηση αυτή είναι ορθή, εκτός αν το πρωτόδικο Δικαστήριο, χρησιμοποιώντας τη λέξη «ακαδημαϊκό» αναφερόμενο στο προσόν, αφού παραπέμπει και στα σχέδια υπηρεσίας της θέσης Βοηθού Επίσημου Παραλήπτη και Εφόρου, εννοεί ότι και οι δύο υποψήφιοι, αφού προέρχονται από τέτοια θέση είχαν βασικά ικανοποιήσει το πιο πάνω «ακαδημαϊκό» προσόν όταν διορίστηκαν στη θέση εκείνη και κατ’ επέκταση ήταν και το «ακαδημαϊκό» προσόν που τους έδιδε το δικαίωμα τελικά να διεκδικήσουν την επίδικη θέση. Παρατηρούμε όμως και εδώ πως «ακαδημαϊκό» προσόν δεν ήταν η εγγραφή στο μητρώο των δικηγόρων, αλλά η κατοχή οποιουδήποτε πτυχίου, που έδιδε τέτοιο δικαίωμα.

[*207]Πιστεύουμε πως το θέμα έχει περιπλακεί αχρείαστα και σε αυτό υπάρχει μια πιο απλή απάντηση. Τα ακαδημαϊκά προσόντα αιτητή και ΕΜ και οι γνώσεις τους, όπως αυτές προέκυπταν από την κατοχή πτυχίων ή πείρας στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, ήταν στοιχεία που προφανώς λήφθηκαν υπόψη κατά τον πρώτο τους διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία, στη θέση Βοηθού Επίσημου Παραλήπτη και Εφόρου και αποτέλεσαν κριτήριο που οδήγησε στο διορισμό τους. Τα προσόντα τώρα που απαιτούνταν για προαγωγή στη θέση Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη ήταν αυτά που περιέχονται κάτω από το (β) του σχεδίου υπηρεσίας που παραθέσαμε πιο πάνω και επαναλαμβάνουμε τώρα:

«Ικανοποιητική υπηρεσία εις την θέσιν του Βοηθού Επισήμου Παραλήπτου και Έφορου μετά πλήρους γνώσεως της σχετικής νομοθεσίας και επαρκούς γνώσεως εμπορικής λογιστικής.

Πρωτοβουλία και ικανότης να διευθύνη τμήμα και να φέρεται μετ’ ευγενείας αλλά σταθερότητος προς μέλη του κοινού και να ελέγχη κατώτερον προσωπικόν.»

Η ΕΔΥ όφειλε, ως εκ τούτου, να εξετάσει, κατά τη διαδικασία προαγωγής την ικανοποιητική υπηρεσία, την πλήρη γνώση της σχετικής νομοθεσίας, την επάρκεια γνώσης εμπορικής λογιστικής, την πρωτοβουλία και ικανότητα στην διεύθυνση τμήματος και τη συμπεριφορά και σταθερότητα προς το κοινό και τον έλεγχο κατώτερου προσωπικού.

Σύμφωνα με τις υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 1992 – 2000 και οι δύο υποψήφιοι είχαν βαθμολογηθεί σε όλα τα στοιχεία αξιολόγησης με το βαθμό «εξαίρετος». Κατά συνέπεια, για να καταλήξει στην απόφαση της η ΕΔΥ, θα έπρεπε να συνεκτιμήσει το στοιχείο αυτό με το γεγονός της αρχαιότητας του αιτητή έναντι του ΕΜ, το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης και τη σύσταση του Διευθυντή. Η ΕΔΥ όμως, με το να προβεί σε παρατηρήσεις αναφορικά με την κατοχή από το ΕΜ του τίτλου UTTER Barrister ως σχετικού με τα καθήκοντα της θέσης, τίτλου που όπως αναφέραμε ήταν μέρος των προσόντων κατά το διορισμό στη θέση Βοηθού Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη και ταυτόχρονα να αγνοήσει το γεγονός της κατά πολύ μεταλύτερης πείρας του αιτητή στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, κάτι που όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν προσόν που επαυξάνει τις γνώσεις του υποψηφίου στα νομικά (Δημοκρατία ν. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329) κατέστησε την απόφαση της πάσχουσα και παράνομη υπό τις περι[*208]στάσεις.

Ο λόγος αντέφεσης που αναφέρεται στο ότι η ΕΔΥ παράνομα επηρεάστηκε από την εντύπωση του Γενικού Διευθυντή από την προφορική εξέταση που όχι μόνο δεν έπρεπε να δοθεί, αλλά ούτε καν έπρεπε να επιτραπεί να παρίσταται ο Γενικός Διευθυντής, απορρίπτεται και υιοθετείται η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του προκειμένου. Η θέση αυτή είναι ότι ο Διευθυντής μπορούσε να παραστεί και να αξιολογήσει την προφορική εξέταση, διατυπώνοντας την άποψή του. (Κολιός ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 420). Η σύσταση του Διευθυντή δεν απαιτείτο να ήταν αιτιολογημένη. Ο Γενικός Διευθυντής αξιολόγησε τον αιτητή ως σχεδόν πολύ καλό και το ΕΜ ως σχεδόν εξαίρετη. Είναι, έτσι, πρόδηλο ότι η σύσταση του στηρίχθηκε στο σύνολο των κριτηρίων, προσδίδοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην προφορική εξέταση και περιορισμένη σημασία στην αρχαιότητα, κάτι που εύλογα μπορούσε να πράξει. Έτσι, δεν τίθεται θέμα σύγκρουσης της σύστασης με τα στοιχεία των φακέλων.

Κατά συνέπεια, τόσο οι εφέσεις όσο και η αντέφεση απορρίπτονται. Επιδικάζονται έξοδα εναντίον των εφεσειουσών στην έφεση και του εφεσίβλητου αντεφεσείοντα-αιτητή στην αντέφεση.

Οι εφέσεις και η αντέφεση απορρίπτονται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο