(2005) 3 ΑΑΔ 235
[*235]15 Ιουνίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΕΥΑΝΘΙΑ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ,
Εφεσείουσα-Ενδιαφερόμενο Μέρος,
v.
ΤΟΥΛΑΣ ΚΟΥΛΟΥΜΟΥ,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ’ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3390)
Σχέδια Υπηρεσίας ― Τροποποίηση Σχεδίων Υπηρεσίας των θέσεων στη Δημόσια Υπηρεσία με την προσθήκη Σημείωσης ― Τροποποίηση που δημοσιεύτηκε στο 8ο Παράρτημα της Εφημερίδας της Δημοκρατίας (αρ. 2975, ημερ. 19.5.1995) ― Αφορά μόνο σε σχέδια υπηρεσίας που καταρτίστηκαν υπό μορφή Κανονισμών, δυνάμει των Άρθρων 27 και 87 του Ν.1/90.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Σύσταση Προϊσταμένου ― Απόκλιση της ΕΔΥ από τη σύσταση ― Αιτιολογία ― Υπό τις περιστάσεις υπεροχής του ενδιαφερόμενου προσώπου σε αρχαιότητα, στην αξιολόγηση στη συνέντευξη και σε προσόντα, η απόκλιση ορθά κρίθηκε νόμιμη.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προφορικές Συνεντεύξεις ― Αιτιολογία ― Ανεξάρτητο και αυτοτελές στοιχείο κρίσης η απόδοση των υποψηφίων σε αυτές ― Δεν μπορεί να συμπλέκεται με τα ακαδημαϊκά προσόντα, την πείρα ή την διαχρονικά αξιολογημένη στις υπηρεσιακές εκθέσεις επαγγελματική κατάρτιση.
Η εφεσείουσα επεδίωξε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία η προαγωγή της στη θέση Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοι[*236]νωνικής Ευημερίας, ακυρώθηκε. Η εφεσίβλητη-αιτήτρια καταχώρησε αντέφεση για λόγους ακυρώσεως της που είχαν απορριφθεί.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τόσο την έφεση, όσο και την αντέφεση, αποφάσισε ότι:
1. Με το μοναδικό λόγο έφεσης, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η σημείωση για τα προσόντα στο σχέδιο υπηρεσίας δεν εφαρμοζόταν στην παρούσα περίπτωση, είναι λανθασμένη.
Η εφεσείουσα υποστήριξε ότι ο Κανονισμός 2 του σχεδίου υπηρεσίας συμπληρώνει και τροποποιεί κανονιστικά όλα τα σχέδια υπηρεσίας είτε αυτά καταρτίστηκαν πριν το 1990 είτε αργότερα, γιατί αυτό προβλέπεται ρητά με τις πρόνοιες των Άρθρων 2 και 87 του Νόμου 1/90.
Η “Σημείωση” η οποία προστέθηκε με βάση Κανονισμούς που δημοσιεύθηκαν στο 8ο Παράρτημα της Εφημερίδας της Δημοκρατίας (αρ. 2975 της 19/5/95) προνοούσε ότι,
“2. Στα Σχέδια Υπηρεσίας των δημόσιων θέσεων για τις οποίες απαιτείται Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος, προστίθεται ως Σημείωση η πιο κάτω πρόνοια:
‘Ο όρος Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο’.
3. Με τους παρόντες Κανονισμούς τροποποιούνται ανάλογα οι Κανονισμοί που έχουν θεσπιστεί αναφορικά με τα Σχέδια Υπηρεσίας επηρεαζόμενων θέσεων.”
Η Ε.Δ.Υ. αφού βασίστηκε στην πιο πάνω Σημείωση και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο όρος Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο, θεώρησε την εφεσείουσα ως προσοντούχο, μετατρέποντας το μεταπτυχιακό της δίπλωμα σε βασικό και προχώρησε στην επιλογή της για προαγωγή.
Αναφορικά με το πιο πάνω ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε το πιο κάτω απόσπασμα από προηγούμενη απόφαση του στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω), στην οποίαν εξετάστηκε κατά πόσο εφαρμόζονται οι Κανονισμοί 2 και 3 με τη σχετική Σημείωση:
[*237]“Η κατάρτιση σχεδίων υπηρεσίας με κανονισμούς, οι οποίοι δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αποτελεί επίτευγμα του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1990 (Ν. 1/90). Σύμφωνα με το προϊσχύσαν Άρθρο 29 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, 1967 (Ν. 33/67) τα σχέδια υπηρεσίας απλώς καταρτίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Δεν υπήρχε πρόνοια για θέσπιση Κανονισμών και δημοσίευση τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Λαμβάνω υπόψη μου το λεκτικό του πιο πάνω Καν. 3. Περαιτέρω λαμβάνω υπόψη μου την ερμηνευτική αρχή η οποία υπαγορεύει ότι οι Νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται στο σύνολό τους. (Βλ. Georghiades v. Republic (1969) 3 C.L.R. 396). Έχω την άποψη ότι οι πιο πάνω κανονισμοί τυγχάνουν εφαρμογής στις περιπτώσεις σχεδίων υπηρεσίας που έχουν καταρτισθεί με τη μορφή Κανονισμών, δυνάμει των Άρθρων 27 και 87 του Νόμου 1/90. Η άποψη αυτή βρίσκει έρεισμα στην παρουσία του Καν. 3. Αν πρόθεση του Νομοθέτη ήταν να δώσει καθολική εφαρμογή στον Καν. 2 για να τυγχάνει εφαρμογής και σε σχέδια υπηρεσίας που είχαν καταρτισθεί δυνάμει του Άρθρου 29 του Νόμου 33/67 δεν θα περιλάμβανε τον Καν. 3 στους Κανονισμούς. Εφόσον, όπως είναι παραδεκτό, τα σχέδια υπηρεσίας της επίδικης θέσης έχουν καταρτισθεί δυνάμει του Άρθρου 29 του Νόμου 33/67 δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες των πιο πάνω Κανονισμών. Η κατάληξη μου αυτή καθιστά αχρείαστη την εξέταση του κατά πόσο οι Κανονισμοί μπορεί να τύχουν αναδρομικής εφαρμογής. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακυρώσεως θα πρέπει να εξεταστεί με βάση τα σχέδια υπηρεσίας χωρίς την παρεμβολή του Καν. 2.”
Με βάση τον πιο πάνω συλλογισμό το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ότι η Σημείωση εφαρμοζόταν στην παρούσα περίπτωση ήταν λανθασμένη και προέβη στην ακύρωση της απόφασης.
Η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ισχυριζόμενη ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Σημείωση δεν εφαρμοζόταν, είναι λανθασμένη.
Εξετάστηκε η εισήγηση της εφεσείουσας και η Ολομέλεια κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη προσέγγιση είναι ορθή.
Στην παρούσα περίπτωση το λεκτικό της σχετικής διάταξης είναι καθαρό και δεν επιδέχεται αμφισβήτησης. Ο Κανονισμός 3 αναφέρεται σε τροποποίηση Κανονισμών που έχουν θεσπισθεί σχετικά με τα σχέ[*238]δια υπηρεσίας. Αν η νομοθετική εξουσία είχε πρόθεση να επιφέρει και τροποποίηση των σχεδίων υπηρεσίας που δεν είχαν θεσπισθεί, θα μπορούσε να το πράξει με τη χρησιμοποίηση ανάλογου λεκτικού. Τυχόν εφαρμογή της Σημείωσης και σε σχέδια υπηρεσίας τα οποία δεν είχαν θεσπισθεί με Κανονισμούς, θα ισοδυναμούσε με απαράδεκτη προσθήκη λέξεων στο νομοθετικό κείμενο.
2. Η εφεσίβλητη με την αντέφεση της ισχυρίζεται ότι:
(i) Η αιτιολογία που έχει δοθεί από την Ε.Δ.Υ. για την παραγνώριση της σύστασης της Γενικής Διευθύντριας υπέρ της εφεσίβλητης δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη αφού δεν ικανοποιούσε τις νομολογικές απαιτήσεις.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης υπέβαλε ότι η εφεσίβλητη υπερείχε σε αξία λόγω καλύτερης αξιολόγησης από τη Γενική Διευθύντρια και σε προσόντα. Οι ετήσιες εκθέσεις των δύο διαδίκων είχαν την ίδια γενική βαθμολογία. Στην προφορική εξέταση εφόσον η εφεσείουσα αξιολογήθηκε ως “Πάρα πολύ καλή” και η εφεσίβλητη ως “Πολύ καλή”, θα έπρεπε η Ε.Δ.Υ. να αιτιολογήσει επαρκώς την παραγνώριση της σύστασης της Γενικής Διευθύντριας, πράγμα το οποίο παρέλειψε να πράξει.
Οι εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσίβλητης δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Η Ε.Δ.Υ. αποκλίνοντας από τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας έλαβε υπόψη το ψηλότερο επίπεδο της εφεσείουσας στην προφορική εξέταση, την υπεροχή της εφεσείουσας σε αρχαιότητα και προσόντα, όπως επίσης και τις ετήσιες αξιολογήσεις που εμφάνιζαν τις υποψήφιες ως ισοδύναμες, αιτιολογώντας την απόφασή της να μην υιοθετήσει τη σύσταση.
Στην παρούσα περίπτωση η Γενική Διευθύντρια προτού προβεί στην επίμαχη σύσταση προέβη σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στις προφορικές εξετάσεις, χαρακτηρίζοντας την εφεσείουσα ως “σχεδόν πάρα πολύ καλή” και την εφεσίβλητη ως “πάρα πολύ καλή” και ακολούθως προχώρησε στη σύσταση της εφεσίβλητης για προαγωγή χωρίς αιτιολογία, αφού το Άρθρο 34(9) του Ν. 1/90 που εφαρμόζεται σε περιπτώσεις πλήρωσης θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής δεν επιβάλλει την ύπαρξη αιτιολογίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εντυπώσεις που εκφράζονται από το Διευθυντή δεν αποτελούν κριτήριο επιλογής, αλλά συνιστούν βοήθεια προς την Ε.Δ.Υ. για τη διαμόρφωση της δικής της επιλογής, που μπορεί να είναι διαφορετική από τη σύσταση.
[*239] Στην παρούσα περίπτωση η Γενική Διευθύντρια, έχοντας να επιλέξει μεταξύ δύο υποψηφίων που ήταν ισοδύναμες με βάση τις υπηρεσιακές εκθέσεις, επέλεξε και σύστησε την εφεσίβλητη η οποία υστερούσε ουσιαστικά έναντι της εφεσείουσας σε αρχαιότητα και δεν υπερείχε σε προσόντα. Σημαντικό ρόλο στην απόκλιση διαδραμάτισε όχι μόνο το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης αλλά και οι υπόλοιποι παράγοντες που μνημονεύονται στο σχετικό πρακτικό της Ε.Δ.Υ., μέσα στους οποίους περιλαμβάνεται και η αρχαιότητα που ανάγεται σε τρία χρόνια και τρεισήμισι μήνες. Η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη το σημαντικό αυτό παράγοντα, ο οποίος σύμφωνα με τη νομολογία παρείχε έρεισμα απόκλισης από τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, εφόσον η εφεσείουσα δεν υστερούσε σε αξία. Η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσίβλητης ότι το στοιχείο της αρχαιότητας δεν είναι καθοριστικό σε περιπτώσεις θέσεων ψηλά στην ιεραρχία, αποτελεί πράγματι θέση της νομολογίας, η οποία ωστόσο δεν τυγχάνει εφαρμογής όταν ο υποψήφιος που υπερέχει σε αρχαιότητα δεν υστερεί σε αξία.
Αναφορικά με την εισήγηση της εφεσίβλητης ότι η κρίση της Ε.Δ.Υ. ότι η εφεσείουσα διέθετε ψηλότερα ακαδημαϊκά προσόντα είναι πεπλανημένη και ότι η σημασία του διδακτορικού τίτλου (Ph.D. in Social Sciences) της εφεσείουσας ήταν οριακή και έτσι δεν παρείχε έρεισμα για απόκλιση από τη σύσταση και προαγωγή της εφεσείουσας αντί της εφεσίβλητης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Ε.Δ.Υ. εξέτασε το θέμα των προσόντων και των δύο.
O Διδακτορικός τίτλος “Ph.D. in Applied Social Studies” της εφεσείουσας την έθετε σε θέση υπεροχής έναντι της εφεσίβλητης, που αντιπαραβάλλει ως μεταπτυχιακό τίτλο το “Maitrise” Ψυχολογίας που είναι επιπέδου Master’s. Στην παρούσα περίπτωση η Ε.Δ.Υ. αφού σημείωσε την ύπαρξη των πρόσθετων προσόντων, έκρινε ότι ήταν συναφή με τα καθήκοντα της θέσης και ότι “προσέδιδαν δυνατότητες αποτελεσματικότερης ενάσκησης του ρόλου της υπό πλήρωση θέσης”. Η πιο πάνω προσέγγιση ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω ο πρώτος λόγος της αντέφεσης απορρίπτεται.
2. Περαιτέρω στην αντέφεση τέθηκε ισχυρισμός ότι:
(ii) Η Ε.Δ.Υ. πλανήθηκε ως προς την επαγγελματική ή επιστημονική κατάρτιση των διαδίκων.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους της εφεσίβλητης ότι το συμπέρασμα της [*240]Ε.Δ.Υ. ότι η μεν εφεσίβλητη έχει “ευρεία επιστημονική κατάρτιση” και η δε εφεσείουσα “υψηλού επιπέδου επιστημονική κατάρτιση” συνιστά αυθαίρετη και αναιτιολόγητη διαφοροποίηση, αντίθετη με το περιεχόμενο των φακέλων, η οποία ζήμιωσε τελικά την εφεσίβλητη.
Αντίθετα η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι η αιτιολογία για το αποτέλεσμα της προφορικής συνέντευξης είναι απόλυτα τεκμηριωμένη και ότι το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων έχει διαφορετικό σκοπό και αποτελεί διαφορετικό κριτήριο από μια προφορική συνέντευξη.
Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η εντύπωση που αποκόμισε η Ε.Δ.Υ. από την προφορική εξέταση αποτελεί ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψήφιου (βλ. Άρθρο 34(9) του Ν. 1/90). Εφόσον η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση αποτελεί ανεξάρτητο και αυτοτελές στοιχείο κρίσης, δεν πρέπει να συμπλέκεται με τα ακαδημαϊκά προσόντα τους, την πείρα, ή τη διαχρονικά αξιολογημένη στις υπηρεσιακές εκθέσεις επαγγελματική κατάρτισή τους. Η προφορική εξέταση προσφέρει μια εικόνα για την προσωπικότητα και τις ικανότητες των υποψηφίων, παρέχοντας την ευχέρεια μιας καλύτερης εκτίμησης της αξίας και των προσόντων τους και στην παρούσα περίπτωση η αιτιολογία που έχει προβληθεί από την Ε.Δ.Υ. για την απόδοση της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης εξηγούν επαρκώς γιατί η εφεσίβλητη υστέρησε έναντι της εφεσείουσας.
Συνακόλουθα ο δεύτερος λόγος αντέφεσης απορρίπτεται.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Νεοφύτου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 383/97, ημερ. 12.6.1998,
Νεοφύτου v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 203,
Papaneophytou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191,
Σπανός v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432,
Κυριάκου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 83,
Δημοκρατία v. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71,
[*241]Κουκουνίδης v. Ρ.Ι.Κ. (2004) 3 Α.Α.Δ. 510.
Έφεση.
Έφεση από το ενδιαφερόμενο μέρος εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 262/2001), ημερομηνίας 15/1/2002, με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή της στη θέση Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, που ήταν θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και αντέφεση από την αιτήτρια για συγκεκριμένους λόγους που αφορούσαν την παραγνώριση από την Ε.Δ.Υ. την υπέρ αυτής σύσταση της Γενικής Διευθύντριας.
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.
Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσίβλητη.
Δ. Κούσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ’ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα.
Για την πλήρωση της θέσης του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, που ήταν θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, υποβλήθηκαν έξι αιτήσεις. Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 32(1) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2001, οι θέσεις Προϊσταμένων Τμημάτων εξαιρούνται από τη διαδικασία των Συμβουλευτικών Επιτροπών, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) έκρινε ότι τρεις από τους έξι αιτητές, μέσα στους οποίους περιλαμβανόταν η εφεσείουσα και η εφεσίβλητη, κατείχαν τα προσόντα και τις κάλεσε σε ατομική προφορική εξέταση στην οποία συμμετείχε και η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Μετά το πέρας της εξέτασης η Γενική Διευθύντρια σύστησε για προαγωγή την εφεσίβλητη Τούλα Κούλουμου. Η Ε.Δ.Υ. επέλεξε αντί της πιο πάνω, την εφεσείουσα Ευανθία Παπασάββα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη δικαιοδοσία του, [*242]αποδέχθηκε την προσφυγή που καταχωρήθηκε από την εφεσίβλητη και ακύρωσε την προαγωγή της εφεσείουσας. Η τελευταία καταχώρισε την παρούσα έφεση με την οποία ζητά την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης.
(β) Η έφεση.
Με το μοναδικό λόγο έφεσης, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η σημείωση για τα προσόντα στο σχέδιο υπηρεσίας δεν εφαρμοζόταν στην παρούσα περίπτωση, είναι λανθασμένη.
Η εφεσείουσα υποστήριξε ότι ο Κανονισμός 2 του σχεδίου υπηρεσίας συμπληρώνει και τροποποιεί κανονιστικά όλα τα σχέδια υπηρεσίας είτε αυτά καταρτίστηκαν πριν το 1990 είτε αργότερα, γιατί αυτό προβλέπεται ρητά με τις πρόνοιες των άρθρων 2 και 87 του Νόμου 1/90. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι η απόφαση Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 383/97, της 12/6/98, την οποία επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχει ανατραπεί κατ’ έφεση με την Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 203.
Η “Σημείωση” η οποία προστέθηκε με βάση Κανονισμούς που δημοσιεύθηκαν στο 8ο Παράρτημα της Εφημερίδας της Δημοκρατίας (αρ. 2975 της 19/5/95) προνοούσε ότι,
“2. Στα Σχέδια Υπηρεσίας των δημόσιων θέσεων για τις οποίες απαιτείται Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος, προστίθεται ως Σημείωση η πιο κάτω πρόνοια:
‘Ο όρος Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο’.
3. Με τους παρόντες Κανονισμούς τροποποιούνται ανάλογα οι Κανονισμοί που έχουν θεσπιστεί αναφορικά με τα Σχέδια Υπηρεσίας επηρεαζόμενων θέσεων.”
Η Ε.Δ.Υ. αφού βασίστηκε στην πιο πάνω Σημείωση και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο όρος Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο, θεώρησε την εφεσείουσα ως προσοντούχο, μετατρέποντας το μεταπτυχιακό της δίπλωμα σε βασικό και προχώρησε στην επιλογή της για προαγωγή.
Αναφορικά με το πιο πάνω ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε το πιο κάτω απόσπασμα από προηγούμενη απόφαση του [*243]στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω), στην οποίαν εξετάστηκε κατά πόσο εφαρμόζονται οι Κανονισμοί 2 και 3 με τη σχετική Σημείωση:
“Η κατάρτιση σχεδίων υπηρεσίας με κανονισμούς, οι οποίοι δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αποτελεί επίτευγμα του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1990 (Ν.1/90). Σύμφωνα με το προϊσχύσαν άρθρο 29 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, 1967 (Ν. 33/67) τα σχέδια υπηρεσίας απλώς καταρτίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Δεν υπήρχε πρόνοια για θέσπιση Κανονισμών και δημοσίευση τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Λαμβάνω υπόψη μου το λεκτικό του πιο πάνω Καν. 3. Περαιτέρω λαμβάνω υπόψη μου την ερμηνευτική αρχή η οποία υπαγορεύει ότι οι Νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται στο σύνολό τους. (Βλ. Georghiades v. Republic (1969) 3 C.L.R. 396). Έχω την άποψη ότι οι πιο πάνω κανονισμοί τυγχάνουν εφαρμογής στις περιπτώσεις σχεδίων υπηρεσίας που έχουν καταρτισθεί με τη μορφή Κανονισμών, δυνάμει των άρθρων 27 και 87 του Νόμου 1/90. Η άποψη αυτή βρίσκει έρεισμα στην παρουσία του Καν. 3. Αν πρόθεση του Νομοθέτη ήταν να δώσει καθολική εφαρμογή στον Καν. 2 για να τυγχάνει εφαρμογής και σε σχέδια υπηρεσίας που είχαν καταρτισθεί δυνάμει του άρθρου 29 του Νόμου 33/67 δεν θα περιλάμβανε τον Καν. 3 στους Κανονισμούς. Εφόσο, όπως είναι παραδεκτό, τα σχέδια υπηρεσίας της επίδικης θέσης έχουν καταρτισθεί δυνάμει του άρθρου 29 του Νόμου 33/67 δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες των πιο πάνω Κανονισμών. Η κατάληξη μου αυτή καθιστά αχρείαστη την εξέταση του κατά πόσο οι Κανονισμοί μπορεί να τύχουν αναδρομικής εφαρμογής. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακυρώσεως θα πρέπει να εξεταστεί με βάση τα σχέδια υπηρεσίας χωρίς την παρεμβολή του Καν. 2.”
Με βάση τον πιο πάνω συλλογισμό το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ότι η Σημείωση εφαρμοζόταν στην παρούσα περίπτωση ήταν λανθασμένη και προέβη στην ακύρωση της απόφασης.
Η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ισχυριζόμενη ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Σημείωση δεν εφαρμοζόταν, είναι λανθασμένη.
Έχουμε εξετάσει την εισήγηση της εφεσείουσας και έχουμε κα[*244]ταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη προσέγγιση είναι ορθή.
Στην παρούσα περίπτωση το λεκτικό της σχετικής διάταξης είναι καθαρό και δεν επιδέχεται αμφισβήτησης. Ο Κανονισμός 3 αναφέρεται σε τροποποίηση Κανονισμών που έχουν θεσπισθεί σχετικά με τα σχέδια υπηρεσίας. Αν η νομοθετική εξουσία είχε πρόθεση να επιφέρει και τροποποίηση των σχεδίων υπηρεσίας που δεν είχαν θεσπισθεί, θα μπορούσε να το πράξει με τη χρησιμοποίηση ανάλογου λεκτικού. Τυχόν εφαρμογή της Σημείωσης και σε σχέδια υπηρεσίας τα οποία δεν είχαν θεσπισθεί με Κανονισμούς, θα ισοδυναμούσε με απαράδεκτη προσθήκη λέξεων στο νομοθετικό κείμενο. (Βλ. Papaneophytou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191, 194).
Η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσείουσας ότι η απόφαση Νεοφύτου έχει ανατραπεί κατ’ έφεση είναι ορθή. Όμως ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας παρέλειψε να αναφέρει στη γραπτή του αγόρευση ότι η απόφαση Νεοφύτου ανατράπηκε όχι αναφορικά με την εφαρμογή ή όχι της Σημείωσης που είχε δοθεί πρωτοδίκως, αλλά για άλλους λόγους.
Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται.
(γ) Η αντέφεση.
Η εφεσίβλητη με την αντέφεση της ισχυρίζεται ότι
(i) Η αιτιολογία που έχει δοθεί από την Ε.Δ.Υ. για την παραγνώριση της σύστασης της Γενικής Διευθύντριας υπέρ της εφεσίβλητης δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη αφού δεν ικανοποιούσε τις νομολογικές απαιτήσεις και
(ii) Η Ε.Δ.Υ. πλανήθηκε ως προς την επαγγελματική ή επιστημονική κατάρτιση των διαδίκων.
(i) Η αιτιολογία που έχει δοθεί από την Ε.Δ.Υ. για την παραγνώριση της σύστασης της Γενικής Διευθύντριας υπέρ της εφεσίβλητης δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη αφού δεν ικανοποιούσε τις νομολογικές απαιτήσεις.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης υπέβαλε ότι η εφεσίβλητη υπερείχε σε αξία λόγω καλύτερης αξιολόγησης από τη Γενική Διευθύντρια και σε προσόντα. Οι ετήσιες εκθέσεις των δύο διαδίκων είχαν την ίδια γενική βαθμολογία. Στην προφορική εξέταση εφόσον η εφεσείουσα αξιολογήθηκε ως “Πάρα πολύ καλή” [*245]και η εφεσίβλητη ως “Πολύ καλή”, θα έπρεπε η Ε.Δ.Υ. να αιτιολογήσει επαρκώς την παραγνώριση της σύστασης της Γενικής Διευθύντριας, πράγμα το οποίο παρέλειψε να πράξει.
Προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης επικαλέστηκε την απόφαση Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, στην οποία κρίθηκε ότι η οριακή διαφορά στην προφορική εξέταση δεν μπορούσε να αποτελέσει λόγο απόκλισης από τη σύσταση του Προϊσταμένου. Αντίθετα με βάση την αξία, πείρα, αρχαιότητα και σύσταση, η απόκλιση από τη σύσταση απαιτεί ειδική αιτιολογία.
Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι η απόφαση της προαγωγής της εφεσείουσας ότι
“η επιλεγείσα διαθέτει ψηλότερα ακαδημαϊκά προσόντα (διαθέτει μεταπτυχιακό δίπλωμα σε διδακτορικό επίπεδο (Ph. D. in Social Sciences) ….”
συνιστά πεπλανημένη αντίληψη εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. Και τούτο γιατί το πιο πάνω προσόν είναι πρόσθετο και η σημασία του οριακή σε αντίθεση με την εφεσίβλητη η οποία κατείχε τρία άλλα ακαδημαϊκά προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης (δηλαδή (i) License Κοινωνιολογίας, (ii) Maitrise Ψυχολογίας και (iii) Δίπλωμα Κλινικής Εγκληματολογίας). Η εφεσίβλητη υποστήριξε επίσης ότι η Ε.Δ.Υ. προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην αρχαιότητα της εφεσείουσας, η οποία δεν μπορεί να είναι αποφασιστικής σημασίας (αφού πρόκειται για την πλήρωση Διευθυντικής θέσης που είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής), σε μια προσπάθεια υποσκελισμού της σύστασης της Γενικής Διευθύντριας.
Αντίθετη είναι η άποψη της εφεσείουσας η οποία ισχυρίζεται ότι η Ε.Δ.Υ. δεν είναι δέσμια, ούτε αποτελεί σφραγίδα στη σύσταση και ότι η απόκλιση της Ε.Δ.Υ. από τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας είναι ειδικά αιτιολογημένη.
Οι εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσίβλητης δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Η Ε.Δ.Υ. αποκλίνοντας από τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας έλαβε υπόψη το ψηλότερο επίπεδο της εφεσείουσας στην προφορική εξέταση, την υπεροχή της εφεσείουσας σε αρχαιότητα και προσόντα, όπως επίσης και τις ετήσιες αξιολογήσεις που εμφάνιζαν τις υποψήφιες ως ισοδύναμες, αιτιολογώντας ως ακολούθως την απόφασή της να μην υιοθετήσει τη σύσταση:
[*246]“Επιλέγοντας την Παπασάββα Ευανθία, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή αξιολογήθηκε σε ψηλότερο επίπεδο από τις άλλες δύο υποψήφιες για την απόδοσή της στην ενώπιόν της προφορική εξέταση και, συγκεκριμένα, αξιολογήθηκε ως “Πάρα πολύ καλή”, ενώ οι Κονή και Κούλουμου αξιολογήθηκαν ως “Πολύ καλές”. Επιπλέον, η επιλεγείσα προηγείται σε αρχαιότητα έναντι και των δύο υποψήφιων, ιδιαίτερα, όμως, στην περίπτωση της Κούλουμου, που συστήθηκε από τη Γενικό Διευθυντή, η αρχαιότητα αυτή ανέρχεται σε τρία χρόνια και τρισήμισι μήνες στην παρούσα τους θέση, και δεν υστερεί σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις των υποψήφιων, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα, αξιολογηθείσα ως καθόλα εξαίρετη.
Τέλος, η Επιτροπή σημείωσε ότι η επιλεγείσα διαθέτει ψηλότερα ακαδημαϊκά προσόντα (διαθέτει μεταπτυχιακό δίπλωμα σε διδακτορικό επίπεδο (Ph.D. in Social Sciences), ενώ οι Κονή και Κούλουμου διαθέτουν διπλώματα σε επίπεδο Master’s), τα οποία, αν και δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι συναφή με τα καθήκοντα της θέσης και προσδίδουν δυνατότητες αποτελεσματικότερης ενάσκησης του ρόλου της υπό πλήρωση θέσης.”
Στην παρούσα περίπτωση η Γενική Διευθύντρια προτού προβεί στην επίμαχη σύσταση προέβη σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στις προφορικές εξετάσεις, χαρακτηρίζοντας την εφεσείουσα ως “σχεδόν πάρα πολύ καλή” και την εφεσίβλητη ως “πάρα πολύ καλή” και ακολούθως προχώρησε στη σύσταση της εφεσίβλητης για προαγωγή χωρίς αιτιολογία, αφού το άρθρο 34(9) του Ν. 1/90 που εφαρμόζεται σε περιπτώσεις πλήρωσης θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής δεν επιβάλλει την ύπαρξη αιτιολογίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εντυπώσεις που εκφράζονται από το Διευθυντή δεν αποτελούν κριτήριο επιλογής, αλλά συνιστούν βοήθεια προς την Ε.Δ.Υ. για τη διαμόρφωση της δικής της επιλογής, που μπορεί να είναι διαφορετική από τη σύσταση. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Κυριάκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 83,
“Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η άποψη του Διευθυντή αποτέλεσε παράγοντα που βοήθησε στη διαμόρφωση άποψης χωρίς να αποτελέσει κριτήριο επιλογής, είναι ορθή. Από τα πρακτικά της υπόθεσης φαίνεται ότι η αξιολόγηση του Διευθυντή δεν επέδρασε, αλλά ούτε και επηρέασε την ΕΔΥ η οποία προέβηκε στη δική της αξιολόγηση που μάλιστα σε ορι[*247]σμένες περιπτώσεις ήταν διαφορετική από εκείνη του Διευθυντή. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Ιωνά κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1775, 1788, αναφορικά με τις εντυπώσεις που εκφράζει ο Διευθυντής,
“Οι εντυπώσεις του Διευθυντή του Τμήματος και η εκτίμησή του για την απόδοση των υποψηφίων σε συνεντεύξεις δεν αποτελούν σύσταση με το νόημα του άρθρου 44(3). Στην υπόθεση Republic v. Zachariades (1986) 3 C.L.R. 852, 856, αποφασίστηκε ότι η απόδοση των υποψηφίων στη συνέντευξη είναι διαδικασία, η οποία βοηθά την αξιολόγηση των υποψηφίων κυρίως αναφορικά με την αξία και σε κάποιο βαθμό με τα προσόντα.”
Στην παρούσα περίπτωση η Γενική Διευθύντρια, έχοντας να επιλέξει μεταξύ δύο υποψηφίων που ήταν ισοδύναμες με βάση τις υπηρεσιακές εκθέσεις, επέλεξε και σύστησε την εφεσίβλητη η οποία υστερούσε ουσιαστικά έναντι της εφεσείουσας σε αρχαιότητα και δεν υπερείχε σε προσόντα. Σημαντικό ρόλο στην απόκλιση διαδραμάτισε όχι μόνο το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης αλλά και οι υπόλοιποι παράγοντες που μνημονεύονται στο σχετικό πρακτικό της Ε.Δ.Υ., μέσα στους οποίους περιλαμβάνεται και η αρχαιότητα που ανάγεται σε τρία χρόνια και τρεισήμισι μήνες. Η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη το σημαντικό αυτό παράγοντα, ο οποίος σύμφωνα με τη νομολογία παρείχε έρεισμα απόκλισης από τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, εφόσον η εφεσείουσα δεν υστερούσε σε αξία. Η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσίβλητης ότι το στοιχείο της αρχαιότητας δεν είναι καθοριστικό σε περιπτώσεις θέσεων ψηλά στην ιεραρχία, αποτελεί πράγματι θέση της νομολογίας, η οποία ωστόσο δεν τυγχάνει εφαρμογής όταν ο υποψήφιος που υπερέχει σε αρχαιότητα δεν υστερεί σε αξία. (Βλ. Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71).
Αναφορικά με την εισήγηση της εφεσίβλητης ότι η κρίση της Ε.Δ.Υ. ότι η εφεσείουσα διέθετε ψηλότερα ακαδημαϊκά προσόντα είναι πεπλανημένη και ότι η σημασία του διδακτορικού τίτλου (Ph.D. in Social Sciences) της εφεσείουσας ήταν οριακή και έτσι δεν παρείχε έρεισμα για απόκλιση από τη σύσταση και προαγωγή της εφεσείουσας αντί της εφεσίβλητης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Ε.Δ.Υ. εξέτασε το θέμα των προσόντων και των δύο, αναφέροντας για την εφεσίβλητη ότι,
“Διαθέτει Πανεπιστημιακά διπλώματα “Licence de Sociologie” και “Licence de Psychologie”, καθώς και μεταπτυ[*248]χιακό δίπλωμα “Maitrise de Psychologie”, από το Πανεπιστήμιο Λυών ΙΙ. Διαθέτει επίσης δίπλωμα Κλινικής Εγκληματολογίας “Diplome de l’ Institut de Medicine Legale et de Criminologie Clinique” του Πανεπιστημίου Λυών Ι. Κρίθηκε, συνεπώς, ότι ικανοποιεί τη σχετική απαίτηση της παρ. (i) του Σχεδίου Υπηρεσίας.”
Σχετικά με την εφεσείουσα η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι,
“Διαθέτει πτυχίο σπουδών στην Κοινωνική Πρόνοια από την Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων Αθηνών, το οποίο, όμως, δεν είναι πανεπιστημιακού επιπέδου. Διαθέτει επίσης μεταπτυχιακό δίπλωμα “Master of Arts in Social and Community Work Studies”, από το Bradford University του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο θεωρείται ως πρώτο πτυχίο και βάσει του οποίου ικανοποιείται η παρ. (i) του Σχεδίου Υπηρεσίας, καθώς και “Ph.D in Applied Social Studies” από το ίδιο πιο πάνω Πανεπιστήμιο.”
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι ο Διδακτορικός τίτλος “Ph.D. in Applied Social Studies” της εφεσείουσας την έθετε σε θέση υπεροχής έναντι της εφεσίβλητης, που αντιπαραβάλλει ως μεταπτυχιακό τίτλο το “Maitrise” Ψυχολογίας που είναι επιπέδου Master’s. Στην παρούσα περίπτωση η Ε.Δ.Υ. αφού σημείωσε την ύπαρξη των πρόσθετων προσόντων, έκρινε ότι ήταν συναφή με τα καθήκοντα της θέσης και ότι “προσέδιδαν δυνατότητες αποτελεσματικότερης ενάσκησης του ρόλου της υπό πλήρωση θέσης”. Η πιο πάνω προσέγγιση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Κουκουνίδης ν. Ρ.Ι.Κ (2004) 3 Α.Α.Δ. 510,
“Το γεγονός ότι το εν λόγω δίπλωμα δεν απαιτείτο από τα σχέδια υπηρεσίας αυτό δε σημαίνει ότι θα πρέπει τούτο να αγνοείται αν είναι τέτοιο που σχετίζεται με τα καθήκοντα της θέσης και που προσθέτει στα προσόντα κάποιου. Στην υπόθεση Χρίστος Βασιλείου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Ε.Δ.Υ., Υπόθ. Αρ. 1223/98, ημερ. 18/12/00, ο Αρτεμίδης, Δ. (όπως ήταν τότε), έκρινε ότι ορθά προήχθηκαν οι διαθέτοντες υπέρτερα προσόντα μη απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας και μη αποτελούντα πλεονέκτημα, σχετιζόμενα όμως με τα καθήκοντα της θέσης και δεν προήχθη ο υπερέχων κατά 1 χρόνο και 2 μήνες σε αρχαιότητα όσον αφορά το ένα ε.μ. και 1 χρόνο και 6 μήνες όσον αφορά το άλλο ε.μ.”
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω ο πρώτος λόγος της αντέφεσης απορρίπτεται.
(ii) Η Ε.Δ.Υ. πλανήθηκε ως προς την επαγγελματική ή επιστημονι[*249]κή κατάρτιση των διαδίκων.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους της εφεσίβλητης ότι το συμπέρασμα της Ε.Δ.Υ. ότι η μεν εφεσίβλητη έχει “ευρεία επιστημονική κατάρτιση” και η δε εφεσείουσα “υψηλού επιπέδου επιστημονική κατάρτιση” συνιστά αυθαίρετη και αναιτιολόγητη διαφοροποίηση, αντίθετη με το περιεχόμενο των φακέλων, η οποία ζήμιωσε τελικά την εφεσίβλητη.
Αντίθετα η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι η αιτιολογία για το αποτέλεσμα της προφορικής συνέντευξης είναι απόλυτα τεκμηριωμένη και ότι το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων έχει διαφορετικό σκοπό και αποτελεί διαφορετικό κριτήριο από μια προφορική συνέντευξη.
Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η εντύπωση που αποκόμισε η Ε.Δ.Υ. από την προφορική εξέταση αποτελεί ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψήφιου (βλ. άρθρο 34(9) του Ν. 1/90). Εφόσον η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση αποτελεί ανεξάρτητο και αυτοτελές στοιχείο κρίσης, δεν πρέπει να συμπλέκεται με τα ακαδημαϊκά προσόντα τους, την πείρα, ή τη διαχρονικά αξιολογημένη στις υπηρεσιακές εκθέσεις επαγγελματική κατάρτισή τους. Η προφορική εξέταση προσφέρει μια εικόνα για την προσωπικότητα και τις ικανότητες των υποψηφίων, παρέχοντας την ευχέρεια μιας καλύτερης εκτίμησης της αξίας και των προσόντων τους και στην παρούσα περίπτωση η αιτιολογία που έχει προβληθεί από την Ε.Δ.Υ. για την απόδοση της εφεσείουσας και της εφεσίβλητης εξηγούν επαρκώς γιατί η εφεσίβλητη υστέρησε έναντι της εφεσείουσας.
Συνακόλουθα ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση απορρίπτονται, με έξοδα.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο