Κωνσταντίνου Κωνσταντίνος ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2005) 3 ΑΑΔ 250

(2005) 3 ΑΑΔ 250

[*250]15 Ιουνίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3484)

 

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Διευθυντή ― Τροποποίηση σύστασης μετά την αναπομπή του θέματος από το Διοικητικό Συμβούλιο εκ νέου στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή ― Η νέα σύσταση συνήδε με το περιεχόμενο των φακέλων ― Δεν απαιτείται όπως η σύσταση αιτιολογείται ― Φτάνει να συνάδει με το περιεχόμενο των φακέλων.

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Ορθά κρίθηκε πως η αναπομπή του θέματος από το Διοικητικό Συμβούλιο στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή είχε μόνο ακαδημαϊκή σημασία υπό τις περιστάσεις υπεροχής του ενδιαφερόμενου προσώπου σε αξία.

Ο εφεσείων επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την ακύρωση της απόφασης προαγωγής του ενδιαφερόμενου προσώπου στη θέση Τεχνικού Επιθεωρητή Β' (Ηλεκτρικές Εγκαταστάσεις), αντί του ιδίου.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή η διαφοροποίηση της σύστασης υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους έγινε χωρίς αιτιολογία σύμφωνα με τον Κανονισμό 23 της Κ.Δ.Π. 291/86 η σύσταση δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη. Η βαρύτητα η οποία αποδίδεται στη σύσταση εξαρτάται από το κατά πόσο αυτή συνάδει με το περιεχόμενο των φακέλων. Στην παρούσα περίπτωση η αρχική σύσταση δόθηκε με βάση την αρχαιότητα των υποψηφίων και παραγνώριζε την αξία τους, όπως [*251]αυτή διαγραφόταν από το περιεχόμενο των φακέλων. Ο Διευθυντής τροποποίησε την αρχική του εισήγηση, έτσι που αυτή να μην συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλων αναφορικά με την απόδοση και επίδοση των υποψηφίων που έδειχναν μια καταφανή υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους. Η δήλωση του Διευθυντή ότι δεν ένοιωθε ότι έπρεπε να δικαιολογήσει την αλλαγή της προηγούμενης εισήγησής του, δεν σημαίνει ότι η διαφοροποίηση παρέμεινε χωρίς αιτιολογία. Αντίθετα από το περιεχόμενο της δεύτερης διαφοροποιημένης του εισήγησης, φαίνεται ότι υπάρχει επαρκής αιτιολογία γιατί ο Διευθυντής προέβη στη σύσταση του ενδιαφερόμενου μέρους και δεν επανέλαβε την αρχική του σύσταση υπέρ του εφεσείοντος.

2. Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αναπομπή του θέματος στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή δεν είχε παρά μόνο ακαδημαϊκή σημασία είναι λανθασμένη και ανεδαφική, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Από τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου προκύπτει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε αξία και αν η αρχική σύσταση του Διευθυντή θα παρέμενε όπως είχε, θα είχε μηδαμινή αξία αφού θα συγκρουόταν με το περιεχόμενο των φακέλων. Αντίθετα η δεύτερη σύσταση υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους, η οποία συνήδε με το περιεχόμενο των φακέλων, δεν μπορούσε να παραγνωριστεί από το Διοικητικό Συμβούλιο. Έτσι η υπεροχή του ενδιαφερόμενου προσώπου, με ή χωρίς τη σύσταση του Διευθυντή, που θα οδηγούσε στην επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους για προαγωγή, καθιστούσε το θέμα της αναπομπής σε θέμα ακαδημαϊκής σημασίας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 1444/2000), ημερομηνίας 15/7/2002, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της προαγωγής, κατόπιν επανεξέτασης, του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Τεχνικού Επιθεωρητή Β΄ (Ηλεκτρικές Εγκαταστάσεις) στην Α.Η.Κ., αντί του ιδίου.

Λ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Ραγουζαίου, για την Εφεσίβλητη.

Α.Σ. Αγγελίδης με Σ. Αγγελίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

[*252]ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα.

Η Α.Η.Κ. προκήρυξε την 1/12/1999 τη θέση Τεχνικού Επιθεωρητή Β΄ (Ηλεκτρικές Εγκαταστάσεις). Σε πρώτο στάδιο η Μικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για Προαγωγές του Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού αφού άκουσε τις απόψεις των προϊστάμενων Διευθυντών των έξι προσοντούχων υποψηφίων προέβη, αναφορικά με τον εφεσείοντα και το ενδιαφερόμενο μέρος, στις πιο κάτω αξιολογήσεις:

89038 Κωνσταντίνου Χ. Κωνσταντίνος

Ο κ. Γ. Πουλλικάς, Διευθυντής Περιφέρειας Λεμεσού-Πάφου, ανέφερε ότι ο 89038 Κ. Κωνσταντίνου έχει ευρύτατη πείρα στο Τμήμα Ελέγχου Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων της Περιφέρειας. Έχει πολύ καλές οργανωτικές και εποπτικές ικανότητες. Η απόδοσή του είναι πολύ ικανοποιητική. Κρίνεται κατάλληλος για προαγωγή στην παρούσα θέση.

84411 Αναστασιάδης Αναστάσιος

Ο κ. Γ. Πουλλικάς, Διευθυντής Περιφέρειας Λεμεσού-Πάφου, ανέφερε ότι ο 84411 Α. Αναστασιάδης έχει ευρύτατη πείρα στο Τμήμα Ελέγχου Ηλεκτρικών Εγκαταστάσεων της Περιφέρειας. Έχει εξαιρετικές οργανωτικές και πολύ καλές εποπτικές ικανότητες. Η απόδοσή του είναι εξαιρετική. Κρίνεται κατάλληλος για προαγωγή στην παρούσα θέση.”

Μεταξύ των επιλεγέντων συγκαταλέγονταν ο εφεσείων και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

Σε δεύτερο στάδιο η Συμβουλευτική Επιτροπή της Αρχής για θέματα Προσωπικού επιλήφθηκε του θέματος της πλήρωσης της θέσης. Προς τούτο ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής καταθέτοντας τις δικές του απόψεις ανέφερε τα ακόλουθα:

“Όλοι οι υποψήφιοι πληρούν τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης. Μελέτησα τους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις όλων των υπο[*253]ψηφίων και πήρα πληροφορίες από τους άμεσα προϊσταμένους και αξιολογούντες λειτουργούς των υποψηφίων.

Με βάση τα στοιχεία αυτά και εκτιμώντας τις ανάγκες της υπηρεσίας, την προσφορά των υποψηφίων στην εργασία, τις γνώσεις και εμπειρίες τους, τις ικανότητες και τις ιδιότητες που χρειάζονται για να εκτελέσουν επιτυχώς τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, την καταλληλότητα των υποψηφίων σ’ αυτήν, καθώς και τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής στο σύνολο τους, όπως αυτά καθορίζονται στον Κανονισμό 23(2) των Περί ΑΗΚ (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, συστήνω για προαγωγή στη θέση του Τεχνικού Επιθεωρητή Β΄ (Ηλεκτρικές Εγκαταστάσεις), Κλίμακα Α10, στο Γραφείο Περιφέρειας Λεμεσού-Πάφου, τον 89038 Κωνσταντίνου Χ. Κωνσταντίνο, ο οποίος υπερέχει σε αρχαιότητα στην Αρχή από τους υπόλοιπους υποψηφίους.”

Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή αφού εξέτασε τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιόν της αποφάσισε να συστήσει για προαγωγή τον εφεσείοντα. Όμως το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής όταν εξέτασε την πλήρωση της θέσης αποφάσισε ομόφωνα όπως το θέμα τεθεί εκ νέου ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής για επανεξέταση “εν όψει νέων δεδομένων”.

Ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία επανεξέτασε το θέμα παρουσιάσθηκε ξανά ο Διευθυντής της Αρχής ο οποίος προέβη στην πιο κάτω σύσταση, που ήταν διαφορετική από την προηγούμενη σύστασή του:

“Όλοι οι υποψήφιοι πληρούν τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης. Μελέτησα τους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις όλων των υποψηφίων και πήρα πληροφορίες από τους άμεσα προϊσταμένους και αξιολογούντες λειτουργούς των υποψηφίων.

Με βάση τα στοιχεία αυτά και εκτιμώντας τις ανάγκες της υπηρεσίας, την προσφορά των υποψηφίων στην εργασία, τις γνώσεις και εμπειρίες τους, τις ικανότητες και τις ιδιότητες που χρειάζονται για να εκτελέσουν επιτυχώς τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, την καταλληλότητα των υποψηφίων σ’ αυτήν, καθώς και τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής στο σύνολο τους, όπως αυτά καθορίζονται στον Κανονισμό 23(2) των Περί ΑΗΚ (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, συστήνω ως τον καταλληλότερο υποψήφιο για προαγωγή, στη θέση του Τεχνικού Επιθεωρητή Β΄ (Ηλεκτρικές Εγκαταστάσεις), Κλίμακα Α10, [*254]στο Γραφείο Περιφέρειας Λεμεσού-Πάφου, τον 84411 Αναστασιάδη Αναστάσιο.

Καταλήγοντας στη σύστασή μου δεν παρέλειψα να λάβω υπόψη μου το γεγονός ότι ο 89038 Κωνσταντίνου Χ. Κωνσταντίνος υπερέχει σε αρχαιότητα έναντι του 84411 Αναστασιάδη Αναστάσιου, τονίζω όμως ότι δεν είναι τέτοια που ν’ αλλοιώνει τη σύστασή μου, καθότι η αρχαιότητα αυτή αντισταθμίζεται από τη γενική υπεροχή του 84411 Αναστασιάδη Αναστάσιου έναντι του 89038 Κωνσταντίνου Χ. Κωνσταντίνου σε αξία, απόδοση και επίδοση στην υπηρεσία, όπως αυτή αναδύεται από τις εμπιστευτικές τους εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης.”

Με βάση την πιο πάνω νέα τοποθέτηση του Διευθυντή η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Όταν τελικά η πλήρωση της θέσης εξετάστηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο, ο Διευθυντής έδωσε την πιο κάτω εξήγηση για τη διαφοροποίηση της θέσης του σε σχέση με την πρώτη τοποθέτησή του.

“Το Διοικητικό Συμβούλιο έχει το δικαίωμα να ζητά επανεξέταση θεμάτων. Διατηρώ όμως το δικαίωμά μου, από τη στιγμή που το Διοικητικό Συμβούλιο ή κάποιο Μέλος του ζητεί επανεξέταση, να θέσω ενώπιον του οποιαδήποτε νέα εισήγηση. Αρκετά Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου έχουν ζητήσει μέχρι σήμερα επανεξέταση για διάφορους λόγους και έχω αλλάξει και στο παρελθόν κάποιες φορές την εισήγησή μου. Δεν νιώθω ότι πρέπει να δικαιολογήσω την αλλαγή της προηγούμενης μου εισήγησης. Υποβάλλω νέα εισήγηση με βάση τα νέα δεδομένα που έχω ενώπιόν μου.”

Ακολούθως το Διοικητικό Συμβούλιο επέλεξε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία απέρριψε την προσφυγή του εφεσείοντος.

(β) Η έφεση.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ισχυριζόμενος ότι

(i) Η διαφοροποίηση της σύστασης του Διευθυντή έγινε χωρίς αιτιολογία και

(ii)   Η αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η αναπομπή από το Διοικητικό Συμβούλιο στη Συμβουλευτική Υπεπι[*255]τροπή δεν φαίνεται “να έχει παρά μόνο ακαδημαϊκή σημασία” είναι ανεδαφική και εσφαλμένη.

Η πρώτη σύσταση του Διευθυντή υπέρ του εφεσείοντος βασίστηκε στην αρχαιότητα του εφεσείοντος που είχε διοριστεί στη θέση του Ανώτερου Επιθεωρητή Εγκαταστάσεων από την 1/11/1987, ενώ η αντίστοιχη προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους έγινε ένα χρόνο αργότερα την 1/11/1988.

Η διαφοροποίηση της σύστασης του Διευθυντή που ακολούθησε προς όφελος του ενδιαφερόμενου μέρους βασίστηκε στην αξία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε την υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους, η οποία παρετηρείτο στα στοιχεία της απόδοσης και επίδοσης, στα οποία το ενδιαφερόμενο μέρος εβαθμολογείτο με Α και ο εφεσείων με Β.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού δέχθηκε ότι δεν υπήρχαν “νέα δεδομένα” που θα δικαιολογούσαν τη διαφοροποίηση στη σύσταση του Διευθυντή, σημείωσε ότι τα υπάρχοντα στοιχεία δικαιολογούσαν την περαιτέρω διερεύνηση, προσθέτοντας ότι “Το κατά πόσο ενόψει τούτου το Διοικητικό Συμβούλιο θα έπρεπε, χωρίς να αναπέμψει το θέμα, να προέβαινε στις δικές του επισημάνσεις για να εξηγήσει γιατί δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει τη σύσταση ή κατά πόσο διατηρούσε τη δυνατότητα αναπομπής, δεν μου φαίνεται να έχει πάρα μόνο ακαδημαϊκή σημασία. Εκείνο που εν τέλει έχει σημασία είναι, κατά τη γνώμη μου, το ότι το Διοικητικό Συμβούλιο, σε μια στάθμιση της αρχαιότητας του αιτητή και της διαφοράς υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου σε αξία, έκρινε πως θα έπρεπε να υπερισχύσει η δεύτερη. Αυτό ήταν εύλογα επιτρεπτό ακόμα και αναπόφευκτο θα μπορούσε να πει κανείς.”

Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή η διαφοροποίηση της σύστασης υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους έγινε χωρίς αιτιολογία, θα ηθέλαμε να παρατηρήσουμε ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 23 της Κ.Δ.Π. 291/86 η σύσταση δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη. Η βαρύτητα η οποία αποδίδεται στη σύσταση εξαρτάται από το κατά πόσο αυτή συνάδει με το περιεχόμενο των φακέλων. Στην παρούσα περίπτωση η αρχική σύσταση δόθηκε με βάση την αρχαιότητα των υποψηφίων και παραγνώριζε την αξία τους, όπως αυτή διαγραφόταν από το περιεχόμενο των φακέλων. Ο Διευθυντής τροποποίησε την αρχική του εισήγηση, έτσι που αυτή να μην συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλων αναφορικά με την απόδοση και επίδοση των υποψηφίων που έδειχναν μια καταφανή υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους. Η δήλωση του Διευθυντή ότι δεν [*256]ένοιωθε ότι έπρεπε να δικαιολογήσει την αλλαγή της προηγούμενης εισήγησής του, δεν σημαίνει ότι η διαφοροποίηση παρέμεινε χωρίς αιτιολογία. Αντίθετα από το περιεχόμενο της δεύτερης διαφοροποιημένης του εισήγησης, φαίνεται ότι υπάρχει επαρκής αιτιολογία γιατί ο Διευθυντής προέβη στη σύσταση του ενδιαφερόμενου μέρους και δεν επανέλαβε την αρχική του σύσταση υπέρ του εφεσείοντος.

Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αναπομπή του θέματος στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή δεν είχε παρά μόνο ακαδημαϊκή σημασία είναι λανθασμένη και ανεδαφική, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Από τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου προκύπτει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε αξία και αν η αρχική σύσταση του Διευθυντή θα παρέμενε όπως είχε, θα είχε μηδαμινή αξία αφού θα συγκρουόταν με το περιεχόμενο των φακέλων. Αντίθετα η δεύτερη σύσταση υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους, η οποία συνήδε με το περιεχόμενο των φακέλων, δεν μπορούσε να παραγνωριστεί από το Διοικητικό Συμβούλιο. Έτσι η υπεροχή του ενδιαφερόμενου προσώπου, με ή χωρίς τη σύσταση του Διευθυντή, που θα οδηγούσε στην επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους για προαγωγή, καθιστούσε το θέμα της αναπομπής σε θέμα ακαδημαϊκής σημασίας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο