Κυπριακή Δημοκρατία ν. Παναγιώτη Ευγενίου και Άλλου (2005) 3 ΑΑΔ 257

(2005) 3 ΑΑΔ 257

[*257]15 Ιουνίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείουσα-Καθ’ης η αίτηση,

v.

1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΕΥΓΕΝΙΟΥ,

2. ΑΝΔΡΕΑ ΧΡΙΣΤΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Αιτητών.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3493)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακυρώσεως ― Εξειδίκευση και αιτιολογία τους στο δικόγραφο της Αίτησης Ακυρώσεως ― Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 ― Νομολογία ― Ισχυρισμός για «προηγούμενη παράνομη διαδικασία», μπορεί να συμπεριλάβει και την αναρμοδιότητα του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου, να προβεί σε συστάσεις.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου του Τμήματος όταν η θέση υπάγεται στο Τμήμα Υπουργείου ― Υπό τις περιστάσεις, εφόσον η επίδικη θέση υπαγόταν στην Υπηρεσία Εμπορίου του Υπουργείου, παράνομα και αναρμόδια προέβη στις συστάσεις ο Γενικός Διευθυντή του Υπουργείου.

Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι εφέσεως ― Μπορούν να αφορούν ζητήματα που τέθηκαν πρωτόδικα ή αφορούν σε θέματα δημοσίας τάξεως, που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως.

Η εφεσείουσα Δημοκρατία επεδίωξε με την έφεσή της, ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η απόφαση της ΕΔΥ, σε διαδικασία επανεξέτασης για διορισμό των ενδιαφερομένων προσώπων στη θέση Λειτουργού Εμπορίου, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας, ακυρώθηκε.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

[*258]1.       Η αναρμοδιότητα του Γενικού Διευθυντή να προβεί σε συστάσεις δεν προβλήθηκε εξειδικευμένα, αλλά κατά γενικό τρόπο.

    Εκ μέρους των εφεσιβλήτων η αίτηση (αρ. 5/2000) που καταχωρίστηκε για την ακύρωση της επίδικης απόφασης βασίστηκε σε 14 “νομικά σημεία”. Το 10ο νομικό σημείο αναφέρει ότι

“Η παρούσα απόφαση πάσχει γιατί προηγήθηκε διαδικασία ή ενέργειες που έγιναν αντίθετα στη χρηστή διοίκηση, την αξιοκρατία, την ίση μεταχείριση και/ή αντίθετα στο Νόμο – Κανονισμούς, που οδηγούν στην ακύρωση της τελικής απόφασης.”

    Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποφάνθηκε για την πιο πάνω εισήγηση ότι

“Είναι γεγονός πως τούτο δεν γίνεται εξειδικευμένα, καλύπτεται όμως με γενικό τρόπο στην παράγραφο 10, όπου αναφέρεται πως η απόφαση πάσχει γιατί προηγήθηκε διαδικασία που είναι αντίθετη, μεταξύ άλλων, και στο νόμο.”

    Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι μπορεί να περιλάβει και το συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης, ότι δηλαδή ο αρμόδιος να προβεί σε συστάσεις ήταν ο προϊστάμενος του τμήματος και όχι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.

    Από τη νομολογία μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα, ότι οι λόγοι ακύρωσης μιας διοικητικής πράξης που προβάλλονται στην προσφυγή δεν πρέπει να ερμηνεύονται μέσα στα δικά τους στενά πλαίσια. Έτσι και στην παρούσα περίπτωση το νομικό πλαίσιο που αναφέρεται σε προηγούμενη παράνομη διαδικασία μπορεί να συμπεριλάβει και τον ισχυρισμό για την αναρμόδια ανάμειξη του Γενικού Διευθυντή στη διαδικασία πλήρωσης της θέσης, αντί του οικείου Προϊσταμένου.

2. Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν ήταν αρμόδιος να προβεί σε συστάσεις είναι εσφαλμένη.

    Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποφάνθηκε ότι το αρμόδιο πρόσωπο για να προβεί σε συστάσεις ήταν, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90, ο προϊστάμενος του τμήματος στην Υπηρεσία Εμπορίου του Υπουργείου, γιατί σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προϋπολογισμού Νόμου (αρ.9(ΙΙ)/95) η θέση υπάγεται [*259]αποκλειστικά στην Υπηρεσία Εμπορίου του Υπουργείου. Προς τούτο το Δικαστήριο επικαλέστηκε την απόφαση Γ. Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 863 στην οποία εξετάστηκε το ίδιο θέμα με την πιο κάτω κατάληξη:

“Η σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος είναι απαραίτητη (βλ. Άρθρο 34(9) του Ν. 1/90). Σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Νόμου “Προϊστάμενος Τμήματος” σημαίνει αυτόν που κατέχει την ιεραρχικά ανώτατη θέση στο Τμήμα ...... και το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου αναφορικά με τους υπαλλήλους που δεν υπάγονται σε Τμήμα Υπουργείου .......”

Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο “Τμήμα” σημαίνει “Τμήμα, Υπηρεσία ή Γραφείο που υπάγεται σε Υπουργείο, όπως θα καθοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο και περιλαμβάνει και το Γενικό Λογιστήριο.”

Στην παρούσα υπόθεση η επίδικη θέση υπάγεται στις Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας. Αυτός που κατέχει την ιεραρχικά ανώτατη θέση σ’ αυτές τις υπηρεσίες είναι ο Διευθυντής Εμπορίου (βλ. τον περί Προϋπολογισμού Νόμο του 1995 (Ν.9(II)/95) σελ. 391). Ο περί Προϋπολογισμού Νόμος, συνιστά Νόμο (βλ. Panayides v. Republic (1972) 3 C.L.R. 467) και έχει αυξημένη ισχύ έναντι δευτερογενούς νομοθεσίας ή αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου (βλ. Arsalis v. Republic (1976) 3 C.L.R. 255).

Εφόσον η επίδικη θέση υπάγεται στις Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας ο Προϊστάμενος Τμήματος των Υπηρεσιών αυτών είναι, όπως υποδεικνύεται πιο πάνω, ο Διευθυντής Εμπορίου.

Στην παρούσα περίπτωση η θέση του Ανώτερου Λειτουργού Εμπορίου υπάγεται στο Διευθυντή Εμπορίου. Έπεται ότι ο Διευθυντής Εμπορίου ήταν το μόνο αρμόδιο πρόσωπο που μπορούσε να προβεί στις σχετικές συστάσεις. Εσφαλμένα έγινε σύσταση από το Γενικό Διευθυντή και εσφαλμένα η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας την αποδέχθηκε για να προχωρήσει στην αξιολόγηση των υποψηφίων. Η πιο πάνω σύσταση από αναρμόδιο πρόσωπο πλήττει την εγκυρότητα της επίδικης απόφασης.”

     Η εισήγηση της εφεσείουσας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η απόφαση Νεοφύτου είναι καθοριστική και δεν μπορεί να υπάρξει απόκλιση από τη δεσμευτικότητά της.

3. Η εξέταση λόγων ακύρωσης που δεν είχαν συμπεριληφθεί στις [*260]προηγούμενες προσφυγές 1028/96 και 1038/96 είναι ανεπίτρεπτη λόγω της εφαρμογής της αρχής του δεδικασμένου.

    Εκ μέρους της εφεσείουσας υποβλήθηκε ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης θα μπορούσε να είχε προβληθεί όταν εξεταζόταν για πρώτη φορά η νομιμότητα της διαδικασίας με τις προσφυγές 1028/96 και 1038/96 και σύμφωνα με τις αρχές του δεδικασμένου οι αιτητές κωλύονταν να το εγείρουν στην παρούσα διαδικασία.

    Η θέση των εφεσιβλήτων πάνω στο πιο πάνω θέμα, ότι το Εφετείο δεν μπορεί να το εξετάσει εφόσον δεν είχε προβληθεί πρωτοδίκως είναι ορθή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Βασιλείου v. Δήμου Παραλιμνίου (1995) 4 Α.Α.Δ. 1275,

Β. Νικολάου και Υιοί Λτδ v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1627,

Ευθυμίου v. Δημοκρατίας (1977) 3 Α.Α.Δ. 281,

Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672,

Δημοκρατία v. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,

Κυριακίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1997) 4 Α.Α.Δ. 237,

Γρηγορίου v. ΑΗΚ (1998) 3 Α.Α.Δ. 728,

Νεοφύτου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 863,

Αντέννα Τ.V. Λτδ κ.ά. v. Α.Η.Κ. κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 793,

Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδότησης Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608.

Έφεση.

Έφεση από την καθ’ ης η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 5/2000), ημερομηνίας 4/7/2002, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση διορισμού των δύο ενδιαφερομένων μερών στη θέση Λειτουργού Εμπορίου, Υπηρεσίες Εμπορίου & Βιομηχανίας, κατόπιν επανεξέτασης.

[*261]Α. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα.

Οι Εφεσίβλητοι εμφανίζονται προσωπικά.

Α. Ταμάσιος, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Ε. Πιτσιλλίδου και Π. Πατσαλή-Νεοφύτου.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.

Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. στις συνενωθείσες προσφυγές 1028/96 και 1038/96 που καταχωρίσθηκαν από τις Ελένη Κουπεπίδου και Μαρία Φωτιάδου εναντίον του διορισμού των Παναγιώτη Ευγενίου, Παναγιώτας Πατσαλή (Νεοφύτου), Ελένης Πιτσιλλίδου και Ανδρέα Χρίστου στη θέση του Λειτουργού Εμπορίου, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας, ακυρώθηκε με σχετική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 22/12/98.

Στην προσφυγή της Ελένης Κουπεπίδου (Προσφυγή 1028/96) κρίθηκε ότι η Ε.Δ.Υ. με τη μη δημοσίευση των δύο θέσεων που είχαν κενωθεί ενήργησε με τρόπο αντίθετο προς το άρθρο 34(1) του Νόμου 1/90. Αναφορικά με την προσφυγή της Μαρίας Φωτιάδου (Προσφυγή 1038/96) το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απλή αναφορά της Συμβουλευτικής Επιτροπής “στην υπεροχή των συστηθέντων” που υιοθετήθηκε αργότερα από την Ε.Δ.Υ., δεν συνιστούσε την “πειστική και ειδική αιτιολογία που απαιτείται από τη νομολογία” και προέβη στην ακύρωση της επίδικης απόφασης.

Κατά την επανεξέταση της πλήρωσης των θέσεων η Ε.Δ.Υ. κάλεσε το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού για να αξιολογήσει τους οκτώ υποψηφίους που είχε συστήσει η Συμβουλευτική Επιτροπή. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω συστάσεων η Ε.Δ.Υ. προχώρησε στο διορισμό των δύο ενδιαφερόμενων μερών.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αποφάνθηκε πρωτοδίκως ότι αρμόδιος για να προβεί σε συστάσεις ήταν ο προϊστάμενος του τμήματος και όχι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εμπορίου, [*262]Βιομηχανίας και Τουρισμού, προχώρησε στην ακύρωση της επίδικης απόφασης.

(β) Η έφεση.

Με την παρούσα έφεση η Κυπριακή Δημοκρατία (εφεσείουσα) αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ισχυριζόμενη ότι

(1) Η αναρμοδιότητα του Γενικού Διευθυντή να προβεί σε συστάσεις δεν προβλήθηκε εξειδικευμένα αλλά κατά γενικό τρόπο

(2) Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν ήταν αρμόδιος να προβεί σε συστάσεις είναι εσφαλμένη και

(3) Η εξέταση λόγων ακύρωσης που δεν είχαν συμπεριληφθεί στις προηγούμενες προσφυγές 1028/96 και 1038/96 είναι ανεπίτρεπτη λόγω της εφαρμογής της αρχής του δεδικασμένου.

(γ)        Η αναρμοδιότητα του Γενικού Διευθυντή να προβεί σε συστάσεις δεν προβλήθηκε εξειδικευμένα, αλλά κατά γενικό τρόπο.

Εκ μέρους των εφεσιβλήτων η αίτηση (αρ. 5/2000) που καταχωρίστηκε για την ακύρωση της επίδικης απόφασης βασίστηκε σε 14 “νομικά σημεία”. Το 10ο  νομικό σημείο αναφέρει ότι

“Η παρούσα απόφαση πάσχει γιατί προηγήθηκε διαδικασία ή ενέργειες που έγιναν αντίθετα στη χρηστή διοίκηση, την αξιοκρατία, την ίση μεταχείριση και/ή αντίθετα στο Νόμο – Κανονισμούς, που οδηγούν στην ακύρωση της τελικής απόφασης.”

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποφάνθηκε για την πιο πάνω εισήγηση ότι

“Είναι γεγονός πως τούτο δεν γίνεται εξειδικευμένα, καλύπτεται όμως με γενικό τρόπο στην παράγραφο 10, όπου αναφέρεται πως η απόφαση πάσχει γιατί προηγήθηκε διαδικασία που είναι αντίθετη, μεταξύ άλλων, και στο νόμο.”

Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι μπορεί να περιλάβει και το συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης, ότι δηλαδή ο αρμόδιος να προβεί σε συστάσεις ήταν ο προϊστάμενος του τμήματος και όχι ο Γενικός Διευθυ[*263]ντής του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού. Είναι η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσείουσας ότι προβλήθηκε εκ μέρους των αιτητών μια γενική αναφορά ότι παραβιάζονται οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, χωρίς συγκεκριμένη αναφορά στα πραγματικά γεγονότα που οδήγησαν στη λήψη της επίδικης απόφασης. Προς τούτο έγινε επίκληση των αποφάσεων Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (1995) 4 Α.Α.Δ. 1275, Β. Νικολάου και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1627, Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1977) 3 Α.Α.Δ. 281 και Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962

 “έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως”.

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 αποφασίστηκε ότι η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και ότι οι τελικές αγορεύσεις που καταχωρούνται εξειδικεύουν τους λόγους της προσφυγής, τις οποίες το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει. Στην πιο πάνω υπόθεση ο πρόσθετος λόγος που επικαλέστηκε ο αιτητής με τη γραπτή του αγόρευση, ο οποίος αφορούσε την αντισυνταγματικότητα νόμου, συνιστούσε νομικό θέμα ιδιάζουσας σπουδαιότητας και θα μπορούσε να εξεταστεί μετά τον επακριβή προσδιορισμό άρθρου του Νόμου και του Συντάγματος τα οποία συγκρούονταν μεταξύ τους.

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:

“Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. Όπως αναφέρεται ρητά στο σχετικό Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου,

“7. Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων [*264]αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.”

Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να συνοδεύσουν τους ισχυρισμούς με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδίαζαν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης.                     (Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.)”

Στην υπόθεση Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (πιο πάνω) τονίστηκε ότι τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται από τη δικογραφία και ότι η προφορική ή γραπτή αγόρευση δεν αποτελεί δικόγραφο ούτε αποδεικτικό μέσο.

Στην υπόθεση Β. Νικολάου και Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) αποφασίστηκε ότι πρόσθετοι λόγοι που περιλήφθηκαν στη γραπτή αγόρευση των αιτητών δεν μπορούσαν να εξεταστούν και υιοθετήθηκε η αρχή στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (πιο πάνω), ότι η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και ότι οι τελικές αγορεύσεις θα πρέπει να περιορίζονται στους λόγους της προσφυγής που προβάλλονται για την ακύρωση μιας διοικητικής πράξης.

Στην υπόθεση Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281) στους λόγους της προσφυγής υπήρχε ισχυρισμός για τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση. Αργότερα με τη γραπτή αγόρευση της η αιτήτρια εξειδίκευσε ότι δεν είχε διεξαχθεί δέουσα έρευνα για να διαπιστωθεί αν το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το συγκεκριμένο προσόν το οποίο απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το ερώτημα της κατοχής του απαιτούμενου προσόντος καλυπτόταν από τον ισχυρισμό στους λόγους προσφυγής, ότι δεν είχε διεξαχθεί η δέουσα έρευνα. Στη σχετική απόφαση σημειώθηκαν τα πιο κάτω:

“Με τον πρώτο λόγο έφεσης, τον πλήρως στοιχειοθετημένο, προσβάλλεται η πρωτόδικη κατάληξη ότι διεξήχθη δέουσα έρευνα προς διαπίστωση του κατά πόσο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε το προσόν της παραγράφου 3(Ι) του σχεδίου υπηρεσίας. Και συζητήθηκε αυτός ο λόγος ενώπιόν μας μέχρι τέλους, χωρίς [*265]την έγερση οποιασδήποτε αμφισβήτησης.

Ωστόσο, μετά που επιφυλάξαμε την απόφαση, απασχόλησε το κατά πόσο, το ζήτημα δέουσας έρευνας ως προς τα απαιτούμενα προσόντα εγειρόταν με την προσφυγή ώστε να εδικαιολογείτο η έκφραση κρίσης επ’ αυτού πρωτόδικα και κατ’ επέκταση η δική μας τώρα. Είναι χωρίς κανένα ενδοιασμό που καταλήγουμε σε καταφατική απάντηση. Και επειδή δεν πρόκειται, κατά την άποψή μας, για οριακή περίπτωση δε θεωρούμε πως παρίσταται ανάγκη να αναφερθούμε εκτενώς στις αυθεντίες για να τις συζητήσουμε. Έχουμε πάντως κατά νου ότι, όπως λέχθηκε στις υποθέσεις Δημοκρατία κ.ά. ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598:

“Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει. Μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγους ακύρωσης ......”

Στην προκειμένη περίπτωση τέθηκε άμεσα με την προσφυγή ζήτημα δέουσας έρευνας. Το οποίο κατά την αντίληψή μας παρέπεμπε αναπόφευκτα και κατ’ ευθείαν στα προσόντα του ενδιαφερόμενου προσώπου ως το κατ’ εξοχήν, αν όχι το μόνο, ζητούμενο της έρευνας. Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 προβλέπει βέβαια για πλήρη αιτιολόγηση των νομικών σημείων. Αλλά εδώ πρόκειται για περίπτωση όπου αυτή μοιάζει αυτονόητη.”

Στην απόφασή του το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε και τα πιο κάτω αποσπάσματα από την απόφαση Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1997) 4 Α.Α.Δ. 237, στις οποίες τονίστηκαν τα πιο κάτω:

“Στην προκειμένη περίπτωση, δεν επιδιώκεται η προσθήκη ή μεταβολή οποιουδήποτε νομικού σημείου. Ό,τι επιδιώκεται, είναι η επεξήγηση δύο νομικών σημείων. Παρόλο που δεν αποκλείεται η εξειδίκευση της εφαρμογής του νομικού σημείου στα [*266]γεγονότα της υπόθεσης, αυτή δεν είναι απαραίτητη. Παρέχεται στον αιτητή η δυνατότητα να συσχετίσει στην προσφυγή το νομικό σημείο, το οποίο επικαλείται, με τα γεγονότα της υπόθεσης. Εφόσον, όμως, η επεξήγηση του νομικού σημείου στην προσφυγή δεν είναι απαραίτητη, δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα τροποποίησής του για να παρατεθεί.”

Δεν παραγνωρίζουμε ότι στην παρούσα υπόθεση δεν εξετέθησαν ιδιάζοντα γεγονότα. Είναι όμως, κατά την άποψη μας, η ίδια η έλλειψη έρευνας, το κρίσιμο γεγονός. Είναι σε τούτο αυθυπόστατη. Η επέκταση σε λεπτομέρειες, όπου είναι διαθέσιμες, θα ήταν βέβαια επιθυμητή. Αλλά όχι απαραίτητη. Ωστόσο, και αν ακόμα επικρατούσε αντίθετη άποψη, θα αντικρύζαμε το ζήτημα ως παρατυπία που εν προκειμένω δεν ενέχει επιπτώσεις. Το ζήτημα ρυθμίζεται στοχευμένα από τον Καν. 7Α του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, σύμφωνα με τον οποίο:

“7A. Το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να διατάξη όπως έγγραφος πρότασις μη συμμορφούμενη προς τας προνοίας των κανονισμών 4, 5 και 7 διαγραφή, τροποποιηθή, ή συμπληρωθή ούτως ώστε να συμμορφούται προς τας τοιαύτας προνοίας ή να εκδώση οιανδήποτε άλλην διαταγήν την οποίαν ήθελε θεωρήσει αρμόζουσαν.”

Είναι σημαντικό ότι εν προκειμένω, ζήτημα δεν ηγέρθη. Όμως και χωρίς αυτό τον Κανονισμό, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο και δυνάμει της Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Θα προχωρήσουμε λοιπόν με την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης.”

Σε αριθμό πρωτόδικων αποφάσεων τονίστηκε ότι μια απλή αναφορά στους λόγους έφεσης για παράβαση νόμου, κακή εφαρμογή του νόμου ή για κατάχρηση εξουσίας δεν είναι ικανοποιητική και ότι η αναφορά θα πρέπει να συνοδεύεται από μια συγκεκριμένη επίκληση.

Στην υπόθεση Γρηγορίου ν. ΑΗΚ (1998) 3 Α.Α.Δ. 728, το ερώτημα το οποίο ηγέρθη ήταν κατά πόσο ο λόγος “κατάχρησης εξουσίας” στους λόγους της προσφυγής μπορούσε να περιλάβει και τις προσωπικές γνώσεις των μελών του διορίζοντος οργάνου κατά τη διενέργεια της επιλογής υποψηφίων. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η “κατάχρηση εξουσίας” είναι ένας γενικός όρος που μπορούσε να καλύψει και το υπό εξέταση θέμα. Όπως σημειώθηκε στη σχετική απόφαση

[*267]“Ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους υποστήριξε ότι το θέμα που εγείρεται με τον πιο πάνω λόγο της έφεσης δεν είχε εγερθεί με το δικόγραφο της προσφυγής. Είχε εγερθεί στο στάδιο της απαντητικής αγόρευσης του εφεσείοντα και δεν είχε αποφασιστεί από το πρωτόδικο δικαστήριο.

Διαφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση. Στα νομικά σημεία πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή περιλαμβάνεται και η κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας. Αυτός ο λόγος ακύρωσης είναι τόσο ευρύς ώστε να περιλαμβάνει και το υπό εξέταση θέμα. Η μη εξέταση του σχετικού λόγου ακύρωσης από το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποτελεί κώλυμα για την εξέταση του στην έφεση. Αντικείμενο της διαδικασίας στην αναθεωρητική έφεση εξακολουθεί, όπως και στην προσφυγή, να είναι η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης.”

Από τα πιο πάνω μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι λόγοι ακύρωσης μιας διοικητικής πράξης που προβάλλονται στην προσφυγή δεν πρέπει να ερμηνεύονται μέσα στα δικά τους στενά πλαίσια. Έτσι και στην παρούσα περίπτωση το νομικό πλαίσιο που αναφέρεται σε προηγούμενη παράνομη διαδικασία μπορεί να συμπεριλάβει και τον ισχυρισμό για την αναρμόδια ανάμειξη του Γενικού Διευθυντή στη διαδικασία πλήρωσης της θέσης, αντί του οικείου Προϊσταμένου.

(δ)       Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν ήταν αρμόδιος να προβεί σε συστάσεις είναι εσφαλμένη.

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποφάνθηκε ότι το αρμόδιο πρόσωπο για να προβεί σε συστάσεις ήταν, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90, ο προϊστάμενος του τμήματος στην Υπηρεσία Εμπορίου του Υπουργείου, γιατί σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προϋπολογισμού Νόμου (αρ.9(11)/95) η θέση υπάγεται αποκλειστικά στην Υπηρεσία Εμπορίου του Υπουργείου. Προς τούτο το Δικαστήριο επικαλέστηκε την απόφαση Γ. Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 863, στην οποία εξετάστηκε το ίδιο θέμα με την πιο κάτω κατάληξη:

“Η σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος είναι απαραίτητη (βλ. άρθρο 34(9) του Ν. 1/90). Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου “Προϊστάμενος Τμήματος” σημαίνει αυτόν που κατέχει την ιεραρχικά ανώτατη θέση στο Τμήμα ...... και το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου αναφορικά με τους υπαλλήλους [*268]που δεν υπάγονται σε Τμήμα Υπουργείου .......”

Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο “Τμήμα” σημαίνει “Τμήμα, Υπηρεσία ή Γραφείο που υπάγεται σε Υπουργείο, όπως θα καθοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο και περιλαμβάνει και το Γενικό Λογιστήριο.”

Στην παρούσα υπόθεση η επίδικη θέση υπάγεται στις Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας. Αυτός που κατέχει την ιεραρχικά ανώτατη θέση σ’ αυτές τις υπηρεσίες είναι ο Διευθυντής Εμπορίου (βλ. τον περί Προϋπολογισμού Νόμο του 1995 (Ν.9(II)/95) σελ. 391). Ο περί Προϋπολογισμού Νόμος, συνιστά Νόμο (βλ. Panayides v. Republic (1972) 3 C.L.R. 467) και έχει αυξημένη ισχύ έναντι δευτερογενούς νομοθεσίας ή αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου (βλ. Arsalis v. Republic (1976) 3 C.L.R. 255).

Εφόσον η επίδικη θέση υπάγεται στις Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας ο Προϊστάμενος Τμήματος των Υπηρεσιών αυτών είναι, όπως υποδεικνύεται πιο πάνω, ο Διευθυντής Εμπορίου.

Στην παρούσα περίπτωση η θέση του Ανώτερου Λειτουργού Εμπορίου υπάγεται στο Διευθυντή Εμπορίου. Έπεται ότι ο Διευθυντής Εμπορίου ήταν το μόνο αρμόδιο πρόσωπο που μπορούσε να προβεί στις σχετικές συστάσεις. Εσφαλμένα έγινε σύσταση από το Γενικό Διευθυντή και εσφαλμένα η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας την αποδέχθηκε για να προχωρήσει στην αξιολόγηση των υποψηφίων. Η πιο πάνω σύσταση από αναρμόδιο πρόσωπο πλήττει την εγκυρότητα της επίδικης απόφασης.”

Η εισήγηση της εφεσείουσας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η απόφαση Νεοφύτου είναι καθοριστική και δεν μπορεί να υπάρξει απόκλιση από τη δεσμευτικότητά της. (Βλ. Αντέννα T.V. Λτδ κ.ά. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 793).

(ε) Η εξέταση λόγων ακύρωσης που δεν είχαν συμπεριληφθεί στις προηγούμενες προσφυγές 1028/96 και 1038/96 είναι ανεπίτρεπτη λόγω της εφαρμογής της αρχής του δεδικασμένου.

Εκ μέρους της εφεσείουσας υποβλήθηκε ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης θα μπορούσε να είχε προβληθεί όταν εξεταζόταν για πρώτη φορά η νομιμότητα της διαδικασίας με τις προσφυγές 1028/96 και 1038/96 και σύμφωνα με τις αρχές του δεδικασμένου οι αιτητές κωλύονταν να το εγείρουν στην παρούσα διαδικασία.

[*269]Η θέση των εφεσιβλήτων πάνω στο πιο πάνω θέμα, ότι το Εφετείο δεν μπορεί να το εξετάσει εφόσον δεν είχε προβληθεί πρωτοδίκως είναι ορθή. Όπως έχει τονισθεί χαρακτηριστικά στην υπόθεση Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδότησης Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608:

“Το δικαιοδοτικό πλέγμα στο οποίο στηρίζει το δικαστήριο τις ενέργειες του καθορίζεται εξειδικευμένα από την αίτηση και δεν μπορεί η δραστηριότητα να περιπλανάται προς όλες τις κατευθύνσεις. Με την εξαίρεση φυσικά θεμάτων δημόσιας τάξης, που η νομολογία δέχεται δεν μπορεί να ελεγχθούν αυτεπάγγελτα.”

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο