(2005) 3 ΑΑΔ 284
[*284]15 Σεπτεμβρίου, 2005
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Εφεσείοντες,
v.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΟΛΕΑΣ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3526)
Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Κατανάλωσης ― Προτιμησιακή μεταχείριση εισαχθέντων εμπορευμάτων βάσει Πιστοποιητικού EUR.1 ― Μεταγενέστερη επαλήθευση βάσει του Άρθρου 24 του Παραρτήματος του Πρωτοκόλλου ― Ερμηνεία ― Δυνατότητα ανάκλησης μετά την παρέλευση δύο ετών από την έναρξη της διαδικασίας επαλήθευσης ― Η ανάκληση έγινε σε εύλογο χρόνο.
Η εφεσείουσα Δημοκρατία, επεδίωξε με την έφεσή της, την ανατροπή της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία η απόφασή της για επιβολή πρόσθετου τελωνιακού δασμού για εισαγωγή ποσότητας φασολιών από την Ισπανία, ακυρώθηκε.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεχτή την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Ο Κωνσταντινίδης, Δ., εξετάζοντας ακριβώς το ίδιο ζήτημα στην υπόθεση Αλέξανδρος Σολέας & Υιός Λτδ. ν. Δημοκρατίας κ.ά., Υπ. Αρ. 1119/00, ημερ. 4/9/02, στην οποία, καθώς φαίνεται, δεν έγινε αναφορά πρωτόδικα, ανέφερε τα εξής:-
«Θα προσπαθήσω να εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους με σεβασμό καταλήγω σε συμπέρασμα διαφορετικό από εκείνο της υπόθεσης Τρουλλίδης (ανωτέρω). Ούτε το Άρθρο 24 περιέχει οτιδήποτε το ρητό που να κατευθύνεται προς τη ρύθμιση του ειδικού ζητήματος που εγείρεται και παρεμβάλλω την ορθή επισήμανση πως η Framespex Ltd (ανωτέρω) όσο και αν αφορούσε [*285]σε ανάκληση μετά τον τελωνισμό, δεν ασχολήθηκε με το ειδικό θέμα που εγείρεται εδώ. Δεν μπορώ, συναφώς, να συμφωνήσω πως ως ‘μεταγενεστέρα’ εννοείται κατ’ ανάγκην η επαλήθευση με αναφορά όχι και στον τελωνισμό αλλά μόνο στο χρόνο έκδοσης του EUR. 1. Από την άλλη, η δυνατότητα του Άρθρου 24(2) δεν είναι μονοσήμαντη. Αναφέρεται στην αναστολή της εφαρμογής του Τίτλου 1 και σε παράδοση των εμπορευμάτων υπό όρους ‘εν αναμονή των αποτελεσμάτων της επαλήθευσης’. Ως δυνατότητα όμως. Προϋποθέτει διαδικασία επαλήθευσης υπό έναρξη και αναφέρεται σε ρυθμίσεις υπό το υποθετικό ενδεχόμενο να έχουν αποφασίσει οι αρχές του εισάγοντος κράτους την αναστολή. Εμπεριέχει, δηλαδή, ως δυνατότητα και το ενδεχόμενο να μην αποφασίσουν οι αρχές τέτοια αναστολή. Ποιο μπορεί να είναι το νόημα; Εννοεί το Άρθρο πως ενώ τίθεται θέμα επαλήθευσης όπως εν προκειμένω ενόψει των αμφιβολιών ως προς την αυθεντικότητα του εγγράφου ή την ορθότητα των πληροφοριών για την αληθή προέλευση των εμπορευμάτων, θα ήταν νοητό να διενεργηθεί τελωνισμός; Οριστικός πλέον, αν θεωρηθεί πως σε κάθε τέτοια περίπτωση ο τελωνισμός είναι οριστικός, χωρίς καμιά απολύτως δυνατότητα ανάκλησής του; Όσο και αν, έστω εκ των υστέρων, προκύπτουν στοιχεία που να δείχνουν καταδολίευση; Και πώς σε τέτοια περίπτωση, λειτουργεί ο μηχανισμός; Αφού θα ήταν υποχρεωτικό οι αμφιβολίες να έχουν δημιουργηθεί πριν τον τελωνισμό; Θα είναι ανίσχυρες οι Αρχές σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η όψη των πραγμάτων, πριν τον τελωνισμό, δε δημιουργεί τέτοιες αμφιβολίες, εύλογες όπως διευκρινίζεται;»
Η Ολομέλεια συμφωνεί με την πιο πάνω ερμηνεία.
2. Δεδομένης της έλλειψης του βάθρου για προτιμησιακή μεταχείριση, το ερώτημα είναι εάν υπήρχε δυνατότητα ανάκλησης της απόφασης, στο πλαίσιο των γενικών αρχών που την διέπουν.
Οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν ότι παρήλθε μεγάλος χρόνος και δε δικαιολογείται η ανάκληση.
Στην παρούσα περίπτωση, παρήλθαν δύο περίπου χρόνια μέχρι την απάντηση των Τελωνειακών Αρχών της Ισπανίας και την ανάκληση. Το ζήτημα του χρόνου δεν μπορεί παρά να ιδωθεί σε συνάρτηση με την πράξη, η οποία ανακαλείται.
Σε συμφωνία με τα όσα είπε ο Νικολάου, Δ., στη Wellgoods Ltd ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 291/99, ημερ. 20/6/00:-
«Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η [*286]προτιμησιακή μεταχείριση γίνεται με δεδομένη τη δυνατότητα διενέργειας ελέγχου μεταγενέστερα για επαλήθευση του πιστοποιητικού κίνησης. Ο εισαγωγέας γνωρίζει ότι υπόκειται σε αυτό το ενδεχόμενο. Θα πρέπει εξ άλλου να γνωρίζει ότι η διαδικασία μεταξύ Κρατών, όπως και η ίδια η έρευνα χρειάζεται κάποιο χρόνο. Απόκειται στον ίδιο να τα λάβει αυτά υπόψη στον προγραμματισμό του.»
δεν είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε ότι η ανάκληση δεν έγινε μέσα σε εύλογο χρόνο.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Framespex Ltd ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7,
Αλέξανδρος Σολέας & Υιός Λτδ. ν. Δημοκρατίας κ.ά., Υπόθεση Αρ. 1119/00, ημερ. 4/9/02,
Τάσσος Τρουλλίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1099/00, ημερ. 11/4/01,
Wellgoods Ltd ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 291/99, ημερ. 20/6/00.
Έφεση.
Έφεση από τους καθ’ ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 790/2001), ημερομηνίας 10/9/2002, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση των Τελωνειακών Αρχών να αναθεωρήσουν τον εισαγωγικό δασμό με μειωμένο συντελεστή τον οποίο επέβαλαν στους αιτητές για την εισαγωγή από αυτούς με σκοπό τον τελωνισμό ποσότητας φασολιών από την Ισπανία και τη διάθεσή τους στην κυπριακή αγορά, με βάση το Παράρτημα του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Συμφωνίας της Συνιστώσης Σύνδεσιν μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και να επιβάλουν την καταβολή της διαφοράς δασμού, ύψους £1.881.
Λ. Χριστοδουλίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Κνώφου για Κ. Δημητριάδη, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικα[*287]στηρίου θα δώσει η Δικαστής Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι, στις 7/6/1999, με σκοπό τον τελωνισμό ποσότητας φασολιών από την Ισπανία και τη διάθεσή τους στην κυπριακή αγορά, κατέθεσαν διασάφηση εισαγωγής, επισυνάπτοντες, μεταξύ άλλων, το πιστοποιητικό κίνησης εμπορευμάτων EUR.1, Αρ. 2765641L, ημερομηνίας 18/5/1999. Το πιστοποιητικό είχε επισυναφθεί στη διασάφηση, σύμφωνα με το Άρθρο 6.1 του Παραρτήματος του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Συμφωνίας της Συνιστώσης Σύνδεσιν μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στις 30/11/1977.
Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο - (Άρθρο 8 του Παραρτήματος), το πιστοποιητικό κινήσεως EUR. 1, εκδίδεται από τις τελωνειακές αρχές του εξάγοντος Κράτους, εφόσον τα εμπορεύματα δύνανται να θεωρηθούν «προϊόντα προελεύσεως» εν τη εννοία του Πρωτοκόλλου - (Άρθρο 2 του Παραρτήματος) - και υποβάλλεται στις τελωνειακές αρχές της χώρας όπου θα εισαχθούν, με σκοπό να τύχουν προτιμησιακής μεταχείρισης.
Τα εμπορεύματα των εφεσιβλήτων, ως προερχόμενα, με βάση το επισυναφθέν EUR. 1, από χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (Ισπανία), επιβαρύνθηκαν με μειωμένο συντελεστή - 39% αντί 60%.
Μετά την παράδοση των εμπορευμάτων, δημιουργήθηκαν αμφιβολίες αναφορικά με την προέλευση των προϊόντων και οι εφεσείοντες, στις 10/11/1999, ζήτησαν από τις Τελωνειακές Αρχές της Ισπανίας να πληροφορηθούν για την αυθεντικότητα του πιστοποιητικού, που παρουσίασαν οι εφεσίβλητοι. Οι Τελωνειακές Αρχές της Ισπανίας απάντησαν στις 3/5/2001 ότι:-
«ΔΕΝ έχει διαπιστωθεί η προέλευση των εμπορευμάτων που εξάχθηκαν και ως εκ τούτου τα εν λόγω εμπορεύματα ΔΕΝ μπορούν να θεωρηθούν ως εμπορεύματα προερχόμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση.»
Αποτέλεσμα ήταν οι Τελωνειακές Αρχές να αναθεωρήσουν τον εισαγωγικό δασμό που επέβαλαν στους εφεσίβλητους, αξιώνοντας τη διαφορά που προέκυπτε, ύψους ΛΚ1.881,00.
Οι εφεσίβλητοι αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της απόφασης και υποστήριξαν ότι το Άρθρο 24 του Παραρτήματος του Πρωτοκόλλου - «Άρθρο 24» - δεν παρείχε δυνατότητα επαλήθευσης του πι[*288]στοποιητικού EUR. 1 μετά την εισαγωγή και τον τελωνισμό των εμπορευμάτων. Εξαντλείται, εισηγήθηκαν, χρονικά, μεταξύ της έκδοσής του και της εισαγωγής και τελωνισμού των εμπορευμάτων.
Αδελφός Δικαστής, που επιλήφθηκε πρωτόδικα της υπόθεσης, ακύρωσε την απόφαση, γιατί, καθώς έκρινε:-
«... η ‘μεταγενεστέρα’ επαλήθευση του άρθρου 24 δεν μπορεί να εκληφθεί ως αναφορά σε επαλήθευση μεταγενέστερη της εισαγωγής και τελώνισης αλλά της έκδοσης του πιστοποιητικού.»
Με την έφεση, αμφισβητείται η ορθότητα της ερμηνείας που δόθηκε στο Άρθρο 24. Προβάλλουν οι εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι η «μεταγενεστέρα» επαλήθευση περιορίζεται χρονικά πριν την εισαγωγή και τον τελωνισμό των εμπορευμάτων. Επίσης ότι παρέβλεψε και/ή αγνόησε τη δυνατότητα ανάκλησης προηγούμενης απόφασης των εφεσειόντων, στα πλαίσια των γενικών αρχών του δικαίου. Ο χρόνος που παρήλθε, εισηγήθηκαν, δεν ήταν μεγάλος και, εν πάση περιπτώσει, η ανάκληση έγινε προς το δημόσιο συμφέρον.
Προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης - ότι, δηλαδή, η ερμηνεία που δόθηκε στο Άρθρο 24 δεν είναι ορθή - παρέπεμψαν στην απόφαση της Ολομέλειας στην Framespex Ltd ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7 και στην Αλέξανδρος Σολέας & Υιός Λτδ. ν. Δημοκρατίας κ.ά., Υπόθεση Αρ. 1119/00, ημερ. 4/9/02.
Αντίθετα, οι εφεσίβλητοι, κατ’ επίκληση του λόγου στην Τάσσος Τρουλλίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1099/00, ημερ. 11/4/01, υποστήριξαν την ορθότητα της απόφασης.
Το Άρθρο 24, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα για μεταγενέστερη επαλήθευση του πιστοποιητικού κινήσεως, προβλέπει τα ακόλουθα:-
«ΑΡΘΡΟΝ 24
1. Μεταγενεστέρα επαλήθευσις πιστοποιητικών κινήσεως EUR. 1 και εντύπων EUR. 2 θα διενεργήται δειγματοληπτικώς ή οσάκις αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους έχουν εύλογον αμφιβολίαν ως προς την αυθεντικότητα του εγγράφου ή την ορθότητα της πληροφορίας περί της αληθούς προελεύσεως των υπό αναφοράν εμπορευμάτων.
2. Επί τω τέλει εφαρμογής της παραγράφου 1, αι τελωνειακαί [*289]αρχαί του εισάγοντος Κράτους θα επιστρέφουν το πιστοποιητικόν κινήσεως EUR. 1 ή το έντυπον EUR. 2 ή φωτοαντίγραφον αυτών εις τας τελωνειακάς αρχάς του εξάγοντος Κράτους παρέχουσαι, οσάκις ενδείκνυται, τους τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους διά την έρευναν. Το τιμολόγιον, εάν έχει υποβληθή, ή αντίγραφον τούτου θα επισυνάπτεται επί του εντύπου EUR. 2 και αι τελωνειακαί αρχαί θα διαβιβάζουν οιανδήποτε πληροφορίαν ήτις έχει ληφθή αναφέρουσαι ότι τα στοιχεία τα εμφαινόμενα επί του πιστοποιητικού ή εντύπου είναι ανακριβή.
Εάν αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους αποφασίσουν να αναστείλουν την εφαρμογήν του Τίτλου Ι της Συμφωνίας εν αναμονή των αποτελεσμάτων της επαληθεύσεως, αύται θα προτείνουν την παράδοσιν των εμπορευμάτων εις τον εισαγωγέα υφ’ α προληπτικά μέτρα ήθελον κρίνει αναγκαία.
3. Αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους θα πληροφορώνται περί των αποτελεσμάτων της επαληθεύσεως το ταχύτερον δυνατόν. Τα αποτελέσματα ταύτα δέον όπως είναι τοιαύτα ούτως ώστε να καθιστούν δυνατήν την απόφασιν κατά πόσον το αμφισβητούμενον πιστοποιητικόν κινήσεως EUR. 1 ή έντυπον EUR. 2 αναφέρεται εις τα πραγματικώς εξαχθέντα εμπορεύματα, ως και κατά πόσον τα εμπορεύματα ταύτα δύνανται εν τη πραγματικότητι να τύχουν της προτιμησιακής μεταχειρήσεως.
4. Εάν αι τοιαύται διαφοραί δεν δύνανται να διακανονισθούν μεταξύ των τελωνειακών αρχών του εισάγοντος Κράτους και εκείνων του εξάγοντος Κράτους, ή εάν εγείρουν θέμα ως προς την ερμηνείαν του παρόντος Πρωτοκόλλου, αύται θα παραπέμπωνται εις την Επιτροπήν Τελωνειακής Συνεργασίας.
5. Εις απάσας τας περιπτώσεις ο διακανονισμός των μεταξύ του εισαγωγέως και των τελωνειακών αρχών του εισάγοντος Κράτους διαφορών θα διενεργήται κατά την νομοθεσίαν του εισάγοντος Κράτους.»
Στην υπόθεση Framespex Ltd ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, αναφορικά με το πιστοποιητικό κινήσεως και τη σημασία του, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 13)
«Η ύπαρξη, η εγκυρότητα και η αυθεντικότητα του πιστοποιητικού κινήσεως από τη χώρα εξαγωγής αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή διεκδίκηση από μέρους του εισαγωγέα προτιμησιακής μεταχείρισης. Το πιστοποιητικό κινήσεως [*290]συνιστά το μοναδικό αποδεικτικό πάνω στο οποίο μπορούν να στηριχθούν οι αρχές της χώρας εισαγωγής και να παράσχουν προτιμησιακή μεταχείριση. Η απόσυρση του αποδεικτικού ατού από τη χώρα εξαγωγής, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας επαλήθευσης, δεν μπορεί παρά να έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την απόρριψη, από τις αρχές της χώρας εισαγωγής, οποιασδήποτε διεκδίκησης για προτιμησιακή μεταχείριση των εισαγόμενων εμπορευμάτων. Ούτε και όφειλε ο Διευθυντής να στραφεί προς την εφεσείουσα με σκοπό την εξασφάλιση πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων. Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, την ευθύνη για την έκδοση του πιστοποιητικού κινήσεως φέρει ο εξαγωγέας, με αποτέλεσμα οι δικές του ενέργειες ή παραλείψεις, τόσο αρχικά όσο και κατά την επαλήθευση, να αντανακλούν άμεσα επί του εισαγωγέα και να τον δεσμεύουν.»
Μετά την υπόθεση Τάσσος Τρουλλίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας, (πιο πάνω), με το λόγο της οποίας και το πρωτόδικο Δικαστήριο συμφώνησε, ο Κωνσταντινίδης, Δ., εξετάζοντας ακριβώς το ίδιο ζήτημα στην υπόθεση Αλέξανδρος Σολέας & Υιός Λτδ. ν. Δημοκρατίας κ.ά., (πιο πάνω), στην οποία, καθώς φαίνεται, δεν έγινε αναφορά πρωτόδικα, ανέφερε τα εξής:-
«Θα προσπαθήσω να εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους με σεβασμό καταλήγω σε συμπέρασμα διαφορετικό από εκείνο της υπόθεσης Τρουλλίδης (ανωτέρω). Ούτε το Άρθρο 24 περιέχει οτιδήποτε το ρητό που να κατευθύνεται προς τη ρύθμιση του ειδικού ζητήματος που εγείρεται και παρεμβάλλω την ορθή επισήμανση πως η Framespex Ltd (ανωτέρω) όσο και αν αφορούσε σε ανάκληση μετά τον τελωνισμό, δεν ασχολήθηκε με το ειδικό θέμα που εγείρεται εδώ. Δεν μπορώ, συναφώς, να συμφωνήσω πως ως ‘μεταγενεστέρα’ εννοείται κατ’ ανάγκην η επαλήθευση με αναφορά όχι και στον τελωνισμό αλλά μόνο στο χρόνο έκδοσης του EUR. 1. Από την άλλη, η δυνατότητα του Άρθρου 24(2) δεν είναι μονοσήμαντη. Αναφέρεται στην αναστολή της εφαρμογής του Τίτλου 1 και σε παράδοση των εμπορευμάτων υπό όρους ‘εν αναμονή των αποτελεσμάτων της επαλήθευσης’. Ως δυνατότητα όμως. Προϋποθέτει διαδικασία επαλήθευσης υπό έναρξη και αναφέρεται σε ρυθμίσεις υπό το υποθετικό ενδεχόμενο να έχουν αποφασίσει οι αρχές του εισάγοντος κράτους την αναστολή. Εμπεριέχει, δηλαδή, ως δυνατότητα και το ενδεχόμενο να μην αποφασίσουν οι αρχές τέτοια αναστολή. Ποιο μπορεί να είναι το νόημα; Εννοεί το Άρθρο πως ενώ τίθεται θέμα επαλήθευσης όπως εν προκειμένω ενόψει των αμφιβολιών ως προς την αυθεντικότητα του εγγράφου ή την ορθότητα των πληροφοριών για την αληθή προέλευση [*291]των εμπορευμάτων, θα ήταν νοητό να διενεργηθεί τελωνισμός; Οριστικός πλέον, αν θεωρηθεί πως σε κάθε τέτοια περίπτωση ο τελωνισμός είναι οριστικός, χωρίς καμιά απολύτως δυνατότητα ανάκλησής του; Όσο και αν, έστω εκ των υστέρων, προκύπτουν στοιχεία που να δείχνουν καταδολίευση; Και πώς σε τέτοια περίπτωση, λειτουργεί ο μηχανισμός; Αφού θα ήταν υποχρεωτικό οι αμφιβολίες να έχουν δημιουργηθεί πριν τον τελωνισμό; Θα είναι ανίσχυρες οι Αρχές σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η όψη των πραγμάτων, πριν τον τελωνισμό, δε δημιουργεί τέτοιες αμφιβολίες, εύλογες όπως διευκρινίζεται;»
Συμφωνούμε με την πιο πάνω ερμηνεία.
Δεδομένης της έλλειψης του βάθρου για προτιμησιακή μεταχείριση, το ερώτημα είναι εάν υπήρχε δυνατότητα ανάκλησης της απόφασης, στο πλαίσιο των γενικών αρχών που την διέπουν.
Οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν ότι παρήλθε μεγάλος χρόνος και δε δικαιολογείται η ανάκληση. Όπως αναφέρεται στην Αλέξανδρος Σολέας & Υιός Λτδ. ν. Δημοκρατίας κ.ά., πιο πάνω:-
«Είναι νομολογημένο πως είναι ενδιάθετη η εξουσία κάθε διοικητικού οργάνου να ανακαλεί αποφάσεις του. [Βλ. Dir. οf Customs v. Grecian Hotel (1985) 1 C.L.R. 476]. Όπως εξηγείται στη βιβλιογραφία, με αναφορά στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακόμα και εκείνων που εμφανίζονται από νομοθετικές πρόνοιες ως οριστικές ή ανέκκλητες. [Βλ. Το Δημόσιο Συμφέρον και η Ανάκληση των Διοικητικών Πράξεων - Δήμητρας Κοντόγιωργα Θεοχαροπούλου Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1979 σελ. 386 και το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου - Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτοπούλου σελ. 179. Και συναφώς το Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων - Ανατύπωση 1982 - Μιχ. Δ. Στασινόπουλου - σελ. 464 κ.επ., Γενικό Διοικητικό Δίκαιο - Π.Δ. Δαγτόγλου, Τρίτη Έκδοση σελ. 309 κ.επ.].»
Στην παρούσα περίπτωση, παρήλθαν δύο περίπου χρόνια μέχρι την απάντηση των Τελωνειακών Αρχών της Ισπανίας και την ανάκληση. Το ζήτημα του χρόνου δεν μπορεί παρά να ιδωθεί σε συνάρτηση με την πράξη, η οποία ανακαλείται. Σε συμφωνία με τα όσα είπε ο Νικολάου, Δ., στη Wellgoods Ltd ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 291/99, ημερ. 20/6/00:-
«Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η προτιμησιακή μεταχείριση γίνεται με δεδομένη τη δυνατότητα [*292]διενέργειας ελέγχου μεταγενέστερα για επαλήθευση του πιστοποιητικού κίνησης. Ο εισαγωγέας γνωρίζει ότι υπόκειται σε αυτό το ενδεχόμενο. Θα πρέπει εξ άλλου να γνωρίζει ότι η διαδικασία μεταξύ Κρατών, όπως και η ίδια η έρευνα χρειάζεται κάποιο χρόνο. Απόκειται στον ίδιο να τα λάβει αυτά υπόψη στον προγραμματισμό του.»
δεν είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε ότι η ανάκληση δεν έγινε μέσα σε εύλογο χρόνο.
Τούτου δοθέντος, δε χρειάζεται να μας απασχολήσει άλλο ζήτημα.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο