Πετρώνδα Ευπραξία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 293

(2005) 3 ΑΑΔ 293

[*293]15 Σεπτεμβρίου, 2005

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΕΥΠΡΑΞΙΑ ΠΕΤΡΩΝΔΑ,

Εφεσείουσα,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3527)

 

Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) ― Άρθρο 58 ― Κατ’ εξαίρεση προς τον γενικό κανόνα, στην επανεξέταση νεότερο νομοθέτημα εφαρμόζεται όταν είναι αναδρομικής ισχύος ― Οι διαδικαστικής φύσης νομοθετικές πρόνοιες, έχουν αναδρομική ισχύ ― Χωρίς να χρειάζεται ρητή αναφορά περί τούτου.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Παράνομη η συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου ― Μόλυνε την διαδικασία των συνεντεύξεων ― Στην επανεξέταση δεν μπορούσε η ΕΔΥ να συνυπολογίσει ως στοιχείο κρίσης τις εντυπώσεις της από αυτές.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Πλεονέκτημα ― Δέουσα έρευνα ― Εύλογα επιτρεπτή η απόφαση της ΕΔΥ υπό τις περιστάσεις διεξαγωγής δέουσας έρευνας κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε μεταπτυχιακό προσόν.

Η εφεσείουσα επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την ακύρωση της απόφασης προαγωγής του ενδιαφερόμενου προσώπου στη θέση Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεχτή την έφεση κατά πλειοψηφία με απόφαση που εξέδωσε ο Κωνσταντινίδης Δ., συμφωνούντων των Νικολάου, Χατζηχαμπή και Παπαδοπούλου Δ.Δ., αποφάσισε ότι:

1. Το Άρθρο 58 κωδικοποιεί αυτούσια ήδη καθιερωμένη νομολογια[*294]κή αρχή και δεν εισάγει όρους με έννοια διαφορετική. Αναφέρεται σε Νόμο αναδρομικής ισχύος και, οι διαδικαστικής φύσης νομοθετικές ρυθμίσεις, ως θέμα ορθής απόδοσης της βούλησης του νομοθέτη, φέρουν μέσα τους την αναδρομική δύναμη. Εκτός αν, βεβαίως, ο ίδιος ο νομοθέτης θελήσει άλλως και η έλλειψη τέτοιας ειδικής αναφοράς επιβεβαιώνει παρά ανατρέπει το τεκμήριο πως θέσπισε τη νομοθετική διάταξη για να έχει αναδρομική ισχύ.

   

2. Η αναδρομικότητα της νέας νομοθετικής ρύθμισης παρέχει τη δυνατότητα εφαρμογής της κατά την επανεξέταση και δεν αλλοιώνει το γεγονός ότι η αρχική συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή στη διαδικασία, όταν αυτή γινόταν, ήταν παράνομη. 

    Ο Γενικός Διευθυντής, παρανόμως συμμετέχων στη διαδικασία ως ο αρμόδιος για σύσταση και όχι υπό οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα όπως εισηγούνται οι καθ’ ων η αίτηση, κατά την προφορική εξέταση υπέβαλε ερωτήσεις στους υποψήφιους, προέβη σε δική του αξιολόγηση της απόδοσής τους για να ακολουθήσει η σύστασή του και, στο τέλος, η Επιτροπή σημείωσε πως κατέληξε στη δική της αξιολόγηση "υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Γενικού Διευθυντή". Αυτή η παράνομη συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή μόλυνε τις προφορικές εξετάσεις και δεν ήταν πλέον νόμιμο για την ΕΔΥ να τις συνυπολογίσει ως στοιχείο κρίσης.

3. Κατά το σχέδιο υπηρεσίας, "μεταπτυχιακόν προσόν ή μεταπτυχιακαί σπουδαί εις την Φαρμακευτικήν ή κλάδον αυτής, θα θεωρηθή πλεονέκτημα".  Τα στοιχεία καταγράφονται, μαζί με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστή, στο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση που ακολουθεί:

"Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πέραν του βασικού του διπλώματος (Bachelor of Science in Pharmacy) ήταν κάτοχος του τίτλου σπουδών Doctor of Pharmacy (Clinical Pharmacy). H αιτήτρια δεν αμφισβητεί ότι το εν λόγω προσόν ήταν στη "Φαρμακευτική ή κλάδο αυτής". Αμφισβητεί ωστόσο ότι ήταν μεταπτυχιακού επιπέδου και διατείνεται ότι η έρευνα που διενήργησε η καθ’ ης η αίτηση ήταν ελλειπής καθότι δεν απευθύνθηκε στο ΚΥΣΑΤΣ για διευκρινίσεις αναφορικά με το εν λόγω προσόν του ενδιαφερόμενου προσώπου.

    Κατόπιν εξέτασης του φακέλου του ενδιαφερόμενου προσώπου, διαπίστωσα ότι απέκτησε τον τίτλο ΒSc in Pharmacy το 1985 και τον τίτλο Doctor of Pharmacy το 1992. Ο τίτλος Doctor of  Pharmacy, όπως σημειώνεται στην επιστολή ημερ. 24.7.2000 του κ. Daniel Hadjittofi, [*295]Εκτελεστικού Διευθυντή του Fulbright Commission στην Κύπρο, προσφερόταν ως μεταπτυχιακός τίτλος κατά τη χρονική περίοδο 1975 – 1997. Η απόκτηση του εν λόγω τίτλου γινόταν στα πλαίσια ειδικού προγράμματος που για την εισδοχή και παρακολούθησή του, απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η κατοχή πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου (ΒSc).  Με βάση τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου διαπιστώνω ότι η Επιτροπή προέβη σε ενδελεχή έρευνα αναφορικά με το μεταπτυχιακό προσόν του ενδιαφερόμενου προσώπου και ως εκ τούτου ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός της αιτήτριας είναι ανεδαφικός."

    Δεν διαπιστώνεται λάθος. Ελέχθηκαν τα στοιχεία και, σε συμφωνία με τον πρωτόδικο Δικαστή, κρίνεται πως η έρευνα ήταν επαρκής και πως η κρίση της ΕΔΥ πως ο ενδιαφερόμενος κατείχε το πλεονέκτημα ήταν ευλόγως επιτρεπτή.

    Ο Δικαστής Νικολαΐδης διαφώνησε με την απόφαση της πλειοψηφίας και εξέδωσε δική του απόφαση μειοψηφίας.

Η έφεση επιτυγχάνει κατά πλειοψηφία με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Λάρκος ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 619,

 Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 203,

Αριστείδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 496/01, ημερ. 18.4.03,

Varnavides v. Ioannou (1982) 1 C.L.R. 263,

Datamedia A.E. v. K.S.Ν. (1990) 1 Α.Α.Δ. 13,

Σοφοκλέους κ.ά. ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 81,

P. Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323,

Θεοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 705/02, ημερ. 18.11.03,

Αntenna Τ.V. Limited v.  Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 711,

Χατζηχάννας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 694/01, ημερ. 13.6.03,

[*296]Αγρότου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 695/01, ημερ. 27.11.03.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 583/2001), ημερομηνίας 7/10/2002, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της προαγωγής, κατόπιν επανεξέτασης λόγω ανάκλησης, του ιδίου ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών αντί της ιδίας.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.

Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Με την απόφαση που θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης συμφωνούν οι Δικαστές Γ. Νικολάου, Δ., Δ. Χατζηχαμπής, Δ., και Ε. Παπαδοπούλου, Δ.. Ο Δικαστής Φρ. Νικολαΐδης, Δ., θα δώσει ξεχωριστή απόφαση.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), με την απόφασή της ημερ. 7.7.2000, επέλεξε τον Λοΐζο Παναγή (ο ενδιαφερόμενος) ως τον καταλληλότερο για προαγωγή στη θέση Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών. Ασκήθηκε προσφυγή από την εφεσείουσα και ο Γενικός Εισαγγελέας συμβούλευσε την ΕΔΥ να ανακαλέσει την προαγωγή επειδή παρευρέθηκε και έκαμε συστάσεις ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας. Ενώ, όπως αποφασίστηκε σε παρόμοιες περιπτώσεις από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Λάρκος ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 619 και Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 203, δεν ήταν ο αρμόδιος.

Η ΕΔΥ ανακάλεσε την απόφασή της και επανεξέτασε το θέμα.  Στο μεταξύ είχε θεσπιστεί ο περί Δημοσίας Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) (Αρ.2) Νόμος του 2000 (Ν.156(Ι)/00) και τα άρθρα 34(9) και 35(4) του βασικού Νόμου (Ν.1/90) τροποποιήθηκαν με την προσθήκη σε αυτά επιφύλαξης σύμφωνα με την οποία "όταν πρόκειται για την πλήρωση θέσης του Προϊσταμένου Τμήματος, στις συστάσεις προβαίνει ο Γενικός Διευθυντής του οικείου Υπουργείου". Η ΕΔΥ κάλεσε τον Γενικό Διευθυντή, αυτός σύστησε τον [*297]ενδιαφερόμενο, η σύστασή του αποτέλεσε στοιχείο κρίσης και αμφισβητείται η νομιμότητα της εμπλοκής του.

Και το δεύτερο από τα ζητήματα που εγείρονται συσχετίζεται προς την αρχική διαδικασία. Είχαν τότε διεξαχθεί ατομικές προφορικές εξετάσεις και η ΕΔΥ, κατά την επανεξέταση, επειδή δεν είχε διαφοροποιηθεί η σύνθεσή της, συνυπολόγισε ως στοιχείο κρίσης και τις τότε εντυπώσεις της αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων. Η εισήγηση του εφεσείοντα είναι πως, ανεξάρτητα από το αν ήταν πλέον δυνατό να προβεί σε σύσταση ο Γενικός Διευθυντής, οι τότε προφορικές εξετάσεις, στις οποίες αυτός συμμετέσχε ενεργά ενώ ήταν αναρμόδιος, ήταν παράνομες όπως και η τότε σύστασή του.

Το τρίτο θέμα αφορά στο κατά πόσο με δέουσα έρευνα και ευλόγως κρίθηκε από την ΕΔΥ πως ο ενδιαφερόμενος κατείχε το πλεονέκτημα που προέβλεπε το σχέδιο υπηρεσίας. Κατά τα λοιπά, αμφισβητείται ως θέμα ουσίας, η νομιμότητα ή η βαρύτητα της σύστασης και, περαιτέρω, με αναφορά στους συσχετισμούς, η εν τέλει κρίση, όπως αυτή αιτιολογήθηκε, πως ο ενδιαφερόμενος υπερείχε. Επισημαίνεται συναφώς πως κατά τα τελευταία χρόνια στα οποία η ΕΔΥ έδωσε έμφαση, η εφεσείουσα δεν υστερούσε του ενδιαφερόμενου στις υπηρεσιακές εκθέσεις και πως είναι αρχαιότερή του κατά 15 χρόνια.

Η εισήγηση της εφεσείουσας πως αφού δεν ήταν αναδρομικής ισχύος ο Ν.156(Ι)/00 δεν ήταν νόμιμη ούτε κατά την επανεξέταση η λήψη σύστασης από το Γενικό Διευθυντή, απορρίφθηκε πρωτοδίκως με την επισήμανση πως "η επανεξέταση δεν έγινε ύστερα από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά ύστερα από ανάκληση από τη Διοίκηση της αρχικής απόφασης που λήφθηκε παράνομα". Αναφορικά με τη σημασία αυτής της διαφοροποίησης η εφεσίβλητη επικαλέστηκε την πρωτόδικη απόφαση (Ηλιάδης, Δ.), στην Άριστος Αριστείδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 496/01, ημερ. 18.4.03. Όπως κρίθηκε εκεί, η απόφαση της Ολομέλειας στις Λάρκου και Νεοφύτου δεν δέσμευαν την ΕΔΥ ως δεδικασμένο "αφού η επανεξέταση προέκυψε μέσα από ανάκληση και όχι από ακυρωτική απόφαση". Επειδή δε ο Νόμος πριν από την τροποποίηση με το Ν.156(Ι)/00 "δεν απαγόρευε την εμπλοκή του Γενικού Διευθυντή του οικείου Υπουργείου σε τέτοιας φύσης διαδικασία" και "απουσίαζε η ρητή διευκρίνιση που επέφερε η τροποποίηση της σχετικής νομοθετικής πρόβλεψης", κατ’ εφαρμογήν του βασικού Νόμου, δηλαδή όπως αυτός ίσχυε κατά το χρόνο της πρώτης απόφασης, η σύσταση από το Γενικό Διευθυντή ήταν νόμιμη.

[*298]Στη συνέχεια, ύστερα από την πιο πάνω επισήμανση, η πρωτόδικη απόφαση καταλήγει: "Έχω τη γνώμη πως η Επιτροπή κατά την επανεξέταση του θέματος πλήρωσης της θέσης, ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει τη νομοθεσία που ίσχυε κατά το χρόνο της επανεξέτασης και όχι τη νομοθεσία που λήφθηκε η αρχική  (ανακληθείσα) απόφαση".

Σε σχέση με την ορθότητα αυτής της κατάληξης, η εφεσίβλητη και ο ενδιαφερόμενος συζήτησαν διάφορες αιτιολογικές βάσεις  αλλά προέχει, ως πρώτο, το κατά πόσο ο Ν.156(Ι)/00 είναι αναδρομικής ισχύος. Με δοσμένο δε πως ο ίδιος ο Νόμος δεν ορίζει ρητά πως είναι αναδρομικός, το κατά πόσο είναι διαδικαστικός.  Αυτό, ενόψει της νομολογίας μας πως διαδικαστικής φύσης νομοθετικές διατάξεις έχουν αναδρομική ισχύ εκτός αν προβλέπεται το αντίθετο ή συντρέχει λόγος για το αντίθετο (βλ. Varnavides v. Ioannou (1982) 1 C.L.R. 263, Datamedia A.E. v. K.S.Ν. (1990) 1 Α.Α.Δ. 13, Σοφοκλέους και Άλλη ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 81, P. Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323).

Ήταν επ’ αυτού η εισήγηση της εφεσείουσας πως ο Ν.156(Ι)/00 δεν είναι διαδικαστικής φύσης αφού για πρώτη φορά ρύθμισε το θέμα της σύστασης στην περίπτωση προϊσταμένου. Μάλιστα, χωρίς τροποποίηση της ερμηνευτικής διάταξης του βασικού Νόμου αναφορικά με το ποιος είναι ο "προϊστάμενος".

Δύο πρωτόδικες αποφάσεις (βλ. συναφώς και την απόφαση  (Νικολάου, Δ.), στην Ελένη Θεοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 705/02, ημερ. 18.11.03), στις οποίες έγινε αναφορά, συγκλίνουν στο ότι αυτές οι νομοθετικές ρυθμίσεις είναι διαδικαστικής φύσης ως αφορούσες στη διαδικασία προαγωγής, δηλαδή στο ποιος προβαίνει σε σύσταση και όχι στο θεσμό ή στο περιεχόμενο  της ίδιας της σύστασης. Με παραπομπή και στην απόφαση της Ολομέλειας στην Αntenna Τ.V. Limited v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 711, στην οποία οι πρόνοιες για την αντικατάσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής κρίθηκαν ως εμπίπτουσες στο διαδικαστικό μέρος του Νόμου και όχι στο ουσιαστικό οπότε, ως τέτοιας φύσης, ορθά είχαν εφαρμοστεί κατά την επανεξέταση. Συμμεριζόμαστε αυτή την προσέγγιση ως προς τη φύση των συζητούμενων  προνοιών και δεν βλέπουμε έρεισμα στην άποψη  πως ο τροποποιητικός Νόμος εισήγαγε το θέμα για πρώτη φορά. Το άρθρο 34(9) έκτοτε αναφερόταν στις συστάσεις ως στοιχείο κρίσης γενικά για την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως και η συζητούμενη, και η διαπίστωση της Ολομέλειας στις Λάρκου και Νεοφύτου (ανωτέρω) δεν ήταν ότι δεν προβλεπόταν τέτοια σύστα[*299]ση στην πλήρωση θέσεων προϊσταμένων. Το ερώτημα αφορούσε στο ποιος θα έπρεπε να προβεί σε τέτοια σύσταση και σημειώνουμε ως σημαντικό επί του προκειμένου το περαιτέρω σκεπτικό σε αυτές τις υποθέσεις πως ο διορισμός Αναπληρωτή Προϊσταμένου, ενδεχομένως του ίδιου του Γενικού Διευθυντή, θα μπορούσε να ήταν η λύση. Το ότι νομοτεχνικά επελέγη η προσθήκη επιφύλαξης στα ίδια τα άρθρα αντί η όποια αλλαγή στην έννοια του όρου "προϊστάμενος" δεν διαπιστώνουμε να έχει εδώ σημασία.

Υπάρχει, όμως, διάσταση στις δύο πρωτόδικες αποφάσεις αναφορικά με τις επιπτώσεις από αυτή την πραγματικότητα, ενόψει και του άρθρου 58 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99) σύμφωνα με το οποίο, κατ’ εξαίρεση από τη γενικότερη αρχή, στην επανεξέταση νεότερο νομοθέτημα εφαρμόζεται όταν, μεταξύ άλλων, "είναι αναδρομικής ισχύος".

Στη Βραχίμης Ι. Χατζηχάννας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 694/01, ημερ. 13.6.03 (Κωνσταντινίδης, Δ.) κρίθηκε πως ακριβώς επειδή κατά τη σταθερή νομολογία μας οι διαδικαστικές νομοθετικές ρυθμίσεις τεκμαίρονται ως αναδρομικής ισχύος, στην απουσία νομοθετικής διάταξης ή άλλου λόγου που να κάμπτει το τεκμήριο, νομίμως λήφθηκε η σύσταση από το Γενικό Διευθυντή. Στην Ανδρούλα Αγρότου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 695/01, ημερ. 27.11.03, (Νικολαΐδης Δ.), αφού σημειώθηκε πως νόμοι που αναφέρονται σε διαδικαστικά θέματα έχουν αναδρομική ισχύ, κρίθηκε πως η απόλυτη διατύπωση του άρθρου 58, στο οποίο αναφέρονται μόνο δύο εξαιρέσεις στον κανόνα, απέκλειε την εφαρμογή κατά την επανεξέταση του νέου Νόμου. Όπως εξηγήθηκε, "αν ο νομοθέτης επιθυμούσε κατά την επανεξέταση να εφαρμόζονται και τα νεότερα διαδικαστικά νομοθετήματα, τότε θα έπρεπε να το αναφέρει".

Το άρθρο 58 κωδικοποιεί αυτούσια ήδη καθιερωμένη νομολογιακή αρχή και δεν εισάγει όρους με έννοια διαφορετική. Αναφέρεται σε Νόμο αναδρομικής ισχύος και, όπως έχουμε σημειώσει, οι διαδικαστικής φύσης νομοθετικές ρυθμίσεις, ως θέμα ορθής απόδοσης της βούλησης του νομοθέτη, φέρουν μέσα τους την αναδρομική δύναμη. Εκτός αν, βεβαίως, ο ίδιος ο νομοθέτης θελήσει άλλως και η έλλειψη τέτοιας ειδικής αναφοράς επιβεβαιώνει παρά ανατρέπει το τεκμήριο πως θέσπισε τη νομοθετική διάταξη για να έχει αναδρομική ισχύ.

Η κατάληξή μας, όμως, πως ορθά λήφθηκε κατά την επανεξέταση νέα σύσταση από το Γενικό Διευθυντή, δεν καθορίζει και το απο[*300]τέλεσμα σε σχέση με την ξεχωριστή εισήγηση πως, εν πάση περιπτώσει, δεν θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη, ως στοιχείο κρίσης, οι προφορικές εξετάσεις που διεξάχθηκαν κατά την πρώτη διαδικασία. Η αναδρομικότητα της νέας νομοθετικής ρύθμισης παρέχει τη δυνατότητα εφαρμογής της κατά την επανεξέταση και δεν αλλοιώνει το γεγονός ότι η αρχική συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή στη διαδικασία, όταν αυτή γινόταν, ήταν παράνομη. Που ήταν άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο στις Λάρκου και Νεοφύτου ακυρώθηκαν οι προαγωγές και, εν προκειμένω, ο λόγος για τον οποίο ανακλήθηκαν οι προαγωγές, που είναι το σταθερό δεδομένο υπό το οποίο τελούμε. Εξ’ ου και η Διοίκηση δεν χρησιμοποίησε ως διασωθείσα την αρχική σύσταση αλλά ζήτησε και πήρε νέα.

Κρίθηκε πρωτοδίκως πως αφού ο μόνος λόγος ανάκλησης ήταν η σύσταση, "το κύρος των συνεντεύξεων παρέμεινε αδιαμφισβήτητο" και αφού η σύνθεση της Επιτροπής δεν άλλαξε και ο χρόνος που είχε παρέλθει μέχρι την επανεξέταση ήταν μικρός, νομίμως αυτές λήφθηκαν υπόψη.

Ο Γενικός Διευθυντής, παρανόμως συμμετέχων στη διαδικασία ως ο αρμόδιος για σύσταση και όχι υπό οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα όπως εισηγούνται οι καθ’ ων η αίτηση, κατά την προφορική εξέταση υπέβαλε ερωτήσεις στους υποψήφιους, προέβη σε δική του αξιολόγηση της απόδοσής τους για να ακολουθήσει η σύστασή του και, στο τέλος, η Επιτροπή σημείωσε πως κατέληξε στη δική της αξιολόγηση "υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Γενικού Διευθυντή". Αυτή η παράνομη συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή μόλυνε τις προφορικές εξετάσεις και δεν ήταν πλέον νόμιμο για την ΕΔΥ να τις συνυπολογίσει ως στοιχείο κρίσης. Η απόφαση της Ολομέλειας στην Νεοφύτου είναι και επ’ αυτού σχετική. Η παράνομη σύσταση του αναρμόδιου Διευθυντή είχε αγνοηθεί από την ΕΔΥ αλλά, όπως εξηγείται από τον Αρτεμίδη, Δ., όπως ήταν τότε, "η αντίθετη από το Νόμο και συνεπώς ανεπίτρεπτη συμμετοχή του Διευθυντή στη διαδικασία επιλογής, με τον τρόπο που έχουμε αναφέρει, καθιστά τη σύνθεση της Επιτροπής κακή και την ενώπιόν της διαδικασία εξ  υπαρχής άκυρη".

Στοιχειοθετείται, κατά τα ανωτέρω, λόγος ακυρότητας και από τους υπόλοιπους που συζητήθηκαν, χρειάζεται να αναφερθούμε μόνο στον σχετικό προς το πλεονέκτημα. Κατά το σχέδιο υπηρεσίας, "μεταπτυχιακόν προσόν ή μεταπτυχιακαί σπουδαί εις την Φαρμακευτικήν ή κλάδον αυτής, θα θεωρηθή πλεονέκτημα". Τα στοιχεία καταγράφονται, μαζί με την κρίση του συναδέλφου μας, στο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση που ακολουθεί:

[*301]"Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πέραν του βασικού του διπλώματος (Bachelor of Science in Pharmacy) ήταν κάτοχος του τίτλου σπουδών Doctor of Pharmacy (Clinical Pharmacy). H αιτήτρια δεν αμφισβητεί ότι το εν λόγω προσόν ήταν στη "Φαρμακευτική ή κλάδο αυτής". Αμφισβητεί ωστόσο ότι ήταν μεταπτυχιακού επιπέδου και διατείνεται ότι η έρευνα που διενήργησε η καθ’ ης η αίτηση ήταν ελλειπής καθότι δεν απευθύνθηκε στο ΚΥΣΑΤΣ για διευκρινίσεις αναφορικά με το εν λόγω προσόν του ενδιαφερόμενου προσώπου.

Κατόπιν εξέτασης του φακέλου του ενδιαφερόμενου προσώπου, διαπίστωσα ότι απέκτησε τον τίτλο ΒSc in Pharmacy το 1985 και τον τίτλο Doctor of Pharmacy το 1992. Ο τίτλος Doctor of Pharmacy, όπως σημειώνεται στην επιστολή ημερ. 24.7.2000 του κ. Daniel Hadjittofi, Εκτελεστικού Διευθυντή του Fulbright Commission στην Κύπρο, προσφερόταν ως μεταπτυχιακός τίτλος κατά τη χρονική περίοδο 1975 - 1997. Η απόκτηση του εν λόγω τίτλου γινόταν στα πλαίσια ειδικού προγράμματος που για την εισδοχή και παρακολούθησή του, απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η κατοχή πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου (ΒSc). Με βάση τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου διαπιστώνω ότι η Επιτροπή προέβη σε ενδελεχή έρευνα αναφορικά με το μεταπτυχιακό προσόν του ενδιαφερόμενου προσώπου και ως εκ τούτου ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός της αιτήτριας είναι ανεδαφικός."

Δεν διαπιστώνουμε λάθος. Ελέγξαμε τα στοιχεία και, σε συμφωνία με το συνάδελφό μας, κρίνουμε πως η έρευνα ήταν επαρκής και πως η κρίση της ΕΔΥ πως ο ενδιαφερόμενος κατείχε το πλεονέκτημα ήταν ευλόγως επιτρεπτή. Η πρόσθετη αιτιολόγηση της πρωτόδικης κρίσης με αναφορά σε αμάχητο τεκμήριο ενόψει της θέσης που ήδη κατείχε ο ενδιαφερόμενος, δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει.

Η έφεση επιτυγχάνει, με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Με όλο το σεβασμό θα διαφωνήσω με την προσέγγιση των συναδέλφων μου σε ένα σημείο. Το άρθρο 58 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99, προβλέπει ότι κατά την επανεξέταση ακυρωθείσας πράξης η διοίκηση οφείλει να λάβει υπ’ όψιν το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο που εκδόθηκε η απόφασή της. Κατ’ εξαίρεση είναι εφαρμοστέο το κατά το χρόνο της έκδοσης της νέας πράξης νομικό καθεστώς, όταν το νεότερο νομοθέτημα είναι αναδρομικής ισχύος ή όταν προκύπτει από αυτό ότι ο νομοθέτης δεν ανέ[*302]χεται στο εξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων.

Είναι ορθό πως σύμφωνα με σταθερή νομολογία, νόμοι με διαδικαστικό περιεχόμενο τεκμαίρονται ως αναδρομικής ισχύος. Όμως, η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε στο άρθρο 58 δείχνει πως η αναδρομικότητα του νεότερου νομοθετήματος θα πρέπει να αποτελούσε τη σαφή επιθυμία του νομοθέτη, που να εκφράζεται στο συγκεκριμένο νομοθέτημα.

Δεν συμφωνώ ότι το άρθρο κωδικοποιεί την καθιερωμένη νομολογιακή αρχή για την αναδρομικότητα των δικονομικών διατάξεων. Τίποτε δεν δείχνει προς αυτή την κατεύθυνση. Η διατύπωση που έχει επιλεγεί δεν επιτρέπει ένα τέτοιο συμπέρασμα. Αντίθετα, υποδεικνύει ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν ακριβώς η αλλαγή της υφιστάμενης κατάστασης. Και η νομολογία υποχωρεί όταν νεότερος νόμος προβλέπει διαφορετικά. Κατά τη ψήφιση του άρθρου 58 ο νομοθέτης γνώριζε την υφιστάμενη νομολογία και αν επιθυμούσε να την ενσωματώσει θα το έπραττε με σαφήνεια.

Την άποψή μου ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν η παρασπονδία από τη νομολογία ενισχύει και η αξιοσημείωτη ταύτιση της διατύπωσης του άρθρου 58 με αυτή που χρησιμοποιήθηκε από το Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας στην υπόθεση ΣτΕ 3805/75. Υιοθετείται ακριβώς η εξαίρεση που προβλέπει η ελληνική νομολογία. Την ίδια γραμμή ακολούθησε και το Γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας (Conseil d’ Etat) σύμφωνα με τη νομολογία του οποίου επικρατεί ως κρατούσα άποψη η δέσμευση της διοίκησης από το παλαιό δίκαιο, όχι μόνο κατά την αποθετική, αλλά και κατά τη θετική της συμμόρφωση (βλέπε Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Δεύτερη Έκδοση, παράγραφος 734 όπου η πιο πάνω θέση επικρίνεται μεν από το συγγραφέα, αλλά δεν παύει να είναι η κρατούσα).

Καταλήγω πως, όπως αναφέρω και στην υπόθεση Αγρότου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 695/2001, ημερ. 27.11.2003, οι εξαιρέσεις του άρθρου 58 περιορίζονται μόνο στις δύο που αναφέρονται ρητά. Όταν, δηλαδή, το νεότερο νομοθέτημα προσέδωσε στον εαυτό του αναδρομική ισχύ ή όταν προκύπτει ότι ο νομοθέτης δεν ανέχεται στο εξής την εφαρμογή των παλαιότερων νομοθετημάτων.

Η έφεση επιτυγχάνει κατά πλειοψηφία με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο