Ήρωα Angela Siomina ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 307

(2005) 3 ΑΑΔ 307

[*307]15 Σεπτεμβρίου, 2005

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ANGELA SIOMINA ΗΡΩΑ,

Εφεσείουσα,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3529)

 

Αλλοδαποί ― Αίτηση για πολιτογράφηση βάσει του Άρθρου 5(2) του περί Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμου του 1967 (Ν. 43/67 όπως τροποποιήθηκε) ― Έκδοση απορριπτικής απόφασης από τον Αναπληρωτή Λειτουργό Μετανάστευσης ― Αρμοδιότητα ― Εκχώρηση της αρμοδιότητας του Υπουργού με την Κ.Δ.Π. 262/2000 προς τον Λειτουργό Μετανάστευσης ― Άσκηση της αρμοδιότητας από τον Αναπληρωτή του, νόμιμη, βάσει του Άρθρου 42(1) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) ― Ισχυρισμοί περί αναρμοδιότητας απορρίφθηκαν.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δικαστικός έλεγχος ― Λαμβάνεται υπόψη η αιτιολογία που συνοδεύει την απόφαση, όχι η εξήγηση που δίδεται για την απόφαση με την επιστολή γνωστοποίησης.

Αλλοδαποί ― Πολιτογράφηση ― Εύλογα επιτρεπτή απόφαση απόρριψης λόγω εικονικότητας του γάμου, βάσει των στοιχείων ενώπιόν του ― Καλόπιστη και υπεύθυνη κρίση.

Ο περί του Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμος του 1967 (Ν. 43/67) ― Άρθρο 5(2) ― Δεν παρέχεται δικαίωμα για πολιτογράφηση, αλλά δικαίωμα στον αλλοδαπό να αποταθεί για πολιτογράφηση ― Η απόφαση ανήκει στον Υπουργό ― Απόλυτη η κρίση της Διοίκησης, εφόσον ασκείται με καλή πίστη ― Έστω και αν στηρίζεται σε λογική αμφιβολία και όχι σε οτιδήποτε πέραν αυτής.

Η εφεσείουσα επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, [*308]την ακύρωση της απόφασης του Αναπληρωτή Λειτουργού Μετανάστευσης, με την οποία απορρίφθηκε αίτημά της για πολιτογράφηση.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Η εισήγηση της εφεσείουσας ότι η εκχώρηση της εξουσίας του Υπουργού στον Λειτουργό Μετανάστευσης ήταν ultra vires του περί Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμου, επειδή ο νόμος αυτός δεν προβλέπει την έκδοση Κανονισμών που να επιτρέπουν την εκχώρηση εξουσίας, παραγνωρίζει ότι ο Κανονισμός 2, στον οποίο αναφέρεται η εκχώρηση, αφορά μόνο στην ερμηνεία όρων και ότι στην πραγματικότητα το νομικό έρεισμα της εκχώρησης δεν ήταν ο εν λόγω Κανονισμός, αλλά ο περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμος. Ομοίως, απέχει από την πραγματικότητα και η εισήγηση της εφεσείουσας ότι ο Λειτουργός Μετανάστευσης δεν κατείχε αρμόδια  θέση σε αρμόδια υπηρεσία, ώστε να καθίστατο δυνατή η εκχώρηση σ’ αυτόν της υπό αναφορά αρμοδιότητας. Καθώς υποδείχθηκε πρωτοδίκως:

«Ο Λειτουργός Μεταναστεύσεως, ως εκ των καθηκόντων του αναφορικά με τους αλλοδαπούς, κατέχει ασφαλώς αρμόδια θέση σε αρμόδια υπηρεσία για να εξετάζει αιτήματα αλλοδαπών να καταστούν ημεδαποί με την απόκτηση της Κυπριακής ιθαγένειας».

     Η εκχώρηση της εξουσίας ήταν λοιπόν νόμιμη. Το ίδιο νόμιμη ήταν και η άσκηση της από τον Αναπληρωτή Λειτουργό Μετανάστευσης, γιατί από αυτόν ασκήθηκε, όχι από τον κ. Πηλαβά: βλ. Άρθρο 42(1) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990,  (Ν. 1/90 όπως τροποποιήθηκε), που παρέχει τη δυνατότητα εκτέλεσης των καθηκόντων της θέσης από διορισθέντα ως αναπληρωτή. Ως προς την τελευταία επί του ζητήματος εισήγηση της εφεσείουσας, ότι ο Αναπληρωτής Λειτουργός Μετανάστευσης δεν είχε αρμοδιότητα γιατί η αίτηση θα έπρεπε να κρινόταν με βάση το προ της εκχώρησης καθεστώς, η άποψη της Ολομέλειας συνάδει πλήρως με την ακόλουθη απάντηση που δόθηκε πρωτοδίκως:

«Το γεγονός ότι η αίτηση της αιτήτριας υποβλήθηκε ένα χρόνο πριν τη δημοσίευση της εκχώρησης, στις 14.10.1999, ο δε Αν. Λειτουργός Μεταναστεύσεως επιλήφθηκε της αίτησης και ανέβαλε τη λήψη απόφασης μετά εξάμηνο, είναι άνευ σημασίας εφόσον, κατά το χρόνο λήψεως της επίδικης απόφασης, ήτοι στις 2.8.2001, [*309]ο Λειτουργός Μεταναστεύσεως (άρα και ο Αναπληρωτής του) είχε αρμοδιότητα η οποία του εκχωρήθηκε εννέα περίπου μήνες προηγουμένως, συγκεκριμένα στις 13.10.2000, με την Κ.Δ.Π.262/2000. Όσον αφορά την εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι το νομικό καθεστώς που διέπει την υπόθεσή της δεν είναι αυτό που ίσχυε στις 2.8.2001, αλλά το καθεστώς που προηγήθηκε της δημοσίευσης της Κ.Δ.Π.262/2000, εφόσον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η διοίκηση παρέλειψε να εκπληρώσει τα καθήκοντά της μέσα σε εύλογο χρόνο, παρατηρώ ότι αυτή δεν είναι ορθή για το λόγο ότι η αρχή, την οποία επικαλείται ο δικηγόρος της αιτήτριας, αναφέρεται στο νομικό καθεστώς το οποίο διέπει την ουσία της υπόθεσης και όχι στο ποίος έχει αρμοδιότητα να της επιληφθεί και αποφασίσει.»

2.  Φαίνεται από το διοικητικό φάκελο ότι  η αίτηση απορρίφθηκε επειδή θεωρήθηκε ότι επρόκειτο για περίπτωση εικονικού γάμου και όχι για περίπτωση όπου οι σύζυγοι απλώς δεν βρίσκονταν κάτω από την ίδια στέγη. Ο δικαστικός έλεγχος λαμβάνει  υπόψη την αιτιολογία που συνοδεύει την απόφαση όχι την εξήγηση που δίδεται για την απόφαση με την επιστολή γνωστοποίησης. 

3.  Η απόφαση του Αναπληρωτή Λειτουργού Μετανάστευσης περί εικονικότητας του γάμου ήταν, εύλογα επιτρεπτή. Είχαν συγκεντρωθεί σαφείς, αντικειμενικές ενδείξεις ως προς τις περιστάσεις των σχέσεων της εφεσείουσας με τον πρώην μνηστήρα, κουμπάρο και εξ αρχής εργοδότη της, που δικαιολογούσαν την ανησυχία ότι δεν επρόκειτο για γνήσια περίπτωση γάμου. Οι δε περί του αντιθέτου μαρτυρίες, οι ποσοτικώς υπέρτερες, δεν μπορούσαν να διαλύσουν αυτή την ανησυχία την οποία η περαιτέρω έρευνα δεν θα άμβλυνε. Υπήρχαν τα δεδομένα τα οποία επέτρεπαν στον Αναπληρωτή Λειτουργό Μετανάστευσης να ασκήσει  κρίση και είναι, προφανές ότι την άσκησε καλόπιστα και υπεύθυνα.

4.  Το Άρθρο 5(2) του Νόμου δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα πολιτογράφησης.  Του παρέχει το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση όπου θεωρεί ότι συντρέχουν οι τιθέμενες σ’ αυτό προϋποθέσεις.  Και παρέχει στον Υπουργό την εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα. Οπότε ο Υπουργός «μπορεί να μεριμνήσει» για την πολιτογράφηση αλλοδαπού. Πρόκειται για κρατική εξουσία η οποία, σε αυτές τις περιπτώσεις, ασκείται νόμιμα εφόσον ασκείται καλόπιστα. Ο ασκών την εξουσία δεν παύει  να ενεργεί καλόπιστα όπου η απόφαση του για τη μη πολιτογράφηση αλλοδαπού στηρίζεται μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε ο,τιδήποτε πέραν αυτής. Εφόσον λοιπόν τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Marga v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583,

Moyo a.o. v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 1027/2001) ημερομηνίας 18/10/2002, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εναντίον της απόρριψης της αίτησής της ημερ. 14/10/99 για πολιτογράφησή της ως Κύπριας πολίτιδας την οποία υπέβαλε βάσει του Άρθρου 5(2) του περί Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμου του 1967 (Ν. 43/67, όπως είχε τροποποιηθεί).

Χρ. Γεωργιάδης, για την Εφεσείουσα.

Δ. Παπαμιλτιάδους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα υπέβαλε, στον καθορισμένο τύπο, αίτηση για πολιτογράφηση βάσει του άρθρου 5(2) του περί του Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμου του 1967 (Ν. 43/67 όπως είχε τροποποιηθεί)*. Προβλεπόταν ότι:

«(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4) ο Υπουργός μπορεί, όταν υποβληθεί αίτηση κατά τον καθορισμένο τρόπο και δοθεί διαβεβαίωση πίστεως στη Δημοκρατία στον τύπο ο οποίος καθορίζεται στον Πρώτο Πίνακα, να μεριμνήσει για την εγγραφή ως πολίτη της Δημοκρατίας προσώπου, είτε αυτό είναι ενήλικο και πλήρους ικανότητας πρόσωπο είτε όχι, που [*311]ικανοποιεί τον Υπουργό ότι:-

(α) Είναι ο/η σύζυγος ή ο χήρος ή η χήρα πολίτη της Δημοκρατίας ή ήταν ο/η σύζυγος προσώπου το οποίο, αν δεν είχε αποβιώσει, θα είχε καταστεί ή θα είχε δικαίωμα να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας και

(β) διαμένει με το/τη σύζυγό του για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των δύο χρόνων:

Νοείται ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο αλλοδαπός εισέρχεται ή παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία.»

Η αίτηση, ημερ. 14 Οκτωβρίου 1999, στάληκε από τους δικηγόρους της εφεσείουσας στο Λειτουργό Μετανάστευσης  με συνοδευτική επιστολή, ημερ. 19 Οκτωβρίου, και με ένορκες δηλώσεις, πιστοποιητικά  και άλλα έγγραφα.

Στις 29 Μαρτίου 2001 η εφεσείουσα πληροφορήθηκε ότι η αίτησή της θα εξεταζόταν στον κατάλληλο χρόνο και ότι θα ενημερωνόταν μόλις υπήρχαν εξελίξεις. Προκύπτει από σχετικό σημείωμα στο διοικητικό φάκελο ότι σε εκείνο το στάδιο η διοίκηση θεωρούσε πως χρειαζόταν «περισσότερος χρόνος προς εξακρίβωση της βιωσιμότητας του γάμου του ζεύγους». Άλλωστε το Τμήμα Αλλοδαπών και Μετανάστευσης προβληματιζόταν από καιρό αναφορικά με το κατά πόσο ο γάμος ήταν εικονικός. Η εφεσείουσα το γνώριζε και προσπαθούσε να πείσει περί του αντιθέτου.

Στις 2 Αυγούστου 2001 ο Αναπληρωτής Λειτουργός Μετανάστευσης κατέληξε σε  αρνητική  επί της αίτησης  απόφαση κατόπιν εισήγησης, ημερ. 30 Ιουλίου 2001, του λειτουργού Κ. Πηλαβά ο οποίος, στηριζόμενος σε στοιχεία του φακέλου, ανέφερε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

«2. Την περίπτωση τη γνωρίζω πολύ καλά. Πρόκειται για γάμο που έγινε για να διαμένει η αλλοδαπή με τρίτο πρόσωπο και να εργάζεται.

3. Ο Ελληνοκύπριος σύζυγος διαμένει στη Λεμεσό με τους γονείς του ενώ η αλλοδαπή εργάζεται στο ξενοδοχείο του φίλου της.

4. Εισηγούμαι όπως απορριφθεί η αίτηση για Κυπριακή υπηκοότητα καθώς και η αίτηση για παράταση της παραμονής της.»

[*312]Η απόφαση γνωστοποιήθηκε στην εφεσείουσα με επιστολή, ημερ. 7 Αυγούστου 2001, την οποία είχε υπογράψει ο κ. Κ. Πηλαβάς εκ μέρους του Αναπληρωτή Λειτουργού Μετανάστευσης.  Με την επιστολή δόθηκε στην εφεσείουσα ο εξής λόγος για την απόρριψη της αίτησης:

«… η αίτηση σας απορρίφθηκε γιατί από εξετάσεις που έγιναν διαπιστώθηκε ότι δεν διαμένατε με το σύζυγο σας κάτω από την ίδια στέγη.»

Με την προσφυγή τέθηκαν προς εξέταση οι εξής εισηγήσεις της εφεσείουσας: (α) ότι η προσβληθείσα απόφαση λήφθηκε, από διάφορες απόψεις, αναρμοδίως· (β) ότι το άρθρο 5(2) του περί Πολίτου της Δημοκρατίας Νόμου ερμηνεύτηκε και εφαρμόστηκε κατά τρόπο λανθασμένο· (γ) ότι δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα· (δ) ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης· (ε) ότι υπήρξε υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας· και (στ) ότι η απόφαση δεν ήταν αιτιολογημένη. Η προσφυγή απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, ημερ. 18 Οκτωβρίου 2002.

Με την έφεση τίθενται ξανά τα ίδια ζητήματα, με λόγους που φέρουν στο καθετί εσφαλμένη την πρωτόδικη προσέγγιση. Ως προς το ζήτημα αρμοδιότητας, η εφεσείουσα εισηγήθηκε κατ’ αρχάς ότι ενώ η εξουσία  δυνάμει του άρθρου 5(2) του περί Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμου ανήκε στον Υπουργό Εσωτερικών, ασκήθηκε εν προκειμένω από τον Αναπληρωτή Λειτουργό Μετανάστευσης. Η Δημοκρατία υπέδειξε την Κ.Δ.Π. 262/00, ημερ. 13 Οκτωβρίου 2000, με την οποία έγινε εκχώρηση της εξουσίας από τον Υπουργό προς τον Λειτουργό Μετανάστευσης. Η εφεσείουσα αντέτεινε ότι η δική της αίτηση είχε υποβληθεί προηγουμένως, στις 14 Οκτωβρίου 1999, και ότι ο Αναπληρωτής Λειτουργός Μετανάστευσης  επιλήφθηκε της αίτησης προτού ακόμα γίνει η εκχώρηση. Εισηγήθηκε επομένως ότι το νομικό καθεστώς που αφορούσε στην περίπτωση της δεν ήταν εκείνο της εκχώρησης, το οποίο ίσχυε στις 2 Αυγούστου 2001 που λήφθηκε η απόφαση, αλλά το προ της δημοσίευσης της Κ.Δ.Π. 262/00 αφού το λογικό χρονικό διάστημα εντός του οποίου  θα έπρεπε να εξεταζόταν η αίτηση είχε παρέλθει από ακόμα πιο πριν. Η εφεσείουσα εισηγήθηκε εξάλλου ότι η αναφερθείσα εκχώρηση ήταν ultra vires του άρθρου 3(2) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινος Νόμου, Νόμου του 1962 (Ν.23/62) επειδή, κατά την άποψη της, ο Λειτουργός Μετανάστευσης προς τον οποίο εκχωρήθηκε η εξουσία δεν κατείχε «αρμόδια θέση σε αρμόδια υπηρεσία σε σχέση με ζητήματα απόκτησης της Κυπριακής Ιθαγένειας». Επιπλέον, επειδή το διάταγμα εκχώρησης φαινόταν να βασίζεται όχι [*313]μόνο στο άρθρο 3(2) του Νόμου 23/1962 αλλά και στον Καν. 2 των περί του Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Κανονισμών του 1969 (Δ.Π. 11/69 όπως τροποποιήθηκε), εισηγήθηκε ότι η εκχώρηση ήταν ultra vires και του περί Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμου αφού το άρθρο 12(1) αυτού του Νόμου, το οποίο εξουσιοδοτεί την έκδοση Κανονισμών, δεν περιλαμβάνει πρόνοια για εκχώρηση εξουσίας. Τέλος, εισηγήθηκε ότι εν πάση περιπτώσει η διοικητική απόφαση λήφθηκε όχι από τον Λειτουργό Μετανάστευσης, στον οποίο αναφερόταν η εκχώρηση, αλλά είτε από τον Αναπληρωτή Λειτουργό Μετανάστευσης είτε από τον κ. Κ. Πηλαβά, όταν ούτε ο ένας ούτε ο άλλος ήταν εκδοχείς της εκχώρησης, και επομένως λήφθηκε αναρμοδίως.

Αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 5(2) του περί Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμου, η εφεσείουσα προώθησε την άποψη ότι η προϋπόθεση διαμονής του ενός συζύγου με τον άλλο δεν σημαίνει ότι χρειαζόταν να ζουν «κάτω από την ίδια στέγη» και ότι, εν πάση περιπτώσει, διέμεναν μαζί για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο χρόνων μέχρι την υποβολή της αίτησης και δεν χρειαζόταν να διέμεναν μαζί κατά το χρόνο της απόφασης.

Έπειτα η εφεσείουσα προέβαλε ότι δεν διεξήχθη η αναγκαία έρευνα και ότι ως αποτέλεσμα η απόφαση λήφθηκε υπό πλάνη περί τα πράγματα. Επικαλέστηκε, ως προς αυτό, στοιχεία που βεβαίωναν αρμονική συμβίωση του ζεύγους για περίοδο πέραν των δύο ετών όπως και αστυνομικές και υπηρεσιακές εκθέσεις ή σημειώσεις σύμφωνα με τις οποίες πληρούντο οι προϋποθέσεις για πολιτογράφηση. Ταυτόχρονα εισηγήθηκε ότι άλλες τέτοιες εκθέσεις και σημειώσεις, ενταγμένες στο ίδιο πλαίσιο έρευνας αλλά μη ευνοϊκές, δεν θα έπρεπε να λαμβάνονταν υπόψη διότι «προέρχονται από αναρμόδια πρόσωπα, δεν στηρίζονται σε γεγονότα και επομένως δεν συνιστούν αποδεκτή πηγή πληροφόρησης».

Σε ό,τι αφορά τα ζητήματα χρηστής διοίκησης, καλής πίστης, υπέρβασης και κατάχρησης εξουσίας, η εφεσείουσα ισχυρίστηκε, για όλα μαζί, ότι επειδή ο Αναπληρωτής Λειτουργός Μετανάστευσης θεώρησε εικονικό το γάμο και εξέταζε το ενδεχόμενο λήψης μέτρων βάσει του άρθρου του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 (όπως τροποποιήθηκε – βλ. ιδιαίτερα τον τροποποιητικό Ν. 22(Ι)/01), με την εν λόγω απόφαση «επεδίωξε την πραγμάτωση των σκοπών του νόμου αυτού και επομένως σκοπών ξένων προς αυτούς των περί του Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμων του 1967 μέχρι του 1999 (Αρ. 2)» και εξ άλλου «δεν του παρέχεται η εξουσία να κηρύττει ή να προκαλεί τη μεταχείριση [*314]εν γένει ενός γάμου ως εικονικού». Τέλος, κατά την εφεσείουσα, η δοθείσα αιτιολογία δεν ήταν επαρκής, ορθή και νόμιμη.

Κατά τη γνώμη μας, η εισήγηση της εφεσείουσας ότι η εκχώρηση της εξουσίας του Υπουργού στον Λειτουργό Μετανάστευσης ήταν ultra vires του περί Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμου επειδή ο νόμος αυτός δεν προβλέπει την έκδοση Κανονισμών που να επιτρέπουν την εκχώρηση εξουσίας, παραγνωρίζει ότι ο Κανονισμός 2, στον οποίο αναφέρεται η εκχώρηση, αφορά μόνο στην ερμηνεία όρων και ότι στην πραγματικότητα το νομικό έρεισμα της εκχώρησης δεν ήταν ο εν λόγω Κανονισμός αλλά ο περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινος Νόμου, Νόμος. Ομοίως, κατά τη γνώμη μας, απέχει από την πραγματικότητα και η εισήγηση της εφεσείουσας ότι ο Λειτουργός Μετανάστευσης δεν κατείχε αρμόδια θέση σε αρμόδια υπηρεσία ώστε να καθίστατο δυνατή η εκχώρηση σ’ αυτόν της υπό αναφορά αρμοδιότητας. Καθώς υπέδειξε ο συνάδελφος μας πρωτοδίκως:

«Ο Λειτουργός Μεταναστεύσεως, ως εκ των καθηκόντων του αναφορικά με τους αλλοδαπούς, κατέχει ασφαλώς αρμόδια θέση σε αρμόδια υπηρεσία για να εξετάζει αιτήματα αλλοδαπών να καταστούν ημεδαποί με την απόκτηση της Κυπριακής ιθαγένειας».

Η εκχώρηση της εξουσίας ήταν λοιπόν νόμιμη. Το ίδιο νόμιμη ήταν και η άσκηση της από τον Αναπληρωτή Λειτουργό Μετανάστευσης, γιατί από αυτόν ασκήθηκε, όχι από τον κ. Πηλαβά: βλ. άρθρο 42(1) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990,  (Ν. 1/90 όπως τροποποιήθηκε) που παρέχει τη δυνατότητα εκτέλεσης των καθηκόντων της θέσης από διορισθέντα ως αναπληρωτή. Ως προς την τελευταία επί του ζητήματος εισήγηση της εφεσείουσας, ότι ο Αναπληρωτής Λειτουργός Μετανάστευσης δεν είχε αρμοδιότητα γιατί η αίτηση θα έπρεπε να κρινόταν με βάση το προ της εκχώρησης καθεστώς, η άποψη μας συνάδει πλήρως με την ακόλουθη απάντηση που δόθηκε πρωτοδίκως:

«Το γεγονός ότι η αίτηση της αιτήτριας υποβλήθηκε ένα χρόνο πριν τη δημοσίευση της εκχώρησης, στις 14.10.1999, ο δε Αν. Λειτουργός Μεταναστεύσεως επιλήφθηκε της αίτησης και ανέβαλε τη λήψη απόφασης μετά εξάμηνο, είναι άνευ σημασίας εφόσον, κατά το χρόνο λήψεως της επίδικης απόφασης, ήτοι στις 2.8.2001, ο Λειτουργός Μεταναστεύσεως (άρα και ο Αναπληρωτής του) είχε αρμοδιότητα η οποία του εκχωρήθηκε εννέα περίπου μήνες προηγουμένως, συγκεκριμένα στις 13.10.2000, με την Κ.Δ.Π. 262/2000. Όσον αφορά την εισήγηση του δικηγόρου της [*315]αιτήτριας ότι το νομικό καθεστώς που διέπει την υπόθεσή της δεν είναι αυτό που ίσχυε στις 2.8.2001, αλλά το καθεστώς που προηγήθηκε της δημοσίευσης της Κ.Δ.Π. 262/2000, εφόσον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η διοίκηση παρέλειψε να εκπληρώσει τα καθήκοντά της μέσα σε εύλογο χρόνο, παρατηρώ ότι αυτή δεν είναι ορθή για το λόγο ότι η αρχή, την οποία επικαλείται ο δικηγόρος της αιτήτριας, αναφέρεται στο νομικό καθεστώς το οποίο διέπει την ουσία της υπόθεσης και όχι στο ποίος έχει αρμοδιότητα να της επιληφθεί και αποφασίσει.»

Τις εισηγήσεις της εφεσείουσας ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5(2) του περί Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμου δεν χρειάζεται να τις συζητήσουμε γιατί δεν έχουν σχέση με την πραγματική αιτιολογική σκέψη απόρριψης της αίτησης. Όπως προαναφέραμε, φαίνεται από το διοικητικό φάκελο ότι η αίτηση απορρίφθηκε επειδή θεωρήθηκε ότι επρόκειτο για περίπτωση εικονικού γάμου και όχι για περίπτωση όπου οι σύζυγοι απλώς δεν βρίσκονταν κάτω από την ίδια στέγη. Ο δικαστικός έλεγχος λαμβάνει υπόψη την αιτιολογία που συνοδεύει την απόφαση όχι την εξήγηση που δίδεται για την απόφαση με την επιστολή γνωστοποίησης. 

Έπειτα, με αυτό ως τη βάση, η απόφαση του Αναπληρωτή Λειτουργού Μετανάστευσης περί εικονικότητας του γάμου ήταν, κατά τη γνώμη μας, εύλογα επιτρεπτή. Είχαν συγκεντρωθεί σαφείς, αντικειμενικές ενδείξεις ως προς τις περιστάσεις των σχέσεων της εφεσείουσας με τον πρώην μνηστήρα, κουμπάρο και εξ αρχής εργοδότη της, που δικαιολογούσαν την ανησυχία ότι δεν επρόκειτο για γνήσια περίπτωση γάμου. Οι δε περί του αντιθέτου μαρτυρίες, οι ποσοτικώς υπέρτερες, δεν μπορούσαν να διαλύσουν αυτή την ανησυχία την οποία η περαιτέρω έρευνα δεν θα άμβλυνε γιατί είχε τις ρίζες της στην αρχική διευθέτηση για την παραμονή της εφεσείουσας στην Κύπρο. Υπήρχαν λοιπόν τα δεδομένα τα οποία επέτρεπαν στον Αναπληρωτή Λειτουργό Μετανάστευσης να ασκήσει  κρίση και είναι, κατά τη γνώμη μας, προφανές ότι την άσκησε καλόπιστα και υπεύθυνα.

Το αναφερθέν άρθρο 5(2) του Νόμου δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα πολιτογράφησης. Του παρέχει το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση όπου θεωρεί ότι συντρέχουν οι τιθέμενες σ’ αυτό προϋποθέσεις. Και παρέχει στον Υπουργό την εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα. Οπότε ο Υπουργός «μπορεί να μεριμνήσει» για την πολιτογράφηση αλλοδαπού. Πρόκειται για κρατική εξουσία η οποία, σε αυτές τις περιπτώσεις, ασκείται νόμιμα εφόσον ασκείται καλόπιστα. Ο ασκών την εξουσία δεν παύει να ενεργεί καλόπιστα [*316]όπου η απόφαση του για τη μη πολιτογράφηση αλλοδαπού στηρίζεται μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε ο,τιδήποτε πέραν αυτής. Εφόσον λοιπόν τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη. Το ίδιο όπως και στην περίπτωση εφαρμογής του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 (όπως τροποποιήθηκε). Ισχύουν κατ’ αναλογίαν και εδώ τα όσα ανέφερε ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε) στην Amanda Marga v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583, στη σελ. 2587, τα οποία επικροτήθηκαν από την Ολομέλεια στη Moyo & Another v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203, και σε μεταγενέστερη νομολογία:

«The right to review conferred by Article 146 is not confined to nationals or citizens of the country but extends to everyone, provided administrative action affects a legitimate interest of his in the sense of para. 2 of Art. 146. The discretion of the authorities, on the other hand, to exclude an alien is not abridged by the fact that its exercise is subject to judicial review. By the terms of the Aliens and Immigration Law, Cap. 105, the discretion of the State to exclude aliens is very wide, as broad as it can be in law, consistent with the supremacy and territorial integrity of the State; but not absolute. It is subject to the bona fide exercise of the discretion. So long as the discretion is exercised in good faith, the Court will query the decision no further. An alien, subject to any rights that may  be conferred by convention or bilateral treaty, has not right to enter the country. His only right is that an application to enter the country should be considered in good faith. Acknowledgment of any further obligation on the part of the State would be inconsistent with the sovereign right of the State to exclude aliens.»

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο