Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλος ν. Iωάννη Τσεριώτη και Άλλης (2005) 3 ΑΑΔ 338

(2005) 3 ΑΑΔ 338

[*338]20 Σεπτεμβρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,

ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3469)

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείουσα-Καθ’ης η αίτηση,

v.

ΙΩΑΝΝΗ ΤΣΕΡΙΩΤΗ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3481)

ΧΑΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείων-Ενδιαφερόμενο Μέρος,

v.

ΙΩΑΝΝΗ ΤΣΕΡΙΩΤΗ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 3469, 3481)

 

Αναθεωρητική Έφεση ― Κατά πόσο είναι δυνατόν να εξεταστούν λόγοι ακυρώσεως, που τέθηκαν αλλά δεν εξετάστηκαν πρωτόδικα, αν δεν καταχωρήθηκε αντέφεση ή/και δεν επιδόθηκε ειδοποίηση βάσει των προνοιών της Δ.35, θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ― Νομολογία ― Στην απουσία τέτοιων δικονομικών διαβημάτων με δεδο[*339]μένη την ένσταση των εφεσειόντων, το αίτημα απορρίφθηκε.

Μετά την κοινή αποδοχή από τους δικηγόρους των διαδίκων της ανατροπής της πρωτόδικης ακυρωτικής απόφασης, τέθηκε αίτημα από τον δικηγόρο του εφεσίβλητου όπως εξεταστούν από την Ολομέλεια οι υπόλοιποι λόγοι ακυρώσεως που δεν εξετάστηκαν πρωτόδικα. Οι δικηγόροι των εφεσειόντων είχαν ένσταση λόγω της μη καταχώρισης αντέφεσης ή επίδοσης ειδοποίησης βάσει της Δ.35, θ. 10.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας το αίτημα και κάνοντας δεχτές τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:

Ο εφεσίβλητος αποδέχεται τους δύο προβαλλόμενους λόγους έφεσης αλλά εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε τους υπόλοιπους λόγους ακυρότητας που έχει προβάλει.

Τόσο ο εφεσείων όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος έφεραν ένσταση στην εισήγηση του εφεσίβλητου ότι το Ανώτατο Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εξετάσει τους δύο πιο πάνω λόγους οι οποίοι δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως. Και τούτο γιατί,

Δεν καταχωρήθηκε προς τούτο αντέφεση και

Δεν δόθηκε σχετική ειδοποίηση από τον εφεσίβλητο σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.35, θ.10.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 των περί Εφέσεων (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1964, οι πρόνοιες της Διαταγής 35 των θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας τυγχάνουν εφαρμογής και στις Αναθεωρητικές Εφέσεις, τηρουμένων των αναλογιών.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσίβλητου ότι παρόλο που δεν έχει καταχωρηθεί αντέφεση, θα πρέπει να εξεταστούν και οι υπόλοιποι λόγοι που προβλήθηκαν για την ακύρωση της επίδικης πράξης και δεν είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως, αφού η φύση της αναθεωρητικής έφεσης είναι διάφορη από την έφεση σε αστικές υποθέσεις και το αντικείμενο της αναθεωρητικής έφεσης παραμένει η νομιμότητα της διοικητικής πράξης.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσείουσας και του ενδιαφερόμενου μέρους υπέβαλαν ότι, εφόσον δεν καταχωρήθηκε αντέφεση, η εξέταση των υπόλοιπων λόγων που δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως δεν μπορούσε να γίνει εκτός αν ο εφεσίβλητος επέδιδε προς τούτο γρα[*340]πτή ειδοποίηση σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.35, θ. 10.

Τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης ταυτίζονται με εκείνα της υπόθεσης Δημοκρατία ν. Βιολάρη και Άλλης (1991) 3 Α.Α.Δ. 456, λόγω της ένστασης που προβλήθηκε από τον εφεσείοντα και το ενδιαφερόμενο μέρος να εξεταστούν (χωρίς αντέφεση και/ή επίδοση ειδοποίησης σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.35, θ.10) οι λόγοι ακυρότητας που δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως. Δεν παραγνωρίζεται ότι το αντικείμενο της αναθεωρητικής έφεσης εξακολουθεί να είναι η νομιμότητα της επίδικης διοικητικής απόφασης. Όπως εξηγείται από τη θεώρηση της νομολογίας, η επίδοση ειδοποίησης εφεσίβλητου μέσα στα καθοριζόμενα χρονικά πλαίσια, είτε και αργότερα κατ’ εξαίρεση κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου μέσα στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής ευχέρειάς του, αποτελεί προϋπόθεση για την εξέταση κατά την έφεση των θεμάτων που δεν απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σκοπός του συγκεκριμένου δικονομικού διαβήματος είναι, όπως παρατηρήθηκε στην απόφαση Βιολάρη, αφενός ο προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων με σαφήνεια και πληρότητα ούτως ώστε να καθίσταται ευχερέστερη η εξέτασή τους και αφετέρου η απαραίτητη ενημέρωση της άλλης πλευράς για την αποφυγή του αιφνιδιασμού της και την παροχή σε αυτήν της ευκαιρίας να απαντήσει με την ανάλογη επιχειρηματολογία σύμφωνα με την αρχή της ισότητας των όπλων. Στην παρούσα υπόθεση ο δικηγόρος του εφεσίβλητου επιμένει ότι οι πρόσθετοι λόγοι ακυρότητας πρέπει να εξεταστούν, χωρίς την τήρηση των σχετικών δικονομικών κανόνων. Δεν έχει επίσης ζητήσει την παράταση του χρόνου καταχώρισης της ειδοποίησης εφεσίβλητου, η οποία πιθανώς να ενεργοποιούσε τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να επιτρέψει την εξέταση των επιπρόσθετων λόγων ακυρότητας, σύμφωνα με τις αποφάσεις Βιολάρη και Δημοκρατία ν. S. Kyriakou Euromarket Ltd. (2001) 3 Α.Α.Δ. 855, στις οποίες δόθηκε η σχετική παράταση. Συνακόλουθα το αίτημα για την εξέταση των επιπρόσθετων λόγων που δεν είχαν εξεταστεί δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κυπριακή Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Δ.Δ. 534,

Δημοκρατία ν. Χατζηπαντελή (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 961,

Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452,

Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2002) 3 Α.Δ.Δ. 103,

Δημοκρατία ν. Θεοφίλου (Αρ. 1) (2004) 3 Α.Α.Δ. 63,

[*341]

Δημοκρατία ν. S. Kyriakou Euromarket Ltd κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 855,

Δημοκρατία ν. Βιολάρη κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 456.

Έφεση.

Έφεση από την καθ’ ης η αίτηση (Α.Ε. 3481) και το ενδιαφερόμενο μέρος (Α.Ε. 3481) εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 543/2000) ημερομηνίας 9/7/2002, με την οποία απέρριψε δύο προσφυγές οι οποίες ασκήθηκαν κατά του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Λειτουργού Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως, αποδέκτηκε όμως την προσφυγή 543/2000 και ακύρωσε την επίδικη απόφαση λόγω παράλειψης η οποία κατέστησε την απόφαση πεπλανημένη.

Αντ. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα στην Α.Ε. 3469 και για την Καθ’ ης η αίτηση στην Α.Ε. 3481.

Α.Σ. Αγγελίδης με Σ. Αγγελίδη και Στ. Αγγελίδου, για τον Εφεσίβλητο.

Λ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα-Ενδιαφερόμενο Μέρος στην Α.Ε. 3481.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.

Οι Μάριος Παπαχριστοδούλου, Ιωάννης Τσεριώτης και Αριστοτέλης Σκώττης (εφεσίβλητοι) προσέβαλαν πρωτοδίκως με τις προσφυγές 414/2000, 543/2000 και 652/2000 την ορθότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (εφεσείουσα) σύμφωνα με την οποία ο Χάρης Χαραλάμπους (ενδιαφερόμενο μέρος) είχε διοριστεί στη θέση του Λειτουργού Γραφείου Επιτρόπου Διοίκησης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία απέρριψε τις προσφυγές 414/2000 και 652/2000. Η διαφορετική κατάληξή του στην αποδοχή της προσφυγής 543/2000 αποτέλεσε [*342]το λόγο της καταχώρισης της παρούσας έφεσης.

Πιο συγκεκριμένα στην προσφυγή 543/2000 ο εφεσίβλητος είχε υποβάλει ότι η Ε.Δ.Υ. λανθασμένα και υπό πλάνη δεν εφάρμοσε τις πρόνοιες του άρθρου 3(1) περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμο (αρ. 55(Ι)/97). Από τα στοιχεία που είχαν παρουσιασθεί φαίνεται ότι ο εφεσίβλητος είναι γιος αγνοουμένου και ο αδελφός του είχε φονευθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Εθνική Φρουρά.

Το άρθρο 3(1) του Νόμου 55(Ι)/97 προνοεί ότι,

“3.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, οι παθόντες και τα τέκνα των εγκλωβισμένων που είναι υποψήφιοι για την πλήρωση θέσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, εξαιρουμένης της δημόσιας εκπαιδευτικής υπηρεσίας, για την οποία ισχύει ο οικείος νόμος και που κατέχουν όλα τα απαιτούμενα από τα οικεία σχέδια υπηρεσίας προσόντα διορίζονται σε ποσοστό 10% επί του συνολικού αριθμού των θέσεων κάθε μισθολογικής κλίμακας που προκηρύσσονται και πληρούνται κατ’ έτος .......”

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αφού σημείωσε ότι η πιο πάνω πρόνοια εξυπακούει ότι πρόσωπα που κατέχουν όλα τα απαιτούμενα προσόντα σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας, διορίζονται σε ποσοστό 10% επί του συνολικού αριθμού των θέσεων κάθε μισθολογικής κλίμακας που προκηρύσσονται και πληρούνται κάθε χρόνο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ε.Δ.Υ. δεν ασχολήθηκε καθόλου με την πιο πάνω συγκεκριμένη πρόνοια αφού περιορίστηκε μόνο στην αξιολόγηση της απόδοσης του εφεσίβλητου και στη βαθμολογία του στη γραπτή εξέταση. Η πιο πάνω παράλειψη της Ε.Δ.Υ. κατέστησε την απόφαση της τρωτή λόγω πλάνης, με αποτέλεσμα την ακύρωση της επίδικης απόφασης.

(β) Οι λόγοι της έφεσης.

Με την παρούσα έφεση η Κυπριακή Δημοκρατία (εφεσείουσα) ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ότι

 (i)   Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η παράλειψη της Ε.Δ.Υ. να εφαρμόσει τις πρόνοιες του Νόμου 55(Ι)/97 καθιστούσε τη διοικητική απόφαση τρωτή λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και/ή λόγω πλάνης είναι λανθασμένη, και

[*343](ii)     Οι πρόνοιες του Νόμου 55(Ι)/97 δημιουργούν άνιση μεταχείριση και συγκρούονται με τις διατάξεις του άρθρου 28 του Συντάγματος.

Προς υποστήριξη της πιο πάνω εισήγησης η εφεσείουσα επικαλέστηκε την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ελένης Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534, στην οποία κρίθηκε ως αντισυνταγματικός ο Νόμος 55(Ι)/97.

Ο εφεσίβλητος αποδέχεται τους δύο προβαλλόμενους λόγους έφεσης αλλά εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε τους υπόλοιπους λόγους ακυρότητας που έχει προβάλει. Οι λόγοι αυτοί είναι ότι,

 (i)   Η νέα διαδικασία ενώπιον της Ε.Δ.Υ. παραβίαζε την αρχή του δεδικασμένου και ότι

(ii)   Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις ήταν αναιτιολόγητη και πεπλανημένη.

Τόσο ο εφεσείων όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος έφεραν ένσταση στην εισήγηση του εφεσίβλητου ότι το Ανώτατο Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εξετάσει τους δύο πιο πάνω λόγους οι οποίοι δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως. Και τούτο γιατί

 (i)   Δεν καταχωρήθηκε προς τούτο αντέφεση και

(ii)   Δεν δόθηκε σχετική ειδοποίηση από τον εφεσίβλητο σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.35, θ. 10.

(γ)        Μπορεί το Ανώτατο Δικαστήριο να εξετάσει τους υπόλοιπους λόγους ακυρότητας που δεν εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς να έχει καταχωρηθεί αντέφεση και/ή χωρίς να έχει επιδοθεί ειδοποίηση σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.35, θ.10;

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 των περί Εφέσεων (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1964, οι πρόνοιες της Διαταγής 35 των θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας τυγχάνουν εφαρμογής και στις Αναθεωρητικές Εφέσεις, τηρουμένων των αναλογιών. Όπως προνοείται στη Δ.35, θ.10,

“10. Δεν θα είναι αναγκαίο υπό οιασδήποτε συνθήκας για ένα καθ’ ού η έφεση να κάμει αντέφεση (cross appeal) αλλά αν προτί[*344]θεται κατά την ακρόαση να προσπαθήσει όπως η απόφαση του κατωτέρου Δικαστηρίου πρέπει να τροποποιηθεί, θα πρέπει να δώσει γραπτή ειδοποίηση περί της προθέσεως του, ειδικεύοντας τους λόγους για τους οποίους πρέπει να τροποποιηθεί η απόφαση, σε οιουσδήποτε διαδίκους ή πρόσωπα που θα μπορούσε να επηρεασθούν από την προσπάθεια του και στον Πρωτοκολλητή του Εφετείου. Τέτοια ειδοποίηση θα παραθέτει πλήρη σημεία του καθ’ ού η έφεση και τους λόγους με τους οποίους θα ζητά την τροποποίηση της απόφασης. Η ειδοποίηση που θα δοθεί στον Πρωτοκολλητή θα καταχωρείται στα πρακτικά της εφέσεως. Η ειδοποίηση που απαιτείται, από αυτό τον κανονισμό θα είναι ειδοποίηση ουχί ολιγωτέρα έξη ημερών στην περίπτωση εφέσεως από απόφαση (είτε τελικής είτε ενδιαμέσου) ή τελικού διατάγματος και ουχί ολιγωτέρα των δύο ημερών στην περίπτωση εφέσεως από ενδιάμεσο διάταγμα αλλά αυτοί οι χρόνοι μπορούν να τροποποιηθούν με διάταγμα του Προέδρου του Εφετείου και αντίγραφο αυτού του διατάγματος θα πρέπει να επιδοθεί με την πιο πάνω ειδοποίηση. Η παράλειψη να δοθεί τέτοια ειδοποίηση δεν θα περιορίζει τις εξουσίες που δίδονται στο Εφετείο από τον κανονισμό 8 αυτής της Διάταξης, αλλά επαφίεται στην διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να θεωρηθεί λόγος για αναβολή της εφέσεως ή για ειδικό διάταγμα για έξοδα.”

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσίβλητου ότι παρόλο που δεν έχει καταχωρηθεί αντέφεση, θα πρέπει να εξεταστούν και οι υπόλοιποι λόγοι που προβλήθηκαν για την ακύρωση της επίδικης πράξης και δεν είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως, αφού η φύση της αναθεωρητικής έφεσης είναι διάφορη από την έφεση σε αστικές υποθέσεις και το αντικείμενο της αναθεωρητικής έφεσης παραμένει η νομιμότητα της διοικητικής πράξης. Προς τούτο επικαλέστηκε την απόφαση Δημοκρατία ν. Χατζηπαντελή (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 961, στην οποία τονίστηκαν μεταξύ άλλων και τα εξής:

“Το αντικείμενο προσφυγής είναι η νομιμότητα της διοικητικής πράξης ή απόφασης. Το αντικείμενο της αναθεωρητικής έφεσης συνεχίζει να είναι η νομιμότητα της ίδιας πράξης ή απόφασης. (Costas Pikis v. Republic (Minister of Interior and Another) (1968) 3 C.L.R. 303, 305, 306, George Constantinides v. Republic (Minister of Finance) (1969) 3 C.L.R. 523, Miltiades Papadopoullos v. Republic (Council of Ministers) (1970) 3 C.L.R. 169, Republic (Minister of Finance) v. Savvas Pericleous (1972) 3 C.L.R. 63, στη σελ. 68).  Το Δικαστήριο στην αναθεωρητική έφεση προσεγγίζει το θέμα με πλήρη επανεξέταση της υπόθεσης, αναφερόμενο στα θέματα που εγείρονται από τα μέ[*345]ρη στην έφεση, ή στην έκταση που δεν είχαν αποφασιστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ή στα θέματα που εγείρονται στην αντέφεση. Ο διάδικος δικαιούται στη γνώμη της Ολομέλειας του Δικαστηρίου. (Republic (Public Service Commission) v. Lefkos Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594, Α. Λοΐζου, σελ. 690).”

Προς υποστήριξη των θέσεων του ο δικηγόρος του εφεσίβλητου επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις Δημοκρατία ν. Χατζηπαντελή (πιο πάνω) και Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452, στις οποίες τονίστηκε η ιδιόμορφη φύση της διοικητικής δίκης η οποία επιτρέπει την παράθεση μαρτυρίας και εγγράφων σε όλα τα στάδια της δίκης. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι και στις δύο πιο πάνω αποφάσεις είχε ασκηθεί αντέφεση από τον εφεσίβλητο.

Επιπρόσθετα ο δικηγόρος του εφεσίβλητου επικαλέστηκε προς υποστήριξη των θέσεών του και τις αποφάσεις Δημοκρατία ν. Ιωάννη Αντωνίου (2002) 3 Α.Α.Δ. 103 και Κυπριακή Δημοκρατία ν. Θεοφίλου (Αρ. 1) (2004) 3 Α.Α.Δ. 63. Στην απόφαση Αντωνίου το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αποδέχθηκε την έφεση της Δημοκρατίας και ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, προχώρησε στην εξέταση των δύο λόγων που δεν είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως, με αποτέλεσμα η προσφυγή να γίνει αποδεκτή. Στην υπόθεση Αντωνίου δεν είχε καταχωρηθεί αντέφεση και δεν επεδόθη ειδοποίηση σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.35, θ. 10 και επιπρόσθετα δεν υπήρξε ένσταση στην εξέταση των προτεινόμενων λόγων της έφεσης. Στην υπόθεση Θεοφίλου στην οποία δεν είχε καταχωρηθεί αντέφεση, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το δόγμα της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας που δεν είχε εγερθεί πρωτοδίκως, οδηγούσε στην αποδοχή των εφέσεων της Δημοκρατίας. Όμως αν και δεν είχε καταχωρηθεί αντέφεση από τον εφεσίβλητο, το Ανώτατο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων που δεν είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως και προέβη στην ακύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων, αφού διαπιστώθηκε πάσχουσα σύσταση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου.

Συμπληρώνοντας τις εισηγήσεις του ο δικηγόρος του εφεσίβλητου υπέβαλε ότι έστω και χωρίς την καταχώριση αντέφεσης ή την επίδοση της ειδοποίησης εφεσίβλητου σύμφωνα με τη Δ.35, θ.10, όπως προκύπτει από τη νομολογία που προεκτέθηκε, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, ενόψει και των προνοιών του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και κυρίως των Κανονισμών 17, 18 και 19 να καθορίσει την περαιτέρω διαδικασία και να προχωρήσει στην εξέταση εκείνων των λόγων ακυρώσεως που τέθηκαν αλλά δεν [*346]αποφασίστηκαν κατά την πρωτόδικη διαδικασία.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσείουσας και του ενδιαφερόμενου μέρους υπέβαλαν ότι, εφόσον δεν καταχωρήθηκε αντέφεση, η εξέταση των υπόλοιπων λόγων που δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως δεν μπορούσε να γίνει εκτός αν ο εφεσίβλητος επέδιδε προς τούτο γραπτή ειδοποίηση σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.35, θ.10. Προς υποστήριξη των θέσεων του ο δικηγόρος της εφεσείουσας επικαλέστηκε την απόφαση Δημοκρατία ν. S. Kyriakou Euromarket Ltd κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 855, στην οποία οι εφεσίβλητοι με χωριστές αιτήσεις που καταχώρισαν στο στάδιο της προδικασίας των εφέσεων ζήτησαν άδεια για ακρόαση κατά την έφεση των λόγων ακυρότητας που αναπτύχθηκαν πρωτόδικα αλλά δεν εξετάστηκαν ενόψει της ακύρωσης της διοικητικής απόφασης στη βάση άλλου λόγου ακυρότητας. Οι εφεσείοντες – καθ’ων η αίτηση αποδέχθηκαν το αίτημα και το Δικαστήριο, αφού άκουσε τις σχετικές αγορεύσεις των διαδίκων, προσέγγισε το ζήτημα ως ακολούθως:

“Προκειμένου να διαπιστωθεί η νομιμότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης, το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας ως Εφετείο, επανεξετάζει την υπόθεση με αναφορά στα θέματα που εγείρονται στην έφεση και/ή στην αντέφεση καθώς και σε εκείνα που είχαν εγερθεί και αναπτυχθεί πρωτοδίκως αλλά είτε δεν εξετάστηκαν καθόλου από το Δικαστήριο είτε εξετάστηκαν χωρίς να κριθούν για να δοθεί επί τούτων απόφαση.

Ανέκυψε ζήτημα ορθότητας του τρόπου προώθησης του αιτήματος των εφεσιβλήτων. Συζητήθηκε κατά πόσο απαιτείται συγκεκριμένο δικονομικό μέσο προς ενεργοποίηση της εξουσίας του Δικαστηρίου για την εξέταση λόγων ακυρότητας που αναλύθηκαν πρωτοδίκως αλλά δεν εξετάστηκαν από το Δικαστήριο που εκδίκασε τις προσφυγές.

Ο συνήγορος των εφεσειόντων διατύπωσε την άποψη ότι οι εφεσίβλητοι, εφόσον δεν προώθησαν με αντέφεση τους λόγους ακυρότητας που δεν εξετάστηκαν πρωτόδικα, διατηρούσαν δυνατότητα έκδοσης και επίδοσης της προβλεπόμενης από τη Διαταγή 35, θ. 10 ειδοποίησης, προκειμένου να εξεταστούν κατά την έφεση και οι λοιποί λόγοι ακυρότητας.

Στη Δημοκρατία ν. Βιολάρη και Άλλης (1991) 3 Α.Α.Δ. 456, εξετάστηκε παρόμοιο ζήτημα με αυτό που τώρα μας απασχολεί. Εκεί θεωρήθηκε ότι η επίδοση ειδοποίησης εφεσιβλήτου, σύμφω[*347]να με τη Δ.35, θ.10, αποτελεί προϋπόθεση για την ακρόαση κατά την έφεση λόγων ακυρότητας που μολονότι αναπτύχθηκαν πρωτοδίκως εντούτοις δεν εξετάστηκαν. Η παράλειψη έκδοσης και ειδοποίησης εφεσιβλήτου με την οποία θα προσδιοριζόταν εκείνο που στη συνέχεια η Ολομέλεια θα εκαλείτο να εξετάσει, θεραπεύτηκε την τελευταία στιγμή με παράταση του χρόνου για έκδοση και επίδοση της ειδοποίησης, προκειμένου να αποκατασταθεί η απαραίτητη δικονομική τάξη. Επιδέχεται και η παρούσα υπόθεση την ίδια λύση και δεν χρειάζεται να επεκταθούμε. Συνακόλουθα, παρατείνουμε το χρόνο καταχώρισης ειδοποίησης εφεσιβλήτου κατά 15 ημέρες από σήμερα και στη συνέχεια να καταχωρηθούν τα περιγράμματα αγορεύσεων σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανονισμούς του 1996. Τα έξοδα θα παραμείνουν στην πορεία.”

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Βιολάρη και Άλλης (1991) 3 Α.Α.Δ. 456, τόσο ο δικηγόρος της εφεσείουσας όσο και ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους έφεραν ένσταση σε αίτημα των εφεσιβλήτων για εξέταση πρόσθετων λόγων ακυρότητας που είχαν υποβληθεί με την προσφυγή, αλλά δεν εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στη σχετική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που δόθηκε από το Δικαστή Πική, τονίστηκαν τα πιο κάτω:

“Η απόφαση Maratheftis (ανωτέρω), δε μεταβάλλει το δικονομικό πλαίσιο της έφεσης (Δ.35), αλλά υπογραμμίζει τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να επιτρέψει απόκλιση από αυτό, νοουμένου ότι αυτή συνάδει με τους σκοπούς της διοικητικής δικαιοσύνης. Οι ιδιαιτερότητες της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας δε δικαιολογούν την παρέκκλιση από τους θεσμούς αλλά την εφαρμογή τους υπό το πρίσμα των γνωρισμάτων της δικαιοδοσίας αυτής (βλ. μεταξύ άλλων, Branco Salvage Ltd. v. Republic (1967) 3 C.L.R. 213 και στη Republic v. Lefkos Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594).

Στη Georghiades (ανωτέρω), υποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος μπορεί να υποστηρίξει την πρωτόδικη απόφαση και με αναφορά σε άλλους λόγους από εκείνους που κρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι την καθιστούσαν ανυπόστατη και οι οποίοι είχαν εγερθεί αλλά δεν αποφασίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την καταχώριση αντέφεσης (cross-appeal). Ο όρος (cross-appeal), όπως προκύπτει από το κείμενο, χρησιμοποιείται με τρόπο χαλαρό και όχι στην κυριολεξία του. Ό,τι είχε κατά νου το Δικαστήριο, είναι ότι είναι επιτρεπτή η συμπερίληψη στα επίδικα θέματα της έφε[*348]σης και η εξέταση πρόσθετων λόγων που υποβάλλονται ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την ακύρωση της απόφασης, και δε διερευνήθηκαν από αυτό. Η αρχή (λόγος) που προκύπτει από τη Georghiades είναι ότι το διαδικαστικό πλαίσιο της έφεσης, και ιδιαίτερα τα επίδικα θέματα, καθορίζονται βάσει και σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες που περιέχονται στη (Δ.35, θ.3).

Το αντικείμενο της Δ.35, θ.10 είναι ο καθορισμός της διαδικασίας για την έγερση και πρόσθετων επίδικων θεμάτων από εκείνα τα οποία καθορίζονται στην έφεση. Ο πρώτος κανόνας τον οποίο θέτει είναι ότι εφόσο ασκείται έφεση, ο εφεσίβλητος δεν είναι υπόχρεος να ασκήσει αντέφεση για την εξέταση θεμάτων πρόσθετων προς εκείνα τα οποία τίθενται με την ειδοποίηση της έφεσης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την επίδοση της προβλεπόμενης από το θ.10 της Δ.35 ειδοποίησης. Και όπως ρητά ορίζεται, η ειδοποίηση μπορεί να περιλαμβάνει και λόγους άλλους από εκείνους που παρέχονται στην πρωτόδικη απόφαση προς στήριξή της, όπως είναι η επιδίωξη των εφεσιβλήτων σ’ αυτή την έφεση.

Η παράλειψη έκδοσης της σχετικής ειδοποίησης στα προβλεπόμενα χρονικά όρια δεν είναι μοιραία για το αίτημα των εφεσιβλήτων. Παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να παρατείνει το χρόνο και να αναβάλει την έφεση εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο για την καλή απονομή της δικαιοσύνης. Όπως είναι αυτονόητο, συντρέχουν ιδιαίτερα ισχυροί λόγοι στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας παροχής κάθε λογικής δυνατότητας για προβολή και εξέταση κάθε λόγου που άπτεται της νομιμότητας της επίδικης διοικητικής πράξης ή απόφασης. Οι διατάξεις, άλλωστε, της Δ.35, θ.10, ρητά ορίζουν ότι η παράλειψη επίδοσης της προβλεπόμενης ειδοποίησης δεν ελαττώνει τις εξουσίες του Εφετείου δυνάμει της Δ.35, θ.8.

Η παροχή της προβλεπόμενης από τη Δ.35, θ.10 ειδοποίησης εξυπηρετεί διπλό σκοπό – αφενός προσδιορίζει τα επίδικα θέματα και, αφετέρου, παρέχει την αναγκαία προειδοποίηση στην άλλη πλευρά προς αποτροπή αιφνιδιασμού.

Το αίτημα για αναβολή εγκρίνεται. Δίδονται οδηγίες όπως η σχετική ειδοποίηση βάσει της Δ.35, θ.10 δοθεί μέσα σε τρεις μέρες. Η ακρόαση της έφεσης θα συνεχίσει στις 15/7/91, 9.30 π.μ.”

Τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης ταυτίζονται με εκείνα της υπόθεσης Βιολάρη (πιο πάνω) λόγω της ένστασης που προβλήθηκε από τον εφεσείοντα και το ενδιαφερόμενο μέρος να εξεταστούν (χωρίς [*349]αντέφεση και/ή επίδοση ειδοποίησης σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.35, θ.10) οι λόγοι ακυρότητας που δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως. Δεν παραγνωρίζεται ότι το αντικείμενο της αναθεωρητικής έφεσης εξακολουθεί να είναι η νομιμότητα της επίδικης διοικητικής απόφασης. Όπως εξηγείται από τη θεώρηση της νομολογίας, η επίδοση ειδοποίησης εφεσίβλητου μέσα στα καθοριζόμενα χρονικά πλαίσια, είτε και αργότερα κατ’ εξαίρεση κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου μέσα στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής ευχέρειάς του, αποτελεί προϋπόθεση για την εξέταση κατά την έφεση των θεμάτων που δεν απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σκοπός του συγκεκριμένου δικονομικού διαβήματος είναι, όπως παρατηρήθηκε στην απόφαση Βιολάρη, αφενός ο προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων με σαφήνεια και πληρότητα ούτως ώστε να καθίσταται ευχερέστερη η εξέτασή τους και αφετέρου η απαραίτητη ενημέρωση της άλλης πλευράς για την αποφυγή του αιφνιδιασμού της και την παροχή σε αυτήν της ευκαιρίας να απαντήσει με την ανάλογη επιχειρηματολογία σύμφωνα με την αρχή της ισότητας των όπλων. Στην παρούσα υπόθεση ο δικηγόρος του εφεσίβλητου επιμένει ότι οι πρόσθετοι λόγοι ακυρότητας πρέπει να εξεταστούν, χωρίς την τήρηση των σχετικών δικονομικών κανόνων. Δεν έχει επίσης ζητήσει την παράταση του χρόνου καταχώρισης της ειδοποίησης εφεσίβλητου, η οποία πιθανώς να ενεργοποιούσε τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να επιτρέψει την εξέταση των επιπρόσθετων λόγων ακυρότητας, σύμφωνα με τις αποφάσεις Βιολάρη και S. Kyriakou Euromarket Ltd. (πιο πάνω), στις οποίες δόθηκε η σχετική παράταση. Συνακόλουθα το αίτημα για την εξέταση των επιπρόσθετων λόγων που δεν είχαν εξεταστεί δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Ο εφεσίβλητος καταδικάζεται όπως καταβάλει τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο