Βασιλειάδης Αντώνης και Άλλες ν. Mάρως Κληρίδου - Τσιάππακαι Άλλων (2005) 3 ΑΑΔ 403

(2005) 3 ΑΑΔ 403

[*403]20 Σεπτεμβρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3851)

ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ,

Εφεσείων-Ενδιαφερόμενο Μέρος,

v.

ΜΑΡΩΣ ΚΛΗΡΙΔΟΥ-ΤΣΙΑΠΠΑ,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ης η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3857)

ΜΑΡΩ ΚΛΗΡΙΔΟΥ-ΤΣΙΑΠΠΑ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ής η αίτηση,

v.

1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΔΟΥ,

2. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ,

3. ΣΑΒΒΑ Ι. ΜΑΤΣΑ,

Εφεσιβλήτων-Ενδιαφερομένων Μερών.

 

[*404](Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3860)

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,

v.

ΜΑΡΩΣ ΚΛΗΡΙΔΟΥ-ΤΣΙΑΠΠΑ,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Aρ. 3851, 3857, 3860)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Σύσταση βασισμένη στην υπεροχή σε αρχαιότητα και πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν νόμιμη, παρά την οριακή υπεροχή σε αξία της εφεσίβλητης.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Έλεγχος νομιμότητας διοικητικής πράξης ― Γίνεται με αναφορά στα νομικά και πραγματικά δεδομένα που ίσχυαν κατά τη λήψη της ― Κατά την προβολή ισχυρισμού ακυρότητας δεν πρέπει να παραβιάζεται η αρχή της απαγόρευσης της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συμβουλευτική Επιτροπή ― Σύνθεση ― Άρθρο 32(3) ― Ερμηνεία.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προφορικές Συνεντεύξεις ― Αιτιολογία ― Ο βαθμολογικός έλεγχος δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προφορικές Συνεντεύξεις ― Παρουσία Προϊσταμένου και βαθμολόγηση των υποψηφίων νόμιμη, βάσει του Άρθρου 17 του Ν. 1/90.

 Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Νόμιμες υπό τις περιστάσεις υπεροχής των συστηθέντων σε αρχαιότητα και καλύτερη απόδοση στη συνέντευξη.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Δέουσα έρευνα και αιτιολογία της τελικής απόφασης της ΕΔΥ ― Αντίθετος ισχυρισμός απορρίφθηκε.

[*405]Ο εφεσείων στην Αναθεωρητική Έφεση 3851 προσέβαλε την ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση προαγωγής του.

Η εφεσείουσα στην Αναθεωρητική Έφεση 3857 προσέβαλε την ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους ακύρωσης, που είχε προβάλει στην προσφυγή της, εκτός ενός, αυτού που αφορούσε στην παράνομη σύσταση του Προϊσταμένου υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους, Αντώνη Βασιλειάδη,  εφεσείοντος στην Αναθεωρητική Έφεση 3851.

Η εφεσείουσα Δημοκρατία στην Αναθεωρητική Έφεση 3860, προσέβαλε την ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Βασιλειάδη.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεχτές τις εφέσεις 3851 και 3860 και απορρίπτοντας την έφεση 3857, αποφάσισε ότι:

1. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η μόνη υπεροχή της εφεσίβλητης έναντι του εφεσείοντα ήταν στο κριτήριο «αξία» και αυτή απλώς διότι κατά τα τελευταία 5 έτη στα οποία δόθηκε περισσότερη βαρύτητα, είχε 5 αξιολογήσεις «εξαίρετος» περισσότερο του εφεσείοντα, ενώ ο τελευταίος υπερείχε ουσιωδώς στο θέμα αρχαιότητα, όπως και στο κριτήριο των προσόντων, κρίνεται ότι ορθά ο Γενικός Εισαγγελέας σύστησε τον εφεσείοντα αφού τέτοια σύσταση συνάδει πλήρως με τα στοιχεία των φακέλων.

    Αναφορικά με τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έλαβε υπόψη του την αρχαιότητα του εφεσείοντα Βασιλειάδη σε σύγκριση με την εφεσίβλητη η Ολομέλεια δεν συμφωνεί.  Μπορεί να μην έγινε η σύγκριση με τον τρόπο που εισηγείται ο κ. Κληρίδης, δηλαδή να γίνεται ταυτόχρονα αναφορά στον εφεσείοντα από τη μια και την εφεσίβλητη από την άλλη. Όμως ότι ο εφεσείων είχε αρχαιότητα έναντι της εφεσίβλητης φαίνεται ότι το έλαβε ο Γενικός Εισαγγελέας υπόψη.

    Σε άλλο σημείο της σύστασης φαίνεται ότι λήφθηκε υπόψη και το ότι ο εφεσείων κατέχει πρόσθετο δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Λονδίνου στο Ναυτικό Δίκαιο (shipping) πράγμα στο οποίο «κάποια σημασία πρέπει να δοθεί» όπως το έθεσε.

2. Στους λόγους έφεσης δεν προσβάλλεται ρητά και/ή άμεσα η πλήρωση της θέσης Παπασάββα, παρά την ακύρωση της παύσης του στις 31/1/03. Όμως ο λόγος αυτός τίθεται ως υπόβαθρο για την [*406]προσβολή του ευρήματος του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι άλλες δυο θέσεις (Φράγκου και Κουρσουμπά) πληρώθηκαν νόμιμα.  Προϋπόθεση για την εξέταση του λόγου έφεσης για τις άλλες δυο θέσεις, είναι και η εξέταση της πλήρωσης της θέσης Παπασάββα, θέματα τα οποία εξετάστηκαν πρωτόδικα «ως θέμα δημόσιας τάξης». Επομένως, παρά την ατυχή διατύπωση του λόγου έφεσης, θα εξεταστεί η νομιμότητα πλήρωσης και των τριών θέσεων με ιδιαίτερη έμφαση σ’ αυτή του Παπασάββα, αφού αυτή αποτελεί τη βάση και προϋπόθεση για εξέταση των άλλων δυο θέσεων.

    Η αρχή ότι ένας δεν μπορεί να επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει ταυτόχρονα μια κατάσταση (νομική ή πραγματική), τυγχάνει πλήρους εφαρμογής. Σημειώνεται ότι, όταν διεξήχθη η διαδικασία πλήρωσης των 3 κενών θέσεων, τα γεγονότα ήσαν τέτοια που η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν και ορθή και νόμιμη. Η εκ των υστέρων ακύρωση της παύσης του κ. Παπασάββα δεν αλλοιώνει την κατάσταση. Η νομιμότητα πλήρωσης της θέσης Παπασάββα καθιστά νόμιμη και τη διαδικασία πλήρωσης των άλλων δυο θέσεων, που έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 34(14) του Ν. 1/90.

3. Με το δεύτερο λόγο έφεσής της η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα του ευρήματος του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η συγκρότηση της Σ.Ε. ήταν νόμιμη. 

    Η Ολομέλεια συμφωνεί με το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου και την ερμηνεία που έδωσε στο Άρθρο 32(3) του Ν. 1/90, ότι δηλαδή αυτό που ουσιαστικά όφειλε να πράξει ο Γενικός Εισαγγελέας και το έπραξε, ήταν να υπάρξει συνεννόηση μεταξύ του και του Υπουργικού Συμβουλίου ως αρμόδιας αρχής «που προΐσταται των υπαλλήλων αυτών» δηλαδή των 3 Γενικών Διευθυντών που διορίστηκαν ως μέλη της Σ.Ε. και όχι να επιλέξει ο ίδιος τους 3 Γενικούς Διευθυντές. 

4. Με τον τρίτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα στην 3857 ισχυρίζεται ότι «εσφαλμένα έκρινε η πρωτόδικη απόφαση ότι η αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης ενώπιον της Σ.Ε. ήταν αιτιολογημένη» και απέρριψε τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό της «γιατί η βαθμολογική αξιολόγηση εκάστου των υποψηφίων δεν συνάδει με το φραστικό περιεχόμενο της». 

    Ο πιο πάνω λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι ο βαθμολογικός έλεγχος δεν εμπίπτει στα πλαίσια αρμοδιότητας ενός ακυρωτικού δικαστηρίου και ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις άπτεται της νοητικής εργασίας των μελών του διοικητικού οργάνου. Αυτό που απαιτείται από το νόμο εί[*407]ναι η καταγραφή της γενικής εντύπωσης, κάτι που εδώ έγινε.

5. Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι συναφής με τον τρίτο. Γίνεται ισχυρισμός ότι «εσφαλμένα έκρινε η πρωτόδικη απόφαση ότι ήταν νόμιμη η αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης των υποψηφίων από το Γενικό Εισαγγελέα και απέρριψε τον περί το θέμα τούτο προβληθέντα ισχυρισμό της αιτήτριας».

    Δεν έχει υποδειχθεί οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη η οποία να παραβιάστηκε. Αντίθετα από τη νομολογία φαίνεται ότι η συμμετοχή του προϊστάμενου (εδώ του Γενικού Εισαγγελέα) στη διαδικασία των συνεντεύξεων και ειδικά για την απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις είναι παράγων που βοηθά την Ε.Δ.Υ. στα πλαίσια του Άρθρου 17 του Νόμου στη διαμόρφωση άποψης χωρίς να αποτελεί κριτήριο επιλογής. Η επιλογή γίνεται από την Ε.Δ.Υ. στη βάση της δικής της αξιολόγησης.

6. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα αμφισβητεί την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα για τα ε.μ. Σ. Μάτσα και Τ. Πολυχρονίδου είναι νόμιμη. 

    Με όσα αναφέρθηκαν σχετικά με την έφεση 3851 αναφορικά με τη σύσταση του Α.Βασιλειάδη και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Σ. Μάτσας είχε ουσιαστική αρχαιότητα (7 χρόνια), καθόλα εξαίρετη αξιολόγηση κατά το τελευταίο έτος (2001) αλλά και την εξαιρετική και υπερέχουσα αξιολόγηση του από τον Γενικό Εισαγγελέα και την Ε.Δ.Υ. ως προς την απόδοση του κατά την ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική συνέντευξη, καθώς και την κατοχή  δεύτερου πτυχίου στο οποίο μπορούσε να δοθεί κάποια βαρύτητα, κρίνεται ότι η σύσταση ήταν αιτιολογημένη, παρά την υπεροχή της εφεσείουσας σε συνολική βαθμολογημένη αξία.

    Αναφορικά με την Τ. Πολυχρονίδου οι ετήσιες εκθέσεις των τελευταίων 5 ετών παρουσιάζουν την εφεσείουσα και την Πολυχρονίδου, ισοδύναμες. Στην απόδοση των υποψηφίων η Τ. Πολυχρονίδου χαρακτηρίστηκε «εξαίρετη» ενώ η εφεσείουσα «πάρα πολύ καλή». Την ίδια αξιολόγηση είχαν και από την Ε.Δ.Υ. Μ’ αυτά τα γεγονότα, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν έπασχε η σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα.

7. Τέλος είναι ο έκτος λόγος έφεσης σύμφωνα με τον οποίο γίνεται ισχυρισμός ότι εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η τελική κρίση της Ε.Δ.Υ. ήταν αιτιολογημένη και ότι δεν έπασχε από έλλειψη δέουσας έρευνας.

    Εξετάζοντας το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου [*408]που ασχολείται με το θέμα αυτό αλλά γενικά ότι η παρούσα υπόθεση αφορούσε την πλήρωση θέσεων ψηλά στην ιεραρχία όπου το διορίζον όργανο έχει ευρύτερη διακριτική ευχέρεια επιλογής, η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή. Το ίδιο ορθό είναι και το εύρημα του δικαστηρίου ότι η Ε.Δ.Υ. διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα κατά τη διαδικασία πλήρωσης των θέσεων.

Η έφεση 3851 επιτυγχάνει με έξοδα. Η έφεση 3857 απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση 3860 επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Φέττας ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 394,

Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833,

Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485,

Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 (Α) Α.Α.Δ. 374,

Αργυρού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 4(Α) Α.Α.Δ. 412,

Παπαδόπουλου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 (Α) Α.Α.Δ. 560,

Μουμτζής ν. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 1001,

Αριστοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 673,

Κυπριακή Δημοκρατία ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406,

Κυπριακή Δημοκρατία ν. Θεοφίλου (Αρ. 1) (2004) 3 Α.Α.Δ. 63,

Σκώττης κ.ά. ν. Χατζηκωνσταντή κ.ά. (2005) 3 A.A.Δ. 140,

Παπαδοπούλου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 384/00, ημερ. 15.4.03,

Χασάπη ν. Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 245/99, ημερ. 19.4.01,

Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 296/02, ημερ. 22.7.03,

Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιακώβου κ.ά. (2005) 3 A.A.Δ. 35.

Εφέσεις.

[*409]

Εφέσεις από το ενδιαφερόμενο μέρος (Α.Ε. 3851), την αιτήτρια (Α.Ε. 3857) και την καθ’ ης η αίτηση (Α.Ε. 3860) εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 160/2003) ημερομηνίας 8/7/2004, με την οποία απέρριψε την προσφυγή της αιτήτριας όσον αφορά την προαγωγή δύο ενδιαφερομένων μερών στη θέση Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Θέση Πρώτου Διορισμού & Προαγωγής) αλλά αποδέκτηκε την προσφυγή αυτή και ακύρωσε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Α. Βασιλειάδη στην ίδια θέση.

Α. Σ. Αγγελίδης με Ξ. Ευγενίου, για τον Εφεσείοντα στην Α.Ε. 3851 και για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Α. Βασιλειάδη και Σ. Μάτσα στην Α.Ε. 3857.

Χρ. Φ. Κληρίδης, για την Εφεσίβλητη στις Α.Ε. 3851 & 3860 και για την Εφεσείουσα στην Α.Ε. 3857.

Γ. Σεραφείμ, για την Καθ’ ης η αίτηση στην Α.Ε. 3851, για την Εφεσίβλητη στην Α.Ε. 3857 και για την Εφεσείουσα στην Α.Ε. 3860.

Τ. Πολυχρονίδου, Ενδιαφερόμενο Μέρος στην Α.Ε. 3857 εμφανίζεται προσωπικά.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.:

Τα γεγονότα και οι λόγοι έφεσης

Στις 11/1/2002 δημοσιεύθηκε μια θέση Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής), η ανάγκη για την πλήρωση της οποίας είχε προκύψει ως εκ της αναγκαστικής αφυπηρέτησης του Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ. Παπασάββα με απόφαση της Ε.Δ.Υ.  Για τη θέση αυτή υποβλήθηκαν επτά αιτήσεις, όλες από πρόσωπα που ήδη υπηρετούσαν στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, περιλαμβανομένης της Αιτήτριας Μάρως Κληρίδου-Τσιάπα. Πριν η ΕΔΥ προχωρήσει στη διαδικασία πλήρωσης της θέσης, ο Γενικός Εισαγγελέας στις 12.3.2002 ζήτησε την πλήρωση άλλης μιας θέσης Εισαγγελέα της Δημοκρατίας η οποία κενώθηκε ως εκ του διορισμού της Εισαγγελέα κας Φράγκου σε άλλη θέση δηλαδή αυτή [*410]του Επιτρόπου Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Η ΕΔΥ αποφάσισε στις 12.3.2002 να πληρώσει και τη θέση αυτή στα πλαίσια της εν εξελίξει διαδικασίας για πλήρωση της θέσης του κ. Παπασάββα, χωρίς δημοσίευση. Η διαδικασία συνεχίστηκε με την υποβολή έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία σύστησε και τους επτά υποψηφίους, και με τις προφορικές συνεντεύξεις των υποψηφίων, την απόδοση των οποίων αξιολόγησε, όπως το ζήτησε η ΕΔΥ, ο Γενικός Εισαγγελέας ο οποίος μετείχε σε αυτές. Σε αυτό το στάδιο ο Γενικός Εισαγγελέας στις 4.11.2002 ζήτησε την πλήρωση άλλης μιας θέσης Εισαγγελέα της Δημοκρατίας η οποία κενώθηκε από 1/11/02 λόγω πρόωρης αφυπηρέτησης και διορισμού της Εισαγγελέα κας Κουρσουμπά σε άλλη θέση. Η ΕΔΥ αποφάσισε πάραυτα την πλήρωση και αυτής της θέσης στα πλαίσια της εν εξελίξει διαδικασίας χωρίς δημοσίευση ενεργώντας με βάση το άρθρο 34(14) του Ν. 1/90. Ακολούθως ο Γενικός Εισαγγελέας προέβη στη σύσταση του, συστήνοντας τα Ενδιαφερόμενα Μέρη κ. Μάτσα, κα Πολυχρονίδου και κ. Βασιλειάδη.  Η ΕΔΥ, αφού προέβη και στη δική της αξιολόγηση για την απόδοση των υποψηφίων στις προφορικές συνεντεύξεις, και λαμβάνοντας υπ’ όψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, επέλεξε τα τρία Ενδιαφερόμενα Μέρη στις 4.11.2002. Η απόφαση δημοσιεύθηκε στις 6.12.2002.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω προαγωγών η Μάρω Κληρίδου-Τσιάπα καταχώρησε την προσφυγή με αρ. 160/03 στην οποία προέβαλε διάφορους λόγους γιατί η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών δεν έπρεπε να είχε γίνει.

Πρωτόδικα εξετάστηκαν και οι ακόλουθοι λόγοι, δυο από τους οποίους απουσίαζαν από την ίδια την αίτηση, αλλά θεωρήθηκαν ότι μπορούσαν να εξεταστούν ως λόγοι δημόσιας πολιτικής.

(α)   Ότι ενόψει του γεγονότος ότι στο μεταξύ ο κ. Παπασάββας επανήλθε στη θέση του λόγω ακύρωσης της παύσης του από το Ανώτατο Δικαστήριο, τότε η πληρωθείσα θέση έπαυσε να είναι κενή. Ενόψει δε και του γεγονότος ότι οι άλλες δυο κενές θέσεις (μια της κας Φράγκου και μια της κας Κουρσουμπά) πληρώθηκαν όχι με δημοσίευση και δική τους διαδικασία αλλά στο πλαίσιο της διαδικασίας που ήταν σε εξέλιξη για την πλήρωση της θέσης του κ. Παπασάββα, παρασύρονται και αυτές σε ακυρότητα.

(β)   Το δεύτερο θέμα που εξετάστηκε ως θέμα δημόσιας πολιτικής ήταν η νομιμότητα της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία αποτελείτο από το Γενικό Εισαγγελέα, [*411]Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα και 3 Διευθυντές Υπουργείων που καθορίστηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο με αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα.

(γ)   Τρίτος λόγος ακύρωσης ήταν ο ισχυρισμός του ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας κ. Κληρίδη ότι είναι αναιτιολόγητη η κρίση της προφορικής συνέντευξης ενώπιον της Σ.Ε.

(δ)   τέταρτος λόγος που προβλήθηκε ήταν ο ισχυρισμός ότι δεν ήταν νόμιμη η αξιολόγηση από το Γενικό Εισαγγελέα της προφορικής συνέντευξης ενώπιον της Ε.Δ.Υ.

(ε) Άλλος ισχυρισμός ήταν ότι πάσχει η σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα για τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τους νομικούς ισχυρισμούς των παραγράφων (α), (β), (γ) και (δ) πιο πάνω, αλλά δέχθηκε μερικώς αυτό της παραγράφου (ε). Έκρινε δηλαδή ότι η σύσταση του ενδιαφερομένου μέρους Α. Βασιλειάδη από το Γενικό Εισαγγελέα ήταν αναιτιολόγητη, σε αντίθεση με τη σύσταση των άλλων δυο ενδιαφερομένων μερών Πολυχρονίδου και Μάτσα που κρίθηκε αιτιολογημένη. Εφόσον δε τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα υιοθέτησε και η Ε.Δ.Υ., το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε να απορρίψει την προσφυγή όσον αφορά τα ενδιαφερόμενα μέρη Πολυχρονίδου και Μάτσα και να δεχθεί αυτή όσον αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Α. Βασιλειάδη και να ακυρώσει την προαγωγή του.

Αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης ήταν η καταχώρηση των παρουσών εφέσεων ως ακολούθως:

Με την έφεση αρ. 3851 ο εφεσείων Α. Βασιλειάδης προβάλλει τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

«1. Εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα υπέρ του ενδιαφερομένου προσώπου Βασιλειάδη πάσχει ως αναιτιολόγητη γιατί δε διενήργησε σύγκριση με την αιτήτρια - εφεσίβλητη παρά μόνο περιορίστηκε σε σύγκριση με άλλους μη επιλεγέντες υποψήφιους.

2. Εσφαλμένα και υπό πλάνη και αντίθετα με το παράρτημα 10 της ένστασης κρίθηκε πρωτόδικα ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν προέβη σε σύγκριση μεταξύ αιτήτριας και του ιδίου του εφεσείοντα.

3. Εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι στην περίπτωση του εφε[*412]σείοντα δεν υπήρχε υπεροχή του έναντι της αιτήτριας στους τομείς της προφορικής συνέντευξης και αξίας και δεν εδόθη ιδιαίτερη σημασία στο δεύτερο πτυχίο του.

4. Εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι στην απουσία υπεροχής του εφεσείοντα σε απόδοση στην προφορική συνέντευξη, η σύσταση του έναντι της αιτήτριας κατέληγε να ήταν αναιτιολόγητη.

5. Εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα υπέρ του εφεσείοντα δεν είναι αιτιολογημένη, ενώ η σύσταση υπέρ των ενδιαφερομένων προσώπων Πολυχρονίδου και Μάτσα είναι αιτιολογημένη.»

Με την έφεση 3857 η εφεσείουσα Μάρω Κληρίδου-Τσιάπα προβάλλει τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

«1. Εσφαλμένα η πρωτόδικη απόφαση απέρριψε τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι όσον αφορά τις δύο εκ των υστέρων θέσεις ύστερα από την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή 1004/01, ημερ. 31/01/2003, Άκης Παπασάββας ν. Δημοκρατίας, η απόφαση των καθ’ ων είναι άκυρη.

2. Εσφαλμένα έκρινε η πρωτόδικη απόφαση ότι στην υπό κρίση υπόθεση υπήρχε νόμιμη συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό της αιτήτριας εξεταζόμενον και αυτεπαγγέλτως.

3. Εσφαλμένα έκρινε η πρωτόδικη απόφαση ότι η αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν αιτιολογημένη και απέρριψε τον προβληθέντα σχετικό ισχυρισμό της αιτήτριας ότι η αξιολόγηση αυτή στερείται αιτιολογίας κυρίως γιατί η βαθμολογική αξιολόγηση εκάστου των υποψηφίων, δεν συνάδει με το φραστικό περιεχόμενο της.

4. Εσφαλμένα έκρινε η πρωτόδικη απόφαση ότι ήταν νόμιμη η αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης των υποψηφίων από τον Γενικό Εισαγγελέα και απέρριψε τον περί το θέμα τούτο προβληθέντα ισχυρισμό της αιτήτριας.

5. Εσφαλμένα έκρινε η πρωτόδικη απόφαση ότι η σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα κα Πολυχρονίδου και κ. Μάτσα ήταν αιτιολογημένη και απέρριψε τον περί τούτου σχετικό ισχυρισμό της αιτήτριας.

6. Εσφαλμένα έκρινε η πρωτόδικη απόφαση ότι η τελική κρίση [*413]της ΕΔΥ ήταν αιτιολογημένη και ότι δεν έπασχε από έλλειψη δέουσας έρευνας.»

Με την έφεση αρ. 3860 η εφεσείουσα Κυπριακή Δημοκρατία προβάλλει τους εξής λόγους έφεσης:

«1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα αναφέρει στη σελ. 19 της απόφασης του, ότι «Το σκεπτικό του Γενικού Εισαγγελέα για τη σύσταση του κ. Βασιλειάδη δεν αναφέρεται σε σύγκριση του με την Αιτήτρια παρά μόνο με σύγκριση του με άλλους επιλεγέντες υποψήφιους» και συνακόλουθα, ότι «η αιτιολογία της σύστασης του κ. Βασιλειάδη έναντι της Αιτήτριας θα μπορούσε λοιπόν να ανευρεθεί στην απόδοση από το Γενικό Εισαγγελέα μεγαλύτερης σημασίας στα στοιχεία τα οποία υπερείχε ο κ. Βασιλειάδης αντί σε εκείνα στα οποία υπερείχε η Αιτήτρια. Αφού όμως κάτι τέτοιο δεν ελέχθη, πρέπει να κριθεί με αναφορά στην όλη προσέγγιση του Γενικού Εισαγγελέα ......»

2. Σε συνάρτηση και συνακόλουθα με το λόγο Έφεσης 1, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα κατέληξε στις σελ. 20 και 22 της απόφασης του, ότι «.. Καταλήγω λοιπόν ότι, στην απουσία υπεροχής του κ. Βασιλειάδη σε απόδοση στην προφορική συνέντευξη, η σύσταση του απέληγε να ήταν αναιτιολόγητη, ελλείψει μάλιστα οποιασδήποτε ρητής αιτιολόγησης της σύστασης από το Γενικό Εισαγγελέα. Η κατάληξη ως προς το αιτιολογημένο της σύστασης του Γενικού Εισαγγελέα προδιαγράφει και τα επόμενα. Καθ’ όσον η ΕΔΥ εβασίσθη στη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα για επιλογή του κ. Βασιλειάδη, η απόφαση της καθίσταται τρωτή ως εκ του τρωτού της σύστασης για τον κ. Βασιλειάδη.» και «Καταλήγοντας, η προσφυγή ......... και επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται ως προς τον κ. Βασιλειάδη.»

Όλοι οι πιο πάνω λόγοι έφεσης υποστηρίζονται και από σχετική αιτιολογία την οποία δεν το θεωρούμε αναγκαίο να επαναλάβουμε στην παρούσα.

Μελετήσαμε τις αντίστοιχες θέσεις όπως προκύπτουν από τα περιγράμματα αγόρευσης αλλά και τις προφορικές αγορεύσεις των ευπαιδεύτων δικηγόρων των διαδίκων. Αρχίζοντας την εξέταση της υπόθεσης από την έφεση του Α. Βασιλειάδη (Α.Ε. 3851), από πλευράς του συνηγόρου του υποβλήθηκε βασικά η εξής θέση: ο εφεσείων υπερείχε σε αρχαιότητα 4 περίπου ετών της εφεσίβλητης Μά[*414]ρως Κληρίδου-Τσιάπα και σε προσόντα, αφού είχε επιπρόσθετο μεταπτυχιακό δίπλωμα στο Ναυτικό Δίκαιο (Diploma in Shipping). Η απόδοση τους στην εξέταση από την Ε.Δ.Υ. ήταν η ίδια (χαρακτηρίστηκαν και οι δυο ως «παρα πολύ καλός») και η μόνη υπεροχή της εφεσίβλητης ήταν σε αξία η οποία όμως δεν μπορούσε να ανατρέψει τους παράγοντες που υπερείχε ο εφεσείων και ιδιαίτερα την τετράχρονη του αρχαιότητα. Μ’ αυτά τα δεδομένα η σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα υπέρ του εφεσείοντα ήταν και ορθή και αιτιολογημένη. Επομένως εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε αντίθετη απόφαση.

Από πλευράς της εφεσίβλητης ο συνήγορος της εισηγήθηκε ότι αυτή ήταν πάντοτε καλύτερη από τον εφεσείοντα στις ετήσιες εκθέσεις αφού αυτή συγκέντρωνε 38 «εξαίρετος» κατά τα τελευταία 5 έτη (1997-2001) έναντι 33 του εφεσείοντα. Αναφορικά με την αρχαιότητα, ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έλαβε αυτή υπόψη στη σύσταση αφού δεν σύγκρινε τον εφεσείοντα με την εφεσίβλητη.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η μόνη υπεροχή της εφεσίβλητης έναντι του εφεσείοντα ήταν στο κριτήριο «αξία» και αυτή απλώς διότι κατά τα τελευταία 5 έτη στα οποία δόθηκε περισσότερη βαρύτητα, είχε 5 αξιολογήσεις «εξαίρετος» περισσότερο του εφεσείοντα, ενώ ο τελευταίος υπερείχε ουσιωδώς στο θέμα αρχαιότητα όπως και στο κριτήριο των προσόντων, κρίνουμε ότι ορθά ο Γενικός Εισαγγελέας σύστησε τον εφεσείοντα αφού τέτοια σύσταση συνάδει πλήρως με τα στοιχεία των φακέλων (βλ. Φέττας ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 394, σελ. 401, Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833, σελ. 836). Το ότι τα 5 περισσότερα «εξαίρετος» που έχει η εφεσίβλητη δεν μπορούσαν να έχουν τη βαρύτητα που δόθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, αλλά αυτά θα έπρεπε να εξεταστούν κάτω από το φως της γενικής εικόνας των υποψηφίων, υποστηρίζεται και από την απόφαση της Ολομέλειας Ελένη Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485 και τις Πούρος κ.ά. ν. Άννας Μαρίας Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 (Α) Α.Α.Δ. 374 όπου γίνεται αναφορά και σε παλαιότερη νομολογία. Στη σελ. 389 διαβάζουμε τα ακόλουθα:

«.......... Καθώς η Ολομέλεια υπέδειξε στη Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74 (στη σελ. 82), πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ολόκληρη η σταδιοδρομία των υποψηφίων παρόλο που αναγνωρίζεται και η σημασία των πιο πρόσφατων εκθέσεων. Το ίδιο επαναλήφθηκε και στη Republic v. Roussos (1987) 3 C.L.R. 1217, στη σελ. 1224. Έπειτα υπενθυμίζουμε πως για την κατάταξη των υποψηφίων σημασία είχε η συνολική εικόνα βλ. Republic v. Roussos (ανωτέρω) εκτός αν, με αναφορά σε [*415]συγκεκριμένες ανάγκες της περίπτωσης όπως προκύπτουν από το σχέδιο υπηρεσίας, εξειδικευθεί η ιδιαίτερη σημασία των όποιων επί μέρους (η παρούσα δεν ήταν όμως μια τέτοια περίπτωση.»

Βέβαια έγινε αναφορά από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσίβλητης σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπου λέχθηκε ότι το κριτήριο «αξία» μπορεί να υπερισχύσει του κριτηρίου της αρχαιότητας. (βλ. Χριστόδουλος Αργυρού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 4(Α) Α.Α.Δ. 412, Ηλία Παπαδόπουλου ν. Δημοκρατίας, (2001) 3 (Α) Α.Α.Δ. 560 και Θεόδωρος Μουμτζής ν. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 1001).

Αυτό που προκύπτει από τις πιο πάνω αποφάσεις διατυπώνεται στο εξής απόσπασμα από την υπόθεση Μουμτζή, πιο πάνω:

«Έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι η αρχαιότητα δεν αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα αλλά μπορεί να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του ενός υποψηφίου όταν οι υποψήφιοι είναι ίσοι. (βλ. Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56). Ιδιαίτερα δε, σύμφωνα πάντα με τη νομολογία, η αρχαιότητα αποδυναμώνεται ακόμα περισσότερο, όταν πρόκειται να πληρωθούν διευθυντικές θέσεις ή θέσεις ψηλά στην ιεραρχία.  (βλ. Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47, Paschalis v. Republic (1968) 3 C.L.R. 1897)».

Στην υπόθεση Ηλίας Παπαδόπουλου, πιο πάνω, σελ. 562 λέχθηκε ότι «το βασικό κριτήριο για προαγωγή-διορισμό είναι η αξία». Βέβαια εκεί, όπου υπήρχε αρχαιότητα, αυτή ήταν αμελητέα και όχι ουσιαστική.

Στη δική μας περίπτωση ο εφεσείων και η εφεσίβλητη ήσαν ουσιαστικά ίσοι αφού η υπεροχή της εφεσίβλητης στην αξία ήταν οριακή, δηλαδή με 5 «εξαίρετος» περισσότερα κατά τα τελευταία 5 έτη, ο δε εφεσείων υπερείχε στα προσόντα, ούτως ώστε και το κριτήριο της αρχαιότητας μπορούσε να ληφθεί υπόψη με τρόπο που να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του. 

Κατά τη σύσταση του ο Γενικός Εισαγγελέας εφάρμοσε τα πιο πάνω κριτήρια, δηλαδή αυτά της γενικής εικόνας των υποψηφίων.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έλαβε υπόψη του την αρχαιότητα του εφεσείοντα Βασιλειάδη σε σύγκριση με την εφεσίβλητη και πάλιν δεν συμφωνούμε. [*416]Μπορεί να μην έγινε η σύγκριση με τον τρόπο που εισηγείται ο κ. Κληρίδης, δηλαδή να γίνεται ταυτόχρονα αναφορά στον εφεσείοντα από τη μια και την εφεσίβλητη από την άλλη. Όμως ότι ο εφεσείων είχε αρχαιότητα έναντι της εφεσίβλητης φαίνεται ότι το έλαβε ο Γενικός Εισαγγελέας υπόψη. Τούτο προκύπτει από το μέρος του πρακτικού όπου ο Γενικός Εισαγγελέας ασχολείται ειδικά με το θέμα της αρχαιότητας των υποψηφίων κατατάσσοντας αρχαιότερο τον κ. Πασιά, μετά τον κ. Μάτσα, μετά τον κ. Θεοδούλου, μετά τον κ. Βασιλειάδη (εφεσείοντα) και την κα Βραχίμη. Σημειώνει ότι μεταξύ των δύο (εφεσείοντα και Βραχίμη) προηγείται ο εφεσείων λόγω ημερομηνίας γέννησης και ότι ακολουθούν η Πολυχρονίδου με την εφεσίβλητη Μάρω Κληρίδου-Τσιάπα που ανέλαβαν τη θέση του Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας από 15/7/98. Διευκρινίζει ότι μεταξύ των δυο (Πολυχρονίδου και Τσιάπα) προηγείται η Πολυχρονίδου αλλά η σημασία αυτής της αρχαιότητας είναι μηδαμινή.

Ιδιαίτερα όσον αφορά τη σύγκριση του εφεσείοντα με την εφεσίβλητη ο Γενικός Εισαγγελέας ανάφερε τα εξής:

«Το ίδιο δεν μπορεί να λεχθεί για τη Τσιάπα-Κληρίδου, διότι η απόδοση της στην εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. ήταν η ίδια με την απόδοση Βασιλειάδη και Πετρίδου-Βραχίμη, οπότε πιστεύω ότι μόνο η υπεροχή κατά αξία δεν είναι αρκετή να ανατρέψει αρχαιότητα 4 ετών.»

Σε άλλο σημείο της σύστασης φαίνεται ότι λήφθηκε υπόψη και το ότι ο εφεσείων κατέχει πρόσθετο δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Λονδίνου στο Ναυτικό Δίκαιο (shipping) πράγμα στο οποίο «κάποια σημασία πρέπει να δοθεί» όπως το έθεσε. Το ότι η αναφορά στο πρόσθετο δίπλωμα έγινε όταν γινόταν η σύγκριση με τους υποψηφίους Θεοδούλου και Πετρίδου-Βραχίμη και όχι όταν γινόταν η σύγκριση με την εφεσίβλητη, δεν αφαιρεί από την ορθότητα της σύστασης, εκτός αν η εφεσίβλητη είχε και αυτή πρόσθετο δίπλωμα και ο Γενικός Εισαγγελέας δεν λάμβανε αυτό υπόψη. Το πιστοποιητικό του Institute of Advanced Legal Studies, University of London (Φεβρουάριος-Μάϊος 1996) που είχε η εφεσίβλητη, δεν είναι μεταπτυχιακού επιπέδου.  Άλλωστε ούτε φαίνεται να λήφθηκε υπόψη το προαναφερθεν πιστοποιητικό του εφεσείοντα με θέμα Training Course in Legislative Drafting Commonwealth Secretariat.

Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι η σύσταση του εφεσείοντα από το Γενικό Εισαγγελέα ήταν καθόλα νόμιμη και αιτιολογημένη και η περί του αντιθέτου κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν δικαιολογείται. Επομένως η έφεση 3851 επιτυγχάνει.

[*417]

Έφεση αρ. 3857

Η εφεσείουσα Μάρω Κληρίδου-Τσιάπα με τον πρώτο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της ότι λόγω της επανόδου του κ. Παπασάββα στη θέση του μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 1004/01 ημερ. 31/1/03 κατά της παύσης του, σημαίνει ότι δεν ήταν πλέον κενή η θέση που κενώθηκε λόγω παύσης του κ. Παπασάββα. Εφόσον δε και οι άλλες δυο θέσεις πληρώθηκαν μέσα στο πλαίσιο πλήρωσης της θέσης Παπασάββα χωρίς ξεχωριστές δημοσιεύσεις, είναι και αυτές ανύπαρκτες. 

Καταρχήν, σημειώνουμε ότι, τόσο ο συνήγορος της εφεσίβλητης Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος Τ. Πολυχρονίδου στα περιγράμματα αγόρευσης τους ισχυρίζονται ότι, όπως είναι διατυπωμένος ο λόγος έφεσης, δεν δικαιούται να αμφισβητεί η εφεσείουσα την πλήρωση της θέσης Παπασάββα (ανεξάρτητα της μεταγενέστερης ακύρωσης της παύσης του) αλλά μόνο τις δυο άλλες κενές θέσεις που πληρώθηκαν μέσα στο ίδιο πλαίσιο, χωρίς ξεχωριστές δημοσιεύσεις. Σε τέτοια περίπτωση, αν δηλαδή η νομιμότητα πλήρωσης της θέσης Παπασάββα δεν μπορεί να εξεταστεί, τότε, σύμφωνα με τον ισχυρισμό τους, αυτόματα και οι άλλες δυο θέσεις που πληρώθηκαν με τη διαδικασία του άρθρου 34(14) του Ν. 1/90 είναι νόμιμες. Επικαλούνται και οι δυο την υπόθεση Αριστοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 673.

Πράγματι στους λόγους έφεσης δεν προσβάλλεται ρητά και/ή άμεσα η πλήρωση της θέσης Παπασάββα, παρά την ακύρωση της παύσης του στις 31/1/03. Όμως ο λόγος αυτός τίθεται ως υπόβαθρο για την προσβολή του ευρήματος του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι άλλες δυο θέσεις (Φράγκου και Κουρσουμπά) πληρώθηκαν νόμιμα. Προϋπόθεση για την εξέταση του λόγου έφεσης για τις άλλες δυο θέσεις, είναι και η εξέταση της πλήρωσης της θέσης Παπασάββα, θέματα τα οποία εξετάστηκαν πρωτόδικα «ως θέμα δημόσιας τάξης». Επομένως, παρά την ατυχή διατύπωση του λόγου έφεσης, θα εξετάσουμε τη νομιμότητα πλήρωσης και των τριών θέσεων με ιδιαίτερη έμφαση σ’ αυτή του Παπασάββα αφού αυτή αποτελεί τη βάση και προϋπόθεση για εξέταση των άλλων δυο θέσεων.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αντιμετώπισε την πιο πάνω εισήγηση ως ακολούθως:

«Η εισήγηση αυτή στερείται ερείσματος. Η απάντηση δίδεται από [*418]τον κ. Σεραφείμ όσο και από την κα Πολυχρονίδου και τον ευπαίδευτο συνήγορο για τους κυρίους Μάτσα και Βασιλειάδη, με αναφορά στη σχετική νομολογία (Πανταζής ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 107, Παπαμιλτιάδου ν. Δημοκρατίας, 1099/03, 21-1-2004, Ioannides v. Cyprus Grain Commission (1988) 3 C.L.R. 1506), από την οποία και προκύπτει ότι, εφ’ όσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ανακαλείται, δεν καθίσταται ipso facto άκυρη λόγω της εκ των υστέρων έκλειψης, έστω και αναδρομικώς, του νομικού καθεστώτος στο οποίο στηρίχθηκε, εφ’ όσον το καθεστώς εκείνο υφίστατο νομίμως όταν είχε ληφθεί η απόφαση. Εδώ η θέση του κ. Παπασάββα ήταν κενή όταν ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση και υπήρχε μάλιστα εκ του νόμου υποχρέωση πλήρωσης της θέσης του. Η εκ των υστέρων ακύρωση της αναγκαστικής αφυπηρέτησης του δεν καθιστούσε αφ’ ευαυτή άκυρη την πλήρωση της θέσης του παρά μόνο δημιουργούσε υποχρέωση ή δυνατότητα στην ΕΔΥ να ανακαλέσει την απόφαση της, πράγμα που δεν έγινε. Οι συνέπειες της παράλειψης αυτής αφορούσαν όχι τη νομιμότητα της απόφασης της ΕΔΥ κρινόμενης με τα δεδομένα που υπήρχαν κατά το χρόνο λήψης της αλλά τη διοίκηση γενικότερα, η οποία φαίνεται ότι μερίμνησε ώστε να μην επηρεασθούν τα Ενδιαφερόμενα Μέρη με τη δημιουργία υπεράριθμης θέσης Εισαγγελέα. Ούτε βεβαίως προσβάλλεται εδώ η παράλειψη της ΕΔΥ να ανακαλέσει την απόφαση της αλλά η νομιμότητα αυτή καθ’ αυτή της απόφασης. Αλλά και εννόμου συμφέροντος φαίνεται να στερείται η Αιτήτρια ως προς τέτοιο λόγο ακύρωσης, όπως εισηγούνται περαιτέρω η Δημοκρατία και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη με αναφορά στη νομολογία. Καθ’ όσον η Αιτήτρια προσβάλλει το διορισμό των Ενδιαφερομένων Μερών αντί εκείνης στις επίδικες θέσεις, δεν μπορεί τώρα να ακούεται να λέγει ότι οι θέσεις είναι ανυπόστατες και έτσι να επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει συγχρόνως το ίδιο το υπόβαθρο στο οποίο στηρίζει την προσφυγή της.»

Υιοθετούμε την ορθότητα του πιο πάνω σκεπτικού με το οποίο συμφωνούμε χωρίς την ανάγκη να επεκταθούμε επί του θέματος.  Η αρχή ότι ένας δεν μπορεί να επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει ταυτόχρονα μια κατάσταση (νομική ή πραγματική), τυγχάνει πλήρους εφαρμογής (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. China Wanbao Engineering Corporation (2000) 3 Α.Α.Δ. 406, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Θεοφίλου (Αρ. 1) (2004) 3 Α.Α.Δ. 63 και πιο πρόσφατα Μάριος Σκώττης κ.ά. ν. Σπύρου Χατζηκωνσταντή και Α.Η.Κ. (2005) 3 A.A.Δ. 140). Σημειώνουμε ότι, όταν διεξήχθη η διαδικασία πλήρωσης των 3 κενών θέσεων, τα γεγονότα ήσαν τέτοια που η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν και ορθή και νόμιμη. Η εκ των [*419]υστέρων ακύρωση της παύσης του κ. Παπασάββα δεν αλλοιώνει την κατάσταση. Η νομιμότητα πλήρωσης της θέσης Παπασάββα καθιστά νόμιμη και τη διαδικασία πλήρωσης των άλλων δυο θέσεων, που έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34(14) του Ν. 1/90.

Με το δεύτερο λόγο έφεσής της η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα του ευρήματος του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η συγκρότηση της Σ.Ε. ήταν νόμιμη. Με το θέμα αυτό το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολείται στις σελ. 6 και συνέχεια της απόφασης.  Παραθέτει το σχετικό άρθρο (το οποίο σύμφωνα με την εφεσείουσα παραβιάστηκε) δηλαδή το 32 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 με ιδιαίτερη αναφορά στο εδ. (3) το οποίο διαλαμβάνει ως ακολούθως:

«(3) Όταν λόγω της μη ύπαρξης κατάλληλων λειτουργών ή λόγω κωλύματος, κρίνεται αναγκαίο όπως μέλη μιας Συμβουλευτικής Επιτροπής επιλέγονται υπάλληλοι από άλλο Υπουργείο, Ανεξάρτητο Γραφείο ή Υπηρεσία στην οποία δεν υπάγεται η θέση που θα πληρωθεί, η επιλογή θα γίνεται ύστερα από συνεννόηση με την αρμόδια αρχή που προϊσταται των υπαλλήλων αυτών.»

Συμφωνούμε με το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου και την ερμηνεία που έδωσε στο άρθρο 32(3) του Ν. 1/90, ότι δηλαδή αυτό που ουσιαστικά όφειλε να πράξει ο Γενικός Εισαγγελέας και το έπραξε, ήταν να υπάρξει συνεννόηση μεταξύ του και του Υπουργικού Συμβουλίου ως αρμόδιας αρχής «που προϊσταται των υπαλλήλων αυτών» δηλαδή των 3 Γενικών Διευθυντών που διορίστηκαν ως μέλη της Σ.Ε. και όχι να επιλέξει ο ίδιος τους 35 Γενικούς Διευθυντές. Η υπόθεση Δάφνη Παπαδοπούλου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 384/00, ημερ. 15/4/03, είναι διαφωτιστική επί του θέματος. Εκεί κρίθηκε παράνομη η συγκρότηση διότι η συνεννόηση του Γενικού Εισαγγελέα έγινε απευθείας με τους 3 Υπουργούς και όχι το Υπουργικό Συμβούλιο, ως αρμόδια στην περίπτωση, Αρχή.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα στην 3857 ισχυρίζεται ότι «εσφαλμένα έκρινε η πρωτόδικη απόφαση ότι η αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης ενώπιον της Σ.Ε. ήταν αιτιολογημένη» και απέρριψε τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό της «γιατί η βαθμολογική αξιολόγηση εκάστου των υποψηφίων δεν συνάδει με το φραστικό περιεχόμενο της». Το πρωτόδικο δικαστήριο με το θέμα αυτό ασχολήθηκε στις σελ. 12-16 της απόφασης. Συγκεκριμένα αναφέρει τα εξής:

«Δεν μπορώ να συμφωνήσω με την επιχειρηματολογία η οποία [*420]γίνεται σε στήριξη της εισήγησης αυτής. Δεν είναι για την Αιτήτρια να καθορίσει το τι συνιστά «εξαίρετη» απόδοση, τοσούτο μάλλον αφού οι χαρακτηρισμοί «εξαίρετος» και «παρα πολύ καλός» είναι σχετικοί προς τα διέποντα την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Είναι δε σαφές ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή θεώρησε ότι ο κ. Μάτσας υπερείχε σε σύγκριση με τους άλλους υποψηφίους, όπως η ίδια η Συμβουλευτική Επιτροπή παρατήρησε, και ότι η Αιτήτρια όσο και τα άλλα Ενδιαφερόμενα Μέρη υστέρησαν τόσο ώστε να διαφοροποιείτο η απόδοση τους από εκείνη του κ. Μάτσα.»

Ο πιο πάνω λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι ο βαθμολογικός έλεγχος δεν εμπίπτει στα πλαίσια αρμοδιότητας ενός ακυρωτικού δικαστηρίου και ότι η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις άπτεται της νοητικής εργασίας των μελών του διοικητικού οργάνου (βλ. Κυριάκος Χασάπη ν. Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, Υπόθ. 245/99, ημερ. 19/4/01, με αναφορά σε αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας και Ματθαίος Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 296/02, ημερ. 22/7/03). Αυτό που απαιτείται από το νόμο είναι η καταγραφή της γενικής εντύπωσης, κάτι που εδώ έγινε (βλ. Πούρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι συναφής με τον τρίτο. Γίνεται ισχυρισμός ότι «εσφαλμένα έκρινε η πρωτόδικη απόφαση ότι ήταν νόμιμη η αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης των υποψηφίων από το Γενικό Εισαγγελέα και απέρριψε τον περί το θέμα τούτο προβληθέντα ισχυρισμό της αιτήτριας». Το πρωτόδικο δικαστήριο σχετικά με το θέμα αυτό είχε αποφασίσει ως ακολούθως:

«Η σύντομη απάντηση στην εισήγηση αυτή, η οποία αναπτύσσεται εν εκτάσει στις αγορεύσεις της Δημοκρατίας και των Ενδιαφερομένων Μερών, είναι ότι η πρόσκληση και συμμετοχή του προϊσταμένου στην προφορική συνέντευξη ενώπιον της ΕΔΥ και η αξιολόγηση του της απόδοσης των υποψηφίων σε αυτή είναι νόμιμη διαδικασία σύμφωνα με τη νομολογία στην οποία γίνεται αναφορά στις εν λόγω αγορεύσεις.»

Δεν έχει υποδειχθεί οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη η οποία να παραβιάστηκε. Αντίθετα από τη νομολογία φαίνεται ότι η συμμετοχή του προϊστάμενου (εδώ του Γενικού Εισαγγελέα) στη διαδικασία στων συνεντεύξεων και ειδικά για την απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις είναι παράγων που βοηθά την Ε.Δ.Υ. στα πλαίσια του άρθρου 17 του Νόμου στη διαμόρφωση άποψης χωρίς να αποτε[*421]λεί κριτήριο επιλογής. Η επιλογή γίνεται από την Ε.Δ.Υ. στη βάση της δικής της αξιολόγησης. (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Κωστάκη Ιακώβου κ.ά.(2005) 3 A.A.Δ. 35, σελ. 38, 39).

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα αμφισβητεί την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα για τα ε.μ. Σ. Μάτσα και Τ. Πολυχρονίδου είναι νόμιμη. 

Με όσα αναφέραμε σχετικά με την έφεση 3851 αναφορικά με τη σύσταση του Α.Βασιλειάδη και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Σ. Μάτσας είχε ουσιαστική αρχαιότητα (7 χρόνια), καθόλα εξαίρετη αξιολόγηση κατά το τελευταίο έτος (2001) αλλά και την εξαιρετική και υπερέχουσα αξιολόγηση του από τον Γενικό Εισαγγελέα και την Ε.Δ.Υ. ως προς την απόδοση του κατά την ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική συνέντευξη, καθώς και την κατοχή δεύτερου πτυχίου στο οποίο μπορούσε να δοθεί κάποια βαρύτητα, κρίνουμε ότι η σύσταση ήταν αιτιολογημένη παρά την υπεροχή της εφεσείουσας σε συνολική βαθμολογημένη αξία. Καταλήγουμε λοιπόν και εδώ ότι η πρωτόδικη απόφαση στο θέμα αυτό της σύστασης του Σ. Μάτσα ήταν ορθή.

Αναφορικά με την Τ. Πολυχρονίδου οι ετήσιες εκθέσεις των τελευταίων 5 ετών παρουσιάζουν την εφεσείουσα και την Πολυχρονίδου, ισοδύναμες. Στην απόδοση των υποψηφίων η Τ. Πολυχρονίδου χαρακτηρίστηκε «εξαίρετη» ενώ η εφεσείουσα «παρα πολύ καλή». Την ίδια αξιολόγηση είχαν και από την Ε.Δ.Υ. Μ’ αυτά τα γεγονότα, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν έπασχε η σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα.

Τέλος είναι ο έκτος λόγος έφεσης σύμφωνα με τον οποίο γίνεται ισχυρισμός ότι εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η τελική κρίση της Ε.Δ.Υ. ήταν αιτιολογημένη και ότι δεν έπασχε από έλλειψη δέουσας έρευνας. 

Εξετάζοντας το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου που ασχολείται με το θέμα αυτό αλλά γενικά ότι η παρούσα υπόθεση αφορούσε την πλήρωση θέσεων ψηλά στην ιεραρχία όπου το διορίζον όργανο έχει ευρύτερη διακριτική ευχέρεια επιλογής, καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή. Το ίδιο ορθό είναι και το εύρημα του δικαστηρίου ότι η Ε.Δ.Υ. διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα κατά τη διαδικασία πλήρωσης των θέσεων. 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η έφεση 3851 επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης Μάρως Κληρίδου-Τσιάπα. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται και επικυ[*422]ρώνεται η απόφαση της Ε.Δ.Υ. για προαγωγή του εφεσείοντα Α. Βασιλειάδη.

Η έφεση 3857 απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ των εφεσιβλήτων Κυπριακής Δημοκρατίας και ενδιαφερομένων μερών.

Η έφεση 3860 επίσης επιτυγχάνει, αλλά όσον αφορά τα έξοδα  δεν εκδίδουμε οποιαδήποτε διαταγή αφού έχουμε εγκρίνει ήδη έξοδα στις εφέσεις 3851 και 3857.

Η έφεση 3851 επιτυγχάνει με έξοδα. Η έφεση 3857 απορρίπτεται με έξοδα. Η έφεση 3860 επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο