(2005) 3 ΑΑΔ 467
[*467]13 Οκτωβρίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, KΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,
ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,
Εφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση,
v.
Α. Κ. ΧΑΤΖΗΪΩΑΝΝΟΥ & ΥΙΟΙ,
Εφεσιβλήτων-Αιτητών.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3498)
Έννομο συμφέρον ― Εξετάζεται πρώτο από τους όρους του παραδεκτού της προσφυγής προκειμένου να ενεργοποιηθεί κατ’ αρχήν η αναθεωρητική δικαιοδοσία ― Λανθασμένη η διαδικασία που ακολουθήθηκε στην κριθείσα περίπτωση από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Έννομο Συμφέρον ― Προσφοροδότη ο οποίος υποβάλλει άκυρη προσφορά, να προσβάλει την κατακύρωση ― Αντιστροφή του βάρους αποδείξεως ― Ειδικά το θέμα της γλώσσας σύνταξης των εγγράφων της προκήρυξης.
Προσφορές ― Όροι ― Ουσιώδης όρος ― Κριτήρια καθορισμού του ουσιώδους όρου από τη νομολογία ― Προσφορά που παραβιάζει ουσιώδη όρο είναι άκυρη ― Περιστάσεις της ακυρότητας της προσφοράς στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες.
Προσφορές ― Προκήρυξη ― Γλώσσα στην οποία συντάσσεται και δημοσιεύεται η προκήρυξη ― Έλλειψη εννόμου συμφέροντος των εφεσιβλήτων να θέσουν το θέμα της γλώσσας της προκήρυξης στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Οι Εφεσείοντες ζήτησαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, που ακύρωσε την επίδικη κατακύρωση προσφοράς.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεχτή την έφεση, αποφάσισε ότι:
[*468]1. Η θέση των εφεσειόντων που αφορά τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε λανθασμένη διαδικασία, κρίνεται απόλυτα ορθή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε πρώτα να εξετάσει το θέμα του έννομου συμφέροντος, αφού η ύπαρξη έννομου συμφέροντος αποτελεί υποκειμενική προϋπόθεση για να υπάρξει δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Μόνο αν υπάρχει τέτοιο συμφέρον θα μπορεί το Δικαστήριο να προχωρήσει και να εξετάσει άλλα θέματα που αφορούν την εγκυρότητα ή όχι της επίδικης διοικητικής πράξης, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου της συνταγματικότητας.
2. Είναι καλώς γνωστές οι αρχές που διέπουν το θέμα της ύπαρξης έννομου συμφέροντος και υπάρχει σωρεία αποφάσεων επί του προκειμένου. Όταν δε αμφισβητείται η ύπαρξη έννομου συμφέροντος, το βάρος απόδειξης το έχει ο αιτητής.
Aναφορικά με προσφορές, έχει κριθεί νομολογιακά ότι προσφορά που δεν πληροί ουσιώδη όρο ή όρους του διαγωνισμού είναι άκυρη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης. Το κριτήριο για να καθοριστεί αν ο όρος της προσφοράς είναι ουσιώδης, είναι η σημασία που ενέχει η συμμόρφωση με αυτόν για να αποφασισθεί η κατακύρωση της προσφοράς και ουσιώδης είναι ο όρος του οποίου η τήρηση είναι σημασίας αποφασιστικής για την λήψη και το περιεχόμενο της απόφασης. Έχει επίσης επανειλημμένα αποφασισθεί ότι προσφοροδότης που δεν έχει υποβάλει έγκυρη προσφορά στερείται έννομου συμφέροντος να προσβάλει την απόφαση κατακύρωσής της.
3. Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπήρχαν στην παρούσα περίπτωση και ήταν ενώπιον της αρμόδιας αρχής, καθώς και του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι εφεσίβλητοι ενσυνειδήτως δεν έδωσαν τις πληροφορίες που απαιτούνταν στα Παραρτήματα Β, D, F, G και Η του τεκμηρίου 1 της Ένστασης, που ήταν οι όροι προκήρυξης της προσφοράς. Ο λόγος που δεν έπραξαν τούτο ήταν ότι, όπως ανέφεραν, ο διορισμός “Nominated Consultants” ήταν, κατά τη γνώμη τους, προαιρετικός και είχαν αποφασίσει να μη διορίσουν τέτοιους.
Η θέση ότι τα σχετικά προσόντα αφορούσαν τους «Nominated Consultants» φαίνεται να είναι ορθή, αλλά γενικά το επιχείρημα αυτό των εφεσιβλήτων δεν κρίνεται ορθό, καθόσον, από το περιεχόμενο των όρων 2 και 3 και ιδιαίτερα των παραγράφων 2.4 και 3.1, ο διορισμός “Nominated Consultants” από τον προσφοροδότη ήταν υποχρεωτικός.
[*469] Περαιτέρω, έστω και αν είναι ορθή η θέση των εφεσιβλήτων-αιτητών, ότι θα μπορούσαν να μη διορίσουν «Nominated Consultants» και να αναλάβουν οι ίδιοι τη διεξαγωγή του έργου, τότε, αυτό θα ισοδυναμούσε στην ουσία με διορισμό των ιδίων των προσφοροδοτών “Consultants” στη θέση των «Nominated Consultants» και σε τέτοια περίπτωση θα υπείχαν την ίδια υποχρέωση που έχουν και οι «Nominated Consultants» ως εκτελεστές του έργου. Οι απαιτήσεις της παραγράφου 3.2(α)(c)(d) θα έπρεπε και πάλι να ικανοποιηθούν και οι εφεσίβλητοι όφειλαν να δώσουν τις απαιτούμενες από τα Παραρτήματα πληροφορίες.
4. Η αρμόδια αρχή στην οποία επαφίεται ο καθορισμός των προϋποθέσεων για έγκυρη συμμετοχή και ο καταρτισμός των όρων των προσφορών, αφού αυτή είναι ο καλύτερος γνώστης των αναγκών και βρίσκεται σε ιδανική θέση να καθορίσει τις προδιαγραφές για την πλήρωσή τους, έκρινε ότι οι πιο πάνω απαιτήσεις, προϋποθέσεις και πληροφορίες ήταν απαραίτητες, εν όψει και του όρου 6.1. Εν πάση περιπτώσει, οι πιο πάνω απαιτήσεις ήταν τέτοιες που χωρίς αμφιβολία αποτελούσαν ουσιώδεις όρους που θα έπρεπε να είχαν ικανοποιηθεί.
Κατ’ ακολουθία, οι εφεσίβλητοι-αιτητές στερούνταν του απαραίτητου έννομου συμφέροντος να προσβάλουν την κατακύρωση της προσφοράς.
Επισημαίνεται περαιτέρω, πως έγινε μεν επιφύλαξη των δικαιωμάτων των εφεσίβλητων σχετικά με την γλώσσα των προσφορών, αλλά ουδέποτε επικαλέστηκαν τη γλώσσα ως λόγο που τους εμπόδιζε να συμμορφωθούν με τους όρους της προσφοράς, οπότε και ίσως η κατάσταση να ήταν διαφορετική αναφορικά με την ύπαρξη έννομου συμφέροντος.
5. Η απουσία έννομου συμφέροντος επιφέρει την ακυρότητα της διαδικασίας της προσφυγής κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος και δεν μπορεί να εξετασθεί οποιοσδήποτε άλλος λόγος ακυρότητας της διοικητικής απόφασης.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208,
Kritiotis v. Municipality of Paphos a.ο. (1986) 3 C.L.R. 322,
[*470]Constantinou a.ο. v. Republic (1966) 3 C.L.R. 174,
K. & M. Transport v. E.F.A. a.ο. (1987) 3 C.L.R. 1939,
P. Steff & Co. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3343,
Tamassos Tobacco Suppliers and Co v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60,
Atlantic Insurance Ltd v. Συμβουλίου Εμπορίας Κυπριακών Πατατών (1990) 3 Α.Α.Δ. 173,
Tylson Engineering Ltd v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 963,
Κanika Hotels Ltd ν. Δήμου Πάφου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2487,
Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1033.
Έφεση.
Έφεση από το καθ’ ου η αίτηση Συμβούλιο εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 113/2000) ημερομηνίας 17/6/2002, με την οποία ακυρώθηκε η απόφασή του ημερ. 13/1/2000 με την οποία κατακυρώθηκε η προσφορά για την ετοιμασία νέας τηλεπικοινωνιακής νομοθεσίας για εναρμόνιση με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και η ανάθεση της υλοποίησης αυτής σε οίκο συμβούλων, για τη δημιουργία του πλαισίου που θα διέπει τη λειτουργία του εθνικού ρυθμιστικού φορέα, στο ενδιαφερόμενο μέρος, ως το χαμηλότερο προσφοροδότη, αντί στους αιτητές.
Λ. Χριστοδουλίδου, για τους Εφεσείοντες.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Το φθινόπωρο του 1998 κρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο αναγκαία η υλοποίηση αποφάσεων του για την ετοιμασία νέας τηλεπικοινωνιακής νομοθεσίας για εναρμόνιση με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και αποφασίστηκε η ανάθεση της υλοποίησης αυτής σε οίκο συμβούλων, για τη δημιουργία του πλαισίου που θα διέπει τη λειτουργία του εθνικού ρυθμιστικού φορέα.
[*471]Ζητήθηκαν προσφορές, τόσο εγχωρίως όσο και στην ιστοσελίδα του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών στο διαδίκτυο και στάληκαν σε όλους τους οργανισμούς που επέδειξαν ενδιαφέρον αντίγραφα της ανακοίνωσης. Τελικά, το Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων απέστειλε στις 20.12.99 την έκθεση αξιολόγησης της προσφοράς στο Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών. Η προσφορά που υπέβαλαν οι εφεσίβλητοι αιτητές δεν αξιολογήθηκε όμως από την επιτροπή, γιατί αυτοί ενσυνειδήτως, όπως διαπίστωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν ακολούθησαν τους όρους της προκήρυξης και δεν έδωσαν συγκεκριμένες πληροφορίες που απαιτούνταν σε παραρτήματα της προκήρυξης.
Τελικά, στις 13.1.00 η προσφορά κατακυρώθηκε στο χαμηλότερο προσφοροδότη. Εναντίον της απόφασης κατακύρωσης καταχωρήθηκε η προσφυγή 113/00.
Οι εφεσίβλητοι-αιτητές ισχυρίστηκαν ότι η προσβαλλόμενη πράξη ήταν άκυρη, γιατί η προπαρασκευαστική της πράξη, που ήταν η δημοσίευση των προδιαγραφών, ήταν αντισυνταγματική, αφού αυτή συντάχθηκε μόνο στα Αγγλικά αντί σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους. Παρόλο ότι οι εφεσίβλητοι-αιτητές είχαν ζητήσει και γραπτώς το κείμενο των προδιαγραφών στα Ελληνικά, πληροφορήθηκαν από το Υπουργείο Συγκοινωνιών ότι, ενώ οι προσφορές γίνονται συνήθως στην Ελληνική, αφού στην περίπτωση αυτή ο διαγωνισμός ήταν διεθνής, συντάχθηκαν στην Αγγλική που ήταν γλώσσα ευρέως διαδεδομένη.
Οι εφεσείοντες-καθ’ ων η αίτηση πρόβαλαν προδικαστική ένσταση, στην οποία ισχυρίστηκαν ότι η προσφυγή έπρεπε να απορριφθεί, γιατί οι εφεσίβλητοι-αιτητές δεν είχαν έννομο συμφέρον, αφού η προσφορά τους δεν τηρούσε βασικούς όρους του διαγωνισμού, εφόσον αυτοί, ενσυνειδήτως δεν έδωσαν τις πληροφορίες, που απαιτούσαν συγκεκριμένοι όροι της προκήρυξης της προσφοράς.
Ο πρωτόδικος Δικαστής εξέτασε κατά πρώτο το θέμα της εγκυρότητας και συνταγματικότητας της προκήρυξης, κατέληξε πως η χρήση της Αγγλικής αντί μίας των επισήμων γλωσσών της Δημοκρατίας ήταν ανεπίτρεπτη και καθιστούσε την όλη διαδικασία άκυρη και ακολούθως επιλήφθηκε του θέματος του έννομου συμφέροντος, κρίνοντας ότι οι εφεσίβλητοι-αιτητές δεν στερούνταν έννομου συμφέροντος γιατί νομιμοποιούνταν, αφού υπέβαλαν προσφορά, έστω με επιφύλαξη, επιφύλαξη που έγινε ακριβώς για να διατηρήσουν το έννομο συμφέρον τους. Έτσι, η επίδικη [*472]πράξη ακυρώθηκε.
Με την έφεσή τους οι εφεσείοντες-καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε λανθασμένη διαδικασία, αφού όφειλε κατά πρώτο να εξετάσει το θέμα της προδικαστικής ένστασης και να κρίνει αν υπήρχε έννομο συμφέρον, αφού αυτή ήταν βασική προϋπόθεση για να αποφασισθεί η ύπαρξη έγκυρης προσφυγής, ώστε να μπορούν να εξετασθούν άλλα θέματα, συμπεριλαμβανομένου και του θέματος της συνταγματικότητας. Επιχειρηματολόγησαν δε, με αναφορά στη νομολογία ότι, εφόσον δεν ικανοποιούνταν ουσιώδεις όροι της προκήρυξης των προσφορών, η προσφορά ήταν άκυρη, οι εφεσείοντες-αιτητές δεν είχαν έννομο συμφέρον και το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να απορρίψει την προσφυγή τους, χωρίς να υπεισέλθει στην κρίση άλλων θεμάτων που εγείρονταν με την προσφυγή.
Η θέση των εφεσειόντων που αφορά τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε λανθασμένη διαδικασία μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε πρώτα να εξετάσει το θέμα του έννομου συμφέροντος, αφού η ύπαρξη έννομου συμφέροντος αποτελεί υποκειμενική προϋπόθεση για να υπάρξει δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Μόνο αν υπάρχει τέτοιο συμφέρον θα μπορεί το Δικαστήριο να προχωρήσει και να εξετάσει άλλα θέματα που αφορούν την εγκυρότητα ή όχι της επίδικης διοικητικής πράξης, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου της συνταγματικότητας.
Είναι καλώς γνωστές οι αρχές που διέπουν το θέμα της ύπαρξης έννομου συμφέροντος και υπάρχει σωρεία αποφάσεων επί του προκειμένου. (Οι εφεσείοντες παραπέμπουν, μεταξύ άλλων, στις Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208 και Kritiotis v. Municipality of Paphos and Others (1986) 3 C.L.R. 322). Όταν δε αμφισβητείται η ύπαρξη έννομου συμφέροντος, το βάρος απόδειξης το έχει ο αιτητής (Constantinou and Another v. Republic (1966) 3 C.L.R. 174).
Aναφορικά με προσφορές, έχει κριθεί νομολογιακά ότι προσφορά που δεν πληροί ουσιώδη όρο ή όρους του διαγωνισμού είναι άκυρη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης. (K. & M. Transport v. E.F.A. & Others (1987) 3 C.L.R. 1939, P. Steff & Co. v. Δημοκρατίας (1990) 3 A.A.Δ. 3343). Το κριτήριο για να καθοριστεί αν ο όρος της προσφοράς είναι ουσιώδης, είναι η σημασία που ενέχει η συμμόρφωση με αυτό για να αποφασισθεί η κατακύρωση της προσφοράς και ουσιώδης είναι ο όρος του οποίου η [*473]τήρηση είναι σημασίας αποφασιστικής για την λήψη και το περιεχόμενο της απόφασης (Tamassos Tobacco Suppliers and Co v. Δημοκρατίας (1992) 3 A.A.Δ. 60). Έχει επίσης επανειλημμένα αποφασισθεί ότι προσφοροδότης που δεν έχει υποβάλει έγκυρη προσφορά στερείται έννομου συμφέροντος να προσβάλει την απόφαση κατακύρωσής της (Atlantic Insurance Ltd v. Συμβουλίου Εμπορίας Κυπριακών Πατατών (1990) 3 Α.Α.Δ. 173, Tylson Engineering Ltd v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 963, Κanika Hotels Ltd ν. Δήμου Πάφου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2487).
Ο όρος 6.1 της σελίδας 8 των όρων προκήρυξης της προσφοράς αναφέρει ρητά τα ακόλουθα:
«Every tenderer is expected to study all tender documents. Failure on the part of a tenderer to furnish any information and/or certificate and/or document required to be furnished by the tender documents or the submission by him of a tender offering alternative solutions or not corresponding in every respect with a tender documents shall result in the exclusion of his tender».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπήρχαν στην παρούσα περίπτωση και ήταν ενώπιον της αρμόδιας αρχής, καθώς και του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι εφεσίβλητοι ενσυνειδήτως δεν έδωσαν τις πληροφορίες που απαιτούνταν στα Παραρτήματα Β, D, F, G και Η του τεκμηρίου 1 της Ένστασης, που ήταν οι όροι προκήρυξης της προσφοράς. Ο λόγος που δεν έπραξαν τούτο ήταν ότι, όπως ανέφεραν, ο διορισμός “Nominated Consultants” ήταν, κατά τη γνώμη τους, προαιρετικός και είχαν αποφασίσει να μη διορίσουν τέτοιους. Έτσι, αφού τα πιο πάνω Παραρτήματα αφορούσαν το όνομα και τα απαιτούμενα προσόντα για τους «Nominated Consultants», κατά συνέπεια δεν ήταν δυνατόν, ούτε απαιτείτο να δώσουν τις πληροφορίες αυτές.
Σε καλυπτική επιστολή τους, που συνόδευε την προσφορά τους, οι εφεσίβλητοι ανέφεραν μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
«Δεν αποδεχόμαστε ότι για να διεκπεραιώσει με επιτυχία κάποιος τις εργασίες που διαλαμβάνει η προσφορά πρέπει να έχει τα προσόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 3.2(α) (c) (d) από τα οποία αποδεχόμαστε μόνο τη γνώμη του Acquis Communautaire και The Current Work of the European Commission and the Eruopean Union Practices.»
Η θέση ότι τα προσόντα αυτά αφορούσαν τους «Nominated [*474]Consultants» φαίνεται να είναι ορθή, αλλά γενικά το επιχείρημα αυτό των εφεσιβλήτων δεν μας βρίσκει σύμφωνους, καθόσον κρίνουμε ότι, από το περιεχόμενο των όρων 2 και 3 και ιδιαίτερα των παραγράφων 2.4 και 3.1, ο διορισμός “Nominated Consultants” από τον προσφοροδότη ήταν υποχρεωτικός. Παραθέτουμε τις σχετικές παραγράφους:
«2.4 The contract work referred to in para 2.3 hereinabove, shall be carried out by the company, firm, individual or other persons or group of persons (legal or otherwise), who has been nominated for this purpose by the Consultant(s) in his Document of Tender and of Financial Proposal, and who shall be engaged by the Consultant(s) or be associated with them under express agreement, for the purpose of carrying out the work (hereinafter referred to as “the Nominated Consultants”).
“3.1 Each tenderer shall nominate in his Document of Tender and of Financial Proposal (in the form attached herewith as Appendix “1”), the Consultants referred to in para 2.4 hereinabove (the “Nominated Consultants”).”
(H υπογράμμιση είναι δική μας).
Περαιτέρω, παρατηρούμε πως έστω και αν είναι ορθή η θέση των εφεσιβλήτων-αιτητών, ότι θα μπορούσαν να μη διορίσουν «Nominated Consultants» και να αναλάβουν οι ίδιοι τη διεξαγωγή του έργου, τότε, κατά την άποψή μας, αυτό θα ισοδυναμούσε στην ουσία με διορισμό των ιδίων των προσφοροδοτών “Consultants” στη θέση των «Nominated Consultants» και σε τέτοια περίπτωση θα υπείχαν την ίδια υποχρέωση που έχουν και οι «Nominated Consultants» ως εκτελεστές του έργου, γιατί διαφορετικά θα ήταν παράλογο, ενώ η Αρχή απαιτούσε ειδικές γνώσεις, προσόντα και πείρα από τους “Nominated Consultants” που θα εκτελούσαν την εργασία σε περίπτωση που διορίζονταν τρίτοι, αν αναλάμβαναν το έργο οι ίδιοι οι προσφοροδότες να δικαιούνται να εκτελέσουν αυτοί την εργασία, χωρίς να έχουν τα απαιτούμενα προσόντα. Έτσι, σε τέτοια περίπτωση, θεωρούμε πως οι απαιτήσεις της παραγράφου 3.2(α)(c)(d) θα έπρεπε και πάλι να ικανοποιηθούν και οι εφεσίβλητοι όφειλαν να δώσουν τις απαιτούμενες από τα Παραρτήματα πληροφορίες. Η αρμόδια αρχή στην οποία επαφίεται ο καθορισμός των προϋποθέσεων για έγκυρη συμμετοχή και ο καταρτισμός των όρων των προσφορών, αφού αυτή είναι ο καλύτερος γνώστης των αναγκών και βρίσκεται σε ιδανική θέση να καθορίσει τις προδιαγραφές για την πλήρωσή τους (Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1033), έκρινε ότι οι πιο πά[*475]νω απαιτήσεις, προϋποθέσεις και πληροφορίες ήταν απαραίτητες, εν όψει και του όρου 6.1, τον οποίο παραθέσαμε. Εν πάση περιπτώσει, οι πιο πάνω απαιτήσεις ήταν τέτοιες που δεν έχουμε καμμία αμφιβολία πως αποτελούσαν ουσιώδεις όρους που θα έπρεπε να είχαν ικανοποιηθεί.
Κατ’ ακολουθία και εφαρμόζοντας τις αρχές που εκθέσαμε, καταλήγουμε πως οι εφεσίβλητοι-αιτητές στερούνταν του απαραίτητου έννομου συμφέροντος να προσβάλουν την κατακύρωση της προσφοράς.
Επισημαίνουμε περαιτέρω, πως έγινε μεν επιφύλαξη των δικαιωμάτων των εφεσίβλητων σχετικά με την γλώσσα των προσφορών, αλλά ουδέποτε επικαλέστηκαν τη γλώσσα ως λόγο που τους εμπόδιζε να συμμορφωθούν με τους όρους της προσφοράς, οπότε και ίσως η κατάσταση να ήταν διαφορετική αναφορικά με την ύπαρξη έννομου συμφέροντος.
Έτσι, η απουσία έννομου συμφέροντος επιφέρει την ακυρότητα της διαδικασίας της προσφυγής κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος και δε μπορεί να εξετασθεί οποιοσδήποτε άλλος λόγος ακυρότητας της διοικητικής απόφασης.
Υπό το φως των ανωτέρω η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η διοικητική απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται τα έξοδα της διαδικασίας, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση, υπέρ των εφεσειόντων-καθ’ ων η αίτηση.
H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο