(2005) 3 ΑΑΔ 489
[*489]1 Νοεμβρίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3550)
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Παράλειψη τήρησης στοιχείων διακύμανσης αποθεμάτων ― Εμπίπτει στην απαίτηση τήρησης εγγράφων, στοιχείων και αρχείων που αναφέρονται στον Καν. 3 της Κ.Δ.Π. 114/92 ― Ορθά αποδόθηκε βαρύτητα στην παράλειψη αυτή από τον Έφορο.
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του ενώπιον του Εφόρου το φέρει ο φορολογούμενος ― Το Δικαστήριο ασκεί έλεγχο νομιμότητας και επεμβαίνει μόνο όπου διαπιστώνεται πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή υπέρβαση εξουσίας.
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Δέουσα έρευνα ― Ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων ο Έφορος δύναται να απορρίψει τους ισχυρισμούς του φορολογούμενου και να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, με βάση τα στοιχεία ενώπιόν του.
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Άρθρο 39 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου (Ν. 246/90) ― Υποχρέωση φύλαξης στοιχείων για περίοδο 7 ετών ― Τέτοια στοιχεία, οι κορδέλες των ταμειακών μηχανών ― Ορθά λήφθηκε υπόψη από τον Έφορο η παράλειψη τήρησης της υποχρέωσης αυτής.
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Ισχυρισμός πως δεν υπολογίστηκε ορθά το μικτό κέρδος του φορολογούμενου ― Ανέλεγκτη η κρίση του Εφόρου επί τεχνικών θεμάτων, εφόσον δεν διαπιστώνεται κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας και πλάνη ως προς τα πραγματικά δεδομένα.
[*490]Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Μεταβίβαση της επιχείρησης και διαγραφή από το Μητρώο Φ.Π.Α. ― Ορθά και νόμιμα βεβαιώθηκε φόρος προστιθέμενης αξίας μετά τη μεταβίβαση αφού η βεβαίωση αφορούσε χρονική περίοδο, κατά την οποία ο φορολογούμενος ήταν εγγεγραμμένος στο Φ.Π.Α..
Ο εφεσείων προσέβαλε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόφασης του Εφόρου Φ.Π.Α. να βεβαιώσει φόρο £74.390,75 σ. βάσει του Άρθρου 34(1) του Νόμου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Οι λόγοι εφέσεως είναι οι εξής:
1. Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος ορθά βασίστηκε στην παράλειψη του εφεσείοντα να τηρεί στοιχεία διακύμανσης αποθεμάτων της επιχείρησής του, ήταν εσφαλμένη.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται πως λόγω της φύσεως της επιχειρήσεως του (δισκοθήκες) υπάρχει γρήγορη κατανάλωση ποτών και γι’ αυτό η παράλειψη τήρησης στοιχείων αποθεμάτων από μόνη της δεν είχε οποιαδήποτε ιδιαίτερη σημασία και δεν ήταν ουσιώδης. Σχετικά ο εφεσείων αναφέρεται στην Ανδρέας Γ. Ξυδάς και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 928/96, ημερ. 11.11.98.
Η Ολομέλεια δεν συμφωνεί με τον εφεσείοντα. Στην απόφαση της Ολομέλειας Α. Μονογιός Λτδ ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 129, παρατηρήθηκε πως η τήρηση βιβλίων αναφορικά με τη διακύμανση αποθεμάτων εμπίπτει στην απαίτηση τήρησης εγγράφων, στοιχείων και αρχείων που αναφέρονται στον Καν. 3 της Κ.Δ.Π. 114/92.
Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείοντας ούτε κατάσταση αποθεμάτων τηρούσε, αλλά ούτε και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία είχε τα οποία να αποδεικνύουν τα αποθέματά του. Με αυτά τα δεδομένα κρίνεται πως η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος ορθά απέδωσε βαρύτητα στην παράλειψη του εφεσείοντα να τηρεί στοιχεία διακύμανσης αποθεμάτων της επιχείρησής του, ήταν ορθή.
2. Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι πως το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος απέτυχε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης των ισχυρισμών του, ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν διαχειριζόταν τέσσερις συγκεκριμένες δισκοθήκες, είναι εσφαλμένο.
[*491] Η θέση του εφεσείοντα είναι ότι τα σχετικά συμβόλαια, πάνω στα οποία στηρίχθηκε ο εφεσίβλητος, δεν εφαρμόστηκαν στην πραγματικότητα και ότι οι συγκεκριμένες τέσσερις δισκοθήκες ήταν υπό την κατοχή και/ή διαχείριση άλλων προσώπων. Αν ο εφεσίβλητος διερευνούσε το θέμα αυτό με τον Κ.Ο.Τ., θα διαπίστωνε πως οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα είναι ορθοί.
Ο εφεσίβλητος, με σκοπό να καταλήξει στα συμπεράσματα του, έλαβε υπόψη του συμφωνίες και συμπληρωματικές συμφωνίες που είχαν γίνει μεταξύ του εφεσείοντα και των ιδιοκτητών των δισκοθηκών, από τις οποίες φαίνεται πως οι εν λόγω δισκοθήκες τέθηκαν κάτω από τη διαχείριση του εφεσείοντα στις 7.7.93. Ο εφεσείοντας προέβαλε τον ισχυρισμό πως κατά τον ουσιώδη χρόνο οι δισκοθήκες εκείνες δεν ήταν υπό τη διαχείριση του, αλλά απέτυχε να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του.
Όπως είναι θεμελιωμένο η εξουσία του διοικητικού δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της επίδικης απόφασης και δεν επεκτείνεται στην κρίση του αρμοδίου οργάνου, ούτε στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης εκτός αν φανεί ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή υπέρβαση εξουσίας. Σαν θέμα γενικής αρχής η εκτίμηση των γεγονότων από τον Έφορο δεν ανατρέπεται, σε όλες τις περιπτώσεις που βρίσκονται στα όρια του λογικά εφικτού.
Με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης κρίνεται πως οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα παρέμειναν μετέωροι και ότι ήταν εύλογα επιτρεπτή η σχετική κατάληξη του εφεσίβλητου.
3. Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι πως η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείοντας απέτυχε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης αναφορικά με τους ισχυρισμούς του ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο διένειμε δωρεάν εισιτήρια εισόδου στις διάφορες δισκοθήκες που διαχειριζόταν, είναι εσφαλμένο.
Ήταν η θέση του εφεσείοντα πως διένειμε μεγάλο αριθμό εισιτηρίων δωρεάν για σκοπούς προώθησης και διαφήμισης των δισκοθηκών του και ότι ο εφεσίβλητος λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη αυτό τον παράγοντα.
Σύμφωνα με τα ενώπιον της Ολομέλειας στοιχεία, φαίνεται πως ο εφεσίβλητος έλαβε υπόψη κάποια δωρεάν εισιτήρια που δόθησαν όμως απέρριψε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα και κατέληξε στα δικά του συμπεράσματα με βάση τα στοιχεία που ο ίδιος συνέλεξε κατά την έρευνα του. Αυτό ήταν επιτρεπτό εφόσον, σύμφωνα με τη [*492]νομολογία, ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων ο Έφορος έχει δικαίωμα να απορρίψει τους ισχυρισμούς του φορολογουμένου και να καταλήξει ο ίδιος στα δικά του συμπεράσματα στη βάση των στοιχείων που έχει ενώπιόν του και των αποτελεσμάτων της έρευνας στην οποία προβαίνει. Αυτό στην πραγματικότητα είναι που έπραξε ο εφεσίβλητος και στην προκείμενη περίπτωση και επομένως και ο τρίτος λόγος εφέσεως είναι αβάσιμος.
4. Ο τέταρτος λόγος εφέσεως είναι πως η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος ορθά βασίστηκε στην παράλειψη του εφεσείοντα να τηρεί κορδέλες των Z readings, ήταν εσφαλμένη.
Η θέση του εφεσείοντα ήταν ότι εφόσον ετηρείτο το σύστημα τήρησης X readings αντί Z readings εξυπηρετείτο ακριβώς ο ίδιος σκοπός, δηλαδή ο έλεγχος των εσόδων των δισκοθηκών. Ως εκ τούτου ο εφεσίβλητος δεν θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη του και να βασιστεί στην παράλειψη του εφεσείοντα να τηρεί τις κορδέλες των Z readings.
Σύμφωνα με το Άρθρο 39 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου 246/90 και τον Καν. 3(2) του διατάγματος του 1992, όλα τα στοιχεία που είναι ουσιώδη για τη διακρίβωση των φορολογικών υποχρεώσεων των φορολογουμένων προσώπων, ανάμεσα τους και οι κορδέλες (ρολά) των ταμιακών μηχανών θα πρέπει να φυλάγονται για περίοδο τουλάχιστον 7 ετών. Η σημαντικότητα της τήρησης και φύλαξης των «ρολών» των ταμιακών μηχανών τονίζεται και στη σχετική γνωστοποίηση του Εφόρου. Κατά το δειγματολογικό έλεγχο που διενήργησε ο εφεσίβλητος διαπιστώθηκε ότι δεν φυλάσσονταν κορδέλες των ταμιακών μηχανών και εκεί όπου εκδίδονταν τέτοιες κορδέλες είχαν όλες την ίδια ημερομηνία και δεν αναγραφόταν η ώρα έκδοσης τους. Κατά συνέπεια δεν μπορούσε να εξακριβωθεί η ορθότητα των Z readings. Ο εφεσείοντας δηλαδή δεν τηρούσε ορθά στοιχεία, όπως είχε υποχρέωση, δηλαδή δεν τηρούσε κορδέλες ταμιακών μηχανών αριθμημένες με αύξοντα αριθμό και καταγραμμένες σε συγκεντρωτικές καταστάσεις κατά ημερομηνία και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να γίνει ο απαιτούμενος έλεγχος των διπλοτύπων της ταμιακής μηχανής.
Και ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος εφόσον θεωρούμε την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι ο εφεσίβλητος ορθά βασίστηκε στην παράλειψη του εφεσείοντα να τηρεί κατά τον ορθό τρόπο κορδέλες των Z readings, ως ορθή. Ήταν υποχρέωση του εφεσείοντα να φυλάσσει όλα τα στοιχεία που ήταν ουσιώδη για τη διακρίβωση των υποχρεώσεων του, για περίοδο 7 ετών και μεταξύ των στοιχείων που θα έπρεπε να φυλάσσει ήταν και οι προ[*493]αναφερόμενες κορδέλες των ταμιακών μηχανών του. Αυτή η παράλειψή του συνυπολογιζόμενη μαζί με όλες τις άλλες παραλείψεις του, έδινε το δικαίωμα στον εφεσίβλητο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, όπως και έπραξε. Ορθά λοιπόν ο εφεσίβλητος συνυπολόγισε και αυτή την παράλειψη του εφεσείοντα για να καταλήξει στα συμπεράσματά του.
5. Ο πέμπτος λόγος έφεσης είναι ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι ο εφεσίβλητος ορθά χρησιμοποίησε τη μέθοδο του περιθωρίου κέρδους, είναι εσφαλμένη.
Είναι η θέση του εφεσείοντα πως οι υπολογισμοί του εφεσίβλητου για την εξεύρεση του ποσοστού μικτού κέρδους είναι σε πολλές περιπτώσεις λανθασμένοι. Πρόκειται για πραγματικά λάθη και όχι λάθη κρίσης.
Στην υπόθεση Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, τονίστηκε πως η κρίση της διοίκησης επί θεμάτων τεχνικής φύσεως ή ειδικών γνώσεων χαρακτηρίζεται ως «ανέλεγκτος» εφόσον δεν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, κακή χρήση διακριτικής εξουσίας ή δεν προκύπτει έλλειψη αιτιολογίας.
Η βεβαίωση φόρου, στην οποία προβαίνει ο Έφορος, ενέχει το στοιχείο της απόφασης άρα θα πρέπει να είναι βασισμένη στο υλικό που έχει ενώπιον του και βέβαια θα πρέπει να είναι απόφαση ληφθείσα έντιμα και καλόπιστα.
Στην προκείμενη περίπτωση ο Λειτουργός που διενήργησε την έρευνα αιτιολόγησε τα συμπεράσματα του και ο εφεσείοντας δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που να δείχνουν ότι ο εφεσίβλητος όντως διέπραξε οποιοδήποτε λάθος. Ο εφεσείων δεν συμμορφώθηκε με τη φορολογική νομοθεσία και δεν εκπλήρωσε τις φορολογικές του υποχρεώσεις περιλαμβανομένων και των υποχρεώσεων του για τήρηση όλων των αναγκαίων στοιχείων. Δεν αποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος ενήργησε με πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα ή κατάχρηση εξουσίας. Η απόφασή του ήταν μέσα στα όρια της διακριτικής του ευχέρειας. Επομένως και ο πέμπτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος.
6. Ο έκτος λόγος έφεσης είναι ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος ορθά προχώρησε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, παρόλο που ο εφεσείοντας στις 31.12.93 σταμάτησε τις δραστηριότητες του, αφού μεταβίβασε την επιχείρησή του ως λειτουργούσα επιχείρηση στην προαναφερόμενη εταιρεία, είναι εσφαλμένη.
[*494] Η βασική εισήγηση του εφεσείοντα είναι πως ο εφεσίβλητος δεν είχε εξουσία να προχωρήσει σε βεβαίωση σε βάρος του εφεσείοντα, εφόσον η επιχείρηση μεταβιβάστηκε ως λειτουργούσα επιχείρηση και η εταιρεία στην οποία μεταβιβάστηκε ανέλαβε το ενεργητικό και το παθητικό της, δεδομένου μάλιστα πως ο εφεσίβλητος αποδέχτηκε τη μεταβίβαση αυτή και ακύρωσε την εγγραφή του εφεσείοντα από το μητρώο Φ.Π.Α..
Η Ολομέλεια συμφωνεί με την επιχειρηματολογία που προβλήθηκε εκ μέρους του εφεσίβλητου. Στην προκείμενη περίπτωση η συνολική βεβαίωση φόρου, στην οποία προέβηκε ο εφεσίβλητος δυνάμει του Άρθρου 34 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990, αντιπροσωπεύει τον οφειλόμενο φόρο για τις φορολογικές περιόδους από 1.4.93 μέχρι 31.12.93. Ο εφεσίβλητος ακύρωσε την εγγραφή του εφεσείοντα από το Μητρώο Φ.Π.Α. στις 29.4.97. Επομένως η βεβαίωση έγινε για χρονική περίοδο κατά την οποία ο εφεσείων ήταν εγγεγραμμένος στο Μητρώο Φ.Π.Α., ήταν πρόσωπο υποκείμενο σε φόρο και είχε υποχρέωση να τηρεί και να φυλάττει τα στοιχεία και αρχεία του για 7 χρόνια, σύμφωνα με το Άρθρο 39(2) του Ν. 246/90. Η κατάληξη του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν υπό τις περιστάσεις ορθή και σ’ αυτό το σημείο. Ο έκτος λόγος έφεσης είναι επίσης αβάσιμος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ανδρέας Γ. Ξυδάς και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 928/96, ημερ. 11.11.1998,
Α. Μονογιός Λτδ ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 129,
Kokos Athanasiou Motors Ltd ν. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 292,
Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 94/97, ημερ. 8.4.1998,
Γεωργιάδης ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2000) 3 Α.Α.Δ. 106,
Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 66/98), ημερομηνίας 27/11/2002, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόφασης με την [*495]οποία ο καθ’ ου η αίτηση επέβαλε σ’ αυτόν ποσό £74.390,75 ως αποτέλεσμα βεβαίωσης φόρου ΦΠA για τις φορολογικές περιόδους 1/4/93-31/12/93 για τη διαχείριση από αυτόν επιχείρισης δισκοθηκών στην Aγία Nάπα κατά την πιο πάνω περίοδο.
Σπ. Ευαγγέλου, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Ραφτόπουλος, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν εγγεγραμμένος στο μητρώο του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) από 1.4.93 μέχρι 31.12.93 και είχε ως εμπορική δραστηριότητα τη διαχείριση επιχείρησης δισκοθηκών στην Αγία Νάπα. Στη συνέχεια μεταβίβασε την επιχείρηση του ως λειτουργούσα σε κάποια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, τη VIBA-PICA DISCOS LTD. Με τη μεταβίβαση αυτή η εγγραφή του αιτητή στο μητρώο του Φ.Π.Α. ακυρώθηκε.
Στις 15.9.97 ο εφεσίβλητος ασκώντας τις εξουσίες του, με βάση το νόμο αρ. 246/90, επισκέφθηκε τα κεντρικά γραφεία της προαναφερόμενης εταιρείας και διενήργησε έλεγχο εκεί ένεκα του γεγονότος ότι και μετά την ανάληψη των δραστηριοτήτων της επιχείρησης του εφεσείοντα τα βιβλία και τα αρχεία του βρίσκονταν ακόμη εκεί.
Από τον έλεγχο των βιβλίων και αρχείων του εφεσείοντα, για την περίοδο 1.4.93 μέχρι 31.12.93, διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:
(α) Δεν τηρούσε στοιχεία σχετικά με τη διακύμανση των αποθεμάτων της επιχείρησης του.
(β) Δεν καταχώρησε τις εισπράξεις από τη λειτουργία των δισκοθηκών και δεν απέδωσε τον ανάλογο φόρο εκροών.
(γ) Δεν φύλασσε τις κορδέλες των ταμιακών μηχανών με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η επαλήθευση των καταχωρήσεων του.
(δ) Στο λογαριασμό εισοδήματος για το 1993 υπήρχαν ποσά ύψους £373.075,24 σ. για τα οποία δεν αποδόθηκε ο ανά[*496]λογος φόρος εκροών.
(ε) Υπήρχαν τιμολόγια αγοράς εισιτηρίων εισόδου τα οποία δεν καταχωρήθηκαν στο μητρώο αγορών της επιχείρησης του.
(στ) Παρέλειψε να καταχωρήσει στο μητρώο αγορών τιμολόγια δελτίων εισιτηρίων εισόδου. Παρά τη μεγάλη διαφορά στην ποσότητα αγορών και πωλήσεων δελτίων εισιτηρίων εισόδου δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση.
(ζ) Δεν καταχώρησε εισπράξεις από την παραχώρηση δικαιώματος χρήσης μιας των δισκοθηκών για το έτος 1993.
Ο εφεσίβλητος, με βάση τα προαναφερόμενα στοιχεία, έκρινε ότι οι καταστάσεις που υπέβαλε ο εφεσείων για τις φορολογικές περιόδους από 1.4.93 μέχρι 31.12.93 ήταν ελλειπείς και ότι περιείχαν σφάλματα. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/90), προέβηκε σε βεβαίωση φόρου για τον εφεσείοντα και με επιστολή του ημερ. 12.11.1997 ειδοποίησε τον εφεσείοντα ότι όφειλε το ποσό των £74.390,75 σ.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου που επιλήφθηκε της προσφυγής, αφού εξέτασε ένα προς ένα τα παράπονα του εφεσείοντα και τα βρήκε αβάσιμα, απέρριψε την προσφυγή του με έξοδα.
Οι λόγοι εφέσεως είναι οι εξής:
(1) Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος ορθά βασίστηκε στην παράλειψη του εφεσείοντα να τηρεί στοιχεία διακύμανσης αποθεμάτων της επιχείρησης του, ήταν εσφαλμένη.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται πως λόγω της φύσεως της επιχειρήσεως του (δισκοθήκες) υπάρχει γρήγορη κατανάλωση ποτών και γι’ αυτό η παράλειψη τήρησης στοιχείων αποθεμάτων από μόνη της δεν είχε οποιαδήποτε ιδιαίτερη σημασία και δεν ήταν ουσιώδης. Σχετικά ο εφεσείων αναφέρεται στην Ανδρέας Γ. Ξυδάς και Υιoί Λτδ ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 928/96, ημερ. 11.11.98.
Δεν συμφωνούμε με τον εφεσείοντα. Στην απόφαση της Ολομέλειας στην Α. Μονογιός Λτδ ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 129, παρατηρήθηκε πως η τήρηση βιβλίων αναφορικά με τη διακύμανση αποθεμάτων εμπίπτει στην απαίτηση τήρησης εγγράφων, στοιχείων [*497]και αρχείων που αναφέρονται στον Καν. 3 της Κ.Δ.Π. 114/92.
Στις υποθέσεις Kokos Athanasiou Motors Ltd ν. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 292 και Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Aρ. 94/97, ημερ. 8.4.98, σημειώθηκε πως τα βιβλία αποθήκης ή καταστάσεις αποθεμάτων είναι μεταξύ των στοιχείων και αρχείων που οφείλει μια επιχείρηση να τηρεί.
Στην υπόθεση Ξυδάς (ανωτέρω) παρατηρήθηκε πως η τήρηση βιβλίου αποθεμάτων επιβάλλεται ως καλύτερη μέθοδος επιβεβαίωσης της κίνησης των αποθεμάτων ενός προϊόντος. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως όπου υπάρχουν άλλα ικανοποιητικά στοιχεία που αποδεικνύουν τα αποθέματα, αυτά απορρίπτονται γιατί δεν περιέχονται στο βιβλίο αποθεμάτων.
Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείοντας ούτε κατάσταση αποθεμάτων τηρούσε αλλά ούτε και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία είχε τα οποία να αποδεικνύουν τα αποθέματα του. Με αυτά τα δεδομένα κρίνουμε πως η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος ορθά απέδωσε βαρύτητα στην παράλειψη του εφεσείοντα να τηρεί στοιχεία διακύμανσης αποθεμάτων της επιχείρησής του, ήταν ορθή.
(2) Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι πως το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος απέτυχε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης των ισχυρισμών του ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν διαχειριζόταν τέσσερις συγκεκριμένες δισκοθήκες, είναι εσφαλμένο.
Η θέση του εφεσείοντα είναι ότι τα σχετικά συμβόλαια, πάνω στα οποία στηρίχθηκε ο εφεσίβλητος, δεν εφαρμόστηκαν στην πραγματικότητα και ότι οι συγκεκριμένες τέσσερις δισκοθήκες ήταν υπό την κατοχή και/ή διαχείριση άλλων προσώπων. Αν ο εφεσίβλητος διερευνούσε το θέμα αυτό με τον Κ.Ο.Τ. θα διαπίστωνε πως οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα είναι ορθοί.
Ο εφεσίβλητος, με σκοπό να καταλήξει στα συμπεράσματα του, έλαβε υπόψη του συμφωνίες και συμπληρωματικές συμφωνίες που είχαν γίνει μεταξύ του εφεσείοντα και των ιδιοκτητών των δισκοθηκών, από τις οποίες φαίνεται πως οι εν λόγω δισκοθήκες τέθηκαν κάτω από τη διαχείριση του εφεσείοντα στις 7.7.93. Ο εφεσείοντας προέβαλε τον ισχυρισμό πως κατά τον ουσιώδη χρόνο οι δισκοθήκες εκείνες δεν ήταν υπό τη διαχείριση του αλλά απέτυχε να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του.
[*498]Όπως είναι θεμελιωμένο η εξουσία του διοικητικού δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της επίδικης απόφασης και δεν επεκτείνεται στην κρίση του αρμοδίου οργάνου ούτε στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης εκτός αν φανεί ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή υπέρβαση εξουσίας. Σαν θέμα γενικής αρχής η εκτίμηση των γεγονότων από τον Έφορο δεν ανατρέπεται, σε όλες τις περιπτώσεις που βρίσκονται στα όρια του λογικά εφικτού (Δέστε: Λ. Γεωργιάδης ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2000) 3 Α.Α.Δ. 106).
Με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης κρίνουμε πως οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα παρέμειναν μετέωροι και ότι ήταν εύλογα επιτρεπτή η σχετική κατάληξη του εφεσίβλητου. Ως εκ τούτου θεωρούμε το συμπέρασμα του πρωτοδίκου δικαστηρίου ως ορθό και το δεύτερο λόγο έφεσης ως αβάσιμο.
(3) Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι πως η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείοντας απέτυχε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης αναφορικά με τους ισχυρισμούς του ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο διένειμε δωρεάν εισιτήρια εισόδου στις διάφορες δισκοθήκες που διαχειριζόταν, είναι εσφαλμένο.
Ήταν η θέση του εφεσείοντα πως διένειμε μεγάλο αριθμό εισιτηρίων δωρεάν για σκοπούς προώθησης και διαφήμισης των δισκοθηκών του και ότι ο εφεσίβλητος λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη αυτό τον παράγοντα.
Σύμφωνα με τα ενώπιόν μας στοιχεία φαίνεται πως ο εφεσίβλητος έλαβε υπόψη κάποια δωρεάν εισιτήρια που δόθησαν όμως απέρριψε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα και κατέληξε στα δικά του συμπεράσματα με βάση τα στοιχεία που ο ίδιος συνέλεξε κατά την έρευνα του. Αυτό ήταν επιτρεπτό εφόσον, σύμφωνα με τη νομολογία, ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων ο Έφορος έχει δικαίωμα να απορρίψει τους ισχυρισμούς του φορολογουμένου και να καταλήξει ο ίδιος στα δικά του συμπεράσματα στη βάση των στοιχείων που έχει ενώπιόν του και των αποτελεσμάτων της έρευνας στην οποία προβαίνει. Αυτό στην πραγματικότητα είναι που έπραξε ο εφεσίβλητος και στην προκείμενη περίπτωση και επομένως και ο τρίτος λόγος εφέσεως είναι αβάσιμος.
(4) Ο τέταρτος λόγος εφέσεως είναι πως η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος ορθά βασίστηκε στην παράλειψη του εφεσείοντα να τηρεί κορδέλες των Z readings ήταν εσφαλμένη.
[*499]Η θέση του εφεσείοντα ήταν ότι εφόσον ετηρείτο το σύστημα τήρησης X readings αντί Z readings εξυπηρετείτο ακριβώς ο ίδιος σκοπός, δηλαδή ο έλεγχος των εσόδων των δισκοθηκών. Ως εκ τούτου ο εφεσίβλητος δεν θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη του και να βασιστεί στην παράλειψη του εφεσείοντα να τηρεί τις κορδέλες των Z readings.
Σύμφωνα με το άρθρο 39 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου 246/90 και τον Καν. 3(2) του διατάγματος του 1992 όλα τα στοιχεία που είναι ουσιώδη για τη διακρίβωση των φορολογικών υποχρεώσεων των φορολογουμένων προσώπων, ανάμεσα τους και οι κορδέλες (ρολά) των ταμιακών μηχανών θα πρέπει να φυλάγονται για περίοδο τουλάχιστον 7 ετών. Η σημαντικότητα της τήρησης και φύλαξης των «ρολών» των ταμιακών μηχανών τονίζεται και στη σχετική γνωστοποίηση του Εφόρου. Κατά το δειγματολογικό έλεγχο που διενήργησε ο εφεσίβλητος διαπιστώθηκε ότι δεν φυλάσσονταν κορδέλες των ταμιακών μηχανών και εκεί όπου εκδίδονταν τέτοιες κορδέλες είχαν όλες την ίδια ημερομηνία και δεν αναγραφόταν η ώρα έκδοσης τους. Κατά συνέπεια δεν μπορούσε να εξακριβωθεί η ορθότητα των Z readings. Ο εφεσείοντας δηλαδή δεν τηρούσε ορθά στοιχεία, όπως είχε υποχρέωση, δηλαδή δεν τηρούσε κορδέλες ταμιακών μηχανών αριθμημένες με αύξοντα αριθμό και καταγραμμένες σε συγκεντρωτικές καταστάσεις κατά ημερομηνία και κατά συνέπεια δεν μπορούσε να γίνει ο απαιτούμενος έλεγχος των διπλοτύπων της ταμιακής μηχανής.
Κατά την εκτίμηση μας και ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος εφόσον θεωρούμε την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι ο εφεσίβλητος ορθά βασίστηκε στην παράλειψη του εφεσείοντα να τηρεί κατά τον ορθό τρόπο κορδέλες των Z readings, ως ορθή. Ήταν υποχρέωση του εφεσείοντα να φυλάσσει όλα τα στοιχεία που ήταν ουσιώδη για τη διακρίβωση των υποχρεώσεων του, για περίοδο 7 ετών και μεταξύ των στοιχείων που θα έπρεπε να φυλάσσει ήταν και οι προαναφερόμενες κορδέλες των ταμιακών μηχανών του. Αυτή η παράλειψη του συνυπολογιζόμενη μαζί με όλες τις άλλες παραλείψεις του, έδινε το δικαίωμα στον εφεσίβλητο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα, όπως και έπραξε. Ορθά λοιπόν ο εφεσίβλητος συνυπολόγισε και αυτή την παράλειψη του εφεσείοντα για να καταλήξει στα συμπεράσματά του.
(5) Ο πέμπτος λόγος έφεσης είναι ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι ο εφεσίβλητος ορθά χρησιμοποίησε τη μέ[*500]θοδο του περιθωρίου κέρδους, είναι εσφαλμένη.
Είναι η θέση του εφεσείοντα πως οι υπολογισμοί του εφεσίβλητου για την εξεύρεση του ποσοστού μικτού κέρδους είναι σε πολλές περιπτώσεις λανθασμένοι. Πρόκειται για πραγματικά λάθη και όχι λάθη κρίσης.
Στην υπόθεση Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, τονίστηκε πως η κρίση της διοίκησης επί θεμάτων τεχνικής φύσεως ή ειδικών γνώσεων χαρακτηρίζεται ως «ανέλεγκτος» εφόσον δεν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα, κακή χρήση διακριτικής εξουσίας ή δεν προκύπτει έλλειψη αιτιολογίας.
Η βεβαίωση φόρου, στην οποία προβαίνει ο Έφορος, ενέχει το στοιχείο της απόφασης άρα θα πρέπει να είναι βασισμένη στο υλικό που έχει ενώπιον του και βέβαια θα πρέπει να είναι απόφαση ληφθείσα έντιμα και καλόπιστα.
Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε πως ο Λειτουργός που διενήργησε την έρευνα αιτιολόγησε τα συμπεράσματα του και πως ο εφεσείοντας δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που να δείχνουν ότι ο εφεσίβλητος όντως διέπραξε οποιοδήποτε λάθος. Ο εφεσείων δεν συμμορφώθηκε με τη φορολογική νομοθεσία και δεν εκπλήρωσε τις φορολογικές του υποχρεώσεις περιλαμβανομένων και των υποχρεώσεών του για τήρηση όλων των αναγκαίων στοιχείων. Δεν έχουμε πειστεί ότι ο εφεσίβλητος ενήργησε με πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα ή κατάχρηση εξουσίας. Η απόφαση του ήταν μέσα στα όρια της διακριτικής του ευχέρειας. Επομένως και ο πέμπτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος.
(6) Ο έκτος λόγος έφεσης είναι ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος ορθά προχώρησε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης παρόλο που ο εφεσείοντας στις 31.12.93 σταμάτησε τις δραστηριότητες του, αφού μεταβίβασε την επιχείρηση του ως λειτουργούσα επιχείρηση στην προαναφερόμενη εταιρεία, είναι εσφαλμένη.
Η βασική εισήγηση του εφεσείοντα είναι πως ο εφεσίβλητος δεν είχε εξουσία να προχωρήσει σε βεβαίωση σε βάρος του εφεσείοντα, εφόσον η επιχείρηση μεταβιβάστηκε ως λειτουργούσα επιχείρηση και η εταιρεία στην οποία μεταβιβάστηκε ανέλαβε το ενεργητικό και το παθητικό της, δεδομένου μάλιστα πως ο εφεσίβλητος αποδέχτηκε τη μεταβίβαση αυτή και ακύρωσε την εγγραφή του εφεσείοντα από το μητρώο Φ.Π.Α..
[*501]Συμφωνούμε με την επιχειρηματολογία που προβλήθηκε εκ μέρους του εφεσίβλητου. Στην προκείμενη περίπτωση η συνολική βεβαίωση φόρου, στην οποία προέβηκε ο εφεσίβλητος δυνάμει του άρθρου 34 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990, αντιπροσωπεύει τον οφειλόμενο φόρο για τις φορολογικές περιόδους από 1.4.93 μέχρι 31.12.93. Ο εφεσίβλητος ακύρωσε την εγγραφή του εφεσείοντα από το Μητρώο Φ.Π.Α. στις 29.4.97. Επομένως η βεβαίωση έγινε για χρονική περίοδο κατά την οποία ο εφεσείων ήταν εγγεγραμμένος στο Μητρώο Φ.Π.Α., ήταν πρόσωπο υποκείμενο σε φόρο και είχε υποχρέωση να τηρεί και να φυλάττει τα στοιχεία και αρχεία του για 7 χρόνια, σύμφωνα με το άρθρο 39(2) του Ν. 246/90. Η κατάληξη του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν υπό τις περιστάσεις ορθή και σ’ αυτό το σημείο. Ο έκτος λόγος έφεσης είναι επίσης αβάσιμος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο