Xόπλαρος Γρηγόρης ν. Aνδρέα Mακρή και Άλλης (2005) 3 ΑΑΔ 513

(2005) 3 ΑΑΔ 513

[*513]8 Νοεμβρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΧΟΠΛΑΡΟΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΚΡΗ,

Εφεσιβλήτου,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3568)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προφορική συνέντευξη ― Πρωτογενής κρίση του Δικαστηρίου ότι η ολιγόλεπτη συνέντευξη επισκίασε τη «λαμπρή» σταδιοδρομία του αιτητή, ανατράπηκε κατ’ έφεση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ―Πρόσθετο προσόν που δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας ― Η αναφορά της ΕΔΥ, πως του δόθηκε ανάλογη βαρύτητα, δείχνει πως συνεκτιμήθηκε.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ―«15ετής εκπαιδευτική υπηρεσία που να περιλαμβάνει επαρκή, ευδόκιμη διοικητική και εποπτική πείρα στην εκπαίδευση» ― Η κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα από την ΕΔΥ ως προς την κατοχή της, ανατράπηκε κατ’ έφεση ― Η απόσπαση εκπαιδευτικού για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων, λογίζεται σύμφωνα με την Κ.Δ.Π. 382/97 για σκοπούς προαγωγής, ως υπηρεσία στη θέση που κατέχει ο υπάλληλος οργανικά.

Ο εφεσείων προσέβαλε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ο διορισμός του στη θέση Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, ακυρώθηκε.

[*514]Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεκτή την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού σημείωσε ότι, παρ’ όλον ότι η θέση είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και ότι στο σχετικό Άρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90), όπως τροποποιήθηκε, δεν αναφέρεται η αρχαιότητα ως στοιχείο κρίσης, δέχτηκε ότι η νομολογία καθιέρωσε την αρχή ότι η αρχαιότητα λαμβάνεται υπ’ όψιν, όταν η σύγκριση γίνεται μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι στην παρούσα υπόθεση, η διαφορά αρχαιότητας μεταξύ του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου συνίσταται απλώς στο ότι ο εφεσίβλητος κατείχε ανώτερη μισθολογικά θέση από αυτήν του εφεσείοντα και συνεπώς μικρή σημασία είχε.

    Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού δέκτηκε ότι ο  εφεσίβλητος είχε στο ενεργητικό του μια επιτυχή και λαμπρή σταδιοδρομία, την συνέκρινε με τη σταδιοδρομία του εφεσείοντα για να καταλήξει ότι αυτή του εφεσίβλητου ήταν κατά πολύ πιο επιτυχής.

    Ούτε με αυτή τη θέση θα μπορούσε η Ολομέλεια να συμφωνήσει, πρώτα απ’ όλα γιατί το δικαστήριο προβαίνει σε πρωτογενείς διαπιστώσεις, αλλά και γιατί από το ενώπιον της Ολομέλειας υλικό, δεν μπορεί να λεχθεί ότι η σταδιοδρομία του ενός είναι πλέον επιτυχής από του άλλου, σε σημείο μάλιστα που να δικαιολογείται επισήμανσή του.

    Ο εφεσείων, κατ’ αρχάς, αμφισβητεί ότι η προφορική εξέταση ήταν, εν πάση περιπτώσει, ολιγόλεπτη. Αμφισβητεί επίσης και την κατάληξη του δικαστηρίου για τη λαμπρή σταδιοδρομία του εφεσίβλητου. Η Ολομέλεια συμφωνεί και με τα δυο. Δεν δικαιολογείται διαπίστωση ότι έχει δοθεί οποιαδήποτε ιδιαίτερη έμφαση στην προφορική εξέταση, αλλά ούτε και στο ότι η σταδιοδρομία του εφεσίβλητου τέθηκε σε δεύτερη μοίρα. Η Ολομέλεια δεν συμφωνεί ότι η Επιτροπή άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια για τους πιο πάνω λόγους με πλημμελή τρόπο και καθ’ υπέρβαση εξουσίας και συνεπώς ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

2. Η Επιτροπή υπέδειξε ακριβώς ότι το συγκεκριμένο πρόσθετο προσόν του εφεσίβλητου, δεν απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε αποτελούσε πλεονέκτημα ή επιπρόσθετο προσόν και του απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα. Η αναφορά της Επιτροπής σε ανάλογη βαρύτητα δείχνει ακριβώς ότι το προσόν συνεκτιμήθηκε και ελήφθη υπ’ όψιν. Συνεπώς δεν μπορεί να γίνει δεκτή η θέση ότι η απόφασή της είναι τρωτή, γιατί δεν αποφάσισε κατά πόσο το συγκεκριμένο προ[*515]σόν είναι συναφές ή όχι με τα καθήκοντα της θέσης.

3. Στο σχέδιο υπηρεσίας απαιτείται, μεταξύ άλλων και εκπαιδευτική υπηρεσία τουλάχιστον 15 ετών, περιλαμβάνουσα επαρκή, ευδόκιμη διοικητική ή/και εποπτική πείρα στην εκπαίδευση. Ήταν η θέση του αιτητή-εφεσίβλητου ότι ο εφεσείων δεν κατείχε τέτοια πείρα, αφού από την 1.9.1989 μέχρι 31.8.1997 ήταν αποσπασμένος σε άλλα καθήκοντα και άρα δεν είχε υπηρετήσει στη θέση Βοηθού Διευθυντή στην οποία είχε διοριστεί από την 1.5.1992. Τα καθήκοντα αυτά ήταν καθήκοντα συμβούλου στο γραφείο του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης μέχρι 31.8.1997.

    Το απαιτούμενο προσόν είναι εκπαιδευτική υπηρεσία τουλάχιστον 15 ετών, που να περιλαμβάνει επαρκή, ευδόκιμη διοικητική και εποπτική πείρα στην εκπαίδευση. Αυτό που απαιτείται είναι εκπαιδευτική υπηρεσία τουλάχιστον 15 ετών, προσόν το οποίο ο εφεσείων κατέχει, και στην οποία περιλαμβάνεται επαρκής, ευδόκιμη, διοικητική και εποπτική πείρα στην εκπαίδευση, όχι βέβαια για όλη τη διάρκεια των 15 χρόνων.

    Η Επιτροπή, ως αρμόδιο όργανο, έκρινε ότι η πείρα του εφεσείοντα πληρούσε το σχετικό προσόν. Το δικαστήριο προέβη, ουσιαστικά, σε πρωτογενείς διαπιστώσεις ως προς την κατοχή ή μη των προσόντων. Και όλα αυτά χωρίς να αποφασίζεται το επιχείρημα ότι το όλο θέμα καλύπτεται από τον Κανονισμό 7(2) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997, Κ.Δ.Π. 382/97, σύμφωνα με τον οποίο όταν εκπαιδευτικός λειτουργός αποσπάται για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων ή παραχωρούνται οι υπηρεσίες του σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, σε κρατική ή άλλη υπηρεσία, η χρονική διάρκεια της απόσπασης ή της παραχώρησης λογίζεται για σκοπούς διορισμού, προαγωγής και προσαυξήσεων, υπηρεσία στη θέση την οποία κατέχει οργανικά.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από το ενδιαφερόμενο μέρος εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 336/2001), ημερομηνίας 12/12/2002, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση της E.Δ.Y. ημερομηνίας 8/3/2001, με την οποία διορίστηκε στη θέση Διευθυντή Δημοτικής Eκπαίδευσης, Yπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής.

[*516]Ι. Τυπογράφος, για τον Εφεσείοντα.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Α. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Φρ. Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Mε απόφασή της ημερ. 8.3.2001, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), διόρισε στη μόνιμη θέση Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, τον εφεσείοντα. Ο εφεσίβλητος προσέβαλε την απόφαση με προσφυγή. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε τελικά ότι η απόφαση της Επιτροπής ήταν τρωτή και την ακύρωσε. Στη συνέχεια το ενδιαφερόμενο μέρος άσκησε την παρούσα έφεση.

Η Επιτροπή, είχε προηγουμένως δεκτεί στην παρουσία και του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, σε ατομική συνέντευξη τους υποψήφιους. Μετά το πέρας της εξέτασης ο Γενικός Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση του μεν εφεσίβλητου-αιτητή ως «πολύ καλή», του δε εφεσείοντα-ενδιαφερόμενου μέρους ως «εξαίρετη». Ακολούθως σύστησε για διορισμό τον εφεσείοντα. Η Επιτροπή κατά την αξιολόγησή της απόδοσης των υποψηφίων, κατέληξε επίσης ότι ο εφεσίβλητος ήταν «πολύ καλός» και ο εφεσείων «εξαίρετος», δικαιολογώντας την αξιολόγηση με μεγάλη λεπτομέρεια.

Στη συνέχεια, η Επιτροπή αναφέρθηκε στην αξία των υποψηφίων, διαπιστώνοντας ότι τα κριτήρια αξιολόγησής τους δεν ήταν τα ίδια, μια και υπηρετούσαν σε διαφορετικές βαθμίδες. Κατέληξε ότι από πλευράς αξίας και προσφοράς όλοι οι υποψήφιοι βρίσκονταν περίπου στο ίδιο επίπεδο, χωρίς ουσιαστικές διαφορές.

Η Επιτροπή αναφέρθηκε και στο θέμα της αρχαιότητας αφού σημείωσε ότι αποδίδεται σ’ αυτήν περιορισμένη βαρύτητα, λόγω του ότι η υπό πλήρωση θέση είναι διευθυντική, πρώτου διορισμού και προαγωγής. Θα  πρέπει σ’ αυτό το σημείο να σημειωθεί ότι ο εφεσίβλητος κρίθηκε ως αρχαιότερος επειδή η θέση την οποία κατείχε ήταν υψηλότερη μισθολογικά της θέσης του εφεσείοντα.

Επιλέγοντας τον εφεσείοντα η Επιτροπή σημείωσε ότι αξιολογή[*517]θηκε σε αισθητά ψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης από τους άλλους υποψήφιους, και ότι διέθετε υπέρ του και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Η Επιτροπή σημειώνει ακόμα πως ο εφεσίβλητος και ακόμα ένας άλλος υποψήφιος, διέθεταν διδακτορικό τίτλο, προσόν το οποίο δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε και αποτελεί πλεονέκτημα και στο οποίο αποδόθηκε η ανάλογη βαρύτητα.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού σημείωσε ότι, παρ’ όλον ότι η θέση είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και ότι στο σχετικό άρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν. 1/90, όπως τροποποιήθηκε, δεν αναφέρεται η αρχαιότητα ως στοιχείο κρίσης, δέχτηκε ότι η νομολογία καθιέρωσε την αρχή ότι η αρχαιότητα λαμβάνεται υπ’ όψιν όταν η σύγκριση γίνεται μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων. Με όλο το σεβασμό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι στην παρούσα υπόθεση, η διαφορά αρχαιότητας μεταξύ του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου συνίσταται απλώς στο ότι ο εφεσίβλητος κατείχε ανώτερη μισθολογικά θέση από αυτήν του εφεσείοντα και συνεπώς μικρή σημασία είχε.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού δέκτηκε ότι ο εφεσίβλητος είχε στο ενεργητικό του μια επιτυχή και λαμπρή σταδιοδρομία, την συνέκρινε με τη σταδιοδρομία του εφεσείοντα για να καταλήξει ότι αυτή του εφεσίβλητου ήταν κατά πολύ πιο επιτυχής.

Ούτε με αυτή τη θέση θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε, πρώτα απ’ όλα γιατί το δικαστήριο προβαίνει σε πρωτογενείς διαπιστώσεις, αλλά και  γιατί από το ενώπιόν μας υλικό δεν μπορεί να λεχθεί ότι η σταδιοδρομία του ενός είναι πλέον επιτυχής από του άλλου, σε σημείο μάλιστα που να δικαιολογείται επισήμανσή του.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι «η λαμπρή σταδιοδρομία του εφεσίβλητου και η αποτίμησή της έχει τεθεί σε δεύτερη μοίρα και έχει αφεθεί να επισκιαστεί από το αποτέλεσμα μιας ολιγόλεπτης προφορικής εξέτασης». Εναντίον της πιο πάνω διαπίστωσης του πρωτόδικου δικαστηρίου στρέφεται και ο πρώτος λόγος έφεσης. Ο εφεσείων, κατ’ αρχάς, αμφισβητεί ότι η προφορική εξέταση ήταν, εν πάση περιπτώσει, ολιγόλεπτη. Αμφισβητεί επίσης και την κατάληξη του δικαστηρίου για τη λαμπρή σταδιοδρομία του εφεσίβλητου. Θα συμφωνήσουμε και με τα δυο. Δεν δικαιολογείται διαπίστωση ότι έχει δοθεί οποιαδήποτε ιδιαίτερη έμφαση στην προφορική εξέταση, αλλά ούτε και στο ότι η σταδιοδρομία του εφεσίβλητου τέθηκε σε δεύτερη μοίρα. Δεν συμφωνούμε ότι η Επιτροπή άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια για τους πιο πάνω λόγους με πλημμελή τρόπο και καθ’ υπέρβαση εξουσίας και συνεπώς ο πρώτος [*518]λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

Το δικαστήριο κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε αξιολόγηση του προσόντος του εφεσίβλητου, ο οποίος είναι κάτοχος διδακτορικού των Επιστημών Αγωγής του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Πατρών, για να αποφανθεί κατά πόσο είναι συναφές ή όχι με τα καθήκοντα της θέσης και να του δώσει τη βαρύτητα που έχει προσδιοριστεί από τη νομολογία. Ούτε με αυτή τη διαπίστωση θα συμφωνήσουμε. Η Επιτροπή υπέδειξε ακριβώς ότι το συγκεκριμένο προσόν δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή επιπρόσθετο προσόν και του απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα. Η αναφορά της Επιτροπής σε ανάλογη βαρύτητα δείχνει ακριβώς ότι το προσόν συνεκτιμήθηκε και ελήφθη υπ’ όψιν. Συνεπώς δεν μπορούμε να δεκτούμε τη θέση ότι η απόφασή της είναι τρωτή γιατί δεν αποφάσισε κατά πόσο το συγκεκριμένο προσόν είναι συναφές ή όχι με τα καθήκοντα της θέσης.

Ο τρίτος λόγος έφεσης αναφέρεται στην κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η Επιτροπή παρέλειψε να διερευνήσει δεόντως το κατά πόσο ο εφεσείων κατείχε την ευδόκιμη διοικητική ή εποπτική πείρα στην εκπαίδευση, που απαιτείται από την παράγραφο 3(3) του σχεδίου υπηρεσίας. Πράγματι, στο σχέδιο υπηρεσίας απαιτείται, μεταξύ άλλων και εκπαιδευτική υπηρεσία τουλάχιστον 15 ετών, περιλαμβάνουσα επαρκή, ευδόκιμη διοικητική ή/και εποπτική πείρα στην εκπαίδευση. Ήταν η θέση του αιτητή-εφεσίβλητου ότι ο εφεσείων δεν κατείχε τέτοια πείρα, αφού από την 1.9.1989 μέχρι 31.8.1997 ήταν αποσπασμένος σε άλλα καθήκοντα και άρα δεν είχε υπηρετήσει στη θέση Βοηθού Διευθυντή στην οποία είχε διοριστεί από την 1.5.1992. Τα καθήκοντα αυτά ήταν καθήκοντα συμβούλου στο γραφείο του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης μέχρι 31.8.1997.

Ούτε αυτή η θέση μας βρίσκει σύμφωνους. Το απαιτούμενο προσόν είναι εκπαιδευτική υπηρεσία τουλάχιστον 15 ετών που να περιλαμβάνει επαρκή, ευδόκιμη διοικητική και εποπτική πείρα στην εκπαίδευση. Αυτό που απαιτείται είναι εκπαιδευτική υπηρεσία τουλάχιστον 15 ετών, προσόν το οποίο ο εφεσείων κατέχει, και στην οποία περιλαμβάνεται επαρκής, ευδόκιμη, διοικητική και εποπτική πείρα στην εκπαίδευση, όχι βέβαια για όλη τη διάρκεια των 15 χρόνων.

Η Επιτροπή, ως αρμόδιο όργανο, έκρινε ότι η πείρα του εφεσείοντα πληρούσε το σχετικό προσόν. Το δικαστήριο προέβη, ουσιαστικά, σε πρωτογενείς διαπιστώσεις ως προς την κατοχή ή μη των [*519]προσόντων. Και όλα αυτά χωρίς να αποφασίζουμε επί του επιχειρήματος ότι το όλο θέμα καλύπτεται από τον Κανονισμό 7(2) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997, Κ.Δ.Π. 382/97,  σύμφωνα με τον οποίο όταν εκπαιδευτικός λειτουργός αποσπάται για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων ή παραχωρούνται οι υπηρεσίες του σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, σε κρατική ή άλλη υπηρεσία, η χρονική διάρκεια της απόσπασης ή της παραχώρησης λογίζεται για σκοπούς διορισμού, προαγωγής και προσαυξήσεων, υπηρεσία στη θέση την οποία κατέχει οργανικά.

Εν όψει όλων των πιο πάνω καταλήγουμε ότι η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρούται, με έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ’ έφεση.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο