Aρχή Pαδιοτηλεόρασης Kύπρου ν. Aντέννα T.v. Λίμιτεδ (2005) 3 ΑΑΔ 583

(2005) 3 ΑΑΔ 583

[*583]16 Δεκεμβρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΑΡΧΗ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,

v.

ΑΝΤΕΝΝΑ T.V. ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εφεσιβλήτων-Αιτητών.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3520)

 

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Αυτεπάγγελτη εξέταση παραβάσεων ― Για παραβάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας δεν είναι δυνατή η αυτεπάγγελτη εξέταση ― Απαιτείται αίτηση από την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ― Το Άρθρο 19 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας (Κ.Δ.Π. 10/2000) είναι ultra vires του Άρθρου 3(2)(ζ)(ii) του Νόμου (Ν.7(Ι)/98), που δεν επιτρέπει αυτεπάγγελτη εξέταση.

Η εφεσείουσα Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, επεδίωξε να ανατρέψει την πρωτόδικη απόφαση με την οποία αποφασίστηκε πως το Άρθρο 19 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας είναι εκτός του νομοθετικού πλαισίου, (ultra vires), του εξουσιοδοτικού Νόμου, διότι συγκρούεται με το Άρθρο 3(2)(ζ)(ii) αυτού.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Η εισήγηση της εφεσείουσας ότι δεν ήταν πρόθεση του Νομοθέτη να περιορίσει την αρμοδιότητα της Αρχής να εξετάζει περιπτώσεις παράβασης του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας μόνο όταν υποβάλλεται αίτηση από την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Αν η Νομοθετική εξουσία επιθυμούσε να δώσει εξουσία στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου να εξετάζει αυτεπάγγελτα παραβάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, θα το περιλάμβανε ρητά [*584]στις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες. Όμως μια τέτοια πρόνοια δεν έχει εισαχθεί στη φρασεολογία του Άρθρου 3(2)(ζ)(ii) και εφόσον δεν υπήρξε αίτηση εκ μέρους της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για την ενεργοποίηση των προνοιών για την επιβολή κυρώσεων, η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν άκυρη.

     Υιοθετείται το αιτιολογικό της απόρριψης της πιο πάνω εισήγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο και κρίνεται ότι ο σχετικός λόγος έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

2.  Το Άρθρο 19 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας (Κ.Δ.Π. 10/2000) πάνω στο οποίο βασίστηκε η εφεσείουσα για την επιβολή του διοικητικού προστίμου προνοεί ότι,

“Παραβάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξετάζονται αυτεπάγγελτα από την Αρχή ή κατόπιν υποβολής παραπόνου.”

     Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποφάνθηκε ότι το δικαίωμα το οποίο παρέχει το Άρθρο 19 κείται εκτός του νομοθετικού πλαισίου του Άρθρου 51(2)(ιε) το οποίο παρέχει στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου την εξουσία να εκδίδει Κανονισμούς για τη ρύθμιση θεμάτων δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Και τούτο γιατί συγκρούεται ευθέως με το Άρθρο 3(2)(ζ)(ii) του Νόμου το οποίο θέτει ως προϋπόθεση για την εξέταση παραπόνου-καταγγελίας, την προηγούμενη υποβολή αίτησης από την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.

     Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας ότι το Άρθρο 19 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας είναι εντός του νομοθετικού πλαισίου (intra vires) του εξουσιοδοτικού Νόμου και ότι δεν συγκρούεται με τις πρόνοιες του Άρθρου 3(2)(ζ)(ii) του Νόμου.

     Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Όπως έχει ήδη τονιστεί η εφεσείουσα δεν έχει αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται παραβάσεων του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και να επιβάλλει κυρώσεις, παρά μόνο “έπειτα από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας”. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι το Άρθρο 19 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας είναι εκτός του νομοθετικού πλαισίου του Άρθρου 3(2)(ζ)(ii) και 51(2)(ιε) του Νόμου 7(Ι)/98 (ultra vires). Όπως πολύ ορθά σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, “αντίθετη ερμηνεία του Άρθρου 51(2)(ιε) θα σήμαινε ότι ο νομοθέτης έδωσε [*585]στην Αρχή, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, την εξουσία να καταργεί ή τροποποιεί, με Κανονισμούς, ρητές διατάξεις του Νόμου”.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από την καθ’ ης η αίτηση Aρχή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 239/2002), ημερομηνίας 28/3/2003, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση με την οποία η Aρχή επέβαλε στην αιτήτρια εταιρεία διοικητικό πρόστιμο ύψους £1.000 αφού διαπίστωσε την εκ μέρους της παράβαση της Παραγράφου 8(2) του Mέρους I του Kώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Hλεκτρονικά MME (Παράρτημα VIII) και του Kανονισμού 21(3) των περί Pαδιοφωνικών και Tηλεοπτικών Σταθμών Kανονισμών του 2000 (K.Δ.Π. 10/2000).

Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου, για την Εφεσείουσα.

Α. Κωνσταντίνου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.

Στις 25/1/2001 ο Μητροπολίτης Κιτίου Χρυσόστομος, με την ιδιότητα του Προέδρου του “Κέντρου Ενημέρωσης για τα Ναρκωτικά και Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων” (ΚΕΝΘΕΑ) υπέβαλε παράπονο-καταγγελία και ζήτησε από την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης να εξετάσει την περίπτωση μετάδοσης είδησης από τηλεοπτικούς σταθμούς ότι τρία εξαρτημένα άτομα είχαν μεταφερθεί στο Δικαστήριο. Ειδικότερα υποβλήθηκε ότι υπήρξε προβολή των προσώπων των πιο πάνω με εκτενείς αναφορές σε θέματα της προσωπικής τους ζωής, που είχε ως αποτέλεσμα την υποβολή τους σε ψυχολογική πίεση. Μέσα στα πλαίσια του παραπόνου-καταγγελίας ζητήθηκε να γίνουν “οι αναγκαίες συστάσεις προς τους εμπλεκόμενους για την αποτελεσματική αποφυγή στο μέλλον παρόμοιων περιστατικών”.

[*586]

Μετά την υποβολή του πορίσματος της Λειτουργού που είχε αναλάβει τη διερεύνηση, η Αρχή αποφάνθηκε ότι υπήρξε παράβαση της Παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά ΜΜΕ (Παράρτημα VIII) και του Κανονισμού 21(3) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000). Αφού κάλεσε τους εφεσίβλητους να υποβάλουν τις απόψεις τους για σκοπούς επιβολής κυρώσεων, η Αρχή αποφάσισε να επιβάλει στο σταθμό διοικητικό πρόστιμο ύψους £1.000. Η πιο πάνω κύρωση αμφισβητήθηκε με την Προσφυγή αρ. 812/2001 και τελικά ακυρώθηκε στις 25/9/2002.

Με την παρούσα έφεση η Αρχή ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί,

(i) Γιατί λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε παράνομα, εφόσον δεν προηγήθηκε αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3(2)(ζ)(ii) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 1998-2001 και

(ii)   Γιατί λανθασμένα έκρινε ότι το Άρθρο 19 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας έχει θεσπισθεί καθ’ υπέρβαση (ultra vires) νομοθετικής εξουσιοδότησης.

(β) Η νομική πλευρά.

Ο Κανονισμός 21(3) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) προνοεί ότι,

“21.(3) Οι σταθμοί υποχρεούνται όπως σ’ όλες τις εκπομπές (συμπεριλαμβανομένων και των διαφημίσεων) διασφαλίζουν σεβασμό προς την προσωπικότητα, την τιμή, την υπόληψη, τον ιδιωτικό βίο, την επαγγελματική, επιστημονική, κοινωνική, καλλιτεχνική, πολιτική ή άλλη συναφή δραστηριότητα κάθε προσώπου, η εικόνα του οποίου εμφανίζεται στην οθόνη ή το όνομα του οποίου μεταδίδεται από σταθμό ή γίνεται αναφορά ή μεταδίδονται σ’ αυτό στοιχεία τέτοια που οδηγούν στην αναγνώριση της ταυτότητάς του. Η πιο πάνω υποχρέωση επεκτείνεται αναφορικά με κάθε άτομο ή την εικόνα γενικά του [*587]ανθρώπου ως ατόμου ή μέλους ομάδας.”

Η παράγραφος 8(2) του Μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά ΜΜΕ (Παράρτημα VIII της Κ.Δ.Π. 10/2000) έχει ως εξής:

“8. Οι δημοσιογράφοι κατά την ενάσκηση του λειτουργήματός τους -

..................................................................................................

(2)   επιδεικνύουν την αρμόζουσα ευαισθησία σε θέματα που αφορούν την εθνική ασφάλεια και είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στην παρουσίαση θεμάτων όπως η βία, το έγκλημα, ο ανθρώπινος πόνος και ο θάνατος, καθώς και πληροφοριών ή εικόνων που μπορούν να προκαλέσουν πανικό ή φρίκη ή αποτροπιασμό.”

Το άρθρο 3(2)(ζ)(ii) του Νόμου που Ενοποιεί και Αναθεωρεί τους Νόμους που Ρυθμίζουν την Ίδρυση, Εγκατάσταση και Λειτουργία Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών (αρ. 7(Ι)/98) προνοεί ότι,

“3.-(2) Η Αρχή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

(ζ) Επιβάλλει κυρώσεις, αφού ακούσει τα ενδιαφερόμενα μέρη για παράβαση –

(i) Των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν·

(ii)          του κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας έπειτα από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας·

(iii)          των όρων της άδειας·

(iv)          εγκυκλίων οδηγιών ή συστάσεων που εκδίδονται βάσει της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου.”

(γ)   Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε παράνομα, εφόσον δεν προηγήθηκε αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3(2)(ζ)(ii) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 1998-2001.

Έχει υποβληθεί πρωτοδίκως εκ μέρους της εφεσίβλητης ότι εφόσον το παράπονο-καταγγελία εναντίον του σταθμού για πα[*588]ράβαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας είχε υποβληθεί από το κοινό, δηλαδή από τον Μητροπολίτη Κιτίου, χωρίς την προηγούμενη αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας σύμφωνα με τις πρόνοιες της υποπαραγράφου (ii), η Αρχή δεν είχε δικαιοδοσία να ενεργοποιήσει τη διαδικασία επιβολής κυρώσεων.

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποδέχθηκε την πιο πάνω εισήγηση, επισημαίνοντας τα πιο κάτω:

“Αρκεί να εξεταστεί η παράγραφος (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του Νόμου στο σύνολό της. Μια τέτοια εξέταση οδηγεί, αβίαστα κατά την άποψή μου, στο συμπέρασμα ότι η Αρχή μπορεί να εξετάζει, αυτεπάγγελτα ή άλλως πως, παραβάσεις του Νόμου ή των Κανονισμών (ζ)(i) ή παραβάσεις των όρων της άδειας ενός σταθμού (ζ)(iii) ή εγκύκλιων οδηγιών ή συστάσεων (ζ)(iv), όχι όμως και παραβάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας (ζ)(ii). Τέτοιες παραβάσεις μπορεί να εξετάζει μόνο «έπειτα από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας». Αν πρόθεση του νομοθέτη ήταν η Αρχή να εξετάζει και παραβάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, αυτεπάγγελτα ή άλλως πως, όπως στις περιπτώσεις των άλλων τριών παραβάσεων, τότε θα διατύπωνε την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (ζ) με τη φράση «του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας» μόνο. Χωρίς, δηλαδή, να προσθέσει τη φράση «έπειτα από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας», αφού τέτοια προσθήκη δεν θα εξυπηρετούσε κανένα χρήσιμο σκοπό.”

Η εισήγηση της εφεσείουσας ότι δεν ήταν πρόθεση του Νομοθέτη να περιορίσει την αρμοδιότητα της Αρχής να εξετάζει περιπτώσεις παράβασης του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας μόνο όταν υποβάλλεται αίτηση από την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Αν η Νομοθετική εξουσία επιθυμούσε να δώσει εξουσία στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου να εξετάζει αυτεπάγγελτα παραβάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, θα το περιλάμβανε ρητά στις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες. Όμως μια τέτοια πρόνοια δεν έχει εισαχθεί στη φρασεολογία του άρθρου 3(2)(ζ)(ii) και εφόσον δεν υπήρξε αίτηση εκ μέρους της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για την ενεργοποίηση των προνοιών για την επιβολή κυρώσεων, η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν άκυρη.

Υιοθετούμε το αιτιολογικό της απόρριψης της πιο πάνω εισή[*589]γησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο και κρίνουμε ότι ο σχετικός λόγος έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

(δ)       Λανθασμένα έκρινε ότι το Άρθρο 19 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας είναι εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης (ultra vires).

Το άρθρο 19 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας (Κ.Δ.Π. 10/2000) πάνω στο οποίο βασίστηκε η εφεσείουσα για την επιβολή του διοικητικού προστίματος προνοεί ότι,

“Παραβάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξετάζονται αυτεπάγγελτα από την Αρχή ή κατόπιν υποβολής παραπόνου.”

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποφάνθηκε ότι το δικαίωμα το οποίο παρέχει το Άρθρο 19 κείται εκτός του νομοθετικού πλαισίου του άρθρου 51(2)(ιε) το οποίο παρέχει στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου την εξουσία να εκδίδει Κανονισμούς για τη ρύθμιση θεμάτων δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Και τούτο γιατί συγκρούεται ευθέως με το άρθρο 3(2)(ζ)(ii) του Νόμου το οποίο θέτει ως προϋπόθεση για την εξέταση παραπόνου-καταγγελίας, την προηγούμενη υποβολή αίτησης από την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.

Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας ότι το άρθρο 19 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας είναι εντός του νομοθετικού πλαισίου (intra vires) του εξουσιοδοτικού Νόμου και ότι δεν συγκρούεται με τις πρόνοιες του άρθρου 3(2)(ζ)(ii) του Νόμου.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Όπως έχει ήδη τονιστεί η εφεσείουσα δεν έχει αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται παραβάσεων του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και να επιβάλλει κυρώσεις, παρά μόνο “έπειτα από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας”. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι το Άρθρο 19 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας είναι εκτός του νομοθετικού πλαισίου του άρθρου 3(2)(ζ)(ii) και 51(2)(ιε) του Νόμου 71(Ι)/98 (ultra vires). Όπως πολύ ορθά σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, “αντίθετη ερμηνεία του άρθρου 51(2)(ιε) θα σήμαινε ότι ο νομοθέτης έδωσε στην Αρχή, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, την εξουσία να [*590]καταργεί ή τροποποιεί, με Κανονισμούς, ρητές διατάξεις του Νόμου”.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο