Δήμος Λεμεσού ν. Θάλειας Σάββα Nικολαΐδη (2005) 3 ΑΑΔ 591

(2005) 3 ΑΑΔ 591

[*591]20 Δεκεμβρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΔΗΜΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,

Εφεσείοντες,

v.

ΘΑΛΕΙΑΣ ΣΑΒΒΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ,

Εφεσίβλητης.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3590)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Έναρξη της προθεσμίας καταχώρισής της ― Επέρχεται από την πλήρη γνώση της πράξης ― Έννοια ― Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης ορθά κρίθηκε πρωτόδικα πως η προσφυγή ήταν εμπρόθεσμη.

Οδοί και Οικοδομές ― Άδεια οικοδομής ― Ανεξάρτητη πράξη από την πολεοδομική άδεια ― Παράλειψη προσβολής της πολεοδομικής άδειας, δεν επηρεάζει το δικαίωμα προσβολής της άδειας οικοδομής.

Ο εφεσείων Δήμος Λεμεσού επεδίωξε να ανατρέψει την εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία ακυρώθηκε η εκδοθείσα άδεια οικοδομής, αφού απορρίφθηκαν δύο προδικαστικές ενστάσεις, περί του εκπροθέσμου καταχώρισής της και της απώλειας του εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Πλήρης θεωρείται η γνώση που επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή ηθική ζημιά που υφίσταται από την πράξη. Για να είναι πλήρης η γνώση δεν απαιτείται η δημοσίευση ή κοινοποίηση του συνόλου των στοιχείων από τα οποία προκύπτει η τήρηση των προδιαγεγραμμένων τύπων και όλων των στοιχείων που η διοίκηση έλαβε υπ’ όψιν για να αιτιολογήσει την πράξη της.

    Η επάρκεια της γνώσης που κτάται κρίνεται κατά περίπτωση στο [*592]πλαίσιο των περιστατικών της κάθε υπόθεσης.

    Η γνώση θα πρέπει να είναι τόσο εκτενής, ούτως ώστε ο επηρεαζόμενος να καθίσταται ενήμερος της επήρρειας την οποία η απόφαση έχει σ’ αυτόν, δίδοντάς του έτσι την ευκαιρία να προσφύγει στο δικαστήριο.

    Επαρκής γνώση είναι εκείνη που περιλαμβάνει πληροφόρηση για κάθε ουσιαστικό στοιχείο της απόφασης.

    Ο πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε ότι η εφεσίβλητη δεν είχε πλήρη γνώση και γι’ αυτό, τόσο η ίδια, όσο και οι δικηγόροι της ζητούσαν πληροφορίες και εξηγήσεις.

    Προβλήθηκε από τους εφεσείοντες ότι ο δικηγόρος της Γεωργίας απέστειλε στην εφεσίβλητη, στις 13.2.1999, επιστολή στην οποία αναφέρεται στην άδεια οικοδομής επισυνάπτοντας και απόδειξη καταβολής δικαιωμάτων στο Δήμο. Συνεπώς, υποστηρίζουν, η εφεσίβλητη είχε από τότε γνώση της έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης.

    Η επισύναψη στην επιστολή αυτή της απόδειξης είσπραξης δικαιωμάτων, η οποία μάλιστα αναφέρεται μόνο σε μετατροπές, ούτε καν σε άδεια οικοδομής, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένο ακίνητο, δεν παρέχει στην εφεσίβλητη γνώση περί της έκδοσης άδειας οικοδομής. Ούτε η αναγραφή του αριθμού του φακέλου στην απόδειξη, προωθεί την επιχειρηματολογία των εφεσειόντων.

    Περαιτέρω, όμως, σε επιστολή του δικηγόρου της εφεσίβλητης προς το δικηγόρο της Γεωργίας ημερ. 3.3.1999, αναφέρεται ότι η εφεσίβλητη ενίσταται στην εγγραφή της «ούτω καλούμενης κατωγείου ή υπογείου οικοδομής» στο όνομα της Γεωργίας, ενώ στη συνέχεια αναφέρεται ότι ο χώρος που καταλαμβάνει η οικοδομή που καλείται από την Γεωργία «κατώγειος», αποτελούσε και έπρεπε να αποτελεί κοινόχρηστο χώρο ή χώρο στάθμευσης, όπως ο όρος της αρχικής άδειας οικοδομής. Σε όλη την επιστολή οι όροι «κατώγειος» και «υπόγειος» είναι σε εισαγωγικά, γεγονός που δείχνει την υφιστάμενη αμφισβήτηση. Υπό τις περιστάσεις, δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εκείνη η επιστολή και η επισυνημμένη απόδειξη, θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκής γνώση για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης και ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η ένσταση θα έπρεπε να απορριφθεί.

    Τούτου δοθέντος, παραμένει ουσιαστικά άνευ σημασίας αν το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι μόνο μετά τη λήψη και της αιτιολο[*593]γίας αποκτάται πλήρης γνώση. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι στην παρούσα υπόθεση και με τα συγκεκριμένα δεδομένα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εφεσίβλητη είχε πλήρη γνώση.

2. Το γεγονός ότι η άδεια οικοδομής επανέλαβε τους όρους που είχαν τεθεί με την προηγούμενη πολεοδομική άδεια, δεν επηρεάζει την κατάσταση. Οι δύο άδειες, η άδεια οικοδομής και η πολεοδομική, είναι δύο χωριστές, αυτοτελείς διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν από διαφορετικά όργανα και βασίζονται σε διαφορετικές νομοθετικές διατάξεις. Δεν γίνεται αντιληπτό ακόμα, πως το γεγονός ότι δεν προσεβλήθη από την εφεσίβλητη η προηγηθείσα πολεοδομική άδεια, επηρεάζει το έννομό της συμφέρον. Δυνατόν η έκδοσή της να μην περιήλθε καν εις γνώσιν της.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (Αρ.1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 197,

Σωφρονίου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Κακοπετριάς (1993) 4 Α.Α.Δ. 1951,

Χειμωνίδου ν. Ιατρικών Υπηρεσιών κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 870,

Μακρίδου ν. Δήμου Πάφου κ.ά., Υπόθ. Αρ. 996/96, ημερ. 30.3.1999,

Στυλιανού ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Πελενδρίου (1997) 4 A.A.Δ. 2882.

Έφεση.

Έφεση από τον καθ’ ου η αίτηση Δήμο εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 1508/2000) ημερομηνίας 28/1/2003, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση έκδοσης άδειας οικοδομής η οποία υπογράφτηκε από τις δύο μόνο συνιδιοκτήτριες ενός οικοπέδου στην Aγία Φύλα Λεμεσού για διάφορες προσθήκες στην οικοδομή, όχι όμως και από την εφεσίβλητη-αιτήτρια ιδιοκτήτρια του 1/4 μεριδίου του εν λόγω οικοπέδου.

Κ. Κακουλλή, για τους Εφεσείοντες.

Στ. Τρυφωνίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

[*594]ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια 1/4 μεριδίου οικοπέδου, στην Αγία Φύλα, Λεμεσού, επί του οποίου υπάρχει οικοδομή. Συνιδιοκτήτριες ήταν η Γεωργία Νικολαΐδη κατά 1/4 και η Αντιγόνη Νικολαΐδη κατά ½ μερίδιο.

Στις 12.12.1997 η Γεωργία Νικολαΐδη υπέβαλε στο Δήμο Λεμεσού αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για διάφορες προσθήκες στην οικοδομή. Η αίτηση, που είχε υπογραφεί από τη Γεωργία και την Αντιγόνη, δεν έφερε την υπογραφή της εφεσίβλητης.

Μετά την έκδοση της αιτηθείσας πολεοδομικής άδειας στις 23.7.1998, η Γεωργία υπέβαλε αίτηση, αυτή τη φορά για έκδοση άδειας οικοδομής την οποία και πάλι υπέγραψαν μόνο η ίδια και η Αντιγόνη. Η αίτηση εγκρίθηκε και στις 14.1.1999 εκδόθηκε η άδεια οικοδομής.

Η εφεσίβλητη ζήτησε το Σεπτέμβριο του 2000 εξηγήσεις για την έκδοση της άδειας οικοδομής, αλλά παραπέμφθηκε στο νομικό σύμβουλο του Δήμου. Πληροφορίες ζητήθηκαν και από το δικηγόρο της με δύο επιστολές ημερ. 15.9.2000 και 27.9.2000. Οι καθ’ ων η αίτηση απάντησαν στις 4.1.2001, πληροφορώντας την ότι η Επιτροπή Οικοδομών του Δήμου, στις 4.12.2000, αποφάσισε, ομόφωνα, ότι η εν λόγω άδεια είχε δοθεί, γιατί, όταν εξετάστηκε η αίτηση, είχε κριθεί ότι δεν επηρεάζονταν τα συμφέροντα των συνιδιοκτητών.

Η προσφυγή που καταχώρησε η εφεσίβλητη είχε επιτυχή γι’  αυτήν κατάληξη και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε. Το πρωτόδικο δικαστήριο προηγουμένως απέρριψε τρεις προδικαστικές ενστάσεις που ήγειραν οι εφεσείοντες.

Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόρριψης δύο από τις ενστάσεις. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η προδικαστική τους ένσταση περί του εκπρόθεσμου της προσφυγής. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι λανθασμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι για την έναρξη της προθεσμίας απαιτείται γνώση της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης και ότι μόνο μετά τη λήψη και της αιτιολογίας η εφεσίβλητη απέκτησε πλήρη γνώση. Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ακόμα ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η ένστασή τους ότι η εφεσίβλητη απώλεσε το έννομό [*595]της συμφέρον να προσβάλει την άδεια οικοδομής, αφού δεν προσβάλλει την πολεοδομική άδεια που προηγήθηκε, της οποίας τους όρους υιοθετεί η άδεια οικοδομής.

Η νομολογία επί του θέματος είναι πλούσια. Πλήρης θεωρείται η γνώση που επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή ηθική ζημιά που υφίσταται από την πράξη. Για να είναι πλήρης η γνώση δεν απαιτείται η δημοσίευση ή κοινοποίηση του συνόλου των στοιχείων από τα οποία προκύπτει η τήρηση των προδιαγεγραμμένων τύπων και όλων των στοιχείων που η διοίκηση έλαβε υπ’ όψιν για να αιτιολογήσει την πράξη της (Αλίκη Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (Αρ.1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 197). Βλέπε ακόμα Θ. Τσάτσος, Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, Τρίτη Έκδοση, παραγρ. 30).

Η επάρκεια της γνώσης που κτάται κρίνεται κατά περίπτωση στο πλαίσιο των περιστατικών της κάθε υπόθεσης (Σωφρονίου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Κακοπετριάς (1993) 4 Α.Α.Δ. 1951).

Η γνώση θα πρέπει να είναι τόσο εκτενής, ούτως ώστε ο επηρεαζόμενος να καθίσταται ενήμερος της επήρειας την οποία η απόφαση έχει σ’ αυτόν, δίδοντάς του έτσι την ευκαιρία να προσφύγει στο δικαστήριο.

Επαρκής γνώση είναι εκείνη που περιλαμβάνει πληροφόρηση για κάθε ουσιαστικό στοιχείο της απόφασης (Χειμωνίδου ν. Ιατρικών Υπηρεσιών κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 870).

Στην παρούσα υπόθεση ο πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε ότι η εφεσίβλητη δεν είχε πλήρη γνώση και γι’ αυτό, τόσο η ίδια, όσο και οι δικηγόροι της ζητούσαν πληροφορίες και εξηγήσεις.

Προβλήθηκε από τους εφεσείοντες ότι ο δικηγόρος της Γεωργίας απέστειλε στην εφεσίβλητη, στις 13.2.1999, επιστολή στην οποία αναφέρεται στην άδεια οικοδομής επισυνάπτοντας και απόδειξη καταβολής δικαιωμάτων στο Δήμο. Συνεπώς, υποστηρίζουν, η εφεσίβλητη είχε από τότε γνώση της έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης.

Είναι φανερό από το ενώπιόν μας υλικό ότι μεταξύ της εφεσίβλητης και της Γεωργίας υπάρχει διένεξη σε σχέση με το συγκεκριμένο ακίνητο. Η επιστολή των δικηγόρων της Γεωργίας προς την εφεσίβλητη, ημερ. 13.2.1999, την καλεί όπως, μέσα σε επτά ημέρες συνυ[*596]πογράψει την αναγκαία αίτηση για εξασφάλιση τελικού πιστοποιητικού έγκρισης των διάφορων οικοδομών που έχουν ανεγερθεί επί του επίδικου οικοπέδου, για να καταστεί δυνατή η έκδοση χωριστής κατάστασης ιδιοκτησίας. Ειδικότερα να εγγραφεί, επ’ ονόματι της Γεωργίας η κατώγεια και ανώγεια οικοδομή και επ’ ονόματι της εφεσίβλητης, η ισόγεια κατοικία. Η επισύναψη στην επιστολή αυτή της απόδειξης είσπραξης δικαιωμάτων, η οποία μάλιστα αναφέρεται μόνο σε μετατροπές, ούτε καν σε άδεια οικοδομής, χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένο ακίνητο, βρίσκουμε ότι δεν παρέχει στην εφεσίβλητη γνώση περί της έκδοσης άδειας οικοδομής. Ούτε η αναγραφή του αριθμού του φακέλου στην απόδειξη, νομίζουμε ότι προωθεί την επιχειρηματολογία των εφεσειόντων.

Περαιτέρω, όμως, σε επιστολή του δικηγόρου της εφεσίβλητης προς το δικηγόρο της Γεωργίας ημερ. 3.3.1999, αναφέρεται ότι η εφεσίβλητη ενίσταται στην εγγραφή της «ούτω καλούμενης κατωγείου ή υπογείου οικοδομής» στο όνομα της Γεωργίας, ενώ στη συνέχεια αναφέρεται ότι ο χώρος που καταλαμβάνει η οικοδομή που καλείται από την Γεωργία «κατώγειος», αποτελούσε και έπρεπε να αποτελεί κοινόχρηστο χώρο ή χώρο στάθμευσης, όπως ο όρος της αρχικής άδειας οικοδομής. Σε όλη την επιστολή οι όροι «κατώγειος» και «υπόγειος» είναι σε εισαγωγικά, γεγονός που δείχνει την υφιστάμενη αμφισβήτηση. Υπό τις περιστάσεις, δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εκείνη η επιστολή και η επισυνημμένη απόδειξη, θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκής γνώση για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης και ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η ένσταση θα έπρεπε να απορριφθεί.

Τούτου δοθέντος, παραμένει ουσιαστικά άνευ σημασίας αν το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι μόνο μετά τη λήψη και της αιτιολογίας αποκτάται πλήρης γνώση. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι στην παρούσα υπόθεση και με τα συγκεκριμένα δεδομένα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εφεσίβλητη είχε πλήρη γνώση.

Οι εφεσείοντες με τον τρίτο λόγο έφεσης υποστηρίζουν ότι το δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την προδικαστική τους ένσταση ότι η εφεσίβλητη είχε απωλέσει το έννομό της συμφέρον να προσβάλει την άδεια οικοδομής, αφού είχε αποδεκτεί την πολεοδομική άδεια, τους όρους της οποίας υιοθετεί η άδεια οικοδομής. Υποστηρίζουν ακόμα ότι ο Δήμος Λεμεσού δεν είχε εξουσία αναθεώρησης της δεσμευτικής απόφασης της πολεοδομικής αρχής με την οποία επιτρεπόταν η συγκεκριμένη ανάπτυξη.

Και ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Το γεγονός ότι η [*597]άδεια οικοδομής επανέλαβε τους όρους που είχαν τεθεί με την προηγούμενη πολεοδομική άδεια, κατά τη γνώμη μας, δεν επηρεάζει την κατάσταση. Οι δύο άδειες, η άδεια οικοδομής και η πολεοδομική, είναι δύο χωριστές, αυτοτελείς διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν από διαφορετικά όργανα και βασίζονται σε διαφορετικές νομοθετικές διατάξεις (Μακρίδου ν. Δήμου Πάφου κ.ά., Υπόθ. Αρ. 996/96, ημερ. 30.3.1999 και Στυλιανού ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Πελενδρίου (1997) 4 A.A.Δ. 2882). Δεν βλέπουμε ακόμα πως το γεγονός ότι δεν προσεβλήθη από την εφεσίβλητη η προηγηθείσα πολεοδομική άδεια, επηρεάζει το έννομό της συμφέρον. Δυνατόν η έκδοσή της να μην περιήλθε καν εις γνώσιν της.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο