Kαπονίδης Aλέξης Παντελή και Άλλοι ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 598

(2005) 3 ΑΑΔ 598

[*598]20 Δεκεμβρίου, 2005

[AΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

1. ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΑΠΟΝΙΔΗΣ,

2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΑΠΟΝΙΔΗΣ,

3. ΧΑΡΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΑΠΟΝΙΔΗΣ,

4. ΓΚΛΟΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείοντες,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3621)

 

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Δέουσα έρευνα για την επιλογή της καλύτερης λύσης ― Κρίνεται από τα συγκεκριμένα περιστατικά της υπόθεσης ― Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την δική του κρίση στη κρίση του αρμοδίου οργάνου ― Εύλογη και εντός των πλαισίων της αρμοδιότητας του οργάνου η επιλογή του κτήματος των εφεσειόντων.

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Έκδοση Διατάγματος μετά από απόρριψη της ένστασης κατά της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης ― Αιτιολογία ― Δεν χρειάζεται απαραιτήτως στο σώμα της πράξης, μπορεί να προκύπτει από τους φακέλους ― Η υιοθέτηση των εισηγήσεων του Τμήματος Πολεοδομίας, που περιείχαν αιτιολογία, καθιστά την απόφαση αιτιολογημένη.

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση την ακύρωση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης της ακίνητης περιουσίας τους.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Η έλλειψη καθορισμένης διαδικασίας επιλογής χώρων για ανέγερση σχολείων σε περιοχές που δεν υπάρχει τοπικό σχέδιο, την οποία επι[*599]σημαίνει ο Γενικός Ελεγκτής, δεν αναιρεί τη δυνατότητα η συγκεκριμένη έρευνα που έγινε στην περίπτωση να ήταν επαρκής επί των δεδομένων της. Έπειτα, η αναφορά του Γενικού Ελεγκτή στα στοιχεία που κατά την άποψή του καθιστούσαν το κτήμα των Εφεσειόντων ακατάλληλο έχει μόνο τη σημασία ότι τα στοιχεία αυτά έπρεπε να μελετηθούν και να σταθμισθούν μαζί με όλα τα άλλα στοιχεία από το Υπουργείο, που αυτό και όχι ο Γενικός Ελεγκτής ήταν αρμόδιο για λήψη απόφασης, ώστε να καταλήξει στην επιλογή του που περιλάμβανε και κρίση επί της καταλληλότητας του εν λόγω κτήματος και που βεβαίως θα υπόκειτο σε δικαστικό έλεγχο όσον αφορά το σύνολο της αιτιολογίας της. Το ίδιο ισχύει για την αναφορά που κάνει ο Γενικός Ελεγκτής στην εναλλακτική λύση που θεώρησε ότι δεν μελετήθηκε σοβαρά σε συνάρτηση με τα υφιστάμενα καλώδια. Είναι λοιπόν την επάρκεια της ίδιας της έρευνας του Υπουργείου και της αιτιολογίας για την επιλογή του κτήματος των Εφεσειόντων που πρέπει να εξετάσει το Δικαστήριο.

    Από την επιστολή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως προκύπτει ότι το Υπουργείο είχε ζητήσει αρχικά τη διερεύνηση δύο κτημάτων και τώρα άλλων δύο. Δεν υπάρχει εισήγηση ότι υπήρχαν και άλλα ενδεχομένως κατάλληλα κτήματα που θα μπορούσαν να διερευνηθούν, οι ίδιοι δε οι Εφεσείοντες υπέδειξαν μόνο ένα κτήμα ως καταλληλότερο του δικού τους το οποίο ήταν μεταξύ των τεσσάρων που διερευνήθησαν. Δεν προκύπτει ανεπάρκεια της έρευνας ως προς την έκταση της από αυτή την άποψη. Ούτε και επηρεάσθηκε η επάρκεια της έρευνας από αυτή την άποψη από την οποιαδήποτε πίεση χρόνου που υπήρχε και η οποία αντανακλούσε όχι στα χρονικά περιθώρια που παρείχοντο για να γίνει σωστή μελέτη αλλά στην ίδια την επιθυμία του Υπουργείου να μην καθυστερήσει άλλο το εν λόγω έργο που από καιρό είχε προγραμματισθεί και ήταν αναγκαίο.

2. Η επιχειρηματολογία του κ. Νικολάου στρέφεται ουσιαστικά μάλλον προς την κατεύθυνση ότι, δοθέντων των μειονεκτημάτων του κτήματος των Εφεσειόντων, όπως φαίνεται και από τις εισηγήσεις που γίνονται για αναγκαίες διαφοροποιήσεις, ώστε να καταστεί τούτο αξιοποιήσιμο, καθώς και τη διαθεσιμότητα και τα πλεονεκτήματα του τεμαχίου που είχαν υποδείξει οι Εφεσείοντες, δεν δικαιολογείτο η επιλογή του κτήματος των Εφεσειόντων. Έτσι όμως εισέρχεται κανείς πλέον στη σφαίρα της διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου οργάνου και το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη δική του κρίση για την κρίση εκείνου, παρά μόνο να ελέγξει την επάρκεια της αιτιολογίας για την επιλογή του και το εύλογο της άσκησής της.

    Η επιλογή του κτήματος των Εφεσειόντων, βασιζόμενη στη συνε[*600]κτίμηση όλων των στοιχείων, ήταν στα πλαίσια της άσκησης της σχετικής αρμοδιότητας της διοίκησης.

3. Εισηγούνται ακόμα οι Εφεσείοντες ότι κακώς ο πρωτόδικος Δικαστής διαπίστωσε ότι, αν και το Υπουργικό Συμβούλιο δεν έδωσε αιτιολογία για την απόφαση του, αυτή προέκυπτε από τα στοιχεία του φακέλου, καθ’ όσον όφειλε να είχε δώσει επαρκή και σαφή αιτιολογία για απόρριψη της ένστασης των Εφεσειόντων και έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης, δεδομένου μάλιστα ότι υπήρχαν αλληλοσυγκρουόμενα στοιχεία και απόψεις. Ούτε αυτή η εισήγηση όμως ευσταθεί. Δεν ήταν τόσο θέμα αιτιολογίας προκύπτουσας από το φάκελο όσο θέμα υιοθέτησης του συνόλου της αιτιολογίας που είχε δώσει το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, χωρίς να υπάρχει ανάγκη περαιτέρω διατύπωσης ή εξειδίκευσης της. Και η αιτιολογία εκείνη, δεν εμπεριείχε αλληλοσυγκρουόμενα στοιχεία και απόψεις, παρά μόνο κρίση επιλογής με βάση τη στάθμιση του συνόλου των στοιχείων που όντως ήσαν και θετικά και αρνητικά ως προς κάθε δυνατή επιλογή.

4. Η επιλογή του κτήματος των Εφεσειόντων βασίσθηκε κατά κύριο λόγο στην καταλληλότητα της θέσης του. Τούτου δοθέντος, και δοθέντος του και κατά τα λοιπά εν γένει αιτιολογημένου της επιλογής του κτήματος των Εφεσειόντων, όπως πιο πάνω διαπιστώθηκε, δεν προσφέρετο ουσιαστικά άλλη λιγότερο επαχθής λύση.  Η υποχρέωση προσφυγής σε άλλη λιγότερο επαχθή λύση, ασφαλώς δεν συνεπάγεται εξουδετέρωση ή διαφοροποίηση των βασικών παραμέτρων που διέπουν τις επιλογές της διοίκησης.

5. Η τελευταία εισήγηση των Εφεσειόντων, είναι ότι η επιλογή του κτήματος τους έγινε με αναφορά στο εξωγενές κριτήριο της οικονομικής κατάστασης τους. Τούτο, με αφορμή επιστολή του Επάρχου Πάφου προς το Υπουργείο για την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των Εφεσειόντων και δη την αναφορά στο ότι η αποστέρηση του κτήματος με την απαλλοτρίωση "δεν θα επηρεάσει σε μεγάλο αρνητικό βαθμό την οικονομική κατάσταση της οικογένειας". Δεν υπάρχει οποιοδήποτε έρεισμα στην εισήγηση. Η επιλογή του κτήματος έγινε με βάση τα όσα ερεύνησε, αξιολόγησε και εισηγήθηκε το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, ως προς τα δεδομένα του ίδιου του κτήματος και μόνο. Αν επιδιώκετο οτιδήποτε με την εν λόγω αναφορά για την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των Εφεσειόντων, αυτό θα μπορούσε να εντοπισθεί όχι στο να προτιμηθεί το κτήμα τους αν οι συνέπειες για αυτούς δεν θα ήσαν σοβαρές, αλλά στο να προβληματισθεί η διοίκηση αν ήταν άλλως πως.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

[*601]

Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 2/2002), ημερομηνίας 2/4/2003, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της νομιμότητας του διατάγματος απαλλοτρίωσης ενός κτήματός τους στη Γιόλου της Eπαρχίας Πάφου προς το σκοπό ανέγερσης στο χώρο αυτό Δημοτικού Σχολείου.

Ι. Νικολάου, για τους Εφεσείοντες.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Επίδικο θέμα στην έφεση, όπως και πρωτοδίκως, είναι η νομιμότητα διατάγματος απαλλοτρίωσης κτήματος των Εφεσειόντων στη Γιόλου για την ανέγερση Δημοτικού Σχολείου.

Στο επίκεντρο των λόγων έφεσης είναι η εισήγηση ότι κακώς ο αδελφός μας Δικαστής ο οποίος εκδίκασε την προσφυγή απέρριψε τη θέση των Εφεσειόντων ότι της απαλλοτρίωσης δεν προηγήθηκε δέουσα έρευνα. Αυτή ήταν και η θέση των Εφεσειόντων στην ένσταση που είχαν υποβάλει ακόλουθα της δημοσίευσης της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης. Συγκεκριμένα, επιχειρηματολογούσαν ότι το εμβαδόν του κτήματος τους δεν ήταν επαρκές, ότι η προσπέλαση του κτήματος και η μορφολογία του δεν ήταν ικανοποιητική για σχολείο, και ότι στο κτήμα υφίστατο κατοικία στο τελικό στάδιο της ανέγερσης της. Υποδείκνυαν δε άλλο κτήμα ως το καταλληλότερο, το οποίο μάλιστα ήταν διαθέσιμο για πώληση, επιχειρηματολογώντας περαιτέρω κατά των λόγων απόρριψης από το Υπουργείο της επιλογής του άλλου αυτού κτήματος. Παράλληλα με την ένσταση φαίνεται ότι έγινε και καταγγελία στην Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, κλιμάκιο της οποίας και προέβη ακόλουθα σε επιτόπια επιθεώρηση. Οι απόψεις του Γενικού Ελεγκτή, που διαβιβάσθησαν στο Υπουργείο με επιστολή ημερομηνίας 4.1.2001, ήσαν ότι:

"2. Δεν υπάρχει καθορισμένη διαδικασία επιλογής χώρων για ανέγερση σχολείων σε περιοχές όπου δεν υπάρχει εγκεκριμένο τοπικό σχέδιο περιοχής. Έχουμε την άποψη ότι η επιλογή χώρου για ανέγερση σχολικών κτιρίων πρέπει να γίνεται από ειδική επιτροπή [*602](Γραφείο Προγραμματισμού, Τμήμα Πολεοδομίας, Τμήμα Κτηματολογίου, Τοπικές Αρχές και Τεχνικές Υπηρεσίες του Υπουργείου), η οποία, με βάση συγκεκριμένα κριτήρια (έκταση, πρόσβαση, καταλληλότητα εδάφους, κόστος), να αξιολογεί τις υπαλλακτικές λύσεις, επιλέγοντας την καλύτερη.

3. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο χώρος που έχει απαλλοτριωθεί δεν ικανοποιεί ουσιαστικά κριτήρια, όπως την κατάλληλη πρόσβαση, μορφολογία εδάφους (υψομετρική διαφορά 15,50 μέτρα), λογικό κόστος απαλλοτρίωσης (ο χώρος βρίσκεται σε οικιστική περιοχή, είναι δεντροφυτευμένος και υπάρχει σ’ αυτό ημιτελής κατοικία) και επαρκή έκταση (περιορισμένος χώρος).

4. Μετά από υπόδειξη των παραπονούμενων, έγινε επίσκεψη σε άλλη περιοχή, όπου διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν τεμάχια γης που πληρούν τα πιο πάνω κριτήρια. Το Υπουργείο σας φαίνεται να μη μελέτησε σοβαρά την εναλλακτική αυτή επιλογή, η οποία είναι και πιο οικονομική, σε σχέση με το χώρο που απαλλοτριώθηκε. Η δικαιολογία που αναφέρθηκε στους εκπροσώπους της Υπηρεσίας μας, ότι η περιοχή αυτή αποκλείστηκε επειδή υπάρχουν καλώδια ψηλής τάσης της ΑΗΚ, δεν ευσταθεί, γιατί, όπως διαπιστώθηκε, πρόκειται για καλώδιο δευτερεύουσας παροχής, πάνω σε ξύλινους πασσάλους, τους οποίους η ΑΗΚ μπορεί να μετακινήσει σε σύντομο χρόνο, χωρίς οικονομική επιβάρυνση."

Το Υπουργείο εξασφάλισε και τις απόψεις του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως του Υπουργείου Εσωτερικών, οι οποίες διαβιβάσθησαν με επιστολή ημερομηνίας 11.5.2001 και είχαν ως εξής:

"Αναφέρομαι στην πρόσφατη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 29 Μαρτίου, 2001, στις Τεχνικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού στην Πάφου μετά από προφορική πρόσκληση την προηγούμενη ημέρα, από το Διοικητικό Λειτουργό του Υπουργείου Παιδείας (κ. Άγγελο Γεωργίου). Σκοπός της σύσκεψης και της επιτόπιας έρευνας ήταν η επιλογή του καταλληλότερου χώρου για δημοτικό σχολείο μεταξύ τεσσάρων που εντόπισε το Υπουργείο σας.

2. Διευκρινίζεται από την αρχή ότι δεν ζητήθηκε ούτε και έγινε από το Τμήμα αυτό οποιαδήποτε ευρύτερη διερεύνηση πέραν των χώρων που υποδείχθηκαν, ενώ και οι τέσσερις αυτοί χώροι [*603]είναι μικρότερης έκτασης από τα προβλεπόμενα πρότυπα. Η θέση του Υπουργείου σας στη σύσκεψη ήταν ότι δεν χρειαζόταν το πλήρες μέγεθος των προτύπων καθ’ ότι θα λειτουργούσαν μόνο ορισμένες τάξεις μαθητών. Σημειώνεται ότι από το Τμήμα ζητήθηκαν στο παρελθόν γραπτώς θέσεις μόνο για δύο συγκεκριμένους χώρους που του υποδείχθηκαν από το Υπουργείο σας (σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους), ενώ κατά την πιο πάνω αναφερόμενη σύσκεψη του ζητήθηκαν επιπρόσθετες απόψεις και για δυο άλλους επιλεγμένους χώρους (χώρος Β και Γ).

3. Μετά από προκαταρκτική συγκριτική μελέτη επί χάρτου και επιτόπια επίσκεψη για τις τέσσερις υπαλλακτικές χωροθετήσεις δημοτικού σχολείου, σας παραθέτω την ακόλουθη πολεοδομική και χωροταξική ανάλυση για κάθε ένα από αυτούς (βλέπε συνημμένο Σχέδιο 1).

(ι) Χώρος Α

Χωροθετικά, το τεμάχιο 507, Φ/Σχ. ΧΧΧ/52, βρίσκεται σε μη κεντροβαρική θέση σε σχέση με την ευρύτερη περιοχή. Εμπίπτει σε Πολεοδομική Ζώνη Γ3 (γεωργική με συντελεστή δόμησης και ποσοστό κάλυψης 0,10:1) και είναι εκτός Ορίου Ανάπτυξης. Οι απόψεις του Τμήματος διατυπώθηκαν με την προς εσάς επιστολή του με αρ. φακ. Ρ/D/7 και ημερομηνία 23 Ιουλίου, 1999. Οι απόψεις αυτές που δεν ήταν ενισχυτικές για μια τέτοια επιλογή συνοψίζονται στα ακόλουθα:

Το τεμάχιο βρίσκεται μακριά από τον πυρήνα του οικισμού και σε στροφή δρόμου με περιορισμένη ορατότητα, ενώ οι λωρίδες κυκλοφορίας είναι στενές και δεν προσφέρονται πεζοδρόμια. Παράλληλα, κοντά στο τεμάχιο υπάρχουν εναέρια καλώδια της ΑΗΚ. Το εμβαδόν του σχολικού χώρου είναι μόλις 10.625 τ.μ. αντί 20.640 τ.μ. των σχετικών προτύπων.

Για απάμβλυνση των πιο πάνω προβλημάτων, η Τεχνική Επιτροπή Οδικής Ασφάλειας σε συνεδρία της, στις 7 Ιουλίου, 1999, εισηγήθηκε όπως διατεθεί ικανοποιητικός σχολικός χώρος στην πρόσοψη του σχολείου για την κατασκευή κόλπου με σχετική νησίδα/πεζοδρόμιο για την αποβίβαση και παραλαβή μαθητών και για την κατασκευή εσωτερικού δρόμου για την επαναστροφή των οχημάτων προς το χωριό, ώστε να αποτρέπεται η διοχέτευση τροχαίας κίνησης προς [*604]τον υπεραστικό δρόμο Πάφου-Πόλης Χρυσοχούς. Εισηγήθηκε επίσης την κατασκευή 15 χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων και τη βελτίωση του υφιστάμενου δρόμου από τον πυρήνα του χωριού μέχρι τον προτεινόμενο σχολικό χώρο, με διαπλάτυνση και κατασκευή πεζόδρομου.

(ιι) Χώρος Β

Το αναφερόμενο τεμάχιο με αρ. 402, Φ/Σχ. ΧΧΧV/53 εμπίπτει σε Πολεοδομική Ζώνη Η2 όπου προβλέπεται ανώτατος συντελεστής δόμησης 0,90:1, ανώτατο ποσοστό κάλυψης 0,50:1, μέγιστος αριθμός ορόφων 2 και ανώτατο ύψος 8,30 μ. Ο χώρος δεν έχει σωστή πρόσβαση και είναι πάρα πολύ μικρός χωρίς δυνατότητες παραπέρα επέκτασης, έχοντας εμβαδόν μόλις 5.700 μ. αντί των 20.640 τ.μ. των σχετικών προτύπων.

(ιιι) Χώρος Γ

Το αναφερόμενο τεμάχιο με ρ. 168/1/1, Φ/Σχ. ΧΧΧV/53 που εμπίπτει σε Πολεοδομική Ζώνη Η2, όπου προβλέπονται ανώτατος συντελεστής δόμησης 0,90:1, ανώτατο ποσοστό κάλυψης 0,50:1, μέγιστος αριθμός ορόφων 2 και ανώτατο ύψος 8,30 μ., έχει τα ακόλουθα χωροθετικά χαρακτηριστικά.

Εφάπτεται ανατολικά με τον υπερτοπικής σημασίας δρόμο Πάφου-Πόλης Χρυσοχούς και βρίσκεται σε επικίνδυνη στροφή με σχετικά περιορισμένη ορατότητα, γεγονός που δεν διασφαλίζει την ασφαλή πρόσβαση του σχολικού χώρου από το σημείο αυτό. Βορειοδυτικά το τεμάχιο εφάπτεται αδιεξόδου το οποίο διασφαλίστηκε μέσα από άδεια διαχωρισμού γης σε οικόπεδα. Το γήπεδο είναι γενικά αρκετά επικλινές και δεντροφυτεμένο με αμυγδαλιές περιορίζοντας έτσι σημαντικά τις δυνατότητες αξιοποίησης του για το συγκεκριμένο σκοπό. Το εμβαδόν του τεμαχίου είναι 15.500 τ.μ. αντί των 20.640 τ.μ. των σχετικών προτύπων.

(ιν)   Χώρος Δ

Τα αναφερόμενα τεμάχια 175/2 και 174, Φ/Σχ. ΧΧΧV/53, εμπίπτουν σε Πολεοδομική Ζώνη Η2, όπου προβλέπεται ανώτατος συντελεστής δόμησης 0.90:1, ανώτατο ποσοστό κάλυψης 0,50:1, μέγιστος αριθμός ορόφων 2 και ανώτατο ύψος 8,30 μ. Οι απόψεις του Τμήματος διατυπώθηκαν με την επι[*605]στολή του προς εσάς με αρ. Φακ. ΔΠ/6 και ημερομηνία 29 Σεπτεμβρίου, 1997. Οι απόψεις αυτές που δεν ήταν ενισχυτικές μιας τέτοιας επιλογής συνοψίζονται στα ακόλουθα:

Στο χώρο υπάρχει υφιστάμενη ημιτελής οικοδομή, η οποία δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί κατά πόσο κτίζεται σύμφωνα με τα εγκριμένα σχέδια (η θέση της εντοπίστηκε από τα αρχιτεκτονικά σχέδια που ετοίμασαν οι Τεχνικές Υπηρεσίες του Υπουργείου σας, που μας έχουν διαβιβαστεί), ενώ μεγάλο τμήμα του είναι αρκετά επικλινές που περιορίζει κάπως τις δυνατότητες αξιοποίησης του για το συγκεκριμένο σκοπό. Παράλληλα, ο αναφερόμενος χώρος εφάπτεται σε στροφή με μειωμένη ορατότητα, δημιουργώντας έτσι πρόβλημα οδικής ασφάλειας. Το αρχικό εμβαδόν του ανέρχεται σε 10.967 αντί των 20.640 τ.μ. των σχετικών προτύπων.

Για απάμβλυνση του προβλήματος πρόσβασης η Τεχνική Επιτροπή Οδικής Ασφάλειας σε συνεδρία της, στις 7 Ιουλίου, 1999, εισηγήθηκε τη δημιουργία δρόμου στη βορειοδυτική πλευρά του χώρου με την προϋπόθεση ότι αυτός θα μονοδρομηθεί με επιτρεπόμενη τη νότια κατεύθυνση.

4. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω δεδομένα και το γεγονός ότι η επιλογή περιορίζεται μεταξύ τεσσάρων χώρων που υποδείχθηκαν από το Υπουργείο σας χωρίς να υπάρχει χρόνος για ευρύτερη μελέτη, εισηγούμαι τα ακόλουθα:

α) Ο σχολικός χώρος θα πρέπει να είναι σε κεντροβαρική θέση και μάλλον ανατολικά του πυρήνα του οικισμού, δεδομένης της επέκτασης των περιοχών Ανάπτυξης, προς την κατεύθυνση αυτή.

β) Λαμβάνοντας το πιο πάνω σημείο υπόψη, ο καταλληλότερος από τους τέσσερις χώρους φαίνεται να είναι ο Δ, με σημαντικές όμως διαφοροποιήσεις ως ακολούθως (βλέπε συνημμένο Σχέδιο 2):

i)  Εξασφάλιση της δυτικής πρόσβασης από τον δρόμο που προτάθηκε από την Τεχνική Επιτροπή Οδικής Ασφάλειας.

ii) Αφαίρεση του επικλινούς τμήματος του τεμαχίου με αρ. 175/2 και ενσωμάτωση στο σχολικό χώρο του βόρειου τεμαχίου με αρ. 175/1 και μέρους του τεμαχίου με αρ. 168/1/1/1, που είναι τοπογραφικά καταλληλότερα.

[*606]

iii)  Διασφάλιση ενός αξιοποιήσιμου εμβαδού γηπέδου της τάξης των 13.000 τ.μ.

iv) Εξασφάλιση ανατολικής πρόσβασης για το εναπομένον τμήμα του τεμαχίου με αρ. 175/2 που θα παραμείνει στην κατοχή του ιδιοκτήτη μαζί με την κατοικία. Η πρόσβαση αυτή θα μπορούσε να υποδειχθεί από το τμήμα αυτό και να αποκτηθεί από το Υπουργείο σας."

Η αρμόδια Υπουργική Επιτροπή απέρριψε την ένσταση των Εφεσειόντων και αποφάσισε την έκδοση διατάγματος απαλλοτρίωσης, κατά του οποίου και εστράφη η προσφυγή των Εφεσειόντων.

Είναι με ιδιαίτερη αναφορά στις δύο αυτές επιστολές που ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες προβάλλει την επιχειρηματολογία του. Η επιστολή του Γενικού Ελεγκτή, λέγει, αποκαλύπτει όχι μόνο την όλη ανεπάρκεια της διαδικασίας επιλογής αλλά και την ακαταλληλότητα του κτήματος των Εφεσειόντων όσο και την παράλειψη επαρκούς μελέτης των εναλλακτικών επιλογών. Η δε επιστολή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, εισηγείται, αποκαλύπτει το βεβιασμένο και περιορισμένο της έρευνας, και δη ως προς τη συγκεκριμένη εναλλακτική επιλογή που υπέδειξαν οι Εφεσείοντες, και επισημαίνει τα αρνητικά δεδομένα του κτήματος των Εφεσειόντων.

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η επιχειρηματολογία αυτή, που ουσιαστικά είναι η ίδια που ετέθη και ενώπιον του αδελφού μας Δικαστή και απερρίφθη. Η έλλειψη καθορισμένης διαδικασίας επιλογής χώρων για ανέγερση σχολείων σε περιοχές που δεν υπάρχει τοπικό σχέδιο, την οποία επισημαίνει ο Γενικός Ελεγκτής, δεν αναιρεί τη δυνατότητα η συγκεκριμένη έρευνα που έγινε στην περίπτωση να ήταν επαρκής επί των δεδομένων της. Έπειτα, η αναφορά του Γενικού Ελεγκτή στα στοιχεία που κατά την άποψή του καθιστούσαν το κτήμα των Εφεσειόντων ακατάλληλο έχει μόνο τη σημασία ότι τα στοιχεία αυτά έπρεπε να μελετηθούν και να σταθμισθούν μαζί με όλα τα άλλα στοιχεία από το Υπουργείο, που αυτό και όχι ο Γενικός Ελεγκτής ήταν αρμόδιο για λήψη απόφασης, ώστε να καταλήξει στην επιλογή του που περιλάμβανε και κρίση επί της καταλληλότητας του εν λόγω κτήματος και που βεβαίως θα υπόκειτο σε δικαστικό έλεγχο όσον αφορά το σύνολο της αιτιολογίας της. Το ίδιο ισχύει για την αναφορά που κάνει ο Γενικός Ελεγκτής στην εναλλακτική λύση που θεώρησε ότι δεν μελετήθηκε σοβαρά σε συνάρτηση με τα υφιστάμενα καλώδια. Είναι λοιπόν την επάρκεια της ίδιας της έρευνας του [*607]Υπουργείου και της αιτιολογίας για την επιλογή του κτήματος των Εφεσειόντων που πρέπει να εξετάσουμε.

Η έρευνα, λέγει ο κ. Νικολάου, αποκαλύπτεται ανεπαρκής από την αναφορά του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως στο ότι η έρευνα του περιορίσθηκε στα τέσσερα κτήματα που υπέδειξε το Υπουργείο χωρίς ευρύτερη διερεύνηση και χωρίς να υπάρχει χρόνος για κάτι τέτοιο. Δεν συμφωνούμε με την προσέγγιση αυτή. Από την επιστολή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως προκύπτει ότι το Υπουργείο είχε ζητήσει αρχικά τη διερεύνηση δύο κτημάτων και τώρα άλλων δύο. Δεν υπάρχει εισήγηση ότι υπήρχαν και άλλα ενδεχομένως κατάλληλα κτήματα που θα μπορούσαν να διερευνηθούν, οι ίδιοι δε οι Εφεσείοντες υπέδειξαν μόνο ένα κτήμα ως καταλληλότερο του δικού τους το οποίο ήταν μεταξύ των τεσσάρων που διερευνήθησαν. Δεν προκύπτει ανεπάρκεια της έρευνας ως προς την έκταση της από αυτή την άποψη. Ούτε και επηρεάσθηκε η επάρκεια της έρευνας από αυτή την άποψη από την οποιαδήποτε πίεση χρόνου που υπήρχε και η οποία αντανακλούσε όχι στα χρονικά περιθώρια που παρείχοντο για να γίνει σωστή μελέτη αλλά στην ίδια την επιθυμία του Υπουργείου να μην καθυστερήσει άλλο το εν λόγω έργο που από καιρό είχε προγραμματισθεί και ήταν αναγκαίο.

Ως προς την ουσιαστική επιλογή του Υπουργείου τώρα, προκύπτει από την επιστολή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ότι η κάθε μια από τις τέσσερις επιλογές μελετήθηκε και αξιολογήθηκε λεπτομερώς από κάθε άποψη και επισημάνθησαν τα υπέρ και τα κατά κάθε τεμαχίου. Η δε επισήμανση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ότι κανένα από τα τέσσερα τεμάχια δεν ήταν της έκτασης των προβλεπόμενων προτύπων δεν έγινε για να καταδειχθεί η ακαταλληλότητα τους αλλά για να εξηγήσει ότι τούτο δεν ήταν κρίσιμο στοιχείο εφ’ όσον το ίδιο το Υπουργείο δεν απαιτούσε εφαρμογή των προτύπων αφού μόνο ορισμένες τάξεις μαθητών θα λειτουργούσαν.  Η επιχειρηματολογία του κ. Νικολάου στρέφεται λοιπόν ουσιαστικά όχι προς την κατεύθυνση αυτή αλλά μάλλον προς την κατεύθυνση ότι, δοθέντων των μειονεκτημάτων του κτήματος των Εφεσειόντων, όπως φαίνεται και από τις εισηγήσεις που γίνονται για αναγκαίες διαφοροποιήσεις ώστε να καταστεί τούτο αξιοποιήσιμο, καθώς και τη διαθεσιμότητα και τα πλεονεκτήματα του τεμαχίου που είχαν υποδείξει οι Εφεσείοντες, δεν δικαιολογείτο η επιλογή του κτήματος των Εφεσειόντων. Έτσι όμως εισερχόμεθα πλέον στη σφαίρα της διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου οργάνου και το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη δική του κρίση για την κρίση εκείνου, παρά μόνο να [*608]ελέγξει την επάρκεια της αιτιολογίας για την επιλογή του και το εύλογο της άσκησης της.

Εδώ το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως είχε σαφή θέση ως προς το βασικό κριτήριο επιλογής, που ήταν η ανάγκη το σχολείο να είχε κεντροβαρική θέση. Ήταν αυτό που καθόρισε την υπέρτερη καταλληλότητα του κτήματος των Εφεσειόντων και απέκλειε το άλλο κτήμα που είχαν εισηγηθεί οι Εφεσείοντες, περαιτέρω μειονεκτήματα του οποίου επίσης επισημάνθησαν. Δεν αναδεικνύεται πεπλανημένη η προσέγγιση αυτή. Περαιτέρω, τα όποια επί μέρους μειονεκτήματα του κτήματος των Εφεσειόντων, που τέτοια εν πάση περιπτώσει είχε και το άλλο κτήμα, δεν απεκρύβησαν αλλά έγιναν ως προς αυτά συγκεκριμένες εισηγήσεις για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους. Ούτε ως προς αυτά μπορεί να λεχθεί ότι η κρίση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ήταν πεπλανημένη ή μη δεόντως αιτιολογημένη. Η επιλογή του κτήματος των Εφεσειόντων, βασιζόμενη στη συνεκτίμηση όλων των στοιχείων, ήταν στα πλαίσια της άσκησης της σχετικής αρμοδιότητας της διοίκησης.

Εισηγούνται ακόμα οι Εφεσείοντες ότι κακώς ο αδελφός μας Δικαστής διαπίστωσε ότι, αν και το Υπουργικό Συμβούλιο δεν έδωσε αιτιολογία για την απόφαση του, αυτή προέκυπτε από τα στοιχεία του φακέλου, καθ’ όσον όφειλε να είχε δώσει επαρκή και σαφή αιτιολογία για απόρριψη της ένστασης των Εφεσειόντων και έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης, δεδομένου μάλιστα ότι υπήρχαν αλληλοσυγκρουόμενα στοιχεία και απόψεις. Ούτε αυτή η εισήγηση όμως ευσταθεί. Δεν ήταν τόσο θέμα αιτιολογίας προκύπτουσας από το φάκελο όσο θέμα υιοθέτησης του συνόλου της αιτιολογίας που είχε δώσει το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, χωρίς να υπάρχει ανάγκη περαιτέρω διατύπωσης ή εξειδίκευσης της. Και η αιτιολογία εκείνη, όπως εξηγήσαμε, δεν εμπεριείχε αλληλοσυγκρουόμενα στοιχεία και απόψεις παρά μόνο κρίση επιλογής με βάση τη στάθμιση του συνόλου των στοιχείων που όντως ήσαν και θετικά και αρνητικά ως προς κάθε δυνατή επιλογή.

Οι πιο πάνω εισηγήσεις των Εφεσειόντων επεκτείνονται και σε άλλη πτυχή της έφεσης τους που αφορά το ότι η διοίκηση δεν επεδίωξε τη λιγότερο επαχθή για αυτούς λύση ούτε επεδίωξε να εξασφαλίσει το άλλο κτήμα το οποίο προσφέρετο για πώληση αντί να προσφύγει στην αναγκαστική απαλλοτρίωση. Συμφωνούμε με την προσέγγιση του αδελφού μας Δικαστή ο οποίος παρέπεμψε στο ότι η επιλογή του κτήματος των Εφεσειόντων βασίσθηκε κατά κύριο λόγο στην καταλληλότητα της θέσης του. Τούτου δοθέντος, και δοθέντος του και κατά [*609]τα λοιπά εν γένει αιτιολογημένου της επιλογής του κτήματος των Εφεσειόντων όπως πιο πάνω διαπιστώθηκε, δεν προσφέρετο ουσιαστικά άλλη λιγότερο επαχθής λύση. Η υποχρέωση προσφυγής σε άλλη λιγότερο επαχθή λύση ασφαλώς δεν συνεπάγεται εξουδετέρωση ή διαφοροποίηση των βασικών παραμέτρων που διέπουν τις επιλογές της διοίκησης.

Η τελευταία εισήγηση των Εφεσειόντων, που επίσης απερρίφθη από τον αδελφό μας Δικαστή, είναι ότι η επιλογή του κτήματος τους έγινε με αναφορά στο εξωγενές κριτήριο της οικονομικής κατάστασης τους. Τούτο, με αφορμή επιστολή του Επάρχου Πάφου προς το Υπουργείο για την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των Εφεσειόντων και δη την αναφορά στο ότι η αποστέρηση του κτήματος με την απαλλοτρίωση "δεν θα επηρεάσει σε μεγάλο αρνητικό βαθμό την οικονομική κατάσταση της οικογένειας". Δεν υπάρχει οποιοδήποτε έρεισμα στην εισήγηση. Η επιλογή του κτήματος έγινε με βάση τα όσα ερεύνησε, αξιολόγησε και εισηγήθηκε το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως ως προς τα δεδομένα του ίδιου του κτήματος και μόνο. Αν επιδιώκετο οτιδήποτε με την εν λόγω αναφορά για την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των Εφεσειόντων, αυτό θα μπορούσε να εντοπισθεί όχι στο να προτιμηθεί το κτήμα τους αν οι συνέπειες για αυτούς δεν θα ήσαν σοβαρές αλλά στο να προβληματισθεί η διοίκηση αν ήταν άλλως πως.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Οι Εφεσείοντες θα καταβάλουν τα έξοδα των Εφεσιβλήτων.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο