Συμβούλιο Aμπελουργικών Προϊόντων ν. Άννας Θ. Περικλέους (2005) 3 ΑΑΔ 619

(2005) 3 ΑΑΔ 619

[*619]28 Δεκεμβρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ,

Εφεσείοντες,

v.

ΑΝΝΑΣ Θ. ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσίβλητης.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3624)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Τροποποίηση τίτλου προσφυγής ως προς τους καθ’ ων η αίτηση ― Επιτρεπτή βάσει της Δ.64 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας ― Διαταγή εκδόθηκε στο στάδιο της Έφεσης.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας ― Ζήτημα που εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η προσαγωγή μαρτυρίας για τη διαπίστωση της υπάρξης πλάνης περί τα πράγματα.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη περί τα πράγματα ― Βάσει των γεγονότων της υπόθεσης, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ύπαρξης πλάνης, εσφαλμένη.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Όρια δικαστικού ελέγχου ― Η κρίση της Διοίκησης για τεχνικά θέματα ανέλεγκτη ― Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη δική του κρίση στην κρίση του αρμοδίου οργάνου.

Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων ― Ισχυρισμός περί υπέρβασης και/ή κατάχρησης εξουσίας απορρίφθηκε ― Το Συμβούλιο αποφάσισε βάσει καθορισμένων κριτηρίων από το Νόμο 52/65 και την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου υπ’ αρ. 3464 ημερ. 12/1/2001.

Έξοδα ― Η επιδίκαση εξόδων στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ― Δεν σημειώνεται λάθος εν προκειμένω στην απόφαση περί μη [*620]επιδίκασης εξόδων στον επιτυχόντα αιτητή.

Το Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων επεδίωξε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η επίδικη στην προσφυγή απόφασή του για απόρριψη αίτησης της εφεσίβλητης για συμμετοχή στο σχέδιο παροχής κινήτρων για εξαγορά δικαιώματος επαναφύτευσης αμπελιών ποικιλίας σουλτανίνας. Η εφεσίβλητη καταχώρησε αντέφεση για τους λόγους ακυρώσεως που δεν εξετάστηκαν και για την διαταγή ως προς τα έξοδα.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεχτή την έφεση και απορρίπτοντας την αντέφεση, αποφάσισε ότι:

1. Αναφορικά με το ζήτημα του τίτλου της έφεσης, η Ολομέλεια συμφωνεί με τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων, ότι το ζήτημα αυτό είναι εκτός του πλαισίου αντέφεσης, εφόσον τέτοιος λόγος δεν έχει προβληθεί από την εφεσίβλητη στα πλαίσια της ειδοποίησης αντέφεσης της. Εν πάση όμως περιπτώσει εκτιμάται πως το γεγονός ότι οι εφεσείοντες περιγράφονται λανθασμένα ως Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων και όχι ως Διευθυντής Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων, συνιστά απλή παρατυπία η οποία δεν προκαλεί οποιαδήποτε αδικία ή δυσμενή επηρεασμό στην εφεσίβλητη και επομένως ότι είναι ορθό και δίκαιο να θεραπευθεί στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, δυνάμει της Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Αυτή η πρακτική συνάδει, με τη φιλοσοφία της Δ.64 που εστιάζεται στο μη επηρεασμό των ουσιαστικών δικαιωμάτων των διαδίκων από λάθη τεχνικής φύσεως, όπως το προκείμενο. Υπό τις περιστάσεις δίδονται οδηγίες για τη διόρθωση του ονόματος των εφεσειόντων από Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων σε Διευθυντή Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων και η διόρθωση του τίτλου, με ευθύνη των εφεσειόντων, τίθεται ως όρος για τη σύνταξη της παρούσας απόφασης.

2. Η προσαγωγή μαρτυρίας ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου με σκοπό τη διακρίβωση του κατά πόσο υπήρχε πλάνη περί τα πράγματα σε σχέση με την προαναφερόμενη απόφαση των εφεσειόντων, ήταν ζήτημα που ενέπιπτε στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου. Δεν τέθηκαν οποιαδήποτε στοιχεία που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η διακριτική αυτή ευχέρεια ασκήθηκε κατά τρόπο λανθασμένο.

3. Κρίνεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι, με βάση τα στοιχεία που παρέθεσε στη προσφυγή της η εφεσίβλητη, [*621]υπήρχε ενδεχόμενο πλάνης των εφεσειόντων σχετικά με το τεμάχιο γης στο οποίο βρισκόταν το επίδικο αμπέλι. Από τα ενώπιον της Ολομέλειας στοιχεία, είμαστε ικανοποιημένοι ότι παρόλο που η εφεσίβλητη έσφαλε στην περιγραφή του τεμαχίου γης επί του οποίου βρισκόταν το επίδικο αμπέλι της και το περιέγραψε στην αίτηση της ως τεμάχιο υπ’ αρ. 143, οι εφεσείοντες διόρθωσαν το λάθος της εφεσίβλητης, σημειώνοντας ότι το τεμάχιο που έπρεπε να εξεταστεί ήταν το τεμάχιο 196 του Φυλ./Σχ. 57/4 στην τοποθεσία Φοραδόμανδρες του χωρίου Πισσούρι και όχι το 143. Στην πραγματικότητα οι εφεσείοντες εξέτασαν επί τόπου και το τεμάχιο 196 και το τεμάχιο 143 και για μεν το τεμάχιο 196 κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ήταν εγκαταλειμμένο από χρόνια, ξηρό και μη παραγωγικό, ενώ για το 143 κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ήταν μη παραγωγικό και με υπερβολική άγρια βλάστηση. Ως εκ τούτου δεν υπήρχε οποιοδήποτε ενδεχόμενο πλάνης εκ μέρους των εφεσειόντων, όταν αυτοί κατέληξαν στην απόφαση τους να απορρίψουν το αίτημα της εφεσίβλητης, που αφορούσε το αμπέλι στο τεμάχιο 196. Μάλιστα η ίδια η προσφυγή της εφεσίβλητης προσβάλλει ακριβώς την απόφαση των εφεσειόντων για το τεμάχιο 196, ώστε το θέμα του τεμαχίου επί του οποίου βρισκόταν το αμπέλι, να μην ήταν ουσιαστικά επίδικο.

4. Αναφορικά με τον πρώτο λόγο αντέφεσης σημειώνεται ότι δεν είναι έργο του ακυρωτικού δικαστηρίου η διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Είναι επίσης θεμελιωμένο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας δεν ελέγχει θέματα τεχνικής φύσης που λήφθηκαν υπόψη από τη Διοίκηση και ως εκ τούτου η κρίση της Διοίκησης σε ότι αφορά θέματα ειδικών γνώσεων είναι ουσιαστικά ανέλεγκτη. Το δικαστήριο επεμβαίνει μόνον όπου αποδεικνύεται πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης ή και παράβαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης.  Στην προκειμένη περίπτωση το κατά πόσο το επίδικο αμπέλι ήταν όντως εγκαταλειμμένο και ξηρό δεν είναι θέμα για το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να αποφανθεί υποκαθιστώντας την κρίση της αρμόδιας αρχής η οποία, με βάση τα ενώπιον της στοιχεία κατέληξε σε συμπέρασμα που ήταν επιτρεπτό και εύλογο.

5. Όσον αφορά το ζήτημα της υπέρβασης και/ή κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους των εφεσειόντων παρατηρείται ότι δεν αμφισβητείται πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από τους εφεσείοντες που είναι το αρμόδιο σώμα για τη λήψη αποφάσεων όπως η προσβαλλόμενη, με βάση τον προαναφερόμενο Νόμο 52/65 και σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου υπ’ αρ. [*622]3464 της 12.1.2001. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη απόφαση η διαχείριση του σχεδίου παροχής κινήτρων για αναδιάρθρωση ορισμένων προβληματικών λευκών οινοποιήσιμων σταφυλιών και εξαγοράς δικαιωμάτων επαναφύτευσης 3.000 σκαλών της ποικιλίας σουλτανίνας, ανατίθεται στο Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων.  Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη πληροφορήθηκε για την απόφαση του Συμβουλίου της 9.3.2001 από πρόσωπο που ενεργούσε εκ μέρους του Διευθυντή του Συμβουλίου και με την προαναφερόμενη επιστολή γινόταν αναφορά στην επιθεώρηση του αμπελιού που βρισκόταν στο τεμάχιο 196 του Φυλ./Σχ. 57.4 τόσο στις 10.1.2001 όσο και στις 7.2.2001, μετά από ένσταση που είχε υποβάλει η εφεσίβλητη. Και στις δύο περιπτώσεις διαπιστώθηκε ότι το αμπέλι στο τεμάχιο 196 ήταν εγκαταλειμμένο από χρόνια, ξηρό και μη παραγωγικό.

    Δεν τίθεται θέμα είτε έλλειψης αιτιολογίας είτε μη διεξαγωγής της δέουσας έρευνας είτε κατάχρησης ή υπέρβασης εξουσίας είτε παράβασης των κανόνων της χρηστής διοίκησης, εκ μέρους των εφεσειόντων στην προκείμενη περίπτωση. Όπως παρατηρήθηκε η λειτουργία του Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων ρυθμίζεται από το Νόμο 52/65 και την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου υπ’ αρ. 3464 ημερ. 12/1/2001 και δεν θεωρείται ότι ο Νόμος και η Υπουργική Απόφαση επιβάλλουν οποιαδήποτε υποχρέωση στους εφεσείοντες την οποία παρέβησαν. Ο ρόλος του Συμβουλίου, κατά την εξέταση αιτήσεων όπως αυτή της εφεσίβλητης, είναι περιορισμένος στη διαχείριση μόνο του υφιστάμενου σχεδίου με βάση καθορισμένα κριτήρια.

6. Ως προς το ζήτημα των εξόδων, που δεν επεδίκασε υπέρ της εφεσίβλητης, ο Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής, κρίνεται πως η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τα έξοδα αιτιολογήθηκε επαρκώς και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως λανθασμένη.

Η έφεση επιτυγχάνει και η αντέφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων.

Έφεση και Αντέφεση.

Έφεση από το καθ’ ου η αίτηση Συμβούλιο εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 371/2001), ημερομηνίας 14/4/2003, με την οποία ακύρωσε την απόφαση απόρριψης του αιτήματος της αιτήτριας για συμμετοχή της στο σχέδιο παροχής κινήτρων για εξαγορά δικαιώματος επαναφύτευσης αμπελιών ποικιλίας σουλτανίνας επειδή το αμπέλι θεωρήθη[*623]κε ξηρό και μη καρποφόρο και αντέφεση από την αιτήτρια κατά της ίδιας απόφασης ημερ. 17/5/2003 με την οποία το Δικαστήριο δεν εξέδωσε απόφαση ως προς τα έξοδα υπέρ αυτής.

Αλ. Τσιρίδης με Α. Αριστείδου, για τους Εφεσείοντες.

Ι. Φαίδωνος με Γ. Περικλέους, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες απέρριψαν το αίτημα της εφεσίβλητης για συμμετοχή στο σχέδιο παροχής κινήτρων για εξαγορά δικαιώματος επαναφύτευσης αμπελιών ποικιλίας σουλτανίνας.

Το αίτημα είχε απορριφθεί επειδή κατά τις  επιτόπιες εξετάσεις είχε διαπιστωθεί πως το αμπέλι της εφεσίβλητης, για το οποίο είχε υποβληθεί το αίτημα, ήταν εγκαταλειμμένο από χρόνια, ξηρό και μη παραγωγικό.

Η εφεσίβλητη, κατά τον ουσιώδη χρόνο, είχε δύο τεμάχια γης στην ίδια περιοχή, το υπ’ αρ. 143 και το υπ’ αρ. 196. Παρόλο που η εφεσίβλητη υπέβαλε το αίτημα της για το τεμάχιο 143, στην πραγματικότητα εννοούσε το υπ’ αρ. 196.

Ο αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε πρωτόδικα της προσφυγής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε αμφιβολία, μεταξύ των δύο πλευρών, αναφορικά με το επίδικο τεμάχιο και αφού παρατήρησε πως δεν είναι έργο του δικαστηρίου η διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών έκρινε πως από το σύνολο των ενώπιον του στοιχείων υπήρχε ενδεχόμενο πλάνης και επομένως στοιχειοθετείτο λόγος ακυρότητας. Πρωτόδικα η προσφυγή πέτυχε και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε χωρίς όμως διαταγή για έξοδα ενόψει του γεγονότος ότι το ακριβές επίδικο σημείο προσδιορίστηκε στο τέλος της διαδικασίας, όπως παρατήρησε ο αδελφός Δικαστής.

Με την έφεση εγείρονται τα εξής ουσιαστικά θέματα:-

(α)   Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα επέτρεψε την προσαγωγή μαρτυρίας κατά τη διαδικασία της ακρόασης της  [*624]προσφυγής και έτσι έθεσε τον εαυτό του σε δύσκολη θέση έχοντας ενώπιον του δύο αντικρουόμενες θέσεις σε σχέση με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης.

(β)   Η απόφαση του πρωτοδίκου δικαστηρίου παραβιάζει τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση και τη βαρύτητα της μαρτυρίας.

(γ)   Το πρωτόδικο δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση θεωρώντας ότι υπάρχει ενδεχόμενο πλάνης εκ μέρους των εφεσειόντων, πράγμα όμως που δεν αποδείχθηκε από την εφεσίβλητη, η οποία έφερε το βάρος της απόδειξης του ενδεχομένου πλάνης.  

Η εφεσίβλητη καταχώρησε αντέφεση για τους εξής λόγους:-

(α)   Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει τα αποδεικτικά στοιχεία που έθεσε ενώπιον του η εφεσίβλητη αναφορικά με τη διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων σε σχέση με το κατά πόσο το επίδικο αμπέλι ήταν εγκαταλειμμένο και ξηρό.

(β)   Η προσβαλλόμενη απόφαση των εφεσειόντων ελήφθη καθ’ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας κατά παράβαση των εδαφίων 4, 5 και 6 του άρθρου 3 του περί Ρυθμίσεως και Ελέγχου της Βιομηχανίας Αμπελουργικών Προϊόντων Νόμου του 1965 (Ν. 52/65).

(γ)   Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέδωσε διαταγή ως προς τα έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσίβλητης υπέβαλαν επίσης ότι ο τίτλος της εφέσεως είναι λανθασμένος εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 11 του προαναφερόμενου Νόμου 52/65 «το Συμβούλιον Αμπελουργικών Προϊόντων κέκτηται το δικαίωμα του ενάγειν και ενάγεσθαι επ’ ονόματι του Διευθυντού αυτού». Στην προκείμενη περίπτωση η έφεση καταχωρήθηκε με εφεσείοντες το Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων και όχι τον Διευθυντή του.

Αναφορικά με το ζήτημα του τίτλου της έφεσης συμφωνούμε με τη θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων ότι το ζήτημα αυτό είναι εκτός του πλαισίου της αντέφεσης εφόσον τέτοιος λόγος δεν έχει προβληθεί από την εφεσίβλητη στα πλαίσια της ειδοποίησης αντέφεσης της.  Εν πάση όμως περιπτώσει εκτι[*625]μούμε πως το γεγονός ότι οι εφεσείοντες περιγράφονται λανθασμένα ως Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων και όχι ως Διευθυντής Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων, συνιστά απλή παρατυπία η οποία δεν προκαλεί οποιαδήποτε αδικία ή δυσμενή επηρεασμό στην εφεσίβλητη και επομένως ότι είναι ορθό και δίκαιο να θεραπευθεί στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, δυνάμει της Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Αυτή η πρακτική συνάδει, κατά την κρίση μας, με τη φιλοσοφία της Δ.64 που εστιάζεται στο μη επηρεασμό των ουσιαστικών δικαιωμάτων των διαδίκων από λάθη τεχνικής φύσεως, όπως το προκείμενο. Υπό τις περιστάσεις δίδονται οδηγίες για τη διόρθωση του ονόματος των εφεσειόντων από Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων σε Διευθυντή Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων και η διόρθωση του τίτλου, με ευθύνη των εφεσειόντων, τίθεται ως όρος για τη σύνταξη της παρούσας απόφασης.

Αφού εξετάσαμε τα ενώπιον μας στοιχεία, καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα, σε σχέση με την έφεση:

1.  Η προσαγωγή μαρτυρίας ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου με σκοπό τη διακρίβωση του κατά πόσο υπήρχε πλάνη περί τα πράγματα σε σχέση με την προαναφερόμενη απόφαση των εφεσειόντων ήταν ζήτημα που ενέπιπτε στη διακριτική ευχέρεια του πρωτοδίκου δικαστηρίου. Ενώπιον μας δεν τέθηκαν οποιαδήποτε στοιχεία που να μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η διακριτική αυτή ευχέρεια ασκήθηκε κατά τρόπο λανθασμένο.

2.  Κρίνουμε όμως ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι, με βάση τα στοιχεία που παρέθεσε στη προσφυγή της η εφεσίβλητη, υπήρχε ενδεχόμενο πλάνης των εφεσειόντων σχετικά με το τεμάχιο γης στο οποίο βρισκόταν το επίδικο αμπέλι. Από τα ενώπιον μας στοιχεία είμαστε ικανοποιημένοι ότι παρόλο που η εφεσίβλητη έσφαλε στην περιγραφή του τεμαχίου γης επί του οποίου βρισκόταν το επίδικο αμπέλι της και το περιέγραψε στην αίτηση της ως τεμάχιο υπ’ αρ. 143, οι εφεσείοντες διόρθωσαν το λάθος της εφεσίβλητης σημειώνοντας ότι το τεμάχιο που έπρεπε να εξεταστεί ήταν το τεμάχιο 196 του Φυλ./Σχ. 57/4 στην τοποθεσία Φοραδόμανδρες του χωρίου Πισσούρι και όχι το 143. Στην πραγματικότητα είμαστε ικανοποιημένοι ότι οι εφεσείοντες εξέτασαν επί τόπου και το τεμάχιο 196 και το τεμάχιο 143 και για μεν το τεμάχιο 196 κατέληξαν στο [*626]συμπέρασμα ότι ήταν εγκαταλειμμένο από χρόνια, ξηρό και μη παραγωγικό, ενώ για το 143 κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ήταν μη παραγωγικό και με υπερβολική άγρια βλάστηση. Ως εκ τούτου δεν υπήρχε οποιοδήποτε ενδεχόμενο πλάνης εκ μέρους των εφεσειόντων όταν αυτοί κατέληξαν στην απόφαση τους να απορρίψουν το αίτημα της εφεσίβλητης, που αφορούσε το αμπέλι στο τεμάχιο 196. Μάλιστα, η ίδια η προσφυγή της εφεσίβλητης προσβάλλει ακριβώς την απόφαση των εφεσειόντων για το τεμάχιο 196, ώστε το θέμα του τεμαχίου επί του οποίου βρισκόταν το αμπέλι, να μην ήταν ουσιαστικά επίδικο. 

Για τον προαναφερόμενο λόγο θεωρούμε ότι η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί. 

Τίθεται επομένως ζήτημα εξέτασης της αντέφεσης στα πλαίσια της Προσφυγής 371/2001. Οι λόγοι αντέφεσης έχουν ήδη αναφερθεί. Με την Προσφυγή 371/2001 ζητείται η ακύρωση της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση (εφεσειόντων) ημερ. 9.3.2001 και/ή 12.2.2001 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της αιτήτριας ημερ. 19.12.2000 για συμμετοχή στο σχέδιο παροχής κινήτρων για εξαγορά του δικαιώματος επαναφύτευσης αμπελιών ποικιλίας σουλτανίνας. Οι λόγοι τους οποίους επικαλέστηκε η αιτήτρια (εφεσίβλητη) ήταν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειτο στο γράμμα και το πνεύμα των προνοιών του σχεδίου παροχής κινήτρων για εξαγορά του δικαιώματος επαναφύτευσης αμπελιών ποικιλίας σουλτανίνας, ότι αντίκειτο στην αρχή της χρηστής διοίκησης, της ίσης μεταχείρισης και της ισότητας των διοικουμένων, ότι λήφθηκε με πλάνη περί τα πράγματα, βασίστηκε σε εσφαλμένα κριτήρια, λήφθηκε χωρίς τη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας, καθ’ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και χωρίς αιτιολογία ή με εσφαλμένη αιτιολογία.

Αναφορικά με τον πρώτο λόγο αντέφεσης σημειώνουμε ότι δεν είναι έργο του ακυρωτικού δικαστηρίου η διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Είναι επίσης θεμελιωμένο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας δεν ελέγχει θέματα τεχνικής φύσης που λήφθηκαν υπόψη από τη Διοίκηση και ως εκ τούτου η κρίση της Διοίκησης σε ότι αφορά θέματα ειδικών γνώσεων είναι ουσιαστικά ανέλεγκτη. Το δικαστήριο επεμβαίνει μόνον όπου αποδεικνύεται πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης ή και παράβαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης. Στην προκείμενη περίπτωση το κατά [*627]πόσο το επίδικο αμπέλι ήταν όντως εγκαταλειμμένο και ξηρό δεν είναι θέμα για το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να αποφανθεί υποκαθιστώντας την κρίση της αρμόδιας αρχής η οποία, με βάση τα ενώπιον της στοιχεία κατέληξε σε συμπέρασμα που ήταν επιτρεπτό και εύλογο. 

Όσον αφορά το ζήτημα της υπέρβασης και/ή κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους των εφεσειόντων παρατηρούμε ότι δεν αμφισβητείται πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από τους εφεσείοντες. Οι εφεσείοντες είναι το αρμόδιο σώμα για τη λήψη αποφάσεων όπως η προσβαλλόμενη, με βάση τον προαναφερόμενο Νόμο 52/65 και σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου υπ’ αρ. 3464 της 12.1.2001. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη απόφαση η διαχείριση του σχεδίου παροχής κινήτρων για αναδιάρθρωση ορισμένων προβληματικών λευκών οινοποιήσιμων σταφυλιών και εξαγοράς δικαιωμάτων επαναφύτευσης 3.000 σκαλών της ποικιλίας σουλτανίνας, ανατίθεται στο Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων. Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη πληροφορήθηκε για την απόφαση του Συμβουλίου της 9.3.2001 από πρόσωπο που ενεργούσε εκ μέρους του Διευθυντή του Συμβουλίου και με την προαναφερόμενη επιστολή γινόταν αναφορά στην επιθεώρηση του αμπελιού που βρισκόταν στο τεμάχιο 196 του Φυλ./Σχ. 57/4 τόσο στις 10.1.2001 όσο και στις 7.2.2001, μετά από ένσταση που είχε υποβάλει η εφεσίβλητη. Και στις δύο περιπτώσεις διαπιστώθηκε ότι το αμπέλι στο τεμάχιο 196 ήταν εγκαταλειμμένο από χρόνια, ξηρό και μη παραγωγικό.

Κατά την εκτίμηση μας δεν τίθεται θέμα είτε έλλειψης αιτιολογίας είτε μη διεξαγωγής της δέουσας έρευνας είτε κατάχρησης ή υπέρβασης εξουσίας είτε παράβασης των κανόνων της χρηστής διοίκησης, εκ μέρους των εφεσειόντων στην προκείμενη περίπτωση. Όπως παρατηρήσαμε η λειτουργία του Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων ρυθμίζεται από το Νόμο 52/65 και την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου υπ’ αρ. 3464 ημερ. 12.1.2001 και δεν θεωρούμε ότι ο Νόμος και η Υπουργική Απόφαση επιβάλλουν οποιαδήποτε υποχρέωση στους εφεσείοντες την οποία παρέβησαν. Ο ρόλος του Συμβουλίου, κατά την εξέταση αιτήσεων όπως αυτή της εφεσίβλητης, είναι περιορισμένος στη διαχείριση μόνο του υφιστάμενου σχεδίου με βάση καθορισμένα κριτήρια.

Κανένας από τους λόγους που επικαλείται η εφεσίβλητη στην προσφυγή της και κανένας από τους λόγους αντέφεσης δεν έχουν αποδειχθεί, κατά την κρίση μας. Ως προς το ζήτημα των εξόδων, που δεν επεδίκασε υπέρ της εφεσίβλητης, ο αδελφός Δικαστής που [*628]επιλήφθηκε της προσφυγής, κρίνουμε πως η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τα έξοδα αιτιολογήθηκε επαρκώς και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως λανθασμένη.

Εν όψει των όσων αναφέρθηκαν η έφεση επιτυγχάνει ως προς τον τέταρτο λόγο εφέσεως και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Η αντέφεση απορρίπτεται. Έξοδα υπέρ των εφεσειόντων.

H έφεση επιτυγχάνει και η αντέφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο