X”Π. M. ν. Kεντρικής Tράπεζας της Kύπρου (2006) 3 ΑΑΔ 6

(2006) 3 ΑΑΔ 6

[*6]1 Φεβρουαρίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

Μ. Χ"Π.,

Εφεσείουσα,

v.

ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3593)

 

Κεντρική Τράπεζα ― Αρμοδιότητες Διοικητή ― Μπορούν να μεταβιβαστούν με ρητή εξουσιοδότηση ― Νόμιμη η μεταβίβαση εξουσίας διαχείρισης και υπογραφής εγγράφων, σχετικών με τις άδειες προσωπικού, που έγινε προς την υπεύθυνη λειτουργό του Τμήματος Διοίκησης και Προσωπικού.

Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι έφεσης ― Μόνο ότι προβλήθηκε πρωτοδίκως.

Κεντρική Τράπεζα ― Υπάλληλοι ― Αναγκαστική αφυπηρέτηση για λόγους υγείας ― Διαδικασία και Κανονισμοί ακολουθήθηκαν ― Δέουσα έρευνα διεξήχθη υπό τις περιστάσεις, αφού υιοθετήθηκε πόρισμα του Ιατρικού Συμβουλίου επί επιστημονικού θέματος.

Η εφεσείουσα επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την ακύρωση της απόφασης της εφεσίβλητης για αναγκαστική αφυπηρέτηση για λόγους υγείας, μετά από διαδικασία παραπομπής της στο Ιατρικό Συμβούλιο.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Ως προς το ζήτημα των διαδικασιών που ακολουθήθηκαν αρχίζοντας από την παραπομπή της αιτήτριας σε ιατρικό συμβούλιο, η Ολομέλεια συμφωνεί με τον πρωτόδικο Δικαστή που επιλήφθηκε της προσφυγής, ότι ο Διοικητής είχε αρμοδιότητα να εξουσιοδοτήσει την υπεύθυνη της Υπηρεσίας Διοίκησης και Προσωπικού και όντως την εξουσιοδότησε με σημείωμα του ημερ 23.12.1994 να διαχειρίζεται και να υπο[*7]γράφει εκ μέρους του έγγραφα σχετικά, μεταξύ άλλων, με θέματα που αφορούν στη διαχείριση των αδειών προσωπικού συμπεριλαμβανομένων αδειών ανάπαυσης και αναρρωτικών αδειών, σύμφωνα με τις πρόνοιες των εκάστοτε ισχυόντων σχετικών κανονισμών. Με το προαναφερόμενο σημείωμα κρίνεται πως παρασχέθηκε από το Διοικητή έγκυρη εξουσιοδότηση βάσει του Άρθρου 3(2) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινος Νόμου, Νόμου του 1962 (Ν. 23/62) και εκτιμάται ότι το θέμα για το οποίο παραπέμφθηκε η εφεσείουσα σε ιατρικό συμβούλιο, ήταν εντός των πλαισίων της εξουσιοδότησης του Διοικητή προς την υπεύθυνη της Υπηρεσίας Διοίκησης και Προσωπικού της καθ’ ης η αίτηση.

2. Ένα θέμα που ήγειρε, για πρώτη φορά, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, στην έφεση, ήταν ότι η προαναφερόμενη εξουσιοδότηση, που δόθηκε από το Διοικητή στην υπεύθυνη της Υπηρεσίας Διοίκησης και Προσωπικού, δεν μπορούσε να είχε δοθεί από το Διοικητή αλλά έπρεπε να είχε δοθεί από την εφεσίβλητη τράπεζα ως συλλογικό όργανο. Δεν ηγέρθη τέτοιο θέμα στην πρωτόδικη διαδικασία. Εκείνο που απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν το κατά πόσο το σημείωμα του Διοικητή συνιστούσε έγκυρη εξουσιοδότηση βάσει του Άρθρου 3(2) του Ν. 23/62, αλλά ουδέποτε ηγέρθη ζήτημα κατά πόσο ο Διοικητής είχε εξουσία να εξουσιοδοτήσει άλλο πρόσωπο ή αν αυτό θα έπρεπε να είχε γίνει από την ίδια την εφεσίβλητη τράπεζα. Η εξουσία του Διοικητή να εξουσιοδοτήσει άλλο πρόσωπο θεωρήθηκε ως δεδομένη στην πρωτόδικη διαδικασία. Ως εκ τούτου το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να εγερθεί ενώπιον του Εφετείου.

3. Ως προς το ζήτημα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, σχετικοί είναι οι Κανονισμοί 16(3), 46 και 54(2) των περί Yπαλλήλων της Kεντρικής Tραπέζης της Kύπρου (Όροι Yπηρεσίας) Kανονισμών του 1983, όπως τροποποιήθηκαν. Ο Καν. 16(3) προνοεί ότι το διοικητικό συμβούλιο της εφεσίβλητης έχει την εξουσία, μεταξύ άλλων, να καλέσει υπάλληλο να αφυπηρετήσει κατόπιν ιατρικής γνωματεύσεως που ικανοποιεί το Διοικητή ότι αυτός είναι ανίκανος λόγω πνευματικής ή σωματικής βλάβης να εκτελέσει τα εκ της θέσεως του απορρέοντα καθήκοντα και ότι η βλάβη δυνατόν να καταστεί μόνιμη.  Ο Καν. 46 προνοεί ότι η Τράπεζα έχει εξουσία να καλέσει οιονδήποτε υπάλληλο να παρουσιαστεί προς εξέταση υπό Ιατρικού Λειτουργού της Δημοκρατίας ή ιατρικού συμβουλίου για βεβαίωση της φυσιολογικής ικανότητας του για την εκτέλεση των εκ της θέσεως του απορρεόντων καθηκόντων. Ο Καν. 54(2) προνοεί ότι εάν κάποιος υπάλληλος, μετά την εξάντληση της ετήσιας αναρρωτικής του αδείας είναι ανίκανος να αναλάβει τα καθήκοντα του ο Διοικητής ζητά από τον Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών της Δημοκρατίας τη σύ[*8]γκλιση ιατρικού συμβουλίου προς εξέταση του υπαλλήλου.

    Στην προκείμενη περίπτωση εκτιμάται, σε συμφωνία με τον πρωτόδικο Δικαστή που επιλήφθηκε της προσφυγής, πως οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν καλύπτονται από τους προαναφερόμενους κανονισμούς. Είναι προφανές ότι ο Διοικητής είχε ικανοποιηθεί, από τη γνωμάτευση του ιατρικού συμβουλίου, πως η εφεσείουσα ήταν ανίκανη να εκτελέσει τα καθήκοντα της λόγω πνευματικής βλάβης, όταν κλήθηκε το Συμβούλιο της καθ’ ης η αίτηση να επιληφθεί του θέματος. Ως προς το ζήτημα της μονιμότητας της κατάστασης της εφεσείουσας από το πόρισμα του ιατρικού συμβουλίου (ότι η εφεσείουσα είχε τα προαναφερόμενα ψυχικά προβλήματα και δεν μπορούσε να εκτελεί τα καθήκοντά της), συνάγεται ότι η κατάσταση που δεν της επέτρεπε να εκτελεί τα καθήκοντα της ήταν μόνιμη, ανεξάρτητα από διακυμάνσεις και όχι προσωρινή.

4. Αναφορικά με το ζήτημα της έρευνας που οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση το Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσίβλητης δεν είχε λόγο να μην ενεργήσει με βάση το πόρισμα του ιατρικού συμβουλίου επί επιστημονικού θέματος, το οποίο είχε ως βάση την αδιαμφισβήτητη κατάθλιψη από την οποία η εφεσείουσα υπέφερε για πολλά χρόνια, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της ως υπαλλήλου, σε σημαντικό βαθμό. Στην αιτιολογία της προσβληθείσας απόφασης επίσης υιοθετήθηκε το πόρισμα του ιατρικού συμβουλίου το  οποίο, υπό τις περιστάσεις, ήταν επαρκές.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 727/2000) ημερ. 30/1/2003, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της.

Α.Σ. Αγγελίδης με Χρ. Κληρίδη, για την Εφεσείουσα.

Σπ. Ευαγγέλου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η εφεσείουσα (η οποία αναφέρεται μόνο με τα αρχικά της) προσλήφθηκε στην υπηρεσία της εφεσίβλητης αρχικά σε προσωρινή βάση και στη συνέχεια σε μόνιμη θέση, ως τη[*9]λεφωνήτρια και γραφέας καταστροφής χαρτονομισμάτων. Στη συνέχεια μετά από δικά της αιτήματα μετατέθηκε στην υπηρεσία προσωπικού και διοικητικών θεμάτων. Στο νέο εργασιακό της περιβάλλον παραπονείτο προς τη διεύθυνση για διάφορα προβλήματα που αφορούσαν στην εντύπωση της ότι υφίστατο δυσμενή μεταχείριση. Ταυτόχρονα συνέχισε, όπως και παλαιότερα, να απουσιάζει συχνά και παρατεταμένα με αναρρωτικές άδειες βάσει ιατρικών πιστοποιητικών για διάφορους λόγους υγείας περιλαμβανομένων και ψυχιατρικών. Από το 1991 η περίπτωση της εφεσείουσας απασχόλησε πάρα πολλές φορές και το ιατρικό συμβούλιο στο οποίο παραπεμπόταν.

Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 16.1.1999 και 31.7.1999 απουσίαζε από την εργασία της «λόγω ψυχολογικών προβλημάτων» όπως τα περιέγραψε ο κυβερνητικός ψυχίατρος που την παρακολουθούσε. Μετά από αυτό το γεγονός άρχισε διαδικασία για πρόωρη αφυπηρέτηση της. Η υπεύθυνη της Υπηρεσίας Προσωπικού και Διοικητικών Θεμάτων απευθύνθηκε στο Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών εκθέτοντας του την κατάσταση και ζητώντας τη σύγκλιση ιατρικού συμβουλίου, μεταξύ άλλων, για να εξετάσει την περίπτωση παραχώρησης στην εφεσείουσα παράτασης της άδειας ασθενείας της και για να διαπιστωθεί η ικανότητά της να εκτελεί τα καθήκοντα που απορρέουν από τη θέση της. Συνεκλήθη ιατρικό συμβούλιο, η αιτήτρια κλήθηκε γραπτώς να παρουσιαστεί για εξέταση και εξετάστηκε και το ιατρικό συμβούλιο, στη σύνθεση του οποίου περιλαμβανόταν και ειδικός ψυχίατρος, διεπίστωσε ψυχοσικόμορφες εκδηλώσεις όπως παρανοϊκή ετοιμότητα και παρερμηνευτική διάθεση επί εδάφους χρονίας κατάθλιψης. Η κατάληξη του ιατρικού συμβουλίου ήταν πως λόγω των πιο πάνω η εφεσείουσα δεν μπορούσε να εκτελεί τα καθήκοντα της που απορρέουν από τα σχέδια υπηρεσίας της.

Μετά από την προαναφερόμενη εξέταση και κατάληξη του ιατρικού συμβουλίου η εφεσίβλητη πληροφόρησε την εφεσείουσα με επιστολή ημερ. 7.12.1999 ότι προτίθετο να την καλέσει να αφυπηρετήσει για λόγους υγείας βάσει του Καν. 16(3) των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1983, όπως τροποποιήθηκαν. Παράλληλα την ενημέρωσε σχετικά και με την οικονομική πτυχή της συνταξιοδότησης της. Η εφεσείουσα αντιτάχθηκε στην αφυπηρέτηση της θεωρώντας απαράδεκτο, ως πολύ συνοπτικό, το πιστοποιητικό του ιατρικού συμβουλίου το οποίο χαρακτήρισε και ως ακατανόητο στον κοινό άνθρωπο.

Το θέμα της αφυπηρέτησης της εφεσείουσας εξετάστηκε από το [*10]διοικητικό συμβούλιο της εφεσίβλητης σε συνεδρία ημερ. 17.2.2000 κατόπιν παραπομπής του σ’ αυτό με σημείωμα του Διοικητή της εφεσίβλητης ημερ. 11.2.2000. Με το σημείωμα του Διοικητή καλείτο το συμβούλιο να αποφασίσει κατά πόσο θα έπρεπε να καλέσει την εφεσείουσα να αφυπηρετήσει από 16.10.1999 για λόγους υγείας. Ο Διοικητής σημείωνε συναφώς ότι μετά τις 31.7.1999 η εφεσείουσα έλαβε όλη την άδεια ανάπαυσης που είχε σε πίστη της και από τις 25.8.1999 ήταν με παράταση της άδειας ασθένειας με μισές απολαβές. Το διοικητικό συμβούλιο της εφεσίβλητης απεφάσισε να καλέσει την εφεσείουσα να αφυπηρετήσει από 16.10.1999 για λόγους υγείας σύμφωνα με την παράγραφο (3) του Καν. 16 των προαναφερόμενων κανονισμών.

Με την προσφυγή της η εφεσείουσα αμφισβήτησε ότι ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία σύμφωνα με τους περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1983, όπως τροποποιήθηκαν. Ενώπιον του αδελφού Δικαστή που επιλήφθηκε της προσφυγής τέθηκαν και ζητήματα, όπως κατά πόσο η διαδικασία που απέληξε στην προσβληθείσα απόφαση ξεκίνησε αρμοδίως, κατά πόσο διεξήχθη δέουσα έρευνα και κατά πόσο η προσβληθείσα απόφαση ήταν αιτιολογημένη.

Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα προβάλλει ισχυρισμούς ότι η εφεσίβλητη ενήργησε καθ’ υπέρβαση εξουσίας και κατά παράβαση του νόμου και των κανονισμών, ότι δεν ακολουθήθηκαν οι ορθές διαδικασίες που προνοούνται από το νόμο και τους κανονισμούς, ότι η γνωμάτευση του ιατροσυμβουλίου είναι και ανεπαρκής και πρόχειρη και κατ’ επέκταση θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσβληθείσα απόφαση δεν λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και δεν συνοδεύεται από την δέουσα αιτιολογία και ότι η εξουσιοδότηση βάσει του άρθρου 3(2) του Ν. 23/62 για παραπομπή της αιτήτριας σε ιατρικό συμβούλιο από την υπεύθυνη Υπηρεσίας Διοίκησης και Προσωπικού δεν ήταν έγκυρη. 

Ως προς το ζήτημα των διαδικασιών που ακολουθήθηκαν αρχίζοντας από την παραπομπή της αιτήτριας σε ιατρικό συμβούλιο συμφωνούμε με τον αδελφό Δικαστή που επιλήφθηκε της προσφυγής ότι ο Διοικητής είχε αρμοδιότητα να εξουσιοδοτήσει την υπεύθυνη της Υπηρεσίας Διοίκησης και Προσωπικού και όντως την εξουσιοδότησε με σημείωμα του ημερ 23.12.1994 να διαχειρίζεται και να υπογράφει εκ μέρους του έγγραφα σχετικά, μεταξύ άλλων, με θέματα που αφορούν στη διαχείριση των αδειών προσωπικού συμπεριλαμβανομένων αδειών ανάπαυσης και αναρρωτικών αδειών, σύμφωνα με τις πρόνοιες των εκάστοτε ισχυόντων σχετικών [*11]κανονισμών. Με το προαναφερόμενο σημείωμα κρίνουμε πως παρασχέθηκε από το Διοικητή έγκυρη εξουσιοδότηση βάσει του άρθρου 3(2) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινος Νόμου, Νόμου του 1962 (Ν.23/62) και εκτιμούμε ότι το θέμα για το οποίο παραπέμφθηκε η εφεσείουσα σε ιατρικό συμβούλιο, ήταν εντός των πλαισίων της εξουσιοδότησης του Διοικητή προς την υπεύθυνη της Υπηρεσίας Διοίκησης και Προσωπικού της καθ’ ης η αίτηση.

Ένα θέμα που ήγειρε, για πρώτη φορά, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, ενώπιόν μας, ήταν ότι η προαναφερόμενη εξουσιοδότηση, που δόθηκε από το Διοικητή στην υπεύθυνη της Υπηρεσίας Διοίκησης και Προσωπικού, δεν μπορούσε να είχε δοθεί από το Διοικητή αλλά έπρεπε να είχε δοθεί από την εφεσίβλητη τράπεζα ως συλλογικό όργανο. Δεν ηγέρθη τέτοιο θέμα στην πρωτόδικη διαδικασία. Εκείνο που απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν το κατά πόσο το σημείωμα του Διοικητή συνιστούσε έγκυρη εξουσιοδότηση βάσει του άρθρου 3(2) του Ν. 23/62, αλλά ουδέποτε ηγέρθη ζήτημα κατά πόσο ο Διοικητής είχε εξουσία να εξουσιοδοτήσει άλλο πρόσωπο ή αν αυτό θα έπρεπε να είχε γίνει από την ίδια την εφεσίβλητη τράπεζα. Η εξουσία του Διοικητή να εξουσιοδοτήσει άλλο πρόσωπο θεωρήθηκε ως δεδομένη στην πρωτόδικη διαδικασία. Ως εκ τούτου το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να εγερθεί ενώπιον του Εφετείου.

Ως προς το ζήτημα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, σχετικοί είναι οι Κανονισμοί 16(3), 46 και 54(2) των προαναφερομένων κανονισμών. Ο Καν. 16(3) προνοεί ότι το διοικητικό συμβούλιο της εφεσίβλητης έχει την εξουσία, μεταξύ άλλων, να καλέσει υπάλληλο να αφυπηρετήσει κατόπιν ιατρικής γνωματεύσεως που ικανοποιεί το Διοικητή ότι αυτός είναι ανίκανος λόγω πνευματικής ή σωματικής βλάβης να εκτελέσει τα εκ της θέσεως του απορρέοντα καθήκοντα και ότι η βλάβη δυνατόν να καταστεί μόνιμη. Ο Καν. 46 προνοεί ότι η Τράπεζα έχει εξουσία να καλέσει οιονδήποτε υπάλληλο να παρουσιαστεί προς εξέταση υπό Ιατρικού Λειτουργού της Δημοκρατίας ή ιατρικού συμβουλίου για βεβαίωση της φυσιολογικής ικανότητας του για την εκτέλεση των εκ της θέσεως του απορρεόντων καθηκόντων. Ο Καν. 54(2) προνοεί ότι εάν κάποιος υπάλληλος, μετά την εξάντληση της ετήσιας αναρρωτικής του αδείας είναι ανίκανος να αναλάβει τα καθήκοντα του ο Διοικητής ζητά από τον Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών της Δημοκρατίας τη σύγκλιση ιατρικού συμβουλίου προς εξέταση του υπαλλήλου.

Στην προκείμενη περίπτωση εκτιμούμε, σε συμφωνία με τον αδελφό Δικαστή που επιλήφθηκε της προσφυγής, πως οι διαδικα[*12]σίες που ακολουθήθηκαν καλύπτονται από τους προαναφερόμενους κανονισμούς. Είναι προφανές ότι ο Διοικητής είχε ικανοποιηθεί, από τη γνωμάτευση του ιατρικού συμβουλίου, πως η εφεσείουσα ήταν ανίκανη να εκτελέσει τα καθήκοντα της λόγω πνευματικής βλάβης, όταν κλήθηκε το Συμβούλιο της καθ’  ης η αίτηση να επιληφθεί του θέματος. Ως προς το ζήτημα της μονιμότητας της κατάστασης της εφεσείουσας και πάλι συμφωνούμε με τον αδελφό Δικαστή, που επιλήφθηκε πρωτόδικα της προσφυγής, ότι από το πόρισμα του ιατρικού συμβουλίου (ότι η εφεσείουσα είχε τα προαναφερόμενα ψυχικά προβλήματα και δεν μπορούσε να εκτελεί τα καθήκοντά της) συνάγεται ότι η κατάσταση που δεν της επέτρεπε να εκτελεί τα καθήκοντα της ήταν μόνιμη, ανεξάρτητα από διακυμάνσεις και όχι προσωρινή.

Αναφορικά με το ζήτημα της έρευνας που οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση και πάλι συμφωνούμε με τον αδελφό Δικαστή ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσίβλητης δεν είχε λόγο να μην ενεργήσει με βάση το πόρισμα του ιατρικού συμβουλίου επί επιστημονικού θέματος, το οποίο είχε ως βάση την αδιαμφισβήτητη κατάθλιψη από την οποία η εφεσείουσα υπέφερε για πολλά χρόνια με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της ως υπαλλήλου, σε σημαντικό βαθμό. Στην αιτιολογία της προσβληθείσας απόφασης επίσης υιοθετήθηκε το πόρισμα του ιατρικού συμβουλίου το οποίο, υπό τις περιστάσεις, ήταν επαρκές.

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο