Kυπριακό Συμβούλιο Aναγνώρισης Tίτλων Σπουδών (KY.Σ.A.T.Σ.)v. Iζαμπέλ Iωαννίδου (2006) 3 ΑΑΔ 32

(2006) 3 ΑΑΔ 32

[*32]14 Φεβρουαρίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.),

Εφεσείοντες,

v.

ΙΖΑΜΠΕΛ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3638)

 

Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών ― Επιτροπές Κρίσεων ― Από το σύνολο των διατάξεων συνάγεται πως η αναζήτηση των απόψεων των Επιτροπών Κρίσεων, για την λήψη απόφασης σχετικά με την αναγνώριση των τίτλων είναι υποχρεωτική ― Η σχετική παράλειψη, κατέστησε την απόφαση άκυρη.

Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών ― Εξέταση αίτησης για αναγνώριση τίτλου σπουδών ― Γίνεται εξέταση για την κάθε μία αίτηση ξεχωριστά ― Η έρευνα δεν αφορά όλους τους τίτλους του αιτητή ― Απόφαση του ΚΥΣΑΤΣ να απορρίψει αίτημα για αναγνώριση ισοτιμίας επιπέδου master, για το λόγω ότι είχε ήδη απορρίψει πρώτο αίτημα για αναγνώριση άλλου τίτλου ως πτυχίου πανεπιστημίου, ακυρώθηκε, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας.

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν με την έφεσή τους παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε απόφασή τους για απόρριψη αιτήματος της εφεσίβλητης για αναγνώριση του τίτλου της ως ισότιμου τίτλου master.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Οι εφεσείοντες, κατ’ επίκληση των προνοιών του Άρθρου 7 του νόμου και των προνοιών του Κανονισμού 6(9) της Κ.Δ.Π. 172/99 σε συνδυασμό, εισηγούνται πως η παραπομπή αιτήσεων στις Επιτροπές Κρίσεως από το ΚΥΣΑΤΣ επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του [*33]ΚΥΣΑΤΣ, γιατί, καθώς λέγουν, το Άρθρο 7 του νόμου παρέχει στο ΚΥΣΑΤΣ δικαίωμα καταρτισμού τέτοιων επιτροπών και όχι επιβαλλόμενη υποχρέωση. Η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση είναι εσφαλμένη. Η προσεκτική μελέτη των προνοιών των Άρθρων 4(1)(δ), 7(1)(3) και 13(1), σε συνδυασμό προς τις πρόνοιες του Κανονισμού 6 της Κ.Δ.Π. 172/99, που προβλέπει για τη συγκρότηση και τις αρμοδιότητες των Επιτροπών Κρίσεως, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πρόθεση του νομοθέτη ήταν η υποχρεωτική εγκαθίδρυση των εν λόγω επιτροπών ως θεσμικών γνωμοδοτικών οργάνων για τη μελέτη των αιτήσεων αναγνώρισης τίτλων σπουδών και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων προς το ΚΥΣΑΤΣ για το σκοπό λήψης τελικής απόφασης για κάθε εκκρεμούσα αίτηση.

    Η μελέτη των αιτήσεων και η υποβολή εισηγήσεων από τις Επιτροπές Κρίσεως προς το ΚΥΣΑΤΣ, συνιστά επιβαλλόμενη από το νόμο ενέργεια που στην ουσία αποτελεί προϋπόθεση της λήψης τελικής απόφασης από το ΚΥΣΑΤΣ. Η δυνητική ευχέρεια που παρέχεται στο ΚΥΣΑΤΣ με βάση τον Κανονισμό 6(9) να αναθέτει στις Επιτροπές Κρίσεως τη μελέτη ειδικών θεμάτων αναγνώρισης τίτλων σπουδών και την υποβολή σχετικής εισήγησης, αντιδιαστέλλεται από την υποχρεωτική μελέτη των αιτήσεων κλπ. που προβλέπει ο Κανονισμός 6(1) και η οποία προηγείται της λήψης της τελικής απόφασης. Η πιο πάνω κατάληξη βρίσκει έρεισμα και στις πρόνοιες του Άρθρου 13(1) του νόμου, όπου η εμπλοκή της οικείας Επιτροπής Κρίσεως καθιερώνεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη απόφασης σχετικά με εκκρεμούσα αίτηση.

    Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί η παράλειψη παραπομπής της αίτησης στην αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως για μελέτη και υποβολή εισήγησης προς το ΚΥΣΑΤΣ οπωσδήποτε επηρεάζει το κύρος της επίδικης απόφασης.

2. Το ΚΥΣΑΤΣ όφειλε να προχωρήσει στην εξέταση της αίτησης ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της αίτησης για αναγνώριση του τίτλου σπουδών της αιτήτριας από το University of Virginia. Αυτή η υποχρέωση, συνάγεται ότι απορρέει από την ερμηνεία του όρου «τίτλος σπουδών» του Άρθρου 2 του Νόμου 68(I)/96 ήτοι, ««τίτλος σπουδών» σημαίνει οποιοδήποτε πτυχίο, δίπλωμα ή πιστοποιητικό που εκδίδεται από εκπαιδευτικό ίδρυμα ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης, με το οποίο πιστοποιείται ότι ο κάτοχός του έχει συμπληρώσει επιτυχώς ένα πρόγραμμα σπουδών ανώτερης εκπαίδευσης» σε συνάρτηση προς το λεκτικό του Άρθρου 10 του νόμου σύμφωνα με το οποίο, κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλλει αίτηση στο ΚΥΣΑΤΣ για αναγνώριση τίτλου σπουδών που κατέχει αλλά και [*34]του Κανονισμού 5 της Κ.Δ.Π. 172/99 που προβλέπει την υποβολή ξεχωριστής αίτησης για κάθε αίτημα αναγνώρισης τίτλου σπουδών. Η εφεσίβλητη υπέβαλε μαζί με την αίτησή της επίσημα έγγραφα που το ΚΥΣΑΤΣ όφειλε να είχε παραπέμψει στην αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως για μελέτη και υποβολή εισηγήσεων. Το κατά πόσο η αναγνώριση του τίτλου Bachelor of Arts της αιτήτριας αποτελούσε ή όχι προϋπόθεση για την αναγνώριση του τίτλου που αφορούσε η υπό συζήτηση αίτηση, ήταν θέμα που έπρεπε να είχε πρώτα μελετηθεί από την αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως και να συμπεριληφθεί στην εισήγησή της προς το ΚΥΣΑΤΣ. Προδήλως, η επίδικη απόφαση του ΚΥΣΑΤΣ λήφθηκε χωρίς να διεξαχθεί προηγουμένως δέουσα έρευνα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Ιωαννίδου ν. Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.), Υπόθ. Αρ. 443/01, ημερ. 16.5.2003.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου στην Yπόθεση Aρ. 736/2001, ημερομηνίας 9/5/2003.

Ρ. Παπαέτη, για τους Εφεσείοντες.

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη υπέβαλε αίτηση στο Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥΣΑΤΣ) για την αναγνώριση του τίτλου Bachelor of Arts που της είχε απονεμηθεί από το University of Virginia των ΗΠΑ, ως ισότιμου και αντίστοιχου τίτλου προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση «Διεθνείς Σχέσεις και Γαλλική Φιλολογία και Πολιτισμός». Το ΚΥΣΑΤΣ εξέτασε την αίτηση και διαπίστωσε ότι το πρόγραμμα σπουδών της εφεσείουσας δεν έγινε σε αναγνωρισμένο ίδρυμα ή αξιολογημένο κλάδο σπουδών και συνεπώς δεν πληρούνταν οι πρόνοιες του κανονισμού 3(3)(α) της Κ.Δ.Π. 172/99. Ενόψει τούτου, απέρριψε την αίτηση. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης [*35]του ΚΥΣΑΤΣ η εφεσίβλητη άσκησε ανεπιτυχώς προσφυγή με αποτέλεσμα να επικυρωθεί η διοικητική απόφαση. Βλ. Ιζαμπέλ Ιωαννίδου ν. Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥΣΑΤΣ), Yπόθ. 443/01, ημερ. 16.5.2003. 

Η εφεσίβλητη με άλλη παράλληλη αίτησή της προς το ΚΥΣΑΤΣ, ημερομηνίας παραλαβής 12.12.2000 όπως και η προηγούμενη, ζήτησε αναγνώριση του τίτλου σπουδών της “Diplome d’ Etudes Approfondies (D.E.A.) ως ισότιμο «μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου MASTER OF PHILOSOPHY (M.Phil.) στον κλάδο Πολιτικών Επιστημών – ειδίκευση: Αραβικός και Μουσουλμανικός κόσμος.». Ο πιο πάνω τίτλος, χορηγήθηκε στην εφεσίβλητη από το INSTITUT D’ ETUDES POLITIQUES DE PARIS της Γαλλίας. Το ΚΥΣΑΤΣ, απέρριψε την αίτηση με την πιο κάτω αιτιολογία:

«Το Συμβούλιο αποφάσισε να μην εγκρίνει το αίτημα για αναγνώριση του τίτλου σπουδών Diplome d’ Etudes Approfondies (D.E.A.) που απονεμήθηκε από το Institut d’ Etudes Politiques de Paris της Γαλλίας ως ισότιμο προς Μεταπτυχιακό Δίπλωμα επιπέδου Master διότι η αιτήτρια δεν κατέχει αναγνωρισμένο από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. πρώτο καταληκτικό τίτλο επιπέδου Πτυχίου.

Το Συμβούλιο παρατηρεί ότι η περίπτωση της αίτησης της ίδιας αιτήτριας για αναγνώριση του τίτλου σπουδών Bachelor of Arts με ΑΡ.Πρωτ. 361/00 η οποία εξετάστηκε κατά την 26η Συνεδρία του Συμβουλίου ενδεχομένως να εμπίπτει στις πρόνοιες του «Νόμου που προνοεί για την εξομοίωση Διπλωμάτων ή τίτλων Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης της Κύπρου (Συμπληρωματικές Σπουδές) Νόμος 2001».

Επίσης, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι το University of Virginia είναι αναγνωρισμένο ίδρυμα των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και ενδεχομένως η περίπτωση της αίτησης 361/00 της αιτήτριας να εμπίπτει στις πρόνοιες των Νόμων 41(1) του 1993 και 69(1) του 1996 για τους οποίους το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. δεν έχει αρμοδιότητα.»

Η εφεσίβλητη, κατόπιν προσφυγής, πέτυχε την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης του ΚΥΣΑΤΣ. Το Δικαστήριο εξέτασε όλους τους λόγους ακύρωσης που προβλήθηκαν. Βάσιμοι, κρίθηκαν μόνο εκείνοι που αναφέρονταν σε ισχυρισμούς για κατάχρηση εξουσίας, πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Κρίθηκε ότι το ΚΥΣΑΤΣ όφειλε να προχωρήσει [*36]στην εξέταση του αιτήματος, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της αίτησης για αναγνώριση του τίτλου Bachelor of Arts του University of Virginia. Διαπιστώθηκε επίσης καταστρατήγηση τωv νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων που επέβαλλαν την ανάμιξη της Επιτροπής Κρίσεως Τίτλων Σπουδών. Η θέση του ΚΥΣΑΤΣ ότι η παραπομπή της αίτησης στην Επιτροπή Κρίσεως έχει μόνο δυνητικό χαρακτήρα, κρίθηκε εσφαλμένη. Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, η εμπλοκή της εν λόγω επιτροπής, αποτελεί προϋπόθεση στη λήψη απόφασης από το ΚΥΣΑΤΣ σχετικά με την εκκρεμούσα αίτηση.

Με την παρούσα έφεση, το ΚΥΣΑΤΣ αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και επιδιώκει τον παραμερισμό της. Λέγει, πως με βάση τον Κανονισμό 6(9) της Κ.Δ.Π. 172/99, δεν είναι υπόχρεο να παραπέμπει κάθε αίτηση στην Επιτροπή Κρίσεως. Λέγει επίσης ότι το σύνολο των πρακτικών, τεκμηριώνει τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας πριν από τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης η οποία είναι επαρκώς αιτιολογημένη ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.

Οι αρμοδιότητες του ΚΥΣΑΤΣ καθορίζονται στο άρθρο 4 του περί Αναγνώρισης Τίτλων σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμος του 1996 (Νόμος 68(I)/96) και τροποποιήσεων). Το άρθρο 4, μεταξύ άλλων, προβλέπει:

«4.-(1) Το Συμβούλιο έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

........................................................................................................

(δ) Καταρτίζει τις Επιτροπές Κρίσεως Σπουδών, καθώς και τις Ειδικές Επιτροπές Επανεξέτασης, που προβλέπονται στα άρθρα 7 και 11 αντίστοιχα.»

Το άρθρο 7 προβλέπει για την «Ίδρυση και αρμοδιότητα των Επιτροπών Κρίσεως Τίτλων Σπουδών». Σύμφωνα με το εδάφιο 3 του άρθρου, «η σύσταση και ο τρόπος λειτουργίας των Επιτροπών καθορίζονται με Κανονισμούς.»

Τα Μέρη ΙΙΙ και IV του νόμου, περιέχουν διατάξεις οι οποίες διέπουν τη διαδικασία αναγνώρισης τίτλων σπουδών. Το άρθρο 10 προβλέπει:

«10.-(1) Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλει αίτηση [*37]στο Συμβούλιο για αναγνώριση τίτλου σπουδών που κατέχει, η οποία πρέπει να συνοδεύεται από όλα τα αναγκαία αποδεικτικά έγγραφα που καθορίζονται από κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(2) Το Συμβούλιο, ύστερα από τη δέουσα εξέταση όλων των υποβληθέντων στοιχείων και με βάση τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου και των κανονισμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει αυτού, αποφασίζει κατά πόσο θα εκδοθεί σχετικό πιστοποιητικό αναγνώρισης:

Νοείται ότι το Συμβούλιο μπορεί, αν το κρίνει σκόπιμο, να ζητά την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων.

(3) Το πιστοποιητικό αναγνώρισης αναφέρει το επίπεδο του τίτλου και παρέχει πληροφορίες για το περιεχόμενο, τη διάρκεια σπουδών και άλλα θέματα που προνοούνται από τον παρόντα Νόμο και τους κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού.

(4) Με την υποβολή της αίτησης για αναγνώριση πρέπει να καταβάλλονται τα τέλη που καθορίζονται από κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.»

Το άρθρο 13 του νόμου προβλέπει:

13.-(1) Το Συμβούλιο αποφασίζει για την ισοτιμία και την αντιστοιχία τίτλων σπουδών, αφού μελετήσει τη γνώμη της οικείας Επιτροπής Κρίσεως Τίτλων Σπουδών.

(2)(α) Για την αναγνώριση της ισοτιμίας και της αντιστοιχίας ενός τίτλου σπουδών ως μέτρο κρίσης λαμβάνεται ο τίτλος της ίδιας ειδικότητας του Πανεπιστημίου Κύπρου ή των άλλων δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης της Κύπρου, ανάλογα με την περίπτωση.

(β) Σε περίπτωση που δεν παρέχεται τίτλος της ίδιας ειδικότητας από τα πιο πάνω εκπαιδευτικά ιδρύματα, ως μέτρο κρίσης λαμβάνεται ο τίτλος της ίδιας ειδικότητας αναγνωρισμένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων άλλων χωρών, ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με προτεραιότητα της Ελλάδας.

(3) Τα κριτήρια αναγνώρισης ισοτιμίας και αντιστοιχίας καθορίζονται με Κανονισμούς.»

[*38]Για το ρόλο που διαδραματίζουν οι «Επιτροπές Κρίσεως Τίτλων Σπουδών» στη διαδικασία αναγνώρισης των τίτλων σπουδών καθώς και για θέματα που αφορούν στη συγκρότηση κλπ των εν λόγω Επιτροπών, σχετικές είναι οι πρόνοιες του Καν. 6 της Κ.Δ.Π. 172/99.

«6.-(1) Για τη μελέτη των αιτήσεων και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων για λήψη τελικής απόφασης το Συμβούλιο καταρτίζει τριμελείς Επιτροπές Κρίσεως.

(2) Κάθε Επιτροπή Κρίσεως αποτελείται από καθηγητές πανεπιστημίου.

(3) Κάθε Επιτροπή Κρίσεως καλύπτει γνωστικά αντικείμενα σε επίπεδο πανεπιστημιακής σχολής ή ομάδας ομοειδών τμημάτων ή προγραμμάτων σπουδών.

(4) Το Συμβούλιο ορίζει ένα από τα μέλη κάθε Επιτροπής Κρίσεως ως συντονιστή.

(5) Η εισήγηση της Επιτροπής Κρίσεως θεωρείται ολοκληρωμένη, αν περιέχει τις απόψεις δύο τουλάχιστο μελών της.

(6) Η διάρκεια της θητείας των μελών κάθε Επιτροπής Κρίσεως καθορίζεται από το Συμβούλιο.

(7) Το έντυπο αίτησης και όλα τα σχετικά στοιχεία αποστέλλονται στο συντονιστή της Επιτροπής Κρίσεως, ο οποίος και φροντίζει για την ολοκλήρωση της διαδικασίας.

(8) Το Συμβούλιο δύναται να αντικαταστήσει μέλη των Επιτροπών Κρίσεως, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, αν κρίνει ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που τους έχουν ανατεθεί.

(9) Το Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει στις Επιτροπές Κρίσεως τη μελέτη ειδικών θεμάτων αναγνώρισης τίτλων σπουδών και την υποβολή σχετικής εισήγησης.

(10) Σε περιπτώσεις υποβολής μεγάλου αριθμού αιτήσεων, το Συμβούλιο μπορεί να συγκροτεί παράλληλες Επιτροπές Κρίσεως για το ίδιο γνωστικό αντικείμενο.

(11) Στα μέλη των Επιτροπών Κρίσεως καταβάλλεται ετή[*39]σιο τιμητικό επίδομα (Honorarium) Λ.Κ. 200.»

Οι εφεσείοντες, κατ’ επίκληση των προνοιών του άρθρου 7 του νόμου (ανωτέρω) και των προνοιών του Κανονισμού 6(9) της Κ.Δ.Π. 172/99 (ανωτέρω) σε συνδυασμό, εισηγούνται πως η παραπομπή αιτήσεων στις Επιτροπές Κρίσεως από το ΚΥΣΑΤΣ επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του ΚΥΣΑΤΣ, γιατί, καθώς λέγουν, το άρθρο 7 του νόμου παρέχει στο ΚΥΣΑΤΣ δικαίωμα καταρτισμού τέτοιων επιτροπών και όχι επιβαλλόμενη υποχρέωση. Με κάθε εκτίμηση, θεωρούμε εσφαλμένη την ερμηνευτική αυτή προσέγγιση. Η προσεκτική μελέτη των προνοιών των άρθρων 4(1)(δ), 7(1)(3) και 13(1) (ανωτέρω) σε συνδυασμό προς τις πρόνοιες του Κανονισμού 6 της Κ.Δ.Π. 172/99 (ανωτέρω) που προβλέπει για τη συγκρότηση και τις αρμοδιότητες των Επιτροπών Κρίσεως, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πρόθεση του νομοθέτη ήταν η υποχρεωτική εγκαθίδρυση των εν λόγω επιτροπών ως θεσμικών γνωμοδοτικών οργάνων για τη μελέτη των αιτήσεων αναγνώρισης τίτλων σπουδών και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων προς το ΚΥΣΑΤΣ για το σκοπό λήψης τελικής απόφασης για κάθε εκκρεμούσα αίτηση.

Η μελέτη των αιτήσεων και η υποβολή εισηγήσεων από τις Επιτροπές Κρίσεως προς το ΚΥΣΑΤΣ, συνιστά επιβαλλόμενη από το νόμο ενέργεια που στην ουσία αποτελεί προϋπόθεση της λήψης τελικής απόφασης από το ΚΥΣΑΤΣ. Η δυνητική ευχέρεια που παρέχεται στο ΚΥΣΑΤΣ με βάση τον κανονισμό 6(9) να αναθέτει στις Επιτροπές Κρίσεως τη μελέτη ειδικών θεμάτων αναγνώρισης τίτλων σπουδών και την υποβολή σχετικής εισήγησης αντιδιαστέλλεται από την υποχρεωτική μελέτη των αιτήσεων κλπ. που προβλέπει ο κανονισμός 6(1) και η οποία προηγείται της λήψης της τελικής απόφασης. Η πιο πάνω κατάληξη βρίσκει έρεισμα και στις πρόνοιες του άρθρου 13(1) του νόμου (ανωτέρω) όπου η εμπλοκή της οικείας Επιτροπής Κρίσεως καθιερώνεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη απόφασης σχετικά με εκκρεμούσα αίτηση.

Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί η παράλειψη παραπομπής της αίτησης στην αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως για μελέτη και υποβολή εισήγησης προς το ΚΥΣΑΤΣ οπωσδήποτε επηρεάζει το κύρος της επίδικης απόφασης. Για τους ίδιους λόγους, θεωρούμε αβάσιμο τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι το περιεχόμενο της αίτησης ήταν επαρκές για την έκδοση της απόφασης. Το ΚΥΣΑΤΣ όφειλε να προχωρήσει στην εξέταση της αίτησης ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της αίτησης για αναγνώριση του τίτλου σπουδών της αιτήτριας από το University of Virginia. Αυτή η υποχρέωση, συνάγεται ότι απορρέει από την ερμηνεία του όρου «τίτλος σπουδών» του [*40]άρθρου 2 του Νόμου 68(I)/96 ήτοι, ««τίτλος σπουδών» σημαίνει οποιοδήποτε πτυχίο, δίπλωμα ή πιστοποιητικό που εκδίδεται από εκπαιδευτικό ίδρυμα ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης με το οποίο πιστοποιείται ότι ο κάτοχός του έχει συμπληρώσει επιτυχώς ένα πρόγραμμα σπουδών ανώτερης εκπαίδευσης» σε συνάρτηση προς το λεκτικό του άρθρου 10 του νόμου σύμφωνα με το οποίο, κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλλει αίτηση στο ΚΥΣΑΤΣ για αναγνώριση τίτλου σπουδών που κατέχει αλλά και του κανονισμού 5 της Κ.Δ.Π. 172/99 που προβλέπει την υποβολή ξεχωριστής αίτησης για κάθε αίτημα αναγνώρισης τίτλου σπουδών. Η εφεσίβλητη υπέβαλε μαζί με την αίτησή της επίσημα έγγραφα που το ΚΥΣΑΤΣ όφειλε να είχε παραπέμψει στην αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως για μελέτη και υποβολή εισηγήσεων. Το κατά πόσο η αναγνώριση του τίτλου Bachelor of Arts της αιτήτριας αποτελούσε ή όχι προϋπόθεση για την αναγνώριση του τίτλου που αφορούσε η υπό συζήτηση αίτηση, ήταν θέμα που έπρεπε να είχε πρώτα μελετηθεί από την αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως και να συμπεριληφθεί στην εισήγησή της προς το ΚΥΣΑΤΣ. Προδήλως, η επίδικη απόφαση του ΚΥΣΑΤΣ λήφθηκε χωρίς να διεξαχθεί προηγουμένως δέουσα έρευνα.

Για τους πιο πάνω λόγους και χωρίς να αποφαινόμαστε επί της ουσίας του θέματος, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο