(2006) 3 ΑΑΔ 52
[*52]20 Φεβρουαρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Χ"ΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 3655)
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείουσα-Καθ’ης η αίτηση,
v.
ΑΝΔΡΕΑ Ε. ΛΑΟΥΡΗ,
Εφεσιβλήτου-Αιτητή.
(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 3680)
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ Π. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Ενδιαφερόμενο Μέρος,
v.
ΑΝΔΡΕΑ Ε. ΛΑΟΥΡΗ,
Εφεσιβλήτου-Αιτητή,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ’ ης η Αίτηση.
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 3655, 3680)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Σύσταση Προϊσταμένου ― Προβλέπεται στο Άρθρο 34 ως αναιτιολόγητη, αλλά έχει βαρύτητα, όπως τα υπόλοιπα μετρήσιμα κριτήρια.
[*53]Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συνεντεύξεις ― Ιδιαίτερης σημασίας σε υψηλόβαθμες θέσεις ― Εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ, η επιλογή του επικρατέστερου στις συνεντεύξεις και στη σύσταση, έναντι του υπερέχοντος κατ’ αρχαιότητα ― Δεν αποδείχθηκε έκδηλη υπεροχή του αιτητή.
Η Δημοκρατία και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο καταχώρισαν αντίστοιχες εφέσεις, προσβάλλοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερόμενου προσώπου στη θέση Πρώτου Εκτελεστικού Μηχανικού, Τμήμα Δημοσίων Έργων.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:
1. Η σύσταση του διευθυντή προβλέπεται ειδικά στο Άρθρο 34(9) του Ν.1/90, ως ένα από τα μετρήσιμα κριτήρια, μαζί με την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το περιεχόμενο των αιτήσεων, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων και την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Το Δικαστήριο, δεν έχει εξουσία να διαγράψει από το νομοθέτημα τη σύσταση του διευθυντή ως αξιολογικό κριτήριο, χαρακτηρίζοντας την, σε δεδομένη υπόθεση, ως μηδενικής αξίας, ειδικότερα, και εφόσον, στην πρόνοια αυτή του νόμου δεν απαιτείται η σύσταση του διευθυντή να είναι αιτιολογημένη, ώστε όταν δοθεί να ελεγχθεί η ορθότητα του περιεχομένου της.
2. Η συνέντευξη είναι επικουρική μέθοδος εκτίμησης της προσωπικότητας και αξίας των υποψηφίων και ιδιαίτερης σημασίας σε υψηλόβαθμες θέσεις. Στην περίπτωση που εξετάζεται οι υποψήφιοι υποβλήθηκαν σε δύο συνεντεύξεις, ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ίδιας της ΕΔΥ. Αξιολογήθηκαν απ’ αυτά τα δύο σώματα καθώς και από το διευθυντή, η αξιολόγηση όλων παρουσιάζει υπέρτερο τον προαχθέντα.
Η Ολομέλεια διαφωνεί, με το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστή, πως δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις. Οι δύο υποψήφιοι είχαν τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα, ενώ αξιολογήθηκαν και οι δύο ως εξαίρετοι στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις. Ο επιτυχών αιτητής είχε αρχαιότητα. Οι συνεντεύξεις όμως και η σύσταση του διευθυντή ήσαν υπέρ του προαχθέντος. Αν κριθεί ως ορθή η σκέψη που υιοθετήθηκε πρωτόδικα, τότε τι θα παρέμενε για να αποφασιστεί κατά την επανεξέταση; Τίποτε, γιατί κατ’ ακολουθίαν της δικαστικής απόφασης, η ΕΔΥ θα πρέπει να [*54]προαγάγει τον επιτυχόντα αιτητή εφόσον κρίθηκε δικαστικά πως η αρχαιότητα ήταν το καταλυτικό κριτήριο υπέρ του. Η Επιτροπή, από την άλλη μεριά, σε μια τέτοια εξέλιξη, για να επιλέξει τον επιτυχόντα αιτητή, θα έπρεπε να αιτιολογήσει, καθώς ορίζει η νομολογία μας, την απόφαση της να αποκλίνει από τη σύσταση του διευθυντή. Ενδεχομένως θα μπορούσε να το κάνει δίδοντας βαρύτητα στην αρχαιότητα του επιτυχόντα αιτητή. Γιατί λέγονται όμως αυτά. Για να υποδειχθεί πως αν ακολουθείτο αυτή η τελευταία πορεία, πιθανώς να κρινόταν ως ορθή, και μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ. Ορθή όμως και άμεμπτη ήταν και η απόφαση που πήρε, αντικείμενο των εφέσεων που εξετάζονται, γιατί ήταν και αυτή μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας. Υπήρχαν δύο άξιοι υποψήφιοι για τη θέση και η ΕΔΥ, λειτουργώντας νομίμως, επέλεξε τον υποψήφιο που έκρινε ως τον επικρατέστερο.
Ας επαναληφθεί η βασική νομολογιακή αρχή, που λέει πως, για να επιτύχει σε προσφυγή υποψήφιος θέσης, εφόσον ακολουθήθηκε η νόμιμη διαδικασία, πρέπει να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του επιλεγέντος.
Οι εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα.
Eφέσεις.
Eφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου στην Yπόθεση Aρ. 1029/2002, ημερ. 7/7/2003.
Α. Βασιλειάδης, Aνώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Α. Γιαλλουρή, Aσκούμενη Δικηγόρο, για την Eφεσείουσα στην A.E. 3655 και για την Kαθ’ ης η αίτηση στην A.E. 3680.
Α. Κωνσταντίνου, για τον Eφεσίβλητο-Aιτητή στην A.E. 3655 και στην A.E. 3680.
Σ. Νικολάου για Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Εφεσείοντα- Ενδιαφερόμενο Mέρος στην A.E. 3680.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: O εφεσίβλητος στην Α.Ε.3655, αιτητής στην πρωτόδικη διαδικασία, και ο εφεσείων στην Α.Ε.3680, ενδιαφερόμενο μέρος, ήσαν οι δύο επικρατέστεροι υποψήφιοι για τη θέση Πρώτου Εκτελεστικού Μηχανικού, Τμήμα Δημοσίων Έργων που κενώθηκε από 1.11.2001 λόγω αφυπηρέτησης του κα[*55]τόχου της. Η θέση καθορίζεται στα σχέδια υπηρεσίας ως πρώτου διορισμού και προαγωγής. Είναι ψηλά στην ιεραρχία, έπεται της θέσης του διευθυντή του τμήματος.
Επελέγη από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και προάχθηκε στη θέση το ενδιαφερόμενο μέρος, που όπως ήδη είπαμε είναι ο εφεσείων στην Α.Ε. 3680. Ο εφεσίβλητος στην Α.Ε. 3655 προσέβαλε με επιτυχία την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους. Η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε στις 7.7.2003.
Η Κυπριακή Δημοκρατία και το ενδιαφερόμενο μέρος προσβάλλουν με τις αντίστοιχες εφέσεις την πρωτόδικη απόφαση. Στα επόμενα θα αναφερόμαστε στους φυσικούς διαδίκους ως: ο επιτυχών αιτητής και ο προαχθείς, αντίστοιχα.
Η πρωτόδικη απόφαση είναι μακροσκελής και εμπεριστατωμένη, γι’ αυτό και αποτέλεσε βοήθημα στη διατύπωση των δικών μας σκέψεων που, με όλη την εκτίμηση στο συνάδελφο μας που δίκασε πρωτόδικα την υπόθεση, είναι διαφορετικές από αυτές που εκφράζει. Θα παραθέσουμε πρώτα τα αδιαμφισβήτητα αντικειμενικά αξιολογικά στοιχεία που αφορούν τους δύο υποψήφιους. Και οι δύο κατά τα πέντε προηγούμενα έτη, δηλαδή 1996 μέχρι 2000, έχουν γενική βαθμολογία στις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις «εξαίρετος», με ειδική βαθμολογία και στα 8 στοιχεία «εξαίρετος». Κατείχαν επίσης τα ακαδημαϊκά προσόντα που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας. Ο επιτυχών αιτητής όμως είχε 4 σχεδόν χρόνια αρχαιότητα έναντι του προαχθέντος.
Εφόσον η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής ισχύουν ο πρόνοιες του άρθρου 34 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90. Η Συμβουλευτική Επιτροπή δέχθηκε τους υποψήφιους σε προφορική εξέταση, μετά την οποία αξιολόγησε περιγραφικά την απόδοση τους ενώ τους ταξινόμησε και μονολεκτικά τον μεν επιτυχόντα αιτητή «σχεδόν εξαίρετος» ενώ το διορισθέντα «εξαίρετος». Είχαν βεβαίως και οι δύο συμπεριληφθεί στον κατάλογο των υποψηφίων που συστήνονταν στην ΕΔΥ. Ακολούθησε η διαδικασία αξιολόγησης και επιλογής ενώπιον της ΕΔΥ, όπου επίσης οι υποψήφιοι κλήθηκαν για προφορική εξέταση. Παρών ήταν και ο διευθυντής του τμήματος. Ο τελευταίος έκρινε στη συνέντευξη τον επιτυχόντα αιτητή «πάρα πολύ καλό», ενώ τον προαχθέντα «εξαίρετο». Σχεδόν παρόμοια ήταν και η κρίση της ίδιας της ΕΔΥ. Βαθμολόγησε τον επιτυχόντα αιτητή «σχεδόν πάρα πολύ καλό» ενώ τον προαχθέντα «εξαίρετο». Τέλος, ο διευθυντής σύστησε για προαγωγή τον προαχθέντα.
[*56]Ο συνάδελφος μας, αφού βεβαίως αναφέρθηκε εκτεταμένα στη νομολογία, έκρινε πως η επίδικη διοικητική απόφαση θα έπρεπε να ακυρωθεί για τους πιο κάτω βασικά λόγους.
(α) δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις,
(β) η σύσταση του διευθυντή ήταν μηδενικής αξίας.
Ενόψει των ανωτέρω αποφάνθηκε πως δεν αξιολογήθηκε ορθά η μεγάλη αρχαιότητα, κατά 4 σχεδόν χρόνια, του επιτυχόντα αιτητή.
Όπως αναφέραμε στην αρχή διαφωνούμε, με εκτίμηση βεβαίως, με τη σκέψη του συναδέλφου που δίκασε πρωτόδικα την υπόθεση, για τους λόγους που ακολουθούν:
Η σύσταση του διευθυντή προβλέπεται ειδικά στο άρθρο 34(9) του Ν.1/90 ως ένα από τα μετρήσιμα κριτήρια, μαζί με την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το περιεχόμενο των αιτήσεων, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων και την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Το Δικαστήριο, φρονούμε, δεν έχει εξουσία να διαγράψει από το νομοθέτημα τη σύσταση του διευθυντή ως αξιολογικό κριτήριο, χαρακτηρίζοντας την, σε δεδομένη υπόθεση, ως μηδενικής αξίας, ειδικότερα, και εφόσον, στην πρόνοια αυτή του νόμου δεν απαιτείται η σύσταση του διευθυντή να είναι αιτιολογημένη, ώστε όταν δοθεί να ελεγχθεί η ορθότητα του περιεχομένου της.
Έχουμε τη γνώμη πως η συνέντευξη είναι επικουρική μέθοδος εκτίμησης της προσωπικότητας και αξίας των υποψηφίων και ιδιαίτερης σημασίας σε υψηλόβαθμες θέσεις. Στην περίπτωση που εξετάζουμε οι υποψήφιοι υποβλήθηκαν σε δύο συνεντεύξεις, ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ίδιας της ΕΔΥ. Αξιολογήθηκαν απ’ αυτά τα δύο σώματα καθώς και από το διευθυντή, η αξιολόγηση όλων παρουσιάζει υπέρτερο τον προαχθέντα.
Διαφωνούμε, λοιπόν, με το συμπέρασμα του συναδέλφου μας πως δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις. Οι δύο υποψήφιοι είχαν τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα, ενώ αξιολογήθηκαν και οι δύο ως εξαίρετοι στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις. Ο επιτυχών αιτητής είχε αρχαιότητα. Οι συνεντεύξεις όμως και η σύσταση του διευθυντή ήσαν υπέρ του προαχθέντος. Αν κριθεί ως ορθή η σκέψη που υιοθετήθηκε πρωτόδικα, τότε τι θα παρέμενε για να αποφασιστεί κατά την επανεξέταση; Τίποτε, [*57]γιατί κατ’ ακολουθίαν της δικαστικής απόφασης, η ΕΔΥ θα πρέπει να προαγάγει τον επιτυχόντα αιτητή εφόσον κρίθηκε δικαστικά πως η αρχαιότητα ήταν το καταλυτικό κριτήριο υπέρ του. Η Επιτροπή, από την άλλη μεριά, σε μια τέτοια εξέλιξη, για να επιλέξει τον επιτυχόντα αιτητή, θα έπρεπε να αιτιολογήσει, καθώς ορίζει η νομολογία μας, την απόφαση της να αποκλίνει από τη σύσταση του διευθυντή. Ενδεχομένως θα μπορούσε να το κάνει δίδοντας βαρύτητα στην αρχαιότητα του επιτυχόντα αιτητή. Γιατί τα λέμε όμως αυτά. Για να δείξουμε πως αν ακολουθείτο αυτή η τελευταία πορεία, πιθανώς να κρινόταν ως ορθή, και μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ. Ορθή όμως και άμεμπτη ήταν και η απόφαση που πήρε, αντικείμενο των εφέσεων που εξετάζουμε, γιατί ήταν και αυτή μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας. Υπήρχαν δύο άξιοι υποψήφιοι για τη θέση και η ΕΔΥ, λειτουργώντας νομίμως, επέλεξε τον υποψήφιο που έκρινε ως τον επικρατέστερο.
Ας επαναλάβουμε τη βασική νομολογιακή αρχή που λέει πως, για να επιτύχει σε προσφυγή υπόψηφιος θέσης, εφόσον ακολουθήθηκε η νόμιμη διαδικασία, πρέπει να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του επιλεγέντος.
Ενόψει των ανωτέρω κρίνουμε πως και οι δύο εφέσεις επιτυγχάνουν. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται, ενώ επικυρώνεται η επίδικη διοικητική πράξη.
Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, καθώς και στη διαδικασία ενώπιόν μας, θα καταβληθούν από τον εφεσίβλητο αιτητή.
Oι εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο