Xαμπουλλάς Eυστάθιος ν. Σάββα Σαββίδη και Άλλων (2006) 3 ΑΑΔ 112

(2006) 3 ΑΑΔ 112

[*112]24 Μαρτίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

EΥΣΤΑΘΙΟΣ XAMΠΟΥΛΛΑΣ,

Εφεσείων-Ενδιαφερόμενο Μέρος,

v.

1. ΣΑΒΒΑ ΣΑΒΒΙΔΗ,

2. ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΑΣΩΖΟΜΕΝΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Αιτητών,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜEΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠHΣ ΔΗΜOΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣIAΣ,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3702)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου από την ΕΔΥ ― Όρια επέμβασης του Δικαστηρίου στη διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ ― Εύλογη η απόφαση της ΕΔΥ και εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας η επιλογή του εφεσείοντος που υπερείχε στις συνεντεύξεις και είχε υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή, αποδίδοντας μικρότερη σημασία στην αρχαιότητα του ενός υποψηφίου και στα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα του άλλου ― Υιοθέτηση των πορισμάτων της Ολομέλειας στη Kυπριακή Δημοκρατία κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά. (2006) 3 A.A.Δ. 52.

Ο εφεσείων προσέβαλε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή του στη θέση Διευθυντή Τμήματος Δημοσίων Έργων.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Η ΕΔΥ είχε ενώπιόν της όλα τα στοιχεία που αφορούσαν στους υποψήφιους, θεώρησε δε πως ο εφεσείων ήταν ο καταλληλότερος [*113]γιατί κρίθηκε στις συνεντεύξεις σε ψηλότερο βαθμό από τους εφεσίβλητους, είχε δε πρόσθετα τη σύσταση του διευθυντή. 

Αν η Επιτροπή, μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας, ήθελε να παρεκκλίνει από τη σύσταση του διευθυντή, όφειλε να αιτιολογήσει αυτή την παρέκκλιση. Εδώ δηλαδή θα μπορούσε να αναφερθεί, ως αιτιολογία αυτής της παρέκκλισης, η αρχαιότητα του Σαββίδη και ενδεχομένως τα ακαδημαϊκά προσόντα του Παπασωζόμενου, δίδοντας έτσι βαρύτητα και στα δύο πιο πάνω στοιχεία έναντι της απόδοσης των υποψηφίων στις συνεντεύξεις.  Αποφάσισε όμως, μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας να λειτουργήσει όπως έκρινε ορθό. Στην υπόθεση Λαούρης λέχθηκαν και τα πιο κάτω, απόλυτα, ενταγμένα στη νομολογία μας:

«Διαφωνούμε, λοιπόν, με το συμπέρασμα του συναδέλφου μας πως δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις. Οι δύο υποψήφιοι είχαν τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα, ενώ αξιολογήθηκαν και οι δύο ως εξαίρετοι στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις. Ο επιτυχών αιτητής είχε αρχαιότητα. Οι συνεντεύξεις όμως και η σύσταση του διευθυντή ήσαν υπέρ του προαχθέντος. Αν κριθεί ως ορθή η σκέψη που υιοθετήθηκε πρωτόδικα, τότε τι θα παρέμενε για να αποφασιστεί κατά την επανεξέταση; Τίποτε, γιατί κατ’ ακολουθίαν της δικαστικής απόφασης, η ΕΔΥ θα πρέπει να προαγάγει τον επιτυχόντα αιτητή, εφόσον κρίθηκε δικαστικά πως η αρχαιότητα ήταν το καταλυτικό κριτήριο υπέρ του. Η Επιτροπή, από την άλλη μεριά, σε μια τέτοια εξέλιξη, για να επιλέξει τον επιτυχόντα αιτητή, θα έπρεπε να αιτιολογήσει, καθώς ορίζει η νομολογία μας, την απόφαση της να αποκλίνει από τη σύσταση του διευθυντή. Ενδεχομένως θα μπορούσε να το κάνει δίδοντας βαρύτητα στην αρχαιότητα του επιτυχόντα αιτητή. Γιατί τα λέμε όμως αυτά. Για να δείξουμε πως αν ακολουθείτο αυτή η τελευταία πορεία, πιθανώς να κρινόταν ως ορθή, και μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ. Ορθή όμως και άμεμπτη ήταν και η απόφαση που πήρε, αντικείμενο των εφέσεων που εξετάζουμε, γιατί ήταν και αυτή μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας. Υπήρχαν δύο άξιοι υποψήφιοι για τη θέση και η ΕΔΥ, λειτουργώντας νομίμως, επέλεξε τον υποψήφιο που έκρινε ως τον επικρατέστερο.

Ας επαναλάβουμε τη βασική νομολογιακή αρχή που λέει πως, για να επιτύχει σε προσφυγή υπόψηφιος θέσης, εφόσον ακολουθήθηκε η νόμιμη διαδικασία, πρέπει να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του επιλεγέντος.»

Τέλος να παρατηρηθεί πως η ΕΔΥ είναι όργανο που καθιδρύθηκε [*114]και λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του μέρους VII του Συντάγματος, οι δε εξουσίες της, κατά κύριο λόγο, βασίζονται στο Άρθρο 125.1 επιφυλασσόμενης βεβαίως εκεί οποιασδήποτε διάταξης νόμου. Είναι, ορθό να έχουμε υπόψη τα πιο πάνω, όταν κρίνεται το εύρος της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ, εφόσον βέβαια τηρούνται οι διαδικασίες που προβλέπει ο νόμος. Στη βάση γνωστής αρχής του διοικητικού δικαίου, αυτό το εύρος καθορίζεται σε ακραία όρια, που μόνον όταν δρασκελίζονται επεμβαίνει το δικαστήριο.

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Η επίδικη διοικητική πράξη επικυρώνεται. Η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα εναντίον της Δημοκρατίας ακυρώνεται. Ο εφεσείων, κρίνεται ορθό να αποζημιωθεί για το μισό των εξόδων στην παρούσα έφεση από τη Δημοκρατία, εφόσον η ίδια επέλεξε να μη καταχωρίσει έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, αλλά, η ΕΔΥ προέβη σε επανεξέταση του θέματος, καθώς ήταν δικαίωμα της, και επέλεξε πάλιν για προαγωγή τον εφεσείοντα. Το υπόλοιπο μισό θα επωμιστούν οι εφεσίβλητοι.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Λάρκος ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 619,

Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 203,

Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά. (2006) 3 A.A.Δ. 52,

Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432,

Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 860/2001), ημερ. 4/9/2003.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Κωνσταντίνου, για τους Εφεσίβλητους.

Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ’ ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

[*115]ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Στις 6.9.2001 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας προήγαγε στη θέση διευθυντή τμήματος δημοσίων έργων τον εφεσείοντα-ενδιαφερόμενο μέρος, με ισχύ από 15.1.2001. Η διαδικασία συνιστούσε επανεξέταση πλήρωσης της επίδικης θέσης, γιατί η ΕΔΥ είχε ανακαλέσει προηγούμενη σχετική απόφαση της μετά τη γνωμάτευση του νομικού τμήματος της Δημοκρατίας, η οποία ορθά βασίστηκε στις αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Ξενής Λάρκος ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 619 και Μαλάμω Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 203. Στις πιο πάνω υποθέσεις ακυρώθηκε η απόφαση της ΕΔΥ γιατί ο υπηρεσιακός λειτουργός που προέβη στις συστάσεις δεν ήταν αυτός που προβλεπόταν στο άρθρο 34(9), δηλαδή ο προϊστάμενος του οικείου τμήματος.  Στην υπόθεση Ξενής Λάρκος ήταν ο γενικός διευθυντής του υπουργείου Οικονομικών. Μετά τις πιο πάνω αποφάσεις η σχετική πρόνοια τροποποιήθηκε, ώστε να μπορεί να κάνει τις συστάσεις ο γενικός διευθυντής του αρμόδιου υπουργείου, όταν πρόκειται για πλήρωση θέσης προϊσταμένου τμήματος, όπως στην περίπτωση μας. (Δες: τροποποιητικό του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο 156(I)/2000). Οι δύο εφεσίβλητοι ήσαν υποψήφιοι για τη θέση. Πρόσβαλαν την προαγωγή του εφεσείοντα με επιτυχία. Ο συνάδελφος που δίκασε πρωτόδικα την προσφυγή ακύρωσε, στις 4.9.2003, την προαγωγή του εφεσείοντα. Ο τελευταίος, καταχώρισε την έφεση που μας απασχολεί. Η έφεση στρέφεται εναντίον των δύο εφεσιβλήτων και της Δημοκρατίας.

Η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και βεβαίως ψηλά στην ιεραρχία. Τούτο δίδει στην ΕΔΥ ευρύτερη ευχέρεια στην άσκηση των καθηκόντων της, αρχή που υιοθετεί η νομολογία μας.

Η ΕΔΥ δέχθηκε σε συνέντευξη τον εφεσείοντα και τους δύο εφεσίβλητους. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων σύστησε για προαγωγή τον εφεσείοντα. Η σύσταση δεν ήταν αιτιολογημένη. Η αιτιολογία της σύστασης, που δίδεται βάσει του άρθρου 34(9), δεν προβλέπεται να είναι αιτιολογημένη. Η ΕΔΥ αξιολόγησε την απόδοση των τριών υποψηφίων στις συνεντεύξεις στη γνωστή ταξινόμηση των διαβαθμίσεων. Έδωσε όμως  και αιτιολογία γι’ αυτή την αξιολόγηση. Ο εφεσείων αξιολογήθηκε σχεδόν εξαίρετος, ο εφεσίβλητος Σάββας Σαββίδης πολύ καλός και ο Παπασωζόμενος Ανδρέας πάρα πολύ καλός. Τέλος η ΕΔΥ έκρινε πως ο καταλληλότερος για προαγωγή ήταν ο εφεσείων.

Τα στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων αναδεικνύουν την εξής εικόνα. Ο εφεσείων και οι εφεσίβλητοι έχουν την ίδια βαθ[*116]μολογία, εξαίρετα, στα αμέσως προηγούμενα έτη του επίδικου χρόνου, πληρούν δε τα σχέδια υπηρεσίας της θέσης, σε ό,τι αφορά τα απαιτούμενα προσόντα. Ο εφεσίβλητος Σαββίδης υπερέχει σε αρχαιότητα του εφεσείοντα κατά δύο χρόνια και 2 1/2 μήνες, ενώ ο εφεσίβλητος Παπασωζόμενος έχει μεταπτυχιακό και διδακτορικό δίπλωμα.

Ο συνάδελφος έκρινε πρωτοδίκως πως, ενόψει της αρχαιότητας του Σαββίδη και του γεγονότος πως η ΕΔΥ δεν ερεύνησε κατά πόσο τα πιο πάνω ακαδημαϊκά προσόντα του Παπασωζόμενου ήσαν συναφή με τα καθήκοντα της θέσης, η σύσταση του διευθυντή είχε μηδενική υπόσταση, γιατί συγκρουόταν με τα στοιχεία των φακέλων, στα οποία οι τρεις διάδικοι, αναφορικά με τις υπηρεσιακές εκθέσεις, είναι ισότιμοι. Eπιπλέον, έκρινε πως η ΕΔΥ δεν μπορούσε να δώσει τόση βαρύτητα στις συνεντεύξεις γιατί από το περιεχόμενο της αιτιολογίας της που δόθηκε, αναφορικά με τo βαθμό κατάρτισης στο γνωστικό αντικείμενο, η ΕΔΥ τοποθέτησε τον εφεσείοντα σε “υψηλό επίπεδο” ενώ το Σαββίδη σε “πολύ καλό”. Και τούτο, σε αντίθεση με τις ετήσιες εκθέσεις όπου και οι δύο αξιολογούνται στο σχετικό στοιχείο «επαγγελματική κατάρτιση» εξαίρετα.

Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων συμφωνεί με την πρωτόδικη απόφαση η οποία, καθώς εισηγείται, στηρίζεται σε πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ήταν δε ευγενικά έντονη η τοποθέτηση του, κυρίως στο θέμα της σύστασης του διευθυντή, την οποία χαρακτήρισε ως μη υπάρχουσα, εφόσον ήταν αντίθετη με τα στοιχεία των υπηρεσιακών εκθέσεων. 

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα προώθησε βέβαια την αντίθετη άποψη, βρίσκοντας, πράγματι, στήριξη σε πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειάς μας στην Κυπριακή Δημοκρατία κ.ά. ν. Ανδρέα Λαούρη κ.ά. (2006) 3 A.A.Δ. 52.

Θα ασχοληθούμε όμως ειδικά με την εισήγηση του δικηγόρου των εφεσιβλήτων αναφορικά με τη σύσταση του διευθυντή, που πρότεινε πως παραβιάζει τη νομολογία μας. Δεν έχει επ’αυτού δίκαιο. Είναι αρκετό να παραπέμψουμε σε απόφαση της Ολομέλειας, που ο ίδιος επισύναψε στο περίγραμμα αγόρευσής του, την Χαράλαμπος Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, από την οποία και παραθέτουμε την πιο κάτω περικοπή, που δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά επανάληψη της ευθυγραμμισμένης νομολογίας μας.

(σελίδα 439):

[*117]«Η σημασία των συστάσεων του προϊσταμένου ενός Τμήματος έχει τονιστεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι συστάσεις αυτές αποτελούν ένα ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως προσδιοριστικό και επαυξητικό της αξίας των υποψηφίων, τόσο σημαντικό, ώστε να απαιτείται ειδική αιτιολόγηση και προσδιορισμός των λόγων για τυχόν απόκλιση απ’αυτές από την Επιτροπή. Κι’ αυτό γιατί οι Προϊστάμενοι των Τμημάτων βρίσκονται σε μοναδική θέση να εκτιμήσουν τις ανάγκες της υπηρεσίας, καθώς και τις ιδιότητες που απαιτούνται ώστε ν’ ανταποκριθεί ένας υποψήφιος  στις απαιτήσεις μιας θέσης (Βλ. Ioannou v. Republic (1977) 3 C.L.R. 61, Δημοκρατία ν. Παπαμιχαήλ (1989) 3(B) A.A.Δ. 823, Μάριος Μουρτζής ν. Δημοκρατίας (1989) 3(B) A.A.Δ. 1615, Έλενα Σταύρου ν. ΕΔΥ (1989) 3(B) A.A.Δ. 1206, Harris ν. Republic (1989) 3(A) C.L.R. 147) Δέστε και Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624)

Η νομολογία μας βεβαίως αφορά τις συστάσεις που δίδονται βάσει του άρθρου 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, για πλήρωση δηλαδή θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, όπως η περίπτωση που μας αφορά, και στην πλήρωση θέσεων προαγωγής βάσει του άρθρου 35(4) όπου, στην τελευταία περίπτωση, οι συστάσεις πρέπει να είναι αιτιολογημένες, οπόταν και η αιτιολογία ελέγχεται.

Ο γενικός διευθυντής του υπουργείου είχε ενώπιον του τους υπηρεσιακούς φακέλους και βεβαίως στη βάση της δικής του κρίσης, αναφορικά με την κατά σύγκριση καταλληλότητα των υποψηφίων για τη θέση, σύστησε τον εφεσείοντα, ο οποίος στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις είναι ισότιμος με τους δύο εφεσίβλητους.

Η ΕΔΥ είχε ενώπιον της όλα τα στοιχεία που αφορούσαν στους υποψήφιους, θεώρησε δε πως ο εφεσείων ήταν ο καταλληλότερος γιατί κρίθηκε στις συνεντεύξεις σε ψηλότερο βαθμό από τους εφεσίβλητους, είχε δε πρόσθετα τη σύσταση του διευθυντή. 

Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων επισυνάπτει επίσης, και υπογραμμίζει, περικοπή από άλλη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία, κατά τη γνώμη μας, αντί να ενισχύει τη θέση του επιβεβαιώνει αυτά που ουσιαστικά επαναλάβαμε στην υπόθεση Λαούρης. Αναφερόμαστε στην απόφαση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Έλενας Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71 όπου στη σελίδα 79 αναφέρονται τα εξής:

[*118]«Η Επιτροπή, στην άσκηση διακριτικής ευχέρειας αν θα υιοθετήσει ή αν θα παρεκκλίνει από τη σύσταση του Προϊσταμένου, πρέπει να ενεργήσει με βάση τα νομοθετημένα κριτήρια.  Η αρχαιότητα, ως ένα από τα τρία κριτήρια, μπορεί να αποτελέσει λόγο για απόκλιση από τη σύσταση του Προϊσταμένου, όταν οι υποψήφιοι είναι περίπου ισότιμοι σε αξία.»

Μα ακριβώς και στη Λαούρης αυτά είπαμε. Αν η Επιτροπή, μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας, ήθελε να παρεκκλίνει από τη σύσταση του διευθυντή όφειλε να αιτιολογήσει αυτή την παρέκκλιση. Εδώ δηλαδή θα μπορούσε να αναφερθεί, ως αιτιολογία αυτής της παρέκκλισης, η αρχαιότητα του Σαββίδη και ενδεχομένως τα ακαδημαϊκά προσόντα του Παπασωζόμενου, δίδοντας έτσι βαρύτητα και στα δύο πιο πάνω στοιχεία έναντι της απόδοσης των υποψηφίων στις συνεντεύξεις. Αποφάσισε όμως, μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας να λειτουργήσει όπως έκρινε ορθό. Στην υπόθεση Λαούρης είπαμε και τα πιο κάτω, απόλυτα, κατά τη γνώμη μας, ενταγμένα στη νομολογία μας.

«Διαφωνούμε, λοιπόν, με το συμπέρασμα του συναδέλφου μας πως δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις. Οι δύο υποψήφιοι είχαν τα απαιτούμενα ακαδημαϊκά προσόντα, ενώ αξιολογήθηκαν και οι δύο ως εξαίρετοι στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις. Ο επιτυχών αιτητής είχε αρχαιότητα.  Οι συνεντεύξεις όμως και η σύσταση του διευθυντή ήσαν υπέρ του προαχθέντος. Αν κριθεί ως ορθή η σκέψη που υιοθετήθηκε πρωτόδικα, τότε τι θα παρέμενε για να αποφασιστεί κατά την επανεξέταση; Τίποτε, γιατί κατ’ ακολουθίαν της δικαστικής απόφασης, η ΕΔΥ θα πρέπει να προαγάγει τον επιτυχόντα αιτητή εφόσον κρίθηκε δικαστικά πως η αρχαιότητα ήταν το καταλυτικό κριτήριο υπέρ του. Η Επιτροπή, από την άλλη μεριά, σε μια τέτοια εξέλιξη, για να επιλέξει τον επιτυχόντα αιτητή, θα έπρεπε να αιτιολογήσει, καθώς ορίζει η νομολογία μας, την απόφαση της να αποκλίνει από τη σύσταση του διευθυντή. Ενδεχομένως θα μπορούσε να το κάνει δίδοντας βαρύτητα στην αρχαιότητα του επιτυχόντα αιτητή. Γιατί τα λέμε όμως αυτά. Για να δείξουμε πως αν ακολουθείτο αυτή η τελευταία πορεία, πιθανώς να κρινόταν ως ορθή, και μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ. Ορθή όμως και άμεμπτη ήταν και η απόφαση που πήρε, αντικείμενο των εφέσεων που εξετάζουμε, γιατί ήταν και αυτή μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας. Υπήρχαν δύο άξιοι υποψήφιοι για τη θέση και η ΕΔΥ, λειτουργώντας νομίμως, επέλεξε τον υποψήφιο που έκρινε ως τον επικρατέστερο.

[*119]Ας επαναλάβουμε τη βασική νομολογιακή αρχή που λέει πως, για να επιτύχει σε προσφυγή υπόψηφιος θέσης, εφόσον ακολουθήθηκε η νόμιμη διαδικασία, πρέπει να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του επιλεγέντος.»

Τέλος να παρατηρήσουμε πως η ΕΔΥ είναι όργανο που καθιδρύθηκε και λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του μέρους VII του Συντάγματος, οι δε εξουσίες της, κατά κύριο λόγο, βασίζονται στο άρθρο 125.1 επιφυλασσόμενης βεβαίως εκεί οποιασδήποτε διάταξης νόμου. Είναι, νομίζουμε, ορθό να έχουμε υπόψη τα πιο πάνω όταν κρίνεται το εύρος της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ εφόσον βέβαια τηρούνται οι διαδικασίες που προβλέπει ο νόμος. Στη βάση γνωστής αρχής του διοικητικού δικαίου, αυτό το εύρος καθορίζεται σε ακραία όρια, που μόνον όταν δρασκελίζονται επεμβαίνει το δικαστήριο.

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Η επίδικη διοικητική πράξη επικυρώνεται. Η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα εναντίον της Δημοκρατίας ακυρώνεται. Ο εφεσείων, κρίνουμε ορθό να αποζημιωθεί για το μισό των εξόδων στην παρούσα έφεση από τη Δημοκρατία εφόσον η ίδια επέλεξε να μη καταχωρίσει έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, αλλά, όπως μας πληροφόρησε η δικηγόρος της Δημοκρατίας, η ΕΔΥ προέβη σε επανεξέταση του θέματος, καθώς ήταν δικαίωμα της, και επέλεξε πάλιν για προαγωγή τον εφεσείοντα. Το υπόλοιπο μισό θα επωμιστούν οι εφεσίβλητοι.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο