(2006) 3 ΑΑΔ 151
[*151]28 Μαρτίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΑΡΧΗ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,
v.
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ
(ΟΠΩΣ ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΤΗΚΕ ΤΗΝ 21/9/2001),
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3555)
Ερμηνεία ― Ερμηνεία νομοθετικής διάταξης ― Όταν είναι σαφής η φρασεολογία, αποδίδεται στις λέξεις η φυσική και συνήθης έννοιά τους ― Σε περιπτώσεις ασάφειας, επιτρέπεται η τελεολογική ερμηνεία ― Γιατί επιτράπηκε η ερμηνεία της λέξης «και» ως «ή» στον Κανονισμό 2(1) της Κ.Δ.Π. 10/2000, που καθορίζει τι αποτελεί «Οικογενειακή ζώνη» στα τηλεοπτικά προγράμματα ― Σκοπός του νομοθέτη καθοριστικό κριτήριο.
Ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμος (Ν. 7(Ι)/2000) ― Κατά πόσο η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεοπτικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας της Κ.Δ.Π. 10/2000, βρίσκεται εκτός της νομοθετικής εξουσιοδότησης, λόγω σύγκρουσης με το 34(2) του Νόμου ― Το ίδιο ζήτημα κρίθηκε με απόρριψη τέτοιου ισχυρισμού στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 A.A.Δ. 558.
Η εφεσείουσα προσέβαλε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε απόφασή της περί ενοχής και επιβολής διοικητικού προστίμου £5.000 στην εφεσίβλητη, για παραβάσεις των προνοιών των Κανονισμών περί οικογενειακής ζώνης και του Κώδικα Διαφημίσεων.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
[*152]1. Όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί, όταν η φρασεολογία μιας νομοθετικής διάταξης είναι σαφής, τότε αποδίδεται στις λέξεις η φυσική και συνήθης έννοιά τους. Όμως σε περιπτώσεις όπου εμφανίζεται μια ασάφεια στη γραμματική ερμηνεία ενός νομοθετήματος, επιτρέπεται η καταφυγή στην τελεολογική ερμηνεία και ο προσανατολισμός μέσω των σκοπών του νομοθέτη. Όμως πρέπει να σημειωθεί ότι η τελεολογική προσέγγιση δεν επιτρέπει την απόκλιση από ρητές νομοθετικές διατάξεις ή την τροποποίηση του κειμένου.
Η ερμηνεία της λέξης “και” σαν “ή” μπορεί να επιτραπεί κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις.
Είναι καθαρό στην παρούσα περίπτωση ότι ο σκοπός του νομοθέτη ήταν η προστασία νεαρών ατόμων και παιδιών από ακατάλληλες ταινίες. Θα ήταν παράδοξο και θα καταστρατηγούσε την πρόθεση του νομοθέτη αν αυτή η προστασία δεν προσφερόταν σε μικρά παιδιά του Δημοτικού, επειδή η ημέρα δεν ήταν σχολική αργία και για τα μεγαλύτερα παιδιά της Μέσης Εκπαίδευσης. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω κρίνεται ότι μέσα στα πλαίσια του καθορισμού της “οικογενειακής ζώνης” όπως αυτή αναφέρεται στον Κανονισμό 2(1) της Κ.Δ.Π. 10/2000, η λέξη “και” πρέπει να ερμηνευθεί σαν “ή” και αφού η Δευτέρα 25/6/2001 ήταν σχολική αργία, σύμφωνα με τους περί Λειτουργίας των Δημοσίων Σχολείων Στοιχειώδους Εκπαίδευσης Κανονισμούς, η ταινία προβλήθηκε κατά τη διάρκεια της οικογενειακής ζώνης.
2. Πρόσφατα από την Ολομέλεια στην υπόθεση Aντέννα Λτδ. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 558, κρίθηκε ότι η παράγραφος ΣΤ.3 δεν βρίσκεται εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης. Εξετάζοντας την εισήγηση ότι η παράγραφος ΣΤ.3 (με το μαθηματικό υπολογισμό ότι υπήρχε διαφορά μεταξύ των 10½ λεπτών που επιτρέπει ο Κανονισμός και των 12 λεπτών που επιτρέπει ο Νόμος) είναι εκτός νομοθετικής διάταξης, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν από την πιο πάνω ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας, που εκδόθηκε από το Δικαστή Αρτέμη, τα πιο κάτω:
“Εν πάση όμως περιπτώσει, και πέρα από τα πιο πάνω, υποδεικνύουμε ότι ο μαθηματικός υπολογισμός του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα πάσχει για δύο βασικούς λόγους:
Πρώτον, παραγνωρίζει το γεγονός ότι οποιοσδήποτε χρόνος διακοπών ενός προγράμματος που αφιερώνεται σε διαφημίσεις μπορεί να συμπληρώνεται με μετάδοση διαφημιστικών μηνυμάτων αμέσως πριν την αρχή ή αμέσως μετά το τέλος του προγράμματος, δηλαδή [*153]στις ενδιάμεσες διακοπές μεταξύ δύο προγραμμάτων.
Δεύτερον, παίρνει εσφαλμένα ως δεδομένο ότι η πρώτη διακοπή σε ένα πρόγραμμα μπορεί να γίνεται μόνο σε 20 τουλάχιστον λεπτά μετά την έναρξή του. Αυτό είναι λανθασμένο. Η εικοσάλεπτη περίοδος που προβλέπεται από το Νόμο αφορά το διάστημα μεταξύ δύο διακοπών και όχι μεταξύ της έναρξης του προγράμματος και της πρώτης διακοπής (ή ακόμη και το διάστημα μεταξύ της τελευταίας διακοπής του προγράμματος και του τέλους του). Θα μπορεί σε κατάλληλο σημείο αμέσως μετά την έναρξη του προγράμματος, για παράδειγμα, μετά την προβολή των τίτλων, να γίνει η πρώτη διακοπή. Με αυτό τον τρόπο, σε ένα μονόωρο πρόγραμμα θα μπορεί να υπάρχουν ουσιαστικά τρεις διακοπές μέσα σε μια ωρολογιακή ώρα για διαφημιστικά μηνύματα συνολικής ανώτατης διάρκειας 10½ λεπτών και ο ολικός χρόνος των 12 λεπτών κατά ωρολογιακή ώρα να συμπληρώνεται από διαφημίσεις πριν την έναρξη ή μετά το τέλος του συγκεκριμένου προγράμματος. Κατά τον ίδιο τρόπο, ένα πρόγραμμα διάρκειας μισής ώρας θα μπορούσε να έχει δύο διακοπές και με τη συμπλήρωση του χρόνου με διαφημίσεις στην αρχή και στο τέλος του, θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να φθάνει ο χρόνος κάθε ωρολογιακής ώρας σε 12 λεπτά. (Όσον αφορά τη μετάδοση κινηματογραφικών ταινιών ή τηλεταινιών μεγάλης διάρκειας, υπάρχουν ειδικές πρόνοιες που στην παρούσα περίπτωση δεν μας αφορούν, αφού δεν έχει εγερθεί οποιοδήποτε επιχείρημα σχετικά με αυτές).”
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω κρίνεται ότι η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα δεν συγκρούεται με τις πρόνοιες του Άρθρου 34(2) του βασικού Νόμου.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μακεδόνας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 162,
Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348,
Ghalanos Distributors Ltd. v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 528,
Κ.Ο.Τ. ν. Παπαδόπουλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 86,
A.G. of New Zealand [1917] A.C. 393,
R. v. Oakes [1959] 2 Q.B. 350,
[*154]
Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1096/2001, ημερ. 7.1.2003,
Aντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1261/2003, ημερ. 31.5.2005,
Aντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 A.A.Δ. 558.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 232/2002), ημερ. 29/11/2002.
Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου, για την Εφεσείουσα.
Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα.
Την Κυριακή 24/6/2001 μεταδόθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤΕΝΝΑ (εφεσίβλητη) η ξένη κινηματογραφική ταινία “Terminator”, η οποία περιείχε σκηνές βίας και έφερε την ένδειξη (18), που σήμαινε ότι ήταν ακατάλληλη για άτομα κάτω των 18 χρόνων. Η ταινία μεταδόθηκε κατ’ ισχυρισμό μέσα στην καθοριζόμενη από τους Κανονισμούς της Κ.Δ.Π. 10/2000 “οικογενειακή ζώνη”. “Οικογενειακή ζώνη” σύμφωνα με τον Κανονισμό 2,
“σημαίνει τη χρονική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας προβάλλονται προγράμματα σε μη κωδικοποιημένη μορφή, κατάλληλα και για άτομα κάτω των δεκαπέντε ετών. Η ζώνη αρχίζει στις 5.30 και λήγει στις 21.00 για τις νύκτες που ακολουθούνται από εργάσιμες μέρες και στις 22.00 για τις νύκτες που ακολουθούνται από τις μη εργάσιμες μέρες του Σαββάτου, της Κυριακής, των εορτών και των σχολικών αργιών, όπως αυτές καθορίζονται στους εκάστοτε ισχύοντες περί Λειτουργίας των Δημόσιων Σχολείων Μέσης και Δημοτικής Εκπαίδευσης Κανονισμούς.”
[*155]
Κατόπιν παραπόνου που υποβλήθηκε, η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (εφεσείουσα) αφού αποφάνθηκε ότι η μετάδοση έγινε μέσα στα πλαίσια της “οικογενειακής ζώνης”, επέβαλε διοικητικό πρόστιμο ύψους £5.000 για τις παραβάσεις που αφορούσαν την προβολή σκηνών βίας και τρόμου στην ταινία “Terminator”, ενώ για τις παραβάσεις που σχετίζονταν με τον επιτρεπτό χρόνο μετάδοσης διαφημίσεων κατά τη διάρκεια της προβολής της ταινίας δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε κύρωση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποφάνθηκε ότι (α) η προβολή της ταινίας έγινε μόλις έληξε η οικογενειακή ζώνη, θεωρώντας ότι η επόμενη ημέρα δεν ήταν σχολική αργία, ώστε να παραταθεί ο χρόνος της οικογενειακής ζώνης και (β) η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας της Κ.Δ.Π. 10/2000 είναι εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης.
(β) Οι λόγοι της έφεσης.
Η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ισχυριζόμενη ότι τα δύο συμπεράσματα της απόφασης
(i) ότι μια μέρα για να θεωρείται ως σχολική αργία θα πρέπει να καθορίζεται σαν σχολική αργία ταυτόχρονα και από τους περί Λειτουργίας των Δημοσίων Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 310/90) και από τους περί Λειτουργίας των Δημοσίων Σχολείων Στοιχειώδους Εκπαίδευσης Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 223/97) και
(ii) ότι η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα είναι εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης,
είναι λανθασμένα.
(i) Η ερμηνεία της “οικογενειακής ζώνης” μέσα στα πλαίσια του Κανονισμού 2 της Κ.Δ.Π. 10/2000.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας υπέβαλε ότι η λέξη “και” στον ορισμό της οικογενειακής ζώνης θα πρέπει να ερμηνευθεί διαζευκτικά και όχι σωρευτικά. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι για να θεωρηθεί μια μέρα ως σχολική αργία θα πρέπει να καθορίζεται ως αργία είτε στους Κανονισμούς Μέσης είτε στους Κανονισμούς Στοιχειώδους Εκπαίδευσης, χωρίς απαραιτήτως η [*156]συγκεκριμένη μέρα να εμπίπτει στις σχολικές αργίες οι οποίες καθορίζονται και από τους δύο Κανονισμούς. Σύμφωνα με την πιο πάνω εισήγηση η Δευτέρα 25/6/2001 που ακολούθησε την προβολή της ταινίας “Terminator” ήταν σχολική αργία αφού καθορίζεται ως αργία από τους Κανονισμούς των Σχολείων Στοιχειώδους Εκπαίδευσης (Κανονισμός 19 της Κ.Δ.Π. 223/97), αν και οι αντίστοιχοι Κανονισμοί Μέσης Εκπαίδευσης (Κανονισμός 5(3) της Κ.Δ.Π. 310/90) δεν την καθορίζουν ως αργία.
Αντίθετα ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων εισηγήθηκε ότι ο νομοθέτης απέβλεπε σε κοινές σχολικές αργίες Μέσης και Στοιχειώδους Εκπαίδευσης και ότι σε περίπτωση ύπαρξης ερμηνευτικής ασάφειας το θέμα θα πρέπει να επιλύεται προς όφελος του διοικούμενου, ο οποίος υπόκειται και στην επιβολή κυρώσεων.
Όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί, όταν η φρασεολογία μιας νομοθετικής διάταξης είναι σαφής, τότε αποδίδεται στις λέξεις η φυσική και συνήθης έννοιά τους. (Βλ. Halsbury’s “Laws of England” 3rd Edition, V. 36, para 579, Odger’s “The Construction of Deeds and Documents” 4th Edition, 173, Μακεδόνας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 162, Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348 και Ghalanos Distributors Ltd. v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 528). Όμως σε περιπτώσεις όπου εμφανίζεται μια ασάφεια στη γραμματική ερμηνεία ενός νομοθετήματος, επιτρέπεται η καταφυγή στην τελεολογική ερμηνεία και ο προσανατολισμός μέσω των σκοπών του νομοθέτη. Όμως πρέπει να σημειωθεί ότι η τελεολογική προσέγγιση δεν επιτρέπει την απόκλιση από ρητές νομοθετικές διατάξεις ή την τροποποίηση του κειμένου. (Βλ. Odger’s “The Construction of Deeds and Documents” 4th Edition, 174). Όπως έχει τονισθεί χαρακτηριστικά στην υπόθεση Κ.Ο.Τ. ν. Παπαδόπουλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 86, 89,
“Η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας των νόμων (teleological, purposive interpretation) επιτρέπει οποτεδήποτε το κείμενο της νομοθεσίας παρέχει την ευχέρεια, την απόδοση της ερμηνείας εκείνης που αποτελεσματικότερα προωθεί την ευόδωση των κατά άλλα έκδηλων σκοπών του νομοθέτη. Δεν δικαιολογεί όμως η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας, ούτε καθιστά εφικτή, ούτε επιτρέπει την απόκλιση από τις ρητές διατάξεις της νομοθεσίας ή τη μεταβολή του κειμένου της. Όπου οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς το κείμενο της αποτελεί το μόνο αυθεντικό οδηγό για τους συγκεκριμένους σκο[*157]πούς του νομοθέτη.”
Η ερμηνεία της λέξης “και” σαν “ή” μπορεί να επιτραπεί κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. (Βλ. “Words and Phrases Legally Defined” του John B. Saunders, σ. 82 και A.G. of New Zealand [1917] A.C. 393). Χαρακτηριστικά στην υπόθεση R. v. Oakes [1959] 2 Q.B. 350, η λέξη “και” (and does any act) στο άρθρο 7 του Αγγλικού Νόμου The Official Secret’s Act 1920, ερμηνεύθηκε ως “ή” (or does any act).
Είναι καθαρό στην παρούσα περίπτωση ότι ο σκοπός του νομοθέτη ήταν η προστασία νεαρών ατόμων και παιδιών από ακατάλληλες ταινίες. Θα ήταν παράδοξο και θα καταστρατηγούσε την πρόθεση του νομοθέτη αν αυτή η προστασία δεν προσφερόταν σε μικρά παιδιά του Δημοτικού, επειδή η ημέρα δεν ήταν σχολική αργία και για τα μεγαλύτερα παιδιά της Μέσης Εκπαίδευσης. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω κρίνουμε ότι μέσα στα πλαίσια του καθορισμού της “οικογενειακής ζώνης” όπως αυτή αναφέρεται στον Κανονισμό 2(1) της Κ.Δ.Π. 10/2000, η λέξη “και” πρέπει να ερμηνευθεί σαν “ή” και αφού η Δευτέρα 25/6/2001 ήταν σχολική αργία σύμφωνα με τους περί Λειτουργίας των Δημοσίων Σχολείων Στοιχειώδους Εκπαίδευσης Κανονισμούς, η ταινία προβλήθηκε κατά τη διάρκεια της οικογενειακής ζώνης.
(ii) Η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεοπτικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας της Κ.Δ.Π. 10/2000.
Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας ότι η πρωτόδικη άποψη πως η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα είναι εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης λόγω σύγκρουσης της με το άρθρο 34(2) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμων 1998-2001, είναι εσφαλμένη.
Τα άρθρα πάνω στα οποία βασίζεται η εισήγηση είναι τα πιο κάτω:
Το άρθρο 33(2)(η) έχει ως εξής:
“33. (2) Η μετάδοση διαφημίσεων και μηνυμάτων τηλεμπορίας από το σταθμό πρέπει να συνάδει ή, ανάλογα με την περίπτωση, να μην παραβιάζει τις πιο κάτω διατάξεις:
........................................................................................................
(η) Όταν παρεμβάλλονται διαφημίσεις ή τηλεμπορικά μηνύμα[*158]τα σε εκπομπές άλλες από εκείνες που προβλέπονται στην παράγραφο (στ), πρέπει να παρέχεται διάστημα είκοσι τουλάχιστο λεπτών μεταξύ δύο διαδοχικών διακοπών κατά τη διάρκεια της εκπομπής.”
Το άρθρο 34(2) έχει ως εξής:
“34. (2) Η αναλογία του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων και μηνυμάτων τηλεμπορίας μέσα σε κάθε δεδομένη ωρολογιακή ώρα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 20%.”
Η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα έχει ως εξής:
“Διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος
Οι διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος για διαφημίσεις, τηλεμπορία και αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών (trailers) δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 3½ λεπτά.”
Tο Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποφάνθηκε ότι η παράγραφος ΣΤ.3, η οποία επιτρέπει σε κάθε 20 λεπτά διακοπή για διαφημίσεις μέχρι 3½ λεπτά (συνολικά 10½ λεπτά για κάθε ώρα), συγκρούεται με το άρθρο 34(2) του Νόμου το οποίο επιτρέπει τη μετάδοση διαφημίσεων μέχρι 20% σε κάθε ωρολογιακή ώρα (συνολικά 12 λεπτά για κάθε ώρα).
Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω προσέγγιση είναι λανθασμένη αφού η διαφορά μεταξύ των 12 λεπτών (που επιτρέπει το άρθρο 34(2) του Νόμου) και των 10½ λεπτών (που επιτρέπει η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα) μπορεί να συμπληρωθεί κατά τη διάρκεια των διακοπών άλλων εκπομπών, όπως π.χ. κατά τη διάρκεια φυσικών διακοπών σε αθλητικά προγράμματα.
Ο χρονικός περιορισμός που επιβάλλει η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα εξετάστηκε πρωτοδίκως σε αριθμό αποφάσεων στις οποίες είχαν εκδοθεί διϊστάμενες αποφάσεις. (Βλ. Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Προσφυγή 1096/2001 της 7/1/2003 και Aντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Προσφυγή Aρ. 1261/2003 της 31/5/2005). Το θέμα εξετάστηκε πρόσφατα από την Ολομέλεια στην υπόθεση Aντέννα Λτδ. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 A.A.Δ. 558, στην οποία κρίθηκε ότι η παράγραφος ΣΤ.3 δεν βρίσκεται εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης. Εξετάζοντας την εισήγηση ότι η παράγραφος ΣΤ.3 (με το μαθηματικό υπολογισμό ότι υπήρχε διαφορά μεταξύ [*159]των 10½ λεπτών που επιτρέπει ο Κανονισμός και των 12 λεπτών που επιτρέπει ο Νόμος) είναι εκτός νομοθετικής διάταξης, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε από την πιο πάνω ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας, που εκδόθηκε από το Δικαστή Αρτέμη, τα πιο κάτω:
“Εν πάση όμως περιπτώσει, και πέρα από τα πιο πάνω, υποδεικνύουμε ότι ο μαθηματικός υπολογισμός του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα πάσχει για δύο βασικούς λόγους:
Πρώτον, παραγνωρίζει το γεγονός ότι οποιοσδήποτε χρόνος διακοπών ενός προγράμματος που αφιερώνεται σε διαφημίσεις μπορεί να συμπληρώνεται με μετάδοση διαφημιστικών μηνυμάτων αμέσως πριν την αρχή ή αμέσως μετά το τέλος του προγράμματος, δηλαδή στις ενδιάμεσες διακοπές μεταξύ δύο προγραμμάτων.
Δεύτερον, παίρνει εσφαλμένα ως δεδομένο ότι η πρώτη διακοπή σε ένα πρόγραμμα μπορεί να γίνεται μόνο σε 20 τουλάχιστον λεπτά μετά την έναρξή του. Αυτό είναι λανθασμένο. Η εικοσάλεπτη περίοδος που προβλέπεται από το Νόμο αφορά το διάστημα μεταξύ δύο διακοπών και όχι μεταξύ της έναρξης του προγράμματος και της πρώτης διακοπής (ή ακόμη και το διάστημα μεταξύ της τελευταίας διακοπής του προγράμματος και του τέλους του). Θα μπορεί σε κατάλληλο σημείο αμέσως μετά την έναρξη του προγράμματος, για παράδειγμα, μετά την προβολή των τίτλων, να γίνει η πρώτη διακοπή. Με αυτό τον τρόπο, σε ένα μονόωρο πρόγραμμα θα μπορεί να υπάρχουν ουσιαστικά τρεις διακοπές μέσα σε μια ωρολογιακή ώρα για διαφημιστικά μηνύματα συνολικής ανώτατης διάρκειας 10½ λεπτών και ο ολικός χρόνος των 12 λεπτών κατά ωρολογιακή ώρα να συμπληρώνεται από διαφημίσεις πριν την έναρξη ή μετά το τέλος του συγκεκριμένου προγράμματος. Κατά τον ίδιο τρόπο, ένα πρόγραμμα διάρκειας μισής ώρας θα μπορούσε να έχει δύο διακοπές και με τη συμπλήρωση του χρόνου με διαφημίσεις στην αρχή και στο τέλος του, θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να φθάνει ο χρόνος κάθε ωρολογιακής ώρας σε 12 λεπτά. (Όσον αφορά τη μετάδοση κινηματογραφικών ταινιών ή τηλεταινιών μεγάλης διάρκειας, υπάρχουν ειδικές πρόνοιες που στην παρούσα περίπτωση δεν μας αφορούν, αφού δεν έχει εγερθεί οποιοδήποτε επιχείρημα σχετικά με αυτές).”
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω κρίνουμε ότι η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα δεν συγκρούεται με τις πρόνοιες του άρθρου 34(2) του βασικού Νόμου.
[*160]
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η επίδικη πράξη επικυρώνεται. Η εφεσίβλητη καταδικάζεται όπως καταβάλει τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο