Zήνων Eυθυμιάδης Eστέιτς Λτδ ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166

(2006) 3 ΑΑΔ 166

[*166]10 Aπριλίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΖΗΝΩΝ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗΣ ΕΣΤΕΪΤΣ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3418)

 

Προσφυγή βάσει του Αρθρου 146 του Συντάγματος ― Προσφυγή κατά παραλείψεως ― Προθεσμία ― Κατά πόσο είναι εφικτό να κριθεί ως εκπρόθεσμη προσφυγή που στρέφεται κατά συνεχιζόμενης παράλειψης εκ του λόγου ότι έχει μεσολαβήσει ρητή αρνητική απόφαση της αρμόδιας αρχής, η οποία είτε δεν προσβλήθηκε εμπρόθεσμα, είτε προσβλήθηκε μεν με προσφυγή, αλλά χωρίς επιτυχία ― Ανασκόπηση και κριτική ανάλυση της όλης νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 23.5 ― Η υποχρέωση επιστροφής απαλλοτριωθείσας ακίνητης ιδιοκτησίας όταν ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε δεν καταστεί εφικτός ― Άρθρο 15 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62) ― Ανασκόπηση νομολογίας και διατύπωση της ορθής ερμηνείας της συνταγματικής διάταξης.

Η εφεσείουσα εταιρεία προσέβαλε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή της κατά της παράλειψης επιστροφής του απαλλοτριωθέντος κτήματός της.

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Η υποχρέωση της διοίκησης να προσφέρει επιστροφή κτήματος, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης του οποίου δεν κατέστη εφικτός, όπως [*167]επιβάλλεται με συνταγματική ισχύ στο Άρθρο 23.5, είναι άρρηκτα και πάγια ακόλουθη της υποχρέωσης της εκείνης. Και η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να διαγραφεί δια παντός ως εκ μιας αρνητικής τοποθέτησης της διοίκησης σε κάποιο συγκεκριμένο χρόνο έναντι αιτήματος για επιστροφή. Μία τέτοια αρνητική τοποθέτηση συνιστά βεβαίως εκτελεστή διοικητική πράξη, η νομιμότητα της οποίας κρίνεται, εφ’ όσον προσβληθεί, με αναφορά στα δικά της δεδομένα ως προς το συγκεκριμένο σχετικό χρόνο σε συνάρτηση με το ερώτημα κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν είχε καταστεί εφικτός. Ανεπιτυχής προσβολή τέτοιας απόφασης ή παράλειψη εμπρόθεσμης προσβολής της, διατηρεί τη νομιμότητα της ως διοικητικής κρίσης επί των δεδομένων της. Δεν καταργεί όμως τη θεμελιακή υποχρέωση της διοίκησης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης και τη δυνατότητα του πρώην ιδιοκτήτη να επανέλθει με νέο αίτημα για επιστροφή. Κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει καταστεί εφικτός θα κριθεί πλέον με αναφορά στο σύνολο των δεδομένων όπως έχουν διαμορφωθεί, σε συνάρτηση πάντοτε προς το σχετικό προς το ερώτημα χρόνο, περιλαμβανομένων των προηγηθέντων αλλά και των ακολουθησάντων την αρνητική απόφαση δεδομένων. Το ζητούμενο δεν είναι πλέον η αρνητική απόφαση, η οποία και όντως δεν θα μπορούσε να προσβάλλεται τώρα εκπροθέσμως, αλλά η ακόλουθη εκείνης και συνεχιζόμενη υποχρέωση της διοίκησης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης, παράλειψη εκπλήρωσης της οποίας και μπορεί πάντοτε να προσβάλλεται, ως συνεχιζόμενη παράλειψη.

     Και είναι ακριβώς τέτοια συνεχιζόμενη παράλειψη μετά και από την αρνητική απάντηση της 16.4.1999, και όχι εκείνη την αρνητική απάντηση, που προσβάλλει η προσφυγή. Η αναφορά στο αιτητικό σε "άρνηση και ή παράλειψη" είναι σαφώς αναφορά όχι στην κυριολεκτικά άρνηση της 16.4.1999 αλλά στη συνεχιζόμενη  παράλειψη της διοίκησης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης που περιγραφικά δίδεται ως η συνεχής αρνητική της διάθεση να επιστρέψει το κτήμα. Αυτό είναι σαφές από τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η προσφυγή, και δη την αναφορά ότι, παρά την πάροδο 15 μηνών από την αρνητική απόφαση της 16.4.1999, η διοίκηση ουδέν έπραξε για την ανέγερση του τυπογραφείου και ούτε περιέλαβε οποιαδήποτε σχετική δαπάνη στον προϋπολογισμό. Με την προσβολή της συνεχιζόμενης παράλειψης λοιπόν τίθεται εκ νέου προς εξέταση η εκπλήρωση της διαρκούς υποχρέωσης της διοίκησης και μάλιστα χωρίς να έχει μεσολαβήσει, εφ’ όσον η αρνητική απάντηση της 16.4.1999 δεν προσεβλήθη, δικαστική κρίση επ’ αυτής.

2.  Η παραπομπή στο εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίω[*168]σης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου, η οποία συναρτά την εφαρμογή του Άρθρου 23.5 προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς, και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση, εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό αυτό. Το να τίθεται το ερώτημα με άλλους όρους, δηλαδή κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, δεν συνιστά απλώς αλλαγή έμφασης αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο να διολισθήσει η διερεύνηση από τα πραγματικά αντικειμενικά δεδομένα που διέπουν το εφικτά πραγματοποιήσιμο του σκοπού σε πεδίο όχι πολύ πέραν των υποκειμενικών διαθέσεων της διοίκησης με ανάλογες συνέπειες, ως εκ της προκύπτουσας διαφοροποίησης του επιπέδου των απαιτούμενων ενεργειών της διοίκησης, στο αποτέλεσμα της όποιας συγκεκριμένης υπόθεσης. Το βάρος στον πρώην ιδιοκτήτη δεν είναι να αποδείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν προέβη στις ενέργειες εκείνες που, αναλόγως βεβαίως της περίπτωσης, θα εκρίνοντο ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου. Η σαφής ορολογία του Άρθρου 23.5 αντανακλά δεόντως την αντίληψη της πλήρης Oλομέλειας για την ουσιαστική διάσταση του όπως την έχει εκφράσει.

     Η Εφεσείουσα εισηγείται ότι η ένταξη του κτήματος στην οικιστική ζώνη συνιστούσε αφ’ εαυτής λόγο κρίσης του ανέφικτου του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Με αυτό η πλήρης Ολομέλεια δεν συμφωνεί. Η ένταξη του κτήματος στην οικιστική ζώνη δεν επενεργεί αυτομάτως ώστε να καταστήσει το σκοπό της απαλλοτρίωσης ανέφικτο άνευ ετέρου. Αν και δεν είναι θέμα πολεοδομικής χαλάρωσης, όπως αναφέρει ο αδελφός μας Δικαστής, αλλά ούτε και εξαίρεσης του κράτους, όπως εισηγήθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, εν τούτοις, στην περίπτωση αναπτύξεως πλην των αναφερομένων στο Γενικό Διάταγμα Ανάπτυξης από Κυβερνητικά Τμήματα και Υπηρεσίες, ακολουθείται η προβλεπόμενη διαδικασία, το αποτέλεσμα της οποίας δεν μπορεί βεβαίως αλλά και δεν αρμόζει να προκριθεί και συναρτάται προς όλους τους παράγοντες που μπορεί να διέπουν οποιαδήποτε τέτοια μη ρητώς αναφερόμενη ανάπτυξη στα πλαίσια του Τοπικού Σχεδίου.  Η ένταξη του κτήματος στην οικιστική ζώνη θα μπορούσε όμως να είχε τη σημασία της στα πλαίσια του ευρύτερου ερωτήματος κατά πόσο ενεργοποιούνται οι πρόνοιες του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος και του Άρθρου 15 του Ν. 15/62, ιδιαιτέρως ως προς τις συνέπειες της στους σχεδιασμούς και προγραμματισμούς του έργου και της διαφοροποίησης αυτών.

     Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα παραπέμπει ακριβώς [*169]σε στοιχεία προερχόμενα από την ίδια τη Δημοκρατία τα οποία, όπως εισηγείται, αποκαλύπτουν ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ποτέ δεν έχει καταστεί εφικτός. Αναφέρεται ιδιαιτέρως σε πρακτικά συνεδρίας σε σχέση με το θέμα ημερομηνίας 8.11.2000.

     Με όλα τα δεδομένα που περιβάλλουν την υπόθεση η πλήρης Ολομέλεια οδηγήθηκε στην κατάληξη ότι είναι ορθή η θέση της Εφεσείουσας. Η αρχιτεκτονική μελέτη για το έργο για το οποίο είχε γίνει η απαλλοτρίωση και που ετοιμάσθηκε το 1996, τέσσερα δηλαδή χρόνια μετά την απαλλοτρίωση, δεν είχε οποιοδήποτε αντίκρισμα στη συνέχεια. Αλλά ούτε και το 1998 που η Εφεσείουσα ζήτησε να της επιστραφεί το κτήμα και το 1999 που το αίτημα της απερρίφθη φάνηκε να υπήρξε οποιαδήποτε κινητικότητα.  Η αόριστη αναφορά στην απάντηση που της εδόθη ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν είχε εγκαταλειφθεί αλλά εξακολουθούσε να ισχύει δεν ήταν, αντικειμενικώς βεβαίως κρινόμενη, παρά μόνο τυποποιημένη αναφορά σε επιθυμία της διοίκησης να ανεγείρει, σε κάποιο αβέβαιο μελλοντικό στάδιο, το Τυπογραφείο στον εν λόγω χώρο. Και όχι μόνο αυτά. Με δεδομένη από το 1996 την ένταξη του κτήματος στην οικιστική ζώνη, ουδεμία ενέργεια έγινε προς την τροχιοδρόμηση των διαδικασιών που προνοούνται στο Τοπικό Σχέδιο για εξασφάλιση των δυνατοτήτων τέτοιας ανάπτυξης. Ούτε βεβαίως υπήρξε ποτέ πρόβλεψη για το έργο στον Προϋπολογισμό. Απεναντίας, φαίνεται να υπήρχαν ακόμα αβεβαιότητες αναφορικά με το όλο έργο ακόμα και μετά την αρνητική απάντηση της 16.4.1999 και την καταχώρηση της προσφυγής το 2000. Στη σύσκεψη της 8.11.2000 διαπιστώθηκε ότι τα υφιστάμενα σχέδια δεν ήσαν ικανοποιητικά και ετέθη ευθέως θέμα κατά πόσο ενδείκνυτο να προχωρήσει το πράγμα στη βάση των εν λόγω σχεδίων σε συνάρτηση με τις ανάγκες για την επόμενη δεκαετία αλλά και εικοσαετία καθώς και θέμα εκτίμησης της δαπάνης του έργου. Ακόμα δε και η ανάγκη για ετοιμασία νέων προσχεδίων από το Τμήμα Δημοσίων Έργων στη συνέχεια είναι χαρακτηριστική της όλης πορείας του πράγματος. Προκύπτει ακόμα σε αυτό το στάδιο και θέμα ανέγερσης του Τυπογραφείου στον εν λόγω χώρο ή στέγασης του σε άλλο χώρο, δηλαδή στο υφιστάμενο εργοστάσιο στην Κοκκινοτριμιθιά. Με κατάληξη την τελευταία συνεδρία της 31.10.2001, όπου ο ίδιος ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών θέτει ευθέως το ερώτημα αν θα πρέπει να προχωρήσει η ανέγερση του Τυπογραφείου στον εν λόγω χώρο ή αν υπάρχει και θα διερευνηθεί άλλη πιο εξυπηρετική και συμφέρουσα λύση, όπως η αγορά έτοιμου κτιρίου του απαιτούμενου μεγέθους, αλλά και το Τμήμα Προγραμματισμού δεν τοποθετείται επί του αν θα πρέπει να προχωρήσει η ανέγερση του Τυπογραφείου στον εν λόγω χώρο αφού ακόμα δεν έχει διευκρινισθεί αν το κτίριο των Κω[*170]φαλάλων στην Κοκκινοτριμιθιά μπορεί να προσφέρεται ως άλλη λύση. Και τέλος η τελεία έλλειψη οποιασδήποτε άλλης ενέργειας έκτοτε.

     Με όλα αυτά υπ’ όψη όντως μπορεί να συναχθεί ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει καταστεί εφικτός. Όχι μόνο μέσα σε τρία χρόνια μετά από την απαλλοτρίωση αλλά ούτε και μέχρι την ημέρα που απερρίφθη το αίτημα της Εφεσείουσας για επιστροφή του κτήματος ή που κατεχωρήθη η προσφυγή και ακόμα, αν αυτό ήταν σχετικό, ούτε μέχρι σήμερα. Κατακράτηση του κτήματος από τη Δημοκρατία υπό αυτές τις συνθήκες θα ισοδυναμούσε με εσαεί δέσμευση του εν αναμονή και σε περίπτωση που το κράτος θα απεφάσιζε οποτεδήποτε να οριστικοποιήσει και υλοποιήσει την πρόθεση του να το χρησιμοποιήσει για την ανέγερση του Τυπογραφείου.  Αυτό θα ήταν έξω από τα πλαίσια του σκοπού της απαλλοτρίωσης, το εφικτό του οποίου ασφαλώς  κρίνεται σε συνάρτηση με τα δεδομένα της απαλλοτρίωσης, και θα απέληγε σε προσπορισμό αδικαιολόγητου οφέλους στο κράτος και πρόκληση αντίστοιχης αδικίας στον ιδιοκτήτη αν, ως συνήθως, η αξία του κτήματος έχει εν τω μεταξύ αυξηθεί.

     Το ίδιο το Σύνταγμα, αφαιρώντας μεν το δικαίωμα ιδιοκτησίας με την απαλλοτρίωση, συγχρόνως δημιουργεί το δικαίωμα επανάκτησης του κτήματος υπό τις προϋποθέσεις του Συντάγματος και του νόμου.

     Η έφεση λοιπόν επιτυγχάνει και η εφεσιβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται. Η παράλειψη της Δημοκρατίας να ακολουθήσει τη διαδικασία του Αρθρου 23.5 του Συντάγματος και του Αρθρου 15 του Ν. 15/62 κηρύσσεται άκυρη και παν το παραλειφθέν ως προς τούτο δέον όπως εκτελεσθεί.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Mustafa v. Republic (1961) 1 R.S.C.C. 44,

Papasavva v. Republic (1973) 3 C.L.R. 467,

Papasavva v. Republic (1979) 3 C.L.R. 563,

Epaminonda a.o. v. Limassol Municipality (1980) 3 C.L.R. 280,

Pikis v. Republic (1965) 3 C.L.R. 131,

[*171]

Mourtouvanis v. Republic (1966) 3 C.L.R. 100,

Georgiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 168,

Ktenas a.ο. v. Republic (1966) 3 C.L.R. 64,

Epaminonda a.o. v. Limassol Municipality (1984) 3 C.L.R. 1534,

Kaniklides v. Republic a.o., 2 R.S.C.C. 49,

Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1144,

Δημοκρατία ν. Κωνσταντή κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 307,

Nicolaidou v. Republic (1985) 3 C.L.R. 88,

Ιερωνυμίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2590,

Τσαγγαρίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3392,

Χριστοφή ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 4076,

Κιτρομηλίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 177,

Αντωνίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1513/97, ημερ. 17.7.2000,

Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 641/99, ημερ. 15.9.2000,

Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 926/2002, 17.12.2003,

ΕΤΚΟ Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 260/2002, 9.1.2004.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 967/2000), ημερ. 21/3/2002.

Χρ. Κιτρομηλίδης, για την Εφεσείουσα.

Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα [*172]δοθεί από το Δικαστή Δ. Χατζηχαμπή.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Κτήμα της Εφεσείουσας εταιρείας στο Στρόβολο έκτασης 6990 τ.μ. απαλλοτριώθηκε από τη Δημοκρατία με Διάταγμα Απαλλοτρίωσης δημοσιευθέν στις 6.12.1992 (προηγήθηκε η σχετική Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης δημοσιευθείσα στις 15.11.1991) προς το σκοπό ανέγερσης νέου Κυβερνητικού Τυπογραφείου. Προσεφέρθη ως αποζημίωση το ποσό των £72.000 το οποίο η Εφεσείουσα έλαβε με επιφύλαξη δικαιωμάτων και το κτήμα ενεγράφη επ’ονόματι της Δημοκρατίας. Αφού πέρασαν έξι χρόνια χωρίς να ανεγερθεί το Τυπογραφείο, η Εφεσείουσα στις 6.4.1998 ζήτησε επιστροφή του κτήματος δυνάμει του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος και του άρθρου 15 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν. 15/62). Το άρθρο 23.5, στη βάση του οποίου δομούνται και οι πρόνοιες του άρθρου 15, προνοεί:

"Οιαδήποτε ακίνητος ιδιοκτησία, ή δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας απαλλοτριωθείσα αναγκαστικώς θα χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς προς τον δι’ον απηλλοτριώθη σκοπόν. Εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτριώσεως δεν καταστή εφικτός ο τοιούτος σκοπός, η απαλλοτριώσασα αρχή, ευθύς μετά την εκπνοήν της ρηθείσης προθεσμίας των τριών ετών υποχρεούται να προσφέρη την ιδιοκτησίαν επί καταβολή της τιμής κτήσεως εις το πρόσωπον παρ’ου απηλλοτρίωσεν αυτήν. Το πρόσωπον τούτο δικαιούται εντός τριών μηνών από της λήψεως της προσφοράς να γνωστοποιήση την αποδοχήν ή μη ταύτης. Εφ’όσον δε γνωστοποιήση ότι αποδέχεται την προσφοράν, η ιδιοκτησία επιστρέφεται ευθύς άμα αποδοθή παρά του προσώπου το τίμημα εντός περαιτέρω προθεσμίας τριών μηνών από της τοιαύτης αποδοχής."

Το αίτημα της Εφεσείουσας απερρίφθη στις 16.4.1999 με το αιτιολογικό ότι:

"(α) Ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δηλ. η ανέγερση νέου Κυβερνητικού Τυπογραφείου δεν έχει εγκαταλειφθεί αλλά εξακολουθεί να ισχύει.

(β) Ήδη έχουν εκπονηθεί από το Τμήμα Δημοσίων Έργων τα αρχιτεκτονικά σχέδια και η στατική μελέτη και το τεμάχιο θα χρησιμοποιηθεί για το σκοπό για τον οποίο έχει απαλλοτριωθεί, με την έναρξη της σταδιακής υλοποίησης των αρχιτεκτονικών σχεδίων."

Στις 19.7.2000 η Εφεσείουσα κατεχώρησε προσφυγή ζητώντας [*173]την ακόλουθη θεραπεία:

"Δήλωση και ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η άρνηση και ή παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να ανακαλέσουν την απαλλοτρίωση και να επιστρέψουν στους αιτητές το κτήμα υπ’αρ. εγγραφής Η207 τεμάχιο 2457 στον Στρόβολο, το οποίο απαλλοτριώθη για σκοπούς ανέγερσης του Κυβερνητικού Τυπογραφείου, πλην όμως τούτο δεν έχει χρησιμοποιηθεί μέσα στα καθοριζόμενα από το σύνταγμα και το νόμο χρονικά περιθώρια και ή ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθη κατέστη ανέφικτος, είναι άκυρη και ή παράνομη και ή ελήφθη καθ’ υπέρβαση εξουσίας."

Η Εφεσείουσα υπεδείκνυε στην προσφυγή της ότι, παρά την παρέλευση ενός και πλέον έτους από την απάντηση της 16.4.1999, δεν υπήρξε οποιαδήποτε εξέλιξη ούτε έγινε πρόνοια στον προϋπολογισμό, αντίθετα δε, με την ένταξη του κτήματος στην οικιστική πολεοδομική ζώνη αντί στην αγροτική που ήταν όταν έγινε η απαλλοτρίωση, μετά από τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου το 1996, ώστε να μην επιτρέπεται η ανέγερση τυπογραφείου, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν καθίστατο πλέον εφικτός. Η Δημοκρατία αντέτεινε ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν είχε εγκαταλειφθεί, παραπέμποντας μάλιστα στην ετοιμασία αρχιτεκτονικών σχεδίων και στη συνεχιζόμενη εξέταση του θέματος από τη διοίκηση, και σημειώνοντας ότι η ένταξη του κτήματος στην οικιστική ζώνη δεν καθιστούσε το σκοπό της απαλλοτρίωσης ανέφικτο αφού στο Τοπικό Σχέδιο προβλέπεται διαδικασία για ανάπτυξη, πλην της αναφερόμενης στο Γενικό Διάταγμα Ανάπτυξης, εκ μέρους Κυβερνητικών Τμημάτων και Υπηρεσιών, ώστε να μην αποκλείετο η ανέγερση τυπογραφείου.

Η προσφυγή απερρίφθη από αδελφό μας Δικαστή με το ακόλουθο σκεπτικό (σ.5):

"Στην προκείμενη περίπτωση, και με βάση τα στοιχεία τα οποία τέθηκαν ενώπιόν μου, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, δηλαδή η ανέγερση νέου Κυβερνητικού Τυπογραφείου, κατέστη ανέφικτος. Το γεγονός ότι το επίδικο κτήμα εντάχθηκε στη ζώνη Κα8, όπου ρητά απαγορεύεται η ανέγερση τυπογραφείου, δεν εξυπακούει, κατ’ ανάγκη, ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης κατέστη ανέφικτος. Η καθ’ ης η αίτηση επιμένει ότι ο εν λόγω σκοπός εξακολουθεί να ισχύει, ήδη έχουν εκπονηθεί τα αρχιτεκτονικά σχέδια και στατική μελέτη, είναι δε δυνατόν να δοθεί πολεοδομική χαλάρωση και να επιτραπεί, τελικά, η ανέγερση του Κυβερνητικού Τυπογραφείου."

[*174]

Η έφεση κατά της απόφασης αυτής ακούσθηκε, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, από Πενταμελή Ολομέλεια. Μετά την επιφύλαξη της απόφασης όμως εκρίθη ότι ενδείκνυτο να επιληφθεί της υπόθεσης η Πλήρης Ολομέλεια εφ’όσον στο επίκεντρο της ήταν το όλο καθεστώς της νομολογίας μας ως προς τα κριτήρια που διέπουν την εφαρμογή του Άρθρου 23.5. Έτσι και έγινε, και η απόφαση επεφυλάχθη και πάλι αφού ακούσθησαν τα μέρη. Εκρίθη όμως αναγκαίο το επανάνοιγμα της υπόθεσης για συζήτηση νέου θέματος το οποίο ετέθη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και το οποίο δεν αφορούσε την ουσία αλλά το εμπρόθεσμο της προσφυγής. Και τούτο με αναφορά στο κατά πόσο, εφ’ όσον υπήρξε συγκεκριμένη αρνητική απόφαση της διοίκησης στο αίτημα της Εφεσείουσας στις 16.4.1999, η Εφεσείουσα, μη έχοντας προσβάλει εμπρόθεσμα την εν λόγω απόφαση, μπορούσε, έχοντας υπ’ όψη τη νομολογία, δεκαπέντε μήνες μετά όταν καταχώρησε την προσφυγή της στις 19.7.2000, να επανέλθει. Ακούσθησαν λοιπόν και επ’ αυτού τα μέρη.

Η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα είναι ότι, καθ’ όσον το θέμα δεν είχε κλείσει οριστικά με την αρνητική τοποθέτηση της διοίκησης στις 16.4.1999 ως εκ της δυνατότητας διαφοροποίησης των πραγμάτων, εξακολουθούσε να υπάρχει υποχρέωση της διοίκησης για θετική ενέργεια που να μπορούσε να προσβληθεί ως παράλειψη συνεχιζόμενης υποχρέωσης. Ήταν σε αυτή τη βάση που ο κ. Παπαϊωάννου συζήτησε και τη νομολογία. Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία εισηγήθηκε ότι, εφ’ όσον υπήρξε απόφαση της διοίκησης η οποία δεν προσεβλήθη εμπρόθεσμα, η νομολογία δεν παρείχε στην Εφεσείουσα τη δυνατότητα να επανέλθει.

Η γενική αρχή διατυπώθηκε από νωρίς στην υπόθεση Mustafa v. Republic (1961) 1 R.S.C.C. 44, ότι, προκειμένου για συνεχιζόμενη παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, δεν τίθεται θέμα εκπρόθεσμου προσφυγής. Προφανώς, εφ’ όσον είναι η παράλειψη που προσβάλλεται, η συνέχιση της δεν ενεργοποιεί την προθεσμία των 75 ημερών. Η ξεκάθαρη αυτή αρχή όμως δεν παρέμεινε τέτοια. Η Papasavva v. Republic (1973) 3 C.L.R. 467, εφαίνετο να επέφερε μια διαφοροποίηση. Ο Α. Λοΐζου, Δ. (ως ήτο τότε), εξέφρασε την άποψη (σ.476) ότι:

"… the present case is one where by the re-examination of the matter the continuing nature of the omission was terminated."

Με αποτέλεσμα να κριθεί εκπρόθεσμη προσφυγή που δεν προ[*175]σέβαλε εμπρόθεσμα την απόφαση που ελήφθη με την επανεξέταση. Ο Α. Λοΐζου, Δ., δεν εξήγησε πως η υπόθεση αφορούσε συνεχιζόμενη παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, και δη αν η συνεχιζόμενη παράλειψη αφορούσε, όπως στην ενώπιόν μας υπόθεση, την ουσία του δικαιώματος (που δεν ήταν η περίπτωση αυτή) ή την υποχρέωση επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση. Αυτό όμως διευκρινίσθηκε πλήρως, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, στην απόφαση της Ολομέλειας κατ’έφεση (Papasavva v. Republic (1979) 3 C.L.R. 563), με την οποία επικυρώθηκε μεν η κατάληξη του Λοΐζου, Δ., αλλά ουσιαστικά με άλλο σκεπτικό και χωρίς αναφορά στο πιο πάνω απόσπασμα.

Και ακολούθησε η Epaminonda and others v. Limassol Municipality (1980) 3 C.L.R. 280 που αφορούσε, όπως και η προκειμένη, αίτημα για επιστροφή απαλλοτριωθέντος κτήματος στη βάση του Άρθρου 23.5. Η συζήτηση επικεντρώθηκε, με ευρεία αναφορά στη νομολογία, στο κατά πόσο η αρνητική τοποθέτηση της διοίκησης συνιστούσε άρνηση προς το παρόν άσκησης αρμοδιότητας, οπότε η συνεχιζόμενη παράλειψη θα διατηρείτο, όπως στην Pikis v. Republic (1965) 3 C.L.R. 131, στη Mourtouvanis v. Republic (1966) 3 C.L.R. 100 και στην Georgiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 168, ή θετική απόφαση στα πλαίσια άσκησης τέτοιας αρμοδιότητας, όπως, ως εθεωρήθη, στην Papasavva, ανωτέρω, και στη Ktenas et al v. Republic (1966) 3 C.L.R. 64, οπότε η συνεχιζόμενη παράλειψη δεν θα διατηρείτο. Η κατάληξη ήταν ότι η απόρριψη του αιτήματος για επιστροφή του κτήματος "amounted to a definite refusal with its own legal consequences .." (σ. 294). O A. Λοΐζου, Δ. (ως ήτο τότε) προχώρησε όμως να παρατηρήσει και τα ακόλουθα (σ. 294):

"I do not subscribe to the view that because there exists a legal and constitutional obligation to return properties to their owners when the purpose, for which same had been acquired compulsorily, has not been attained, such an obligation which constitutes a continuing omission can be challenged by a recourse indefinitely and that a definite express refusal by the administrative organ concerned, as in the present case, to perform what was omitted, does not set the time limit, prescribed by para. 3 of Article 146 of the Constitution, in motion.

Moreover, no different legal principles, regarding the commencement of the running of the time within which a recourse may be filed govern an omission to perform a legal or constitutional duty, and different ones govern an omission to [*176]exercise a discretion when in either instance there supervenes an express definite refusal to perform what until then had been omitted to be done."

Επικυρώνοντας την απόφαση, η Ολομέλεια (Epaminonda and Others v. Limassol Municipality (1984) 3 C.L.R. 1534), αφού αναφέρθηκε στη νομολογία, κατέληξε (σελίδες 1546-1549) ως εξής (Σαββίδης, Δ., δίδοντας την απόφαση):

"On the totality of such authorities and in particular bearing in mind the dicta in Papasavva case (supra) we are in agreement with the learned trial Judge that the legal and constitutional obligation of an acquiring authority to return properties compulsorily acquired to their owners when the purpose of the acquisition has not been attained, independently of the fact that such obligation may be of a continuing nature, cannot be subject to a challenge indefinitely once there has been an express refusal by the administrative organ concerned to perform what has been omitted to be done. We are of the opinion that when a decision refusing to do something is taken and is brought to the knowledge of the person affected, the continuing effect of such omission is terminated and the time of 75 days period for filing a recourse commences to run from the date of such refusal."

Δεν μας είναι δυνατό να θεωρήσουμε ότι η ακόλουθη της Mustafa v. Republic νομολογία θέτει οριστικά τέρμα στη δυνατότητα του πρώην ιδιοκτήτη να διεκδικήσει επιστροφή του κτήματος αφ’ ης στιγμής υπήρξε συγκεκριμένη αρνητική τοποθέτηση της διοίκησης η οποία είτε προσεβλήθη ανεπιτυχώς είτε δεν προσεβλήθη ως τέτοια εμπροθέσμως. Η Mustafa v. Republic εξέφρασε μια διαχρονική αρχή η οποία συναρτάται προς αυτή ταύτη την έννοια της συνεχιζόμενης παράλειψης σε σχέση με τη δεδομένη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο το απαλλοτρίωσε. Η υποχρέωση της διοίκησης να προσφέρει επιστροφή κτήματος ο σκοπός της απαλλοτρίωσης του οποίου δεν κατέστη εφικτός, όπως επιβάλλεται με συνταγματική ισχύ στο Άρθρο 23.5, είναι άρρηκτα και πάγια ακόλουθη της υποχρέωσης της εκείνης. Και η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να διαγραφεί δια παντός ως εκ μιας αρνητικής τοποθέτησης της διοίκησης σε κάποιο συγκεκριμένο χρόνο έναντι αιτήματος για επιστροφή. Μία τέτοια αρνητική τοποθέτηση συνιστά βεβαίως εκτελεστή διοικητική πράξη η νομιμότητα της οποίας κρίνεται, εφ’ όσον προσβληθεί, με αναφορά στα δικά της δεδομένα ως προς το συγκεκριμένο σχετικό χρόνο σε συνάρτηση με το ερώτημα κατά πόσο ο σκο[*177]πός της απαλλοτρίωσης δεν είχε καταστεί εφικτός. Ανεπιτυχής προσβολή τέτοιας απόφασης ή παράλειψη εμπρόθεσμης προσβολής της διατηρεί τη νομιμότητα της ως διοικητικής κρίσης επί των δεδομένων της. Δεν καταργεί όμως τη θεμελιακή υποχρέωση της διοίκησης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης και τη δυνατότητα του πρώην ιδιοκτήτη να επανέλθει με νέο αίτημα για επιστροφή. Κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει καταστεί εφικτός θα κριθεί πλέον με αναφορά στο σύνολο των δεδομένων όπως έχουν διαμορφωθεί, σε συνάρτηση πάντοτε προς το σχετικό προς το ερώτημα χρόνο, περιλαμβανομένων των προηγηθέντων αλλά και των ακολουθησάντων την αρνητική απόφαση δεδομένων. Το ζητούμενο δεν είναι πλέον η αρνητική απόφαση, η οποία και όντως δεν θα μπορούσε να προσβάλλεται τώρα εκπροθέσμως, αλλά η ακόλουθη εκείνης και συνεχιζόμενη υποχρέωση της διοίκησης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης, παράλειψη εκπλήρωσης της οποίας και μπορεί πάντοτε να προσβάλλεται, όπως υποδεικνύει η Mustafa v. Republic, ως συνεχιζόμενη παράλειψη.

Και είναι ακριβώς τέτοια συνεχιζόμενη παράλειψη μετά και από την αρνητική απάντηση της 16.4.1999, και όχι εκείνη την αρνητική απάντηση, που προσβάλλει η προσφυγή. Η αναφορά στο αιτητικό σε "άρνηση και ή παράλειψη" είναι σαφώς αναφορά όχι στην κυριολεκτικά άρνηση της 16.4.1999 αλλά στη συνεχιζόμενη  παράλειψη της διοίκησης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης που περιγραφικά δίδεται ως η συνεχής αρνητική της διάθεση να επιστρέψει το κτήμα. Αυτό είναι σαφές από τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η προσφυγή, και δη την αναφορά ότι, παρά την πάροδο 15 μηνών από την αρνητική απόφαση της 16.4.1999, η διοίκηση ουδέν έπραξε για την ανέγερση του τυπογραφείου και ούτε περιέλαβε οποιαδήποτε σχετική δαπάνη στον προϋπολογισμό. Με την προσβολή της συνεχιζόμενης παράλειψης λοιπόν τίθεται εκ νέου προς εξέταση η εκπλήρωση της διαρκούς υποχρέωσης της διοίκησης και μάλιστα χωρίς να έχει μεσολαβήσει, εφ’ όσον η αρνητική απάντηση της 16.4.1999 δεν προσεβλήθη, δικαστική κρίση επ’ αυτής.

Είναι κάτω από αυτό το φως που πρέπει να ιδωθεί η ακόλουθη της Mustafa v. Republic νομολογία στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί. Κατ’ αρχή, πρέπει να διακριθούν οι περιπτώσεις που η αρνητική τοποθέτηση της διοίκησης συναρτάται όχι προς συνεχή υποχρέωση της, όπως στην εξεταζόμενη περίπτωση της συνεχούς υποχρέωσης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης, αλλά προς απόφαση καθορίζουσα οριστικώς τη θέση της επί συ[*178]γκεκριμένου αιτήματος. Αυτή ήταν η περίπτωση στην Papasavva και δεν δικαιολογείτο ο χαρακτηρισμός της ως περίπτωσης συνεχούς υποχρέωσης που ετερματίζετο ως εκ της λήψης αρνητικής απόφασης, όπως χαρακτηρίζεται στο πιο πάνω παρατεθέν απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση. Η Ολομέλεια που άκουσε την έφεση, όπως έχουμε ήδη παρατηρήσει, έθεσε το θέμα πάνω σε άλλη βάση, ότι δηλαδή δεν επρόκειτο καθόλου για περίπτωση συνεχιζόμενης παράλειψης όπως φαίνεται να υπέθεσε ο Λοΐζου, Δ.. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση που έδωσε ο Τριανταφυλλίδης, Π. (σελίδες 568-569) αποκαθιστά το πράγμα:

"We are of the view, on the basis of the facts of the present case, that the decision of the Chief of Police of May 1, 1970, constituted a refusal to reappoint the appellant as an acting police sergeant and that it could not be, therefore, treated as an omission of a continuing nature to do so; and, consequently, that it was rightly held that the time of seventy-five days provided for under Article 146.3 of the Constitution began to run as from August 6, 1970; thus, the appellant's recourse No. 431/72 was out of time.

Nor can we accept the contention of counsel for the appellant that this is a case of a continuing omission to comply with the judgment given in the appellant’s earlier recourse No. 21/69, because by the judgment in that recourse it was not laid down that the appellant had to be reappointed as an acting police sergeant, but, in effect, only, that the matter of the termination of her acting appointment to such rank, which was annulled by this Court in such recourse, had to be reconsidered in the light of the then in force policy of the Police; and we regard the decision of the Chief of Police, which was reached as aforesaid on May 1, 1970, as amounting to such a reconsideration and as constituting a sufficient compliance, in the sense of paragraph 5 of Article 146 of the Constitution, with the judgment given in the said recourse."

O Τριανταφυλλίδης, Π., προχώρησε μάλιστα να διακρίνει την ενώπιον τους υπόθεση από τη Mustafa v. Republic επί των γεγονότων με αναφορά στο τι συνιστά συνεχή υποχρέωση.

Η Epaminonda είχε μια άλλη διάσταση. Εκεί το κτήμα είχε απαλλοτριωθεί το 1961 και το 1966 οι πρώην ιδιοκτήτες κατεχώρησαν προσφυγή με την οποία ζητούσαν την επιστροφή του. Απέσυραν όμως στη συνέχεια το 1967 την προσφυγή αυτή αφού, όπως είχαν αναφέρει στη σχετική επιστολή τους, ο Δήμος είχε συμφωνήσει να καταβάλει σε αυτούς £4.500 "in consideration for the [*179]withdrawal by the Applicants of this Recourse which shall be deemed to have been settled accordingly". Για να επανέλθουν το 1968 με νέο αίτημα για επιστροφή, το οποίο βεβαίως απερρίφθη με παραπομπή στην πιο πάνω διευθέτηση. Νέα αιτήματα τους για επιστροφή το 1978 αντιμετωπίσθησαν στην ίδια βάση, τότε δε οι Εφεσείοντες καταχώρησαν προσφυγή κατά της παράλειψης του Δήμου να επιστρέψει το κτήμα. Και αυτής της προσφυγής επελήφθη ο Α. Λοΐζου, Δ., ο οποίος δεν εβάσισε την απόφαση του στο προφανές, που ήταν και το κυρίαρχο στοιχείο στο πραγματικό υπόβαθρο, ότι το όλο θέμα είχε κλείσει με την εξώδικη διευθέτηση του 1967 ώστε να μην υπήρχε πλέον καθόλου υποχρέωση επιστροφής και έννομο συμφέρον, η δε τοποθέτηση του Δήμου το 1978 να ήταν απλώς βεβαιωτική της προηγούμενης του 1968. Επανήλθε, στο παρατεθέν απόσπασμα, στην άποψη που είχε εκφράσει πρωτοδίκως στην Papasavva και με το οποίο δεν είχε ταυτισθεί η Ολομέλεια στην έφεση. Κατ’ έφεση δε η Ολομέλεια στην Epaminonda, παραθέτοντας τόσο το προαναφερθέν απόσπασμα από την απόφαση του Α. Λοΐζου, Δ., όσο και το προαναφερθέν απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας, στην Papasavva, παρέλειψε να επισημάνει την ουσιώδη διαφορά μεταξύ των δύο προσεγγίσεων και ουσιαστικά προσυπέγραψε την άποψη του Α. Λοΐζου, Δ., στην Papasavva η οποία δεν είχε αντίκρισμα στην απόφαση της Ολομέλειας στην Papasavva.

Φρονούμε λοιπόν ότι η Ολομέλεια στην Epaminonda παρερμήνευσε την απόφαση της Ολομέλειας στην Papasavva, στην οποία όπως αναφέρει κυρίως στηρίχθηκε και η οποία ουδόλως παρείχε το έρεισμα που θεώρησε ότι παρείχε για στήριξη της πρωτόδικης άποψης. Στην πραγματικότητα, ήταν τα dicta του Α. Λοΐζου, Δ., τόσο στην Papasavva όσο και στην Epaminonda που αφίσταντο της νομολογίας και δη της Mustafa v. Republic. Είναι δε χαρακτηριστικό το ότι ενώπιον της Ολομέλειας στην Epaminonda ο ίδιος ο Δήμος δεν εστήριξε τη θέση του στα dicta  του Α. Λοΐζου, Δ., στην Papasavva, εισηγούμενος ακριβώς ότι δεν επρόκειτο για συνεχή παράλειψη και παραπέμποντας στο ιστορικό του πράγματος που καταδείκνυε ότι το όλο θέμα είχε κλείσει με τη διευθέτηση του 1967, ότι η απόφαση του 1968 συνιστούσε την τοποθέτηση του Δήμου επί ανεξάρτητου της υποχρέωσης επιστροφής αιτήματος και ότι η τοποθέτηση του 1978 βεβαίωνε απλώς την ήδη εκφρασθείσα το 1968 θέση του. Η Ολομέλεια δεν επελήφθη των εισηγήσεων αυτών και έτσι, παραγνωρίζοντας την ουσιαστική και πραγματική πτυχή της υπόθεσης, διατύπωσε μια νομική άποψη που όχι μόνο λοιπόν δεν ήταν αναγκαία για σκοπούς της υπόθεσης αλλά και δεν είχε έρεισμα στην ίδια τη νομολογία της Ολομέλειας στην Papasavva στην [*180]οποία στηρίχθηκε για τη διατύπωσή της.

Καταλήγοντας λοιπόν ότι η μη εμπρόθεσμη προσβολή της αρνητικής απάντησης της 16.4.1999 δεν συνιστούσε εμπόδιο στην καταχώριση της προσφυγής της Εφεσείουσας, προχωρούμε να εξετάσουμε την έφεση, η οποία αμφισβητεί την κατάληξη του αδελφού μας Δικαστή με αναφορά και στα εν γένει στοιχεία αλλά και ιδιαίτερα στις συνέπειες της ένταξης του κτήματος στην οικιστική ζώνη, με δεδομένο ότι το κρινόμενο είναι κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει καταστεί εφικτός ("has not been attained", σύμφωνα με το Αγγλικό κείμενο). Έχει βεβαίως επεξηγηθεί από νωρίς στη νομολογία, και αναφερόμεθα ιδιαίτερα στην Kaniklides v. Republic and others, 2 R.S.C.C. 49, ότι εκείνο που πρέπει να καταδειχθεί δεν είναι ότι το έργο που είναι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει πραγματοποιηθεί με την ολοκλήρωσή του, αλλά ότι καθίσταται εφικτό να πραγματοποιηθεί.

Όπως παρατήρησε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο (σ. 58):

"The Court is, therefore, of the opinion that the provisions of paragraph 5 of Article 23 take effect if within three years of the acquisition the purpose for which the land in question had been acquired has not become «attainable». Any other interpretation would lead to absurdity in that there are bound to be many purposes for which land has been acquired in the sense of paragraph 5 of Article 23, which, by their very nature, cannot be fulfilled within the said period of three years."

Αν και λοιπόν η νομιμότητα της απαλλοτρίωσης εξυπακούει το εξ υπαρχής εφικτό πραγματοποίησης του σκοπού της, εν τούτοις παρέχεται στη διοίκηση τριετής περίοδος ώστε εμπράκτως πλέον, έχοντας τώρα νόμιμη εξουσία επί του κτήματος, να προβεί σε εκείνες τις ενέργειες που εύλογα και αναλόγως του έργου ακολουθούν προς πραγμάτωσή του.

Και έτσι όμως, η έννοια του εφικτού να πραγματοποιηθεί έχει αναφορά όχι προς τις υποκειμενικές προθέσεις ή επιθυμίες της διοίκησης αλλά προς τα αντικειμενικά δεδομένα του πράγματος που αφορούν τις ενέργειες της διοίκησης προς υλοποίηση του έργου. Σε ορισμένη νομολογία που ακολούθησε την Kaniklides παρατηρείται μια τάση διαφοροποίησης της ορολογίας του κριτηρίου, με ενδεχόμενες ανάλογες προεκτάσεις ως προς το τι πρέπει να καταδειχθεί για να ισχύει το Άρθρο 23.5, σε αναφορές στο κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει εγκαταλειφθεί ή [*181]δεν έχει καταστεί ανέφικτος. Αν οι αναφορές αυτές επεδίωκαν να διαφοροποιήσουν το κριτήριο του εφικτά πραγματοποιήσιμου και να το συναρτήσουν προς την υποκειμενική διάθεση της διοίκησης να συνεχίζει να επιθυμεί και να ενδιαφέρεται για την πραγμάτωση του έργου στο μέλλον χωρίς όμως συγχρόνως να έχει ήδη εμπράκτως προβεί στις ενέργειες εκείνες που κρίνονται εύλογα αναγκαίες προς πραγμάτωση του, θα λέγαμε ευθέως ότι αφίστανται του συνταγματικού κριτηρίου εφ’ όσον θα παρείχαν στη διοίκηση εσαεί δικαίωμα να κρατά το κτήμα χωρίς να πραγματώνει το σκοπό της κτήσης του και έτσι θα εξουδετέρωναν την επιδίωξη του άρθρου 23.5 να θέσει χρονικό όριο στην ετοιμότητα και ικανότητα της διοίκησης να υλοποιήσει το έργο για το οποίο ακριβώς έγινε η απαλλοτρίωση.

Η ανασκόπηση της νομολογίας είναι διαφωτιστική ως προς τη σωστή διάσταση του θέματος. Στην ίδια την Kaniklides έγινε συζήτηση όχι μόνο ως προς το κριτήριο του εφικτά πραγματοποιήσιμου του Άρθρου 23.5 αλλά και ως προς εγκατάλειψη του έργου. Η συζήτηση ως προς τούτο όμως έγινε ως προς άλλη εισήγηση ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης είχε εγκαταλειφθεί για σκοπούς του προ του Συντάγματος ισχύοντος άρθρου 13 του Κεφαλαίου 226. Ισχύοντος τώρα μόνο του Άρθρου 23.5, δεν μπορεί να γίνεται πλέον αναφορά σε εγκατάλειψη του σκοπού της απαλλοτρίωσης ως αυτοτελούς κριτηρίου υποκατάστατου του κριτηρίου του εφικτά πραγματοποιήσιμου του Άρθρου 23.5 παρά μόνο ως μιας περίπτωσης, και μάλιστα κατ’εξοχή περίπτωσης που εξειδικεύεται και στο άρθρο 15 του Ν. 15/62, που ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει καταστεί εφικτός.

Ήταν με αναφορά και πάλι στο προϊσχύον του Συντάγματος άρθρο 13 του Κεφαλαίου 226 και όχι με αναφορά στο Άρθρο 23.5 που συζητήθηκε θέμα εγκατάλειψης του σκοπού της απαλλοτρίωσης και στην Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1144.

Το θέμα της ισχύος των προνοιών του άρθρου 13 του Κεφαλαίου 226 μετά από το Σύνταγμα έχει εξ άλλου ξεκαθαρίσει με την απόφαση στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κωνσταντή κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 307.

Η πρώτη εμφάνιση απ’ ευθείας αναφοράς στα πλαίσια του Αρθρου 23.5 σε διαφοροποιημένη ορολογία ήταν στη Nicolaidou v. Republic (1985) 3 C.L.R. 88. Ο Μαλαχτός, Δ., αν και παρέθεσε το ανωτέρω απόσπασμα από την Κaniklides, κατέληξε παρατηρώντας ότι (σ.94):

[*182]

"… it cannot be said that the purpose for which the compulsory acquisition was ordered i.e. the construction of the Syngrou Avenue of Limassol, has been abandoned or has not been attained in view of the fact that more than one third of the said Avenue has already been constructed."

Η ορολογία της αναφοράς αυτής, που αντανακλά την παρατήρησή μας, δεν ήταν ούτε αναγκαία, αφού σαφώς ο σκοπός της απαλλοτρίωσης είχε καταστεί εφικτός, ούτε δικαιολογημένη σε συνάρτηση με τους όρους του Άρθρου 23.5. Δυστυχώς η ορολογία επανελήφθη από τον Α. Λοΐζου, Π., στην Ιερωνυμίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2590, αφού, αν και παρετέθη και πάλι το ανωτέρω απόσπασμα από την Kaniklides, ελέχθη ότι (σ. 2594):

"Στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να ευσταθήσει ο ισχυρισμός ότι «ο σκοπός κατέστη ανέφικτος». Αντίθετα είναι φανερό ότι ένα μεγάλο μέρος του έργου για το οποίο έγινε η απαλλοτρίωση έχει συμπληρωθεί και ασφαλώς θα συμπληρωθεί και το υπόλοιπο μέρος, όπως λογικά εξάγεται από την έκταση των μέχρι τώρα εργασιών, των υπευθύνων δηλώσεων των ιθυνόντων για τις προθέσεις της διοικήσεως αλλά και από την ίδια τη φύση του έργου, η δε σταδιακή εκτέλεσή του δεν μπορεί παρά να είναι ζήτημα οικονομικού προγραμματισμού. Το ότι παρουσιάσθηκαν κάποια προβλήματα ένεκα επεμβάσεων στην περιοχή του Ρ.Ι.Κ. δε σημαίνει ότι στον κατάλληλο χρόνο δεν μπορούν να κατεδαφιστούν οι επεμβάσεις αυτές."

Ομοίως, στην Τσαγγαρίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3392, ο Πικής, Δ. (ως ήτο τότε), θεώρησε ότι (σ. 3396):

"Το ερώτημα το οποίο πρέπει να απαντήσουμε για επίλυση του επίδικου θέματος είναι αν ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση έχει καταστεί ανέφικτος."

Ανάλογες αναφορές στο ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος συναντώνται και σε άλλη νομολογία (ίδε: Χριστοφή ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 4076, Κιτρομηλίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 177, Αντωνίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Yπόθεση Αρ. 1513/97, 17.7.2000).

Η ανησυχία για την εξέλιξη αυτή εκφράστηκε από το Νικολαΐδη, Δ., στην υπόθεση Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας, Yπόθ. Αρ. 641/99, 15.9.2000. Παρατηρώντας ότι η νομολογία, στην οποία και ανα[*183]φέρθηκε εκτενώς, ουσιαστικά κατέστησε ως κριτήριο το κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει εγκαταλειφθεί ή δεν έχει καταστεί ανέφικτος, ο Νικολαΐδης, Δ., είπε τα εξής (σ. 5-7):

"Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι δεσμευτική. Όμως, με όλο το σεβασμό, είμαι αναγκασμένος να εκφράσω επιφυλάξεις για το εύρος της ερμηνείας που δόθηκε τόσο στο Άρθρο 23.5 του Συντάγματος, όσο και στην υπόθεση Kaniklides v. Republic, ανωτέρω. Νομίζω ότι όταν το Σύνταγμα αξιώνει επιστροφή του απαλλοτριωθέντος αν μέσα σε τρία χρόνια δεν καταστεί εφικτός ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν εννοεί εγκατάλειψη του σκοπού. Μια τέτοια ερμηνεία ουσιαστικά αδρανοποιεί τη συνταγματική επιταγή για επιστροφή του απαλλοτριωθέντος κτήματος μέσα στην προθεσμία των τριών χρόνων.

Νομίζω ότι η σωστή ερμηνεία της υπόθεσης Kaniklides είναι ότι θα πρέπει η απαλλοτριούσα αρχή, μέσα στα τρία χρόνια που προβλέπονται από το Σύνταγμα, να λάβει ουσιαστικά μέτρα που να καθιστούν το σκοπό της απαλλοτρίωσης εφικτό, δηλαδή υλοποιήσιμο μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.

Αυτή η ερμηνεία συνάδει και με το όλο πνεύμα του Άρθρου 23 που προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία, η στέρηση της οποίας, κυρίως με απαλλοτρίωση, επιτρέπεται κάτω από πολύ αυστηρούς όρους και για τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του Άρθρου 23."

Ο Νικολαΐδης, Δ., υπέδειξε εξ άλλου ότι η προσέγγιση αυτή συνάδει και με την αντίληψη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως προς το εύλογο του χρόνου που επιτρέπεται στο κράτος στα πλαίσια ενεργειών που συνιστούν στέρηση ιδιοκτησίας με κριτήριο τη διατήρηση της αναγκαίας ισορροπίας που προϋποθέτει η αρχή της αναλογικότητας, η σημασία της οποίας τονίσθηκε και στις υποθέσεις Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Yπόθ. Aρ. 926/2002, 17.12.2003 και ΕΤΚΟ Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Aρ. 260/2002, 9.1.2004.

Συμμεριζόμαστε την ανησυχία που εκφράστηκε στη Συμεωνίδης και φρονούμε ότι η παραπομπή στο εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου η οποία συναρτά την εφαρμογή του Άρθρου 23.5 προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς, και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών [*184]ετών από την απαλλοτρίωση, εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό αυτό. Το να τίθεται το ερώτημα με άλλους όρους, δηλαδή κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, δεν συνιστά απλώς αλλαγή έμφασης αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο να διολισθήσει η διερεύνηση από τα πραγματικά αντικειμενικά δεδομένα που διέπουν το εφικτά πραγματοποιήσιμο του σκοπού σε πεδίο όχι πολύ πέραν των υποκειμενικών διαθέσεων της διοίκησης με ανάλογες συνέπειες, ως εκ της προκύπτουσας διαφοροποίησης του επιπέδου των απαιτούμενων ενεργειών της διοίκησης, στο αποτέλεσμα της όποιας συγκεκριμένης υπόθεσης. Το βάρος στον πρώην ιδιοκτήτη δεν είναι να αποδείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν προέβη στις ενέργειες εκείνες που, αναλόγως βεβαίως της περίπτωσης, θα εκρίνοντο ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου. Η σαφής ορολογία του Άρθρου 23.5 αντανακλά δεόντως την αντίληψη μας για την ουσιαστική διάσταση του όπως την έχουμε εκφράσει.

Η Εφεσείουσα εισηγείται ότι η ένταξη του κτήματος στην οικιστική ζώνη συνιστούσε αφ’εαυτής λόγο κρίσης του ανέφικτου του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Αυτό δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η ένταξη του κτήματος στην οικιστική ζώνη δεν επενεργεί αυτομάτως ώστε να καταστήσει το σκοπό της απαλλοτρίωσης ανέφικτο άνευ ετέρου. Αν και δεν είναι θέμα πολεοδομικής χαλάρωσης, όπως αναφέρει ο αδελφός μας Δικαστής, αλλά ούτε και εξαίρεσης του κράτους, όπως εισηγήθηκε η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, εν τούτοις, στην περίπτωση αναπτύξεως πλην των αναφερομένων στο Γενικό Διάταγμα Ανάπτυξης από Κυβερνητικά Τμήματα και Υπηρεσίες, ακολουθείται η προβλεπόμενη διαδικασία, το αποτέλεσμα της οποίας δεν μπορεί βεβαίως αλλά και δεν αρμόζει να προκριθεί και συναρτάται προς όλους τους παράγοντες που μπορεί να διέπουν οποιαδήποτε τέτοια μη ρητώς αναφερόμενη ανάπτυξη στα πλαίσια του Τοπικού Σχεδίου. Η ένταξη του κτήματος στην οικιστική ζώνη θα μπορούσε όμως να είχε τη σημασία της στα πλαίσια του ευρύτερου ερωτήματος κατά πόσο ενεργοποιούνται οι πρόνοιες του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος και του Άρθρου 15 του Ν. 15/62, ιδιαιτέρως ως προς τις συνέπειες της στους σχεδιασμούς και προγραμματισμούς του έργου και της διαφοροποίησης αυτών.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα παραπέμπει ακριβώς σε στοιχεία προερχόμενα από την ίδια τη Δημοκρατία τα οποία, όπως εισηγείται, αποκαλύπτουν ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ποτέ δεν έχει καταστεί εφικτός. Αναφέρεται ιδιαιτέρως σε πρακτικά συνεδρίας σε σχέση με το θέμα ημερομηνίας [*185]8.11.2000. Κατ’ αυτή έγινε αναφορά στην αρχιτεκτονική μελέτη που είχε γίνει το 1996 και κατεγράφησαν τα ακόλουθα:

"Ο κ. Κοντεάτης τόνισε επίσης, ότι τα αρχιτεκτονικά σχέδια που υπάρχουν δεν είναι συμπληρωμένα και δεν μπορούν να υλοποιηθούν άμεσα, λόγω των συχνών διακοπών που γίνονταν για διαβουλεύσεις μεταξύ των ενδιαφερομένων.

Ο κ. Τρυφωνίδης έθεσε στο σημείο αυτό δύο ερωτήματα:

(α) Κατά πόσον ενδείκνυται να προχωρήσουμε με την ανέγερση νέου τυπογραφείου επί τη βάσει των υφισταμένων σχεδίων και σύμφωνα με τις σημερινές ανάγκες μας ή υπάρχει λόγος που αυτά θα πρέπει να αλλαχθούν λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη μας ότι:

- τα κτίρια θα πρέπει να ικανοποιούν τις ανάγκες μας για την επόμενη τουλάχιστον δεκαετία, και

- θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα επέκτασης του κτιρίου ώστε να καλύπτει τις ανάγκες μας και για την επόμενη εικοσαετία.

(β) Το θέμα των λύσεων που προτείνονται όσον αφορά το μέγεθος των χώρων και ιδιαίτερα των αποθηκευτικών, έχει άμεση σχέση με την ορθολογιστική διαχείριση των αποθεμάτων (stocks). Θα πρέπει να υπάρχει ομαλή ροή των αποθεμάτων, έτσι ώστε να μην δεσμεύονται πολλά χρήματα ούτε επιπλέον αποθηκευτικός χώρος. Η μεγαλύτερη σπατάλη γίνεται από κακή και λανθασμένη διαχείριση των αποθεμάτων και για το σκοπό αυτό θα πρέπει να γίνουν ενέργειες προς την κατεύθυνση της ορθής διαχείρισης των αποθεμάτων με την αγορά εξειδικευμένου λογισμικού προγράμματος.

Ο κ. Κοντεάτης ανέφερε ότι πρόκειται για μια βιομηχανική κατασκευή, με αρκετές δυνατότητες και ευχέρεια στην τοποθέτηση των μηχανών ανεξάρτητα από το είδος των μηχανών που θα τοποθετηθούν.

Παράλληλα, είπε ότι ορισμένα μηχανήματα δεν χρησιμοποιούνται πλέον και αυτά θα πρέπει να τα ξαναδούμε.

Μετά από συζήτηση του θέματος αποφασίστηκαν τα ακόλουθα:

[*186](α) Επανεκτίμηση/επαναξιολόγηση των απαιτούμενων χώρων που χρειάζονται για:

- το εργοστάσιο

- τα γραφεία

- τις αποθήκες

με προοπτική κάλυψης των αναγκών του Τυπογραφείου για τα επόμενα 10 χρόνια.

(β) Να ετοιμασθεί αναλυτική και όσον το δυνατόν πιο ακριβής εκτίμηση της δαπάνης, που να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα."

Αυτά δείχνουν, λέγει ο κ. Κιτρομηλίδης, ότι η ανέγερση του Τυπογραφείου ακόμα και τα τέλη του 2000 ευρίσκετο ακόμα σε στάδια πόρρω απέχοντα του εφικτού. Να προστεθεί, βεβαίως, και η περαιτέρω αναφορά σε επιστολή ημερομηνίας 23.4.2001 του Τυπογραφείου προς το Τμήμα Δημοσίων Έργων όπως στον Προϋπολογισμό του 2002 περιληφθεί πρόνοια £100.000 για κάλυψη της δαπάνης αρχιτεκτονικής και στατικής μελέτης του Τυπογραφείου. Και ακόμα το σημείωμα το οποίο υπέβαλε ο Διευθυντής του Τυπογραφείου προς τον Υπουργό Οικονομικών ημερομηνίας 27.4.2001 στο οποίο, σχολιάζοντας το ότι η υφιστάμενη στέγαση του Τυπογραφείου δεν είναι λειτουργική, εισηγείται ότι οι διαθέσιμες λύσεις είναι είτε η ανέγερση νέου Τυπογραφείου στον εν λόγω χώρο είτε η στέγαση του Τυπογραφείου σε υφιστάμενο εργοστάσιο στην Κοκκινοτριμιθιά, με προτίμηση προς την πρώτη λύση. Παρατηρείται μάλιστα ότι, αναφορικά με την προοπτική ανέγερσης νέου Τυπογραφείου στον εν λόγω χώρο, δεν έχει ακόμα γίνει κοστολόγηση με βάση τα προσχέδια του Τμήματος Δημοσίων Έργων και γίνονται εισηγήσεις για ουσιαστικές διαφοροποιήσεις στα προσχέδια, επίσπευση των σχεδίων και τρόπους χρηματοδότησης του έργου. Ακόμα στα πρακτικά σύσκεψης ημερομηνίας 31.10.2001 καταγράφονται τα ακόλουθα:

"Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών έθεσε τα ακόλουθα ερωτήματα:

(α) Κατά πόσο με βάση τα πιο πάνω δεδομένα υπάρχει οποιαδήποτε άλλη λύση ή εισήγηση περισσότερο εξυπηρετική και συμφέρουσα για το δημόσιο ή κατά πόσο θα προχωρήσουμε με την ανέγερση τυπογραφείου στο τεμάχιο που έχει απαλλοτριωθεί.

(β) Κατά πόσο έχει γίνει οποιαδήποτε έρευνα για να διαπι[*187]στωθεί αν υπάρχουν διαθέσιμα προς πώληση κτίρια του μεγέθους που ζητούμε για στέγαση του Τυπογραφείου, και αν ναι κατά πόσο έχει αξιολογηθεί αυτή η λύση.

Ο κ. Δημητριάδης ανέφερε ότι εξ όσων γνωρίζει δεν υπάρχουν διαθέσιμα βιομηχανικά κτίρια του μεγέθους που ζητούμε.

Το Γραφείο Προγραμματισμού δεν τοποθετήθηκε στο ερώτημα κατά πόσον πρέπει να προχωρήσουμε με την ανέγερση Τυπογραφείου στο τεμάχιο που έχει απαλλοτριωθεί λόγω του ότι κατά την άποψή του δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει το θέμα του κατά πόσον το κτίριο των κωφαλάλων στην Κοκκινοτριμιθιά μπορεί να αξιοποιηθεί για να καλύψει τις στεγαστικές ανάγκες του Τυπογραφείου."

Ο φάκελος δεν παρέχει περαιτέρω πληροφόρηση για την πορεία του θέματος έκτοτε.

Με αυτά τα δεδομένα, οδηγούμεθα στην κατάληξη ότι είναι ορθή η θέση της Εφεσείουσας. Η αρχιτεκτονική μελέτη για το έργο για το οποίο είχε γίνει η απαλλοτρίωση και που ετοιμάσθηκε το 1996, τέσσερα δηλαδή χρόνια μετά την απαλλοτρίωση, δεν είχε οποιοδήποτε αντίκρισμα στη συνέχεια. Αλλά ούτε και το 1998 που η Εφεσείουσα ζήτησε να της επιστραφεί το κτήμα και το 1999 που το αίτημα της απερρίφθη φάνηκε να υπήρξε οποιαδήποτε κινητικότητα.  Η αόριστη αναφορά στην απάντηση που της εδόθη ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν είχε εγκαταλειφθεί αλλά εξακολουθούσε να ισχύει δεν ήταν, αντικειμενικώς βεβαίως κρινόμενη, παρά μόνο τυποποιημένη αναφορά σε επιθυμία της διοίκησης να ανεγείρει, σε κάποιο αβέβαιο μελλοντικό στάδιο, το Τυπογραφείο στον εν λόγω χώρο. Και όχι μόνο αυτά. Με δεδομένη από το 1996 την ένταξη του κτήματος στην οικιστική ζώνη, ουδεμία ενέργεια έγινε προς την τροχιοδρόμηση των διαδικασιών που προνοούνται στο Τοπικό Σχέδιο για εξασφάλιση των δυνατοτήτων τέτοιας ανάπτυξης. Ούτε βεβαίως υπήρξε ποτέ πρόβλεψη για το έργο στον Προϋπολογισμό. Απεναντίας, φαίνεται να υπήρχαν ακόμα αβεβαιότητες αναφορικά με το όλο έργο ακόμα και μετά την αρνητική απάντηση της 16.4.1999 και την καταχώρηση της προσφυγής το 2000. Στη σύσκεψη της 8.11.2000 διαπιστώθηκε ότι τα υφιστάμενα σχέδια δεν ήσαν ικανοποιητικά και ετέθη ευθέως θέμα κατά πόσο ενδείκνυτο να προχωρήσει το πράγμα στη βάση των εν λόγω σχεδίων σε συνάρτηση με τις ανάγκες για την επόμενη δεκαετία αλλά και εικοσαετία καθώς και θέμα εκτίμησης της δαπάνης του έργου.  Ακόμα δε και η ανάγκη για ετοιμασία νέων προσχεδίων από το Τμήμα Δημοσίων Έργων στη [*188]συνέχεια είναι χαρακτηριστική της όλης πορείας του πράγματος. Προκύπτει ακόμα σε αυτό το στάδιο και θέμα ανέγερσης του Τυπογραφείου στον εν λόγω χώρο ή στέγασης του σε άλλο χώρο, δηλαδή στο υφιστάμενο εργοστάσιο στην Κοκκινοτριμιθιά. Με κατάληξη την τελευταία συνεδρία της 31.10.2001, όπου ο ίδιος ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών θέτει ευθέως το ερώτημα αν θα πρέπει να προχωρήσει η ανέγερση του Τυπογραφείου στον εν λόγω χώρο ή αν υπάρχει και θα διερευνηθεί άλλη πιο εξυπηρετική και συμφέρουσα λύση, όπως η αγορά έτοιμου κτιρίου του απαιτούμενου μεγέθους, αλλά και το Τμήμα Προγραμματισμού δεν τοποθετείται επί του αν θα πρέπει να προχωρήσει η ανέγερση του Τυπογραφείου στον εν λόγω χώρο αφού ακόμα δεν έχει διευκρινισθεί αν το κτίριο των Κωφαλάλων στην Κοκκινοτριμιθιά μπορεί να προσφέρεται ως άλλη λύση. Και τέλος η τελεία έλλειψη οποιασδήποτε άλλης ενέργειας έκτοτε.

Με όλα αυτά υπ’ όψη όντως μπορεί να συναχθεί ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει καταστεί εφικτός. Όχι μόνο μέσα σε τρία χρόνια μετά από την απαλλοτρίωση αλλά ούτε και μέχρι την ημέρα που απερρίφθη το αίτημα της Εφεσείουσας για επιστροφή του κτήματος ή που κατεχωρήθη η προσφυγή και ακόμα, αν αυτό ήταν σχετικό, ούτε μέχρι σήμερα. Κατακράτηση του κτήματος από τη Δημοκρατία υπό αυτές τις συνθήκες θα ισοδυναμούσε με εσαεί δέσμευση του εν αναμονή και σε περίπτωση που το κράτος θα απεφάσιζε οποτεδήποτε να οριστικοποιήσει και υλοποιήσει την πρόθεση του να το χρησιμοποιήσει για την ανέγερση του Τυπογραφείου. Αυτό θα ήταν έξω από τα πλαίσια του σκοπού της απαλλοτρίωσης, το εφικτό του οποίου ασφαλώς κρίνεται σε συνάρτηση με τα δεδομένα της απαλλοτρίωσης, και θα απέληγε σε προσπορισμό αδικαιολόγητου οφέλους στο κράτος και πρόκληση αντίστοιχης αδικίας στον ιδιοκτήτη αν, ως συνήθως, η αξία του κτήματος έχει εν τω μεταξύ αυξηθεί. Είναι χαρακτηριστική η επισήμανση που γίνεται σε επιστολή του Τυπογραφείου προς το Υπουργείο Οικονομικών ημερομηνίας 11.2.1999 ότι, αν δεν υλοποιηθεί το έργο και ο ιδιοκτήτης επανακτήσει το κτήμα,

"Μια τέτοια εξέλιξη θα έχει έντονα επιζήμιες επιπτώσεις για την Κυβέρνηση γιατί το κράτος θα απωλέσει μια πολύ μεγάλη περιουσία της οποίας η αξία έχει πολλαπλασιαστεί από την ημερομηνία απόκτησης της, προς όφελος των πρώην ιδιοκτητών των συγκεκριμένων τεμαχίων γης."

Το πράγμα είναι βεβαίως αντιστρόφως που πρέπει να τίθεται, αφού το ίδιο το Σύνταγμα, αφαιρώντας μεν το δικαίωμα ιδιοκτησίας με την απαλλοτρίωση, συγχρόνως δημιουργεί το δικαί[*189]ωμα επανάκτησης του κτήματος υπό τις προϋποθέσεις του Συντάγματος και του νόμου.

Η έφεση λοιπόν επιτυγχάνει και η εφεσιβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται. Η παράλειψη της Δημοκρατίας να ακολουθήσει τη διαδικασία του άρθρου 23.5 του Συντάγματος και του άρθρου 15 του Ν. 15/62 κηρύσσεται άκυρη και παν το παραλειφθέν ως προς τούτο δέον όπως εκτελεσθεί. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον της Δημοκρατίας σε όλα τα στάδια.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο