Θεοδώρου Xαράλαμπος Nικόλα ν. Eπαρxιακού ΔιευθυντήTμήματος Πολεοδομίας και Oικήσεως Πάφου (2006) 3 ΑΑΔ 190

(2006) 3 ΑΑΔ 190

[*190]10 Απριλίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΝΙΚΟΛΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟY ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ

ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ ΠΑΦΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Aναθεωρητική Εφεση Αρ. 3766)

 

Διοικητική Πράξη ― Ανάκληση ― Συνέπειες ― Η περίπτωση της ακύρωσης της ανακλητικής απόφασης από το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο προσφυγής ― Νομολογία και θεωρία ― Η τύχη των διοικητικών πράξεων που εκδόθηκαν στο μεσοδιάστημα μεταξύ της ανάκλησης και της δικαστικής ακύρωσής της ― Περιστάσεις στην κριθείσα περίπτωση.

Ακυρωτική απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Συνέπειες ― Κάθε διοικητική πράξη που εκδόθηκε κατά το ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ του χρόνου έκδοσης της ακυρωτικής πράξης και του χρόνου έκδοσης της ακυρωτικής απόφασης, η οποία στηριζόταν ή είχε ως προϋπόθεση την ακυρωθείσα, είναι επίσης άκυρη.

Ο εφεσείων ζήτησε με την έφεσή του, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της άρνησης έκδοσης πολεοδομικής άδειας.  Η εν λόγω άρνηση ακολούθησε την αρχική έκδοση της πολεοδομικής άδειας, η οποία όμως ανακλήθηκε, η ανάκλησή της δε ακυρώθηκε.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε μετά την ανάκληση της απόφασης για παρέκκλιση της υπουργικής επιτροπής, αλλά πριν την ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο της ανάκλησης.

[*191]Η δικαστική ακύρωση μιας πράξης εξαφανίζει τόσο την πράξη, όσο και την αιτιολογία επί της οποίας στηρίχτηκε. Η διοίκηση υποχρεούται να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση που ήταν πριν από την έκδοση της ακυρωθείσας πράξης (Αρθρο 57 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/1999). Η διοίκηση υποχρεούται ακόμα να εξαφανίσει τα αποτελέσματα τα οποία προέκυψαν από την εκτέλεση της ακυρωθείσας πράξης της.  Επίσης, η κατάργηση ακυρωθείσας πράξης επεκτείνεται επί πάσης πράξεως που εκδόθηκε εν τω μεταξύ και η οποία έχει ως προϋπόθεση την ακυρωθείσα.

Ο εφεσείων στηριγμένος πάνω στην παρέκκλιση που είχε εξασφαλίσει προηγουμένως, προχώρησε και ανήγειρε κατοικία. Μετά και την ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο της ανάκλησης της απόφασης της υπουργικής επιτροπής, η προσβαλλόμενη πράξη παραμένει εντελώς μετέωρη.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

ΣΕ 15/1978,

ΣΕ 2979/1969,

ΣΕ 2915/1987,

Πανταζής ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 107,

ΣΕ 1063/39,

ΣΕ 608/45,

ΣΕ 1586/48,

ΣΕ 1910/52,

ΣΕ 2436/52 (Ολομ.).

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 336/2002), ημερ. 20/1/2004.

Ε. Κορακίδης, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Σπηλιωτοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον [*192]Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων είναι εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης τεμαχίου στο χωριό Κοίλη της Πάφου που περιλαμβάνει χωράφι με δέντρα, ένα ερειπωμένο νερόμυλο και πηγή. Στις 24.2.1994 αίτηση που υπέβαλε για αναστύλωση του νερόμυλου, απορρίφθηκε. Την ίδια τύχη είχε νέα αίτησή του που επίσης απορρίφθηκε στις 28.3.1995. Ο εφεσείων αυτή τη φορά καταχώρησε ιεραρχική προσφυγή, κατά την εξέταση της οποίας το Υπουργείο Εσωτερικών εισηγήθηκε απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής και έγκριση παροχής άδειας για κατοικία, κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής.

Πράγματι, η υπουργική επιτροπή στις 22.2.1996 απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή, θεωρώντας πως η απόφαση της πολεοδομικής αρχής, παρά την αυστηρότητά της, ήταν νομότυπη, αλλά προχώρησε και με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, Ν. 90/72, όπως τροποποιήθηκε, ενέκρινε την έκδοση άδειας για κατοικία κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής, αφού ο εφεσείων θα υπέβαλλε τροποποιημένα αρχιτεκτονικά σχέδια, ώστε να εξασφαλίζεται η λειτουργική δομή του κτιρίου ως κατοικίας. Με την ίδια απόφαση εξουσιοδοτείτο η πολεοδομική αρχή να εκδώσει την άδεια με κατάλληλους όρους.

Στο μεταξύ ο εφεσείων είχε ήδη υποβάλει στις 26.10.1995 με νέα αίτηση σχέδια για ανέγερση κατοικίας. Η πολεοδομική αρχή στις 25.10.1996 έθεσε 21 συνολικά όρους, με αποτέλεσμα ο εφεσείων να καταχωρήσει στις 14.11.1996, νέα ιεραρχική προσφυγή με την οποία ζητούσε την ακύρωση ορισμένων από αυτούς. Η αρμόδια υπουργική επιτροπή, στη συνεδρία της ημερ. 28.4.1998, συμφώνησε με σχετικό σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών και απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή. Ο εφεσείων απάντησε με καταχώριση προσφυγής με την οποία ζητούσε, όπως και με την ιεραρχική του προσφυγή, την ακύρωση επτά από τους όρους της άδειας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή και αποφάσισε ότι οι όροι για τους οποίους παραπονείτο ο εφεσείων είχαν επιβληθεί παράνομα, αφού αντίκειντο στο άρθρο 9 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96. Το Δικαστήριο κα[*193]τέληξε, τέλος, πως οι συγκεκριμένοι όροι δεν μπορούσαν να διαχωριστούν από το σύνολο και επομένως η προσβολή τους συνεπαγόταν αναπόφευκτα και την προσβολή του συνόλου της απόφασης της αρμόδιας αρχής για την έκδοση άδειας, με αποτέλεσμα να ακυρώσει την παρασχεθείσα άδεια.

Το Υπουργείο Εσωτερικών στις 27.9.2001, έχοντας κατά νου τη δικαστική απόφαση, εισηγήθηκε στο Συμβούλιο Παρεκκλίσεων την ανάκληση της απόφασης της υπουργικής επιτροπής για παραχώρηση πολεοδομικής άδειας στον εφεσείοντα κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής και την εξ υπαρχής επανεξέταση της αίτησης. Πράγματι, στις 28.11.2001 το Υπουργικό Συμβούλιο με βάση το άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, ανακάλεσε την απόφαση της υπουργικής επιτροπής και εξουσιοδότησε την πολεοδομική αρχή να ανακαλέσει την εκδοθείσα πολεοδομική άδεια.

Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να ανακαλέσει την απόφαση της υπουργικής επιτροπής ημερ. 22.2.1996, ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 8.5.2003 στην προσφυγή υπ’ αρ. 270/2002.

Πράγματι, στις 31.1.2002 η πολεοδομική αρχή, αφού εξέτασε την αίτηση εξ υπαρχής, αποφάσισε την απόρριψή της, πληροφορώντας προς τούτο σχετικά τον εφεσείοντα, ως ακολούθως:

«(500)          Η προτεινόμενη οικοδομή υπερβαίνει τον επιτρεπόμενο συντελεστή δόμησης και ποσοστό κάλυψης της ζώνης. Συγκεκριμένα το τεμάχιο βρίσκεται στη ζώνη Ζ3 όπου ο επιτρεπόμενος συντελεστής δόμησης και ποσοστό κάλυψης είναι 0.01:1, Αριθμός Γνωστοποίησης 1285/13.6.94 ενώ ο συντελεστής δόμησης και ποσοστό κάλυψης της οικοδομής είναι 0.038:1.

(501)          Το τεμάχιο δεν διαθέτει κατάλληλη και ικανοποιητική προσπέλαση κατά παράβαση της Πολιτικής 3(Α)1(γ). Συγκεκριμένα το εγγεγραμμένο δικαίωμα διάβασης προς όφελος του τεμαχίου, δεν είναι επιτόπου διαμορφωμένο ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από οχήματα.

          ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

          1. Η παρούσα απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής αφορά εξ’ υπαρχής χειρισμό της αίτησης με αρ. ΠΑΦ/0813/1995 [*194]κατά τον ουσιώδη χρόνο υποβολής της δηλαδή στις 26.10.95 μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με ημερομηνία 29.03.2001 η οποία ακύρωσε την Πολεοδομική άδεια με αρ. ΠΑΦ/0813/95 που χορηγήθηκε στις 25.10.96 για ανέγερση κατοικίας στο τεμάχιο αυτό.

(502)          2. Η απόφαση για άρνηση χορήγησης της αιτούμενης άδειας σχετίζεται με την ανάκληση της Απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής με αρ. 1.31 και ημερομηνίας 22.02.1996 για κατά παρέκκλιση των Προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής, χορήγηση άδειας για την ανέγερση κατοικίας στο ως άνω τεμάχιο, ως συνέπεια της προαναφερθείσας ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η ανάκληση αυτή αποφασίστηκε κατά τη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου με ημερομηνία 28.11.2001.»

Ο εφεσείων προσέβαλε και αυτή την απόφαση στο Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο πρωτοδίκως αποφάσισε την απόρριψη της προσφυγής.

Ο εφεσείων πρωτόδικα είχε υποστηρίξει ότι η ανάκληση της απόφασης για παρέκκλιση ήταν παράνομη γιατί, μεταξύ άλλων, είχε ήδη ανεγείρει κατοικία. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα ότι η διοίκηση, κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης, αγνόησε ευνοϊκή για τον εφεσείοντα κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με την υπό όρους εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας, με την αιτιολογία ότι η ιδιοκτησία γης, δεν παρέχει στον ιδιοκτήτη της αυτομάτως το δικαίωμα εκμετάλλευσης κατά τον τρόπο που αυτός κρίνει σκόπιμο, ενώ το κράτος μπορεί να επιβάλλει συγκεκριμένους περιορισμούς, νοουμένου ότι οι όροι που θα επιβληθούν δεν θα καταλήγουν σε αποστέρηση της ιδιοκτησίας.

Την πιο πάνω κατάληξη του δικαστηρίου προσβάλλει ο εφεσείων κατ’ έφεση. Υποστήριξε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπ’ όψιν από τη μια ότι είχε δοθεί παρέκκλιση στον εφεσείοντα, και από την άλλη ότι του είχε χορηγηθεί πολεοδομική άδεια η οποία ακυρώθηκε μετά από δική του προσφυγή, λόγω των παράνομων όρων που είχε επιβάλει η διοίκηση.

Οι τρεις λόγοι που προβλήθηκαν ως αιτιολογία της απόρριψης ήταν (α) ότι η προτεινόμενη οικοδομή υπερβαίνει τον επιτρεπόμενο συντελεστή δόμησης και ποσοστό κάλυψης της ζώνης, (β) ότι το τεμάχιο δεν διαθέτει κατάλληλη και ικανοποιητική προσπέλαση, κατά παράβαση της Πολιτικής 3 (Α) 1 (γ) και (γ) ότι η απόφαση άμεσης [*195]χορήγησης της αιτούμενης άδειας σχετίζεται με την ανάκληση της απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής, ημερ. 22.2.1996, για κατά παρέκκλιση των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής χορήγηση άδειας για την ανέγερση κατοικίας.

Κατά παραδοχή της ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσίβλητου, ο πρώτος λόγος, υπό τις περιστάσεις, δεν μπορεί να εγερθεί. Ο δεύτερος λόγος, καλύπτεται, βέβαια, από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για παρέκκλιση από τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής, ενώ ο τρίτος λόγος, δηλαδή η ανάκληση της απόφασης της υπουργικής επιτροπής, έχει ήδη ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε μετά την ανάκληση της απόφασης για παρέκκλιση της υπουργικής επιτροπής, αλλά πριν την ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο της ανάκλησης.

Οι πράξεις της διοίκησης που εκδίδονται εις εκτέλεση της ακυρωτικής απόφασης έχουν αναδρομικότητα, υπό την έννοια ότι ανατρέχουν στο χρόνο της έκδοσης της ακυρωθείσας πράξης, κρίνονται δε βάσει του νομικού και πραγματικού καθεστώτος της ακυρωθείσας (βλέπε Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Αι συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως, 1988, σελ. 238).

Η ανάκληση των παράνομων πράξεων, κατά κανόνα, τις εξαφανίζει και ανατρέχει στον χρόνο της έκδοσής τους, αποκαθιστώντας τη νομική κατάσταση που υπήρχε πριν από την έκδοση των ανακαλούμενων πράξεων (ΣΕ 15/1978). Σε περίπτωση ανάκλησης της ανακλητικής πράξης, αναβιώνει η αρχική πράξη (ΣΕ 2979/1969, 2915/1987. Βλέπε ακόμα Επ. Π. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, έκτη έκδοση, παραγρ. 181, σελ. 183).

Η δικαστική ακύρωση μιας πράξης εξαφανίζει τόσο την πράξη, όσο και την αιτιολογία επί της οποίας στηρίχτηκε. Η διοίκηση υποχρεούται να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση που ήταν πριν από την έκδοση της ακυρωθείσας πράξης (άρθρο 57 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/1999). Η διοίκηση υποχρεούται ακόμα να εξαφανίσει τα αποτελέσματα τα οποία προέκυψαν από την εκτέλεση της ακυρωθείσας πράξης της (Πανταζής ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 107, 115-116). Επίσης, η κατάργηση ακυρωθείσας πράξης επεκτείνεται επί πάσης πράξεως που εκδόθηκε εν τω μεταξύ και η οποία έχει ως προϋπόθεση την ακυρωθείσα (Κοντόγιωργα-Θεοχαροπού[*196]λου, ανωτέρω, σελ. 126-127).

Στις υποθέσεις ΣΕ 1063/39, 608/45 και 1586/48 κρίθηκε ότι κάθε διοικητική πράξη που εκδόθηκε κατά το ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ του χρόνου έκδοσης της ακυρωθείσας πράξης και του χρόνου έκδοσης της ακυρωτικής απόφασης, η οποία στηριζόταν ή είχε ως προϋπόθεση την ακυρωθείσα, είναι επίσης άκυρη. Η, με άλλη διατύπωση, «ακυρουμένης πράξεως ‘συνακυρούνται’ πάσαι αι μεταγενέστεραι αι επί εκείνης στηριζόμεναι» (ΣΕ 1910/52, 2436/52 (Ολομ.)).

Ο εφεσείων στηριγμένος πάνω στην παρέκκλιση που είχε εξασφαλίσει προηγουμένως, προχώρησε και ανήγειρε κατοικία. Μετά και την ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο της ανάκλησης της απόφασης της υπουργικής επιτροπής, η προσβαλλόμενη πράξη παραμένει εντελώς μετέωρη.

Εν όψει των πιο πάνω θεωρούμε ότι η προσβαλλόμενη πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί, αφού ουσιαστικά και οι τρεις λόγοι που δόθηκαν για την έκδοσή της δεν ευσταθούν.

Η έφεση επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, εναντίον του εφεσίβλητου.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο