Nεοφύτου Πολύβιος και Άλλοι ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 228

(2006) 3 ΑΑΔ 228

[*228]19 Απριλίου, 2006

[AΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

1.  ΠΟΛΥΒΙΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

2.  ΛΑΜΠΡΟΣ ΜΕΡΚΗΣ,

3.  ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,

4.  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

5.  ΠΑΥΛΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ,

6.  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

7.  ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΚΟΥΡΙΔΗΣ,

8.  ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3602)

 

Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι έφεσης ― Παράλειψη προβολής λόγων έφεσης που να αμφισβητούν όλα τα ερείσματα της πρωτόδικης απόφασης με βάση τα οποία απορρίφθηκε η προσφυγή ― Συνέπειες ― Η έφεση απορρίπτεται.

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε την προσφυγή τους κατά της άρνηση ικανοποίησης αιτημάτων τους για εξομοίωση της δικής τους με την υπηρεσιακή κατάσταση συναδέλφων τους.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Εναντίον της πρωτόδικης, απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση, η οποία προβάλλει μόνο ένα λόγο έφεσης.

     Από τον λόγο έφεσης προκύπτει με σαφήνεια ότι προσβάλλεται το πρώτο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες στερούνται εννόμου συμφέροντος. Κανένας άλλος λόγος έφεσης [*229]δεν προσβάλλει το δεύτερο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Κατά συνέπεια έστω και τυχόν επιτυχία του λόγου έφεσης δεν θα επιφέρει ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, αφού θα παραμείνει σε ισχύ το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όσον αφορά τον πιο πάνω χαρακτήρα της επίδικης πράξης.

     Παρά την πιο πάνω παρατήρηση θεωρείται σκόπιμο στην Ολομέλεια, να ασχοληθεί συνοπτικά και με το λόγο έφεσης που προβάλλουν οι εφεσείοντες.

2.  Ανεξάρτητα από την παρατήρηση αυτή, οι εφεσείοντες συνδέουν το κατ’ ισχυρισμό, έννομο συμφέρον τους με την αρχή της ισότητας, που διασφαλίζει το Άρθρο 28 του Συντάγματος.

     Οι θέσεις των εφεσειόντων απαντώνται με λεπτομέρεια από την πρωτόδικη απόφαση. Οι κρίσεις και τα τελικά συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθά. Οι προτεινόμενες από τους εφεσείοντες αυθεντίες δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση, γιατί τα γεγονότα τους είναι εντελώς διάφορα. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κρονίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 530.

Γεναγρίτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1029,

Παππαρίδης ν. Α.Η.Κ. (1995) 4(Α) Α.Α.Δ. 539,

Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 81.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 1006/2000), ημερ. 25/2/2003.

Α. Ευσταθίου, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Σπηλιωτοπούλου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

[*230]ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι επτά εφεσείοντες, εκτός του εφεσείοντα 8, ξεκίνησαν τη σταδιοδρομία τους ως δάσκαλοι. Σε διαφορετικές ημερομηνίες, μεταξύ 1987 και 1990, διορίστηκαν και οι οκτώ ως καθηγητές σωματικής αγωγής.

Με επιστολή τους, μέσω του δικηγόρου τους, προς την εφεσίβλητη Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Ε.Ε.Υ.) ζήτησαν όπως και οι ίδιοι τύχουν της ίδιας ρύθμισης με άλλους δια του αναδρομικού διορισμού τους από τις 8.11.1985 ως επίσης και να τύχουν των ίδιων ωφελημάτων. Η εφεσίβλητη απέρριψε το πιο πάνω αίτημα των εφεσειόντων. Σχετική είναι η επιστολή προς τους εφεσείοντες, ημερ. 12.5.2000, στην οποία φαίνεται και η αιτιολογία της απόφασης που έχει ως εξής:-

«2. Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, μετά από ενδελεχή μελέτη του υποβληθέντος εκ μέρους των πιο πάνω πελατών σας αιτήματος αποφάσισε να το απορρίψει για τους ακόλουθους λόγους:

(α) Η ρύθμιση που έγινε και αφορούσε τον επαναδιορισμό των καθ’ ων η έφεση και το διορισμό των εφεσειόντων σε μόνιμη θέση καθηγητή Φυσικής Αγωγής από 8.11.85 υπό όρους αφορούσε μόνο τους εφεσείοντες και τους καθ’ ων η έφεση και έγινε για να δοθεί η καλύτερη υπό τις περιστάσεις λύση στο πρόβλημα που δημιουργήθηκε μετά την Απόφαση του Εφετείου.

(β) Εάν ικανοποιηθεί το αίτημα των πελατών σας, τότε θα πρέπει να ικανοποιηθούν και πάρα πολλά άλλα παρόμοια αιτήματα που θα υποβληθούν τόσο από τους καθηγητές Φυσικής Αγωγής όσο και από καθηγητές άλλων ειδικοτήτων, γεγονός το οποίο θα συνεπάγεται μεγάλη οικονομική επιβάρυνση, αναστάτωση στο σύστημα διορισμών με βάση τη σειρά στους πίνακες διοριστέων και ουσιαστική κατάργηση των πινάκων διοριστέων.

(γ) Η πιο πάνω ρύθμιση έγινε με απόφαση της Επιτροπής ημερ. 2.2.98 η οποία, παρόλον ότι παρήλθε έκτοτε μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν προσβλήθηκε με προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου, ενώ οι πελάτες σας υπέβαλαν το αίτημα τους μόλις πρόσφατα.»

Το Υπουργείο Παιδείας με έγγραφο του, ημερ. 22.11.1985, ζήτησε από την Ε.Ε.Υ. να προβεί σε διορισμούς με σύμβαση από 1.12.85 [*231]μέχρι 31.3.86 εκπαιδευτικών, διαφόρων ειδικοτήτων. Μεταξύ αυτών ήταν και η ειδικότητα του καθηγητή σωματικής αγωγής.

Η Ε.Ε.Υ. πράγματι στις 25.11.85 δυνάμει του άρθρου 3(1) του περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών με Σύμβαση (Διορισμός σε θέσεις στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία) Νόμου αρ. 161/85, διόρισε 17 καθηγήτριες σωματικής αγωγής, που περιλαμβάνονταν στον οικείο πίνακα διοριστέων αφού έλαβε υπόψη τα προσόντα και την πείρα τους.

Η Ε.Ε.Υ. στις 16.5.86 με βάση αυτή τη φορά το εδάφιο 2 του άρθρου 3 του ίδιου, πιο πάνω, νόμου, διόρισε σε προσωρινή θέση από 8.11.1985 τις πιο πάνω καθηγήτριες φυσικής αγωγής, οι οποίες υπηρετούσαν ήδη με σύμβαση, όπως πιο πάνω, την 1.12.1985.

Η νομιμότης των διορισμών των πιο πάνω καθηγητριών αμφισβητήθηκε με τις προσφυγές αρ. 554/86 και 754/86 από 9 αιτητές στους οποίους δεν περιλαμβάνετο κανένας από τους εφεσείοντες. Η πρώτη, πιο πάνω, προσφυγή αφορούσε το διορισμό με σύμβαση των 17 καθηγητριών και η δεύτερη στρεφόταν κατά του διορισμού τους δυνάμει του άρθρου 3(2) του νόμου. Οι δύο όμως προσφυγές απορρίφθηκαν σε πρώτο βαθμό. Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητήθηκε με την καταχώρηση της Α.Ε. 1186. Προηγήθηκε όμως η έκδοση απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Νέλλη Ψαρά Κρονίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 530. Η Ολομέλεια αποφάσισε ότι διορισμοί με σύμβαση που έγιναν κατ’ επίκληση του άρθρου 3(1) του νόμου ήταν άκυροι γιατί (α) έγιναν με βάση καταλόγους διοριστέων που καταρτίστηκαν με βάση και πλαίσιο κανονισμούς που ήταν ultra vires του εξουσιοδοτικού νόμου και (β) δεν αιτιολογήθηκε το μέρος της επίδικης απόφασης που είχε σχέση με την διδακτική πείρα των διορισθέντων.

Η επίδικη απόφαση στην Κρονίδου (πιο πάνω) έθιγε ακριβώς τα ίδια θέματα που εθίγοντο στην Α.Ε. 1186. Ένεκα τούτου, η εφεσίβλητη Δημοκρατία συμφώνησε όπως ακυρωθούν οι δύο αποφάσεις της Ε.Ε.Υ., ημερ. 25.11.85 και 2.4.86, για τους διορισμούς με σύμβαση και της 16.5.86 για τους μόνιμους διορισμούς.

Η εφεσίβλητη (Ε.Ε.Υ.) κατόπιν συμφωνίας της Δημοκρατίας που επήλθε με τα ενδιαφερόμενα μέρη στην Α.Ε. 1186 με απόφαση της ενσωμάτωσε την πιο πάνω συμφωνία και επανέλαβε, στις 2.2.1998 την απόφαση της, ημερ. 16.5.86, για το διορισμό τόσο των 17 σε μόνιμη θέση καθηγητή σωματικής αγωγής όσο και των εφε[*232]σειόντων στην Α.Ε. 1186, αναδρομικά από 8.11.1985.

Δύο σχεδόν χρόνια αργότερα, οι εφεσείοντες, με επιστολές τους ημερ. 22.11.1999 και 2.3.2000, ζήτησαν να ισχύσουν τα ίδια όπως στους πιο πάνω συναδέλφους τους διότι, όπως ισχυρίζονται, ήταν καθηγητές της ίδιας ειδικότητας και αποφοίτησαν την ίδια χρονική περίοδο με τους ευεργετηθέντες από τη συμφωνία και την απόφαση της Ε.Ε.Υ. Στις 10.5.2000 η Ε.Ε.Υ./ εφεσίβλητη απέρριψε το αίτημα των εφεσειόντων για τους λόγους που αναφέρονται στην επιστολή της 12.5.2000 και που έχουν ήδη εκτεθεί στην αρχή της απόφασης αυτής.

Εναντίον αυτής της απόφασης οι εφεσείοντες καταχώρησαν την προσφυγή η οποία όμως απορρίφθηκε πρωτόδικα, αφού έγιναν δεκτές προδικαστικές ενστάσεις που πρόβαλε η εφεσίβλητη.  Απορρίφθηκε η προσφυγή των εφεσειόντων γιατί δεν είχαν νομικό έρεισμα και δεν νομιμοποιούνταν να ασκήσουν την προσφυγή. Δεν είχαν δηλαδή έννομο συμφέρον. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:-

«Είναι ορθό να λεχθεί ότι αποτελεί προϋπόθεση διορισμού στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία η ύπαρξη κενών θέσεων πρώτου διορισμού, οι οποίες, κατά το Άρθρο 28Α της παραπάνω νομοθεσίας, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Κατά το Άρθρο 28Γ οι παραπάνω θέσεις και «οι θέσεις πρώτου διορισμού που θα κενωθούν μετέπειτα», που δε θα χρειάζεται η δημοσίευση τους, θα πληρούνται από τον οικείο πίνακα διοριστέων, που συντάσσεται με βάση τις διατάξεις του Άρθρου 28Β.

Είναι προφανές πως σ’ αυτή την περίπτωση δεν υπήρχαν κενές θέσεις. Η νομική βάση του αιτήματος είναι η αρχή της ισότητας με βάση το ότι και οι αιτητές απέκτησαν το πτυχίο τους την ίδια χρονική περίοδο για την οποία εφαρμόστηκε η απόφαση της Επιτροπής του Φεβρουαρίου 1998. Η γνώμη μου είναι ότι οι αιτητές δεν έχουν νομικό έρεισμα και, επομένως, δεν νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή. Άλλωστε, εφόσο διορίστηκαν στη θέση καθηγητών μεταξύ 1987 και 1990 έπαυσαν να βρίσκονται σε κατάλογο διοριστέων.

Η υποβολή αιτήματος στη διοίκηση δε δημιουργεί ούτε μπορεί να παράξει διοικητική πράξη. Η Αντώνης Γεναγρίτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 A.A.Δ. 1029, αφορούσε αίτημα για παραχώρηση συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, το οποίο είχε [*233]απορριφθεί υπό ανάλογες συνθήκες. Έχει λεχθεί συναφώς ότι:

«Περαιτέρω το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν δικαιούται συνταξιοδοτικών ωφελημάτων είχε κριθεί και βεβαιωθεί κατά το χρόνο της παραίτησης του από την Αστυνομική Δύναμη κατά το έτος 1979. Ο εφεσείων δεν νομιμοποιείται να υποβάλλει αιτήματα τα οποία δεν βρίσκουν έρεισμα σε οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη σε μια προσπάθεια να στοιχειοθετήσει ζήτημα προς εξέταση και λόγους ακύρωσης.»

Θα μπορούσε, ενδεχομένως, η αντιμετώπιση να ήταν διαφορετική αν οι αιτητές προσέφευγαν κατά του διορισμού των 17 καθηγητριών και των 9 άλλων προσώπων για τους οποίους έγινε ήδη λόγος. Είναι δυνατό, αν προσέβαλλαν τους διορισμούς τους, να πιθανολογούσαν έννομο συμφέρον με έρεισμα τον επηρεασμό της υπηρεσιακής τους κατάστασης και επίσης την άνιση μεταχείριση.»

Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή των εφεσειόντων γιατί η προσβαλλόμενη απόφαση, μεταξύ άλλων, δεν ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη. Αναφέρει τα εξής:-

«Οι αιτητές στην ουσία επιδιώκουν την ακύρωση της αρνητικής απάντησης υποστηρίζοντας, χωρίς να προσβάλουν απευθείας την παράλειψη, ότι η Επιτροπή είχε έμμεσα την υποχρέωση να φροντίσει για την αναδρομική μισθολογική προαγωγή και των αιτητών αυτών, ενέργεια στην οποία παρέλειψε να προβεί. Για να αποτελέσει όμως αντικείμενο προσφυγής η «παράλειψη» πρέπει να αναφέρεται σε πράξη ή απόφαση που το διοικητικό όργανο έχει, σύμφωνα με το νόμο, υποχρέωση να πάρει και να μην είναι πράξη που εκδίδεται, αφού ασκηθεί διακριτική εξουσία. Και από αυτή τη σκοπιά δεν μπορεί να πετύχει η προσφυγή. Πέρα από αυτό η προσβαλλόμενη πράξη δεν έχει κανένα από τα στοιχεία εκτελεστότητας που θα την καθιστούσαν προσβλητή με προσφυγή. Η απόρριψη δεν δημιούργησε είτε υποχρεώσεις είτε δικαιώματα.»

Εναντίον της πρωτόδικης, πιο πάνω, απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση, η οποία προβάλλει μόνο ένα λόγο έφεσης τον εξής:-

«Εσφαλμένα το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι οι αιτητές-εφεσείοντες δεν έχουν νομικό έρεισμα και δεν νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή.»

Από τον πιο πάνω λόγο έφεσης προκύπτει με σαφήνεια ότι προ[*234]σβάλλεται το πρώτο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες στερούνται εννόμου συμφέροντος. Κανένας άλλος λόγος έφεσης δεν προσβάλλει το δεύτερο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Κατά συνέπεια έστω και τυχόν επιτυχία του λόγου έφεσης δεν θα επιφέρει ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης αφού θα παραμείνει σε ισχύ το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά τον πιο πάνω χαρακτήρα της επίδικης πράξης.

Παρά την πιο πάνω παρατήρηση μας θεωρούμε σκόπιμο να ασχοληθούμε συνοπτικά και με το λόγο έφεσης που προβάλλουν οι εφεσείοντες.

Οι εφεσείοντες συνδέουν το κατ’ ισχυρισμό, έννομο συμφέρον τους με την αρχή της ισότητας που διασφαλίζει το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Στην αιτιολογία του λόγου έφεσης αλλά και στο περίγραμμα της ευπαιδεύτου δικηγόρου τους αναφέρουν τα εξής:-

«Επομένως οι αιτητές-εφεσείοντες έχουν έννομο συμφέρον λόγω ακριβώς της ιδιαιτερότητος της σχέσης των προς την προσβαλλομένη απόφαση και λόγω του δυσμενούς επηρεασμού των στην υπηρεσιακή τους κατάσταση. Επρόκειτο για όμοιες περιπτώσεις με ίδια προσόντα της ίδιας χρονικής περιόδου, ίδιας πείρας και η μη τήρηση της ισότητος έθιγε το ιδιαίτερο έννομο συμφέρον των εφεσειόντων.

Η υπό εξέταση υπόθεση αποτελεί περίπτωση στην οποία το νομικό έρεισμα για το συμφέρον αντλείται από τις διατάξεις του Συντάγματος (Άρθρο 28) που κατοχυρώνουν την ίση μεταχείριση των πολιτών από τη Διοίκηση ως ατομικό δικαίωμα που προσλαμβάνει τη μορφή δικαιώματος για την παροχή ίσων ευκαιριών.»

Οι πιο πάνω θέσεις των εφεσειόντων απαντώνται με λεπτομέρεια από την πρωτόδικη απόφαση, εκτενές απόσπασμα της οποίας έχει ήδη παρατεθεί πιο πάνω. Οι κρίσεις και τα τελικά συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθά και μας βρίσκουν σύμφωνους. Οι προτεινόμενες από τους εφεσείοντες αυθεντίες Αντώνης Παππαρίδης ν. Α.Η.Κ. (1995) 4(Α) Α.Α.Δ. 539 και Α. Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 81, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση γιατί τα γεγονότα τους είναι εντελώς διάφορα. Στην Παππαρίδης, η οποία σχολιάζεται και στην πρωτόδικη απόφαση, έγιναν διορισμοί χωρίς να προκηρυχθούν. Έτσι δεν δόθηκε σε κανένα η δυνατότητα διαγωνισμού για διορισμό στις θέ[*235]σεις. Κρίθηκε εκεί (Παππαρίδης) ότι νομικό έρεισμα για το συμφέρον του αιτητή αντλείται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Και στην Α. Γεωργίου όπου αστυφύλακες προσέβαλαν προαγωγές συναδέλφων τους επ’ ανδραγαθία τα γεγονότα είναι διάφορα από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Εκεί η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου διέγραψε ότι «Το συμφέρον του πηγάζει από την παράκαμψη της διαδικασίας για τις προαγωγές μελών της τάξης, όπου ο προσφεύγων υπηρετεί, το οποίο επηρεάζει, αφενός την υπηρεσιακή του κατάσταση και αφετέρου, τη λειτουργία του Αστυνομικού Σώματος.»

Κατά συνέπεια η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο