Xατζηχάννας Bραxίμης I. ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (Aρ. 1) (2006) 3 ΑΑΔ 256

(2006) 3 ΑΑΔ 256

[*256]11 Μαΐου, 2006

[AΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΒΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (AP. 1),

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3617)

 

Προσφυγή βάσει του Αρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Προκατάληψη/έχθρα ― Βάρος αποδείξεως ― Ο αιτητής δεν το απέσεισε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Ο περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) ― Άρθρο 42(2) και (3) ― Περιεχόμενο ρύθμισης και συσχετισμός της με τα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Δέουσα έρευνα της Ε.Δ.Y. κατά την σύγκριση των υποψηφίων ― Δεν τίθεται θέμα δέουσας έρευνας ούτε σύγκρισης υποψηφίου, ο οποίος δεν έχει περιληφθεί στον κατάλογο των συστηθέντων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ― Αντίστοιχος λόγος ακυρώσεως σε προσφυγή προβάλλεται απαραδέκτως.

Δημόσιοι υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Σύσταση από την Συμβουλευτική Επιτροπή αριθμού υποψηφίων τετραπλασίου των κενών θέσεων ― Άρθρο 34(7) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου Αρ. 1/90 ― Παρατυπία στην εφαρμογή της διάταξης στην κριθείσα περίπτωση ― Δεν επηρέασε την νομιμότητα της τελικής επιλογής ― Περιστάσεις.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Συνεκδίκαση προσφυγών ― Η κάθε συνεκδικαζόμενη προσφυγή διατηρεί την αυτοτέλειά της ― Η περίπτωση κατά την οποία μία των συνεκδικασθεισών προσφυγών επι[*257]τυγχάνει ενώ η άλλη απορρίπτεται αν και προσβάλλουν την αυτή διοικητική πράξη.

Ο εφεσείων επεδίωξε και κατ’ έφεση την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση πρώτου Λειτουργού Γεωργίας, η προσφυγή κατά της οποίας είχε απορριφθεί πρωτοδίκως.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Τέσσερις από τους λόγους έφεσης είναι συναφείς και αφορούν, κατ’ ισχυρισμό του εφεσείοντα, προκατάληψη και έχθρα τόσο του Διευθυντή Γεωργίας που μετείχε και στη Σ.Ε. όσο και του Ε/Μ που συμμετείχε στην αξιολόγηση του στην υπηρεσιακή έκθεση του 2000. Ισχυρίζεται επίσης ο εφεσείων ότι η συμμετοχή του Διευθυντή Γεωργίας στη Σ.Ε. κατέστησε ελαττωματική τη σύνθεση της.

    Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι ο Διευθυντής Γεωργίας έχει οξεία προκατάληψη και έχθρα εναντίον του και είναι και αντίδικος του σε άλλες προσφυγές. Υποστηρίζει ακόμα ότι το Ε/Μ έλαβε μέρος στην αξιολόγηση του παρά το γεγονός ότι είναι αντίδικος του σε προσφυγή για τις θέσεις Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού.

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις αιτιάσεις αυτές του εφεσείοντα και τα πορίσματά του είναι ορθά.

    Ο εφεσείων έχει επανειλημμένα προβάλει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου τους ίδιους λόγους με τα ίδια ή παρόμοια γεγονότα και περιστατικά. Οι θέσεις του αυτές έχουν επανειλημμένα απορριφθεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πέραν των άλλων, και για το γεγονός ότι επικαλείται αόριστα την προκατάληψη χωρίς να αποσείει το βάρος απόδειξης που έχει.

    Κατά συνέπεια οι λόγοι αυτοί της έφεσης απορρίπτονται.

2. Με άλλο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η ΕΔΥ απέτυχε να διενεργήσει δέουσα έρευνα ως προς την αξία και τα προσόντα του αιτητή και του Ε/Μ, αφού ο ίδιος ο εφεσείων λέγει ότι ήταν ίσοι σε αξία αλλά υπερείχε σε προσόντα και αρχαιότητα. Η ΕΔΥ όμως δεν έκαμε οποιαδήποτε σύγκριση του εφεσείοντα με το Ε/Μ, γιατί ο πρώτος δεν ήταν στον κατάλογο των συστηθέντων από την Σ.Ε.. Έτσι δεν τίθεται θέμα δέουσας έρευνας. Ο εφεσείων δεν νομιμοποιείται να προσβάλλει στο θέμα αυτό την απόφαση της ΕΔΥ.

[*258]          Όσον αφορά τη Σ.Ε. αυτή διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα τόσο για τα προσόντα όσο και για την αρχαιότητα. Και στο σημείο αυτό υιοθετείται η πρωτόδικη απόφαση.

3. Με άλλο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η παρατυπία της σύστασης της Σ.Ε. για 9 υποψηφίους αντί των 8, ως προνοείται από το Αρθρο 34(7) του Ν. 1/90, ήταν συγγνωστή και δεν επηρέασε αρνητικά τον εφεσείοντα.  Υιοθετείται και στο θέμα αυτό η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου.

4. Τέλος ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του αφού συνεκδικαζόμενη προσφυγή άλλου αιτητή έγινε δεκτή και ακυρώθηκε η επίδικη διοικητική απόφαση. Το πιο πάνω επιχείρημα του εφεσείοντα δεν ευσταθεί.  Παρά το γεγονός ότι έχουν οι δύο προσφυγές συνεκδικαστεί η κάθε μια διατηρεί την αυτοτέλειά της, με τις ιδιαίτερες περιστάσεις και ισχυρισμούς της κάθε μιας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ιακωβίδης ν. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 28,

Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437,

Soteriadou a.ο. v. Republic (1983) 3 C.L.R. 321,

Βασιλείου κ.ά. ν. Ε.Δ.Υ., Συνεκδ. Υπόθ. Αρ. 604/2001 κ.ά., ημερ. 18.4.2001,

Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 312,

Χατζηχάννας κ.ά. ν. Ε.Δ.Υ., Υπόθ. Αρ. 397/2003 κ.ά., ημερ. 29.7.2004,

Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422,

Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.ά. (Aρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Υποθ. Αρ. 601/2001), ημερ. 28/3/2003.

[*259]Ο Εφεσείων παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.

Α. Βασιλειάδης με Α. Γιαλλούρη, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, προσέβαλε την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους (Ε/Μ) Νεοκλή Τσαππή στη θέση Πρώτου Λειτουργού Γεωργίας από την 1.5.2001.

Κατόπιν πρότασης του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος για την πλήρωση δύο θέσεων Πρώτου Λειτουργού Γεωργίας η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) σε συνεδρία της στις 13.12.99 αποφάσισε τη δημοσίευση της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας γιατί η θέση είναι, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής. Ανταποκρίθηκαν προς τη γνωστοποίηση δεκαπέντε αιτητές. Οι αιτήσεις τους παραπέμφθηκαν στη Συμβουλευτική Επιτροπή (Σ.Ε.) η οποία συστάθηκε με βάση την επιφύλαξη της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 32 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990. Η Σ.Ε. διαπίστωσε ότι τρεις από τους αιτητές απέσυραν τις αιτήσεις τους και τέταρτος είχε ήδη αφυπηρετήσει. Αποφάσισε η Σ.Ε. στη συνεδρία της την 1.8.2000, ότι οι εναπομείναντες έντεκα αιτητές ικανοποιούσαν τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας. Περαιτέρω αποφάσισε όπως καλέσει στις 27 και 28 Σεπτεμβρίου 2000 και τους 11 υποψηφίους σε προφορική εξέταση.  Η Σ.Ε. κατέγραψε τη γενική εντύπωση της για τον κάθε υποψήφιο όσον αφορά την απόδοση του. Η Σ.Ε. βαθμολόγησε τον εφεσείοντα ως «Καλό» αναφέροντας τα εξής:-

«ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ ΒΡΑΧΙΜΗΣ: Καλός (36, 5/50)

Στις περισσότερες ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν έδωσε μάλλον επιφανειακές απαντήσεις χωρίς να υπεισέρχεται σε λεπτομέρεια και να καλύπτει ολοκληρωμένα και σε βάθος το θέμα του. Σε μερικές περιπτώσεις δεν επικεντρώθηκε στην ουσία της ερώτησης. Ως προσωπικότητα κρίνεται επιφανειακός με τάσεις αυτοπροβολής και επικέντρωσης στον εαυτό του.»

Η Σ.Ε. βαθμολόγησε το Ε/Μ ως «Σχεδόν Εξαίρετο». Σημειώ[*260]νουμε ότι εκτός του εφεσείοντα που βαθμολογήθηκε ως «Καλός» όλοι οι άλλοι βαθμολογήθηκαν σε ψηλότερο βαθμό.

Η Σ.Ε. μετά από αξιολόγηση των υποψηφίων σε συνεδρία της την 25.10.2000 αποφάσισε να περιλάβει 9 υποψηφίους, μεταξύ των οποίων και το Ε/Μ, στον τελικό κατάλογο, αποκλείοντας έτσι τον εφεσείοντα.

Η ΕΔΥ, αφού υιοθέτησε την έκθεση της Σ.Ε. και κάλεσε σε προφορική εξέταση τους συστηθέντες από την Σ.Ε. αποφάσισε να προσφέρει την προαγωγή σε δύο υποψήφιους, ένας των οποίων ήταν και το Ε/Μ.

Ο εφεσείων καταχώρησε την προσφυγή αρ. 601/2001 εναντίον της απόφασης της ΕΔΥ, προβάλλοντας σωρεία λόγων ακυρότητας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτενώς με κάθε ένα από τους προβληθέντες λόγους και τους απέρριψε με συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής του εφεσείοντα.

Καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση εκ μέρους του εφεσείοντα.  Προβάλλονται δέκα συνολικά λόγοι. Ένας λόγος, ο έκτος, αποσύρθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία.

Όλοι οι λόγοι έφεσης προβλήθηκαν και ως λόγοι ακύρωσης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο και τους απέρριψε.

Τέσσερις από τους λόγους έφεσης είναι συναφείς και αφορούν, κατ’ ισχυρισμό του εφεσείοντα, προκατάληψη και έχθρα τόσο του Διευθυντή Γεωργίας που μετείχε και στη Σ.Ε. όσο και του Ε/Μ που συμμετείχε στην αξιολόγηση του στην υπηρεσιακή έκθεση του 2000.  Ισχυρίζεται επίσης ο εφεσείων ότι η συμμετοχή του Διευθυντή Γεωργίας στη Σ.Ε. κατέστησε ελαττωματική τη σύνθεση της.

Ο εφεσείων υποστηρίζει ότι ο Διευθυντής Γεωργίας έχει οξεία προκατάληψη και έχθρα εναντίον του και είναι και αντίδικος του σε άλλες προσφυγές. Υποστηρίζει ακόμα ότι το Ε/Μ έλαβε μέρος στην αξιολόγηση του παρά το γεγονός ότι είναι αντίδικος του σε προσφυγή για τις θέσεις Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις αιτιάσεις αυτές του εφεσείοντα αναφέροντας τα εξής με τα οποία συμφωνούμε απόλυτα:-

«Σύμφωνα με τη νομολογία, η έγερση προσφυγών εκ μέρους κάποιου αιτητή δεν οδηγεί στο αναπόδραστο συμπέρασμα της [*261]απόδειξης στον απαιτούμενο βαθμό έλλειψης αντικειμενικότητας οιουδήποτε λειτουργού. Η έλλειψη αντικειμενικότητας θα πρέπει να αποδεικνύεται με βεβαιότητα (βλέπε σχετικά Ιακωβίδης ν. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ., σελ. 28).

Το άρθρο 42(2) και (3) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(I)/99, προβλέπει ότι δεν μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης, πρόσωπο που βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβασή της. Όμως, σύμφωνα με το εδάφιο (3) του ίδιου άρθρου, ακόμα κι’ αν υπάρχουν τα πιο πάνω κωλύματα, η συμμετοχή στο διοικητικό όργανο επιτρέπεται, όταν η διοικητική πράξη δεν μπορεί να εκδοθεί από άλλο κατά νόμο αρμόδιο όργανο ή όταν το αρμόδιο συλλογικό όργανο δεν μπορεί να συνέλθει επειδή δεν θα υπάρχει απαρτία. Έτσι ακόμα και αν είχαν τα πράγματα, η συμμετοχή του Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας ήταν επιβεβλημένη. Εν πάση περιπτώσει η έχθρα αυτή δεν έχει αποδεικτεί.

Όπως έχει αποφασιστεί, η έναρξη δικαστικής διαδικασίας από κάποιον εναντίον άλλου, δεν στοιχειοθετεί έλλειψη αντικειμενικότητας (Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437). Όπως δε εξηγείται και στη γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση, ο Διευθυντής δεν έχει οποιοδήποτε συμφέρον γιατί η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και συνεπώς, είναι γι’ αυτόν αδιάφορο, αν ο αιτητής κατέχει ή όχι την επίδικη θέση.»

Ο εφεσείων έχει επανειλημμένα προβάλει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου τους ίδιους λόγους με τα ίδια ή παρόμοια γεγονότα και περιστατικά. Οι θέσεις του αυτές έχουν επανειλημμένα απορριφθεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πέραν των άλλων, και για το γεγονός ότι επικαλείται αόριστα την προκατάληψη χωρίς να αποσείει το βάρος απόδειξης που έχει (Βλέπε Soteriadou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 321, Στέλιος Βασιλείου κ.ά. ν. ΕΔΥ, Συνεκδ. Υποθ. 604/2001 κ.ά., ημερ. 18.4.2001, Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 312 και Βραχίμης Χατζηχάννας κ.ά. ν. ΕΔΥ, Υποθέσεις Αρ. 397/2003 κ.ά., ημερ. 29.7.2004).

Κατά συνέπεια οι λόγοι αυτοί της έφεσης απορρίπτονται.

Με άλλο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η ΕΔΥ απέτυχε να διενεργήσει δέουσα έρευνα ως προς την αξία και τα προσόντα του αιτητή και του Ε/Μ αφού ο ίδιος ο εφεσείων λέγει ότι [*262]ήταν ίσοι σε αξία αλλά υπερείχε σε προσόντα και αρχαιότητα.  Κατ’ αρχήν τονίζουμε ότι η ΕΔΥ δεν έκαμε οποιαδήποτε σύγκριση του εφεσείοντα με το Ε/Μ γιατί ο πρώτος δεν ήταν στον κατάλογο των συστηθέντων από την Σ.Ε.. Έτσι δεν τίθεται θέμα δέουσας έρευνας. Ο εφεσείων δεν νομιμοποιείται να προσβάλλει στο θέμα αυτό την απόφαση της ΕΔΥ.

Όσον αφορά τη Σ.Ε. έχουμε καταλήξει, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι αυτή διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα τόσο για τα προσόντα όσο και για την αρχαιότητα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:-

«Όσον αφορά το επιχείρημα του αιτητή ότι υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους σε προσόντα, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στο σχέδιο υπηρεσίας δεν περιλαμβάνεται πρόνοια για πλεονέκτημα και συνεπώς δεν μπορεί να ευσταθήσει το επιχείρημα ότι ο αιτητής κατέχει το πλεονέκτημα και μάλιστα εις πολλαπλούν.  Από τους φακέλους φαίνεται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή απέστειλε στην Επιτροπή αιτιολογημένη έκθεση για τον κάθε υποψήφιο, δίδοντας τη δέουσα σημασία, μεταξύ άλλων και στα προσόντα τους. Ο ισχυρισμός ότι δεν έγινε συσχετισμός των προσόντων του αιτητή με τα καθήκοντα της θέσης δεν φαίνεται να υποστηρίζεται.

Όσον αφορά δε τον ισχυρισμό του ότι υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους και των υπολοίπων μάλιστα υποψηφίων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αρκεί να λεχθεί ότι στην αξιολόγηση της Συμβουλευτικής ο αιτητής αξιολογείται με χαμηλότερη βαθμολογία από τους συστηθέντες. Όχι μόνο δεν φαίνεται να υπερέχει των άλλων υποψηφίων, αλλά αντίθετα παρουσιάζεται ότι προκάλεσε μάλλον κακή εντύπωση στην εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής.»

Προσβάλλει επίσης ο εφεσείων την επίδικη απόφαση της ΕΔΥ ως αναιτιολόγητη. Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή και παραπέμπουμε στα όσα έχουν λεχθεί πιο πάνω.

Με άλλο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η παρατυπία της σύστασης της Σ.Ε. για 9 υποψηφίους αντί των 8, ως προνοείται από το άρθρο 34(7) του Ν. 1/90, ήταν συγγνωστή και δεν επηρέασε αρνητικά τον εφεσείοντα.

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο και παραθέτουμε [*263]το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του που έχει ως εξής:-

«Όσον αφορά τη σύσταση εννιά αντί οκτώ ατόμων, όπως προνοείται από το νόμο, μια και οι θέσεις ήταν δύο, η Συμβουλευτική Επιτροπή εξηγεί ότι αυτό έγινε γιατί ένας των συστηνομένων, ο Δήμος Πισσούριος, αφυπηρετούσε στις 31.10.2000. Η Επιτροπή σημείωσε την παρατυπία αυτή, όπως και το ότι κανονικά έπρεπε η έκθεση να επιστραφεί για να περιοριστεί ο αριθμός των συστηνομένων στους οκτώ. Επειδή όμως ο Πισσούριος είχε ήδη αφυπηρετήσει, θεώρησε ότι η παρατυπία αυτή δεν δημιουργούσε πλέον πρόβλημα.

Η παρατυπία αυτή της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν επιδρά επί της νομιμότητας της πράξης. Είναι αλήθεια ότι σύμφωνα με το άρθρο 34(7) του Νόμου 1/90, ο αριθμός των υποψηφίων που συστήνονται από τη Συμβουλευτική θα πρέπει να είναι τετραπλάσιος του αριθμού των κενών θέσεων, όμως, βάσει του εδαφίου (8) πριν κάμει την τελική της επιλογή, η Επιτροπή μπορεί να καλέσει σε προφορική εξέταση, μαζί με τους υποψήφιους που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική και οποιοδήποτε άλλο υποψήφιο που κατά την κρίση της έπρεπε να ήταν στον κατάλογο αυτό. Όμως, ούτως ή άλλως η παρατυπία αυτή δεν επηρέασε αρνητικά τον αιτητή, τον οποίο η Συμβουλευτική δεν περιέλαβε στους συστηθέντες.»

Παραπονείται ακόμα ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε όλους τους λόγους ακύρωσης που πρόβαλε στην προσφυγή του. Παρέλειψε, ισχυρίζεται, να εξετάσει θέμα γνώσης της ελληνικής ή της αγγλικής γλώσσας.

Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το θέμα και αναφέρει τα εξής τα οποία και υιοθετούμε:-

«Ως προς τον ισχυρισμό του για τη γνώση της ελληνικής ή αγγλικής γλώσσας, η Συμβουλευτική Επιτροπή διαπιστώνει στην έκθεσή της ότι η θέση που κατείχαν οι έντεκα υποψήφιοι ήδη απαιτεί το ίδιο επίπεδο γνώσης που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης και συνεπώς το τεκμήριο της πολύ καλής γνώσης της ελληνικής και αγγλικής γλώσσας, ικανοποιείται για όλους. Η γραμμή αυτή συνάδει και με τη νομολογία (Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422 και Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.ά. (Aρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347).»

Τέλος ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο [*264]απέρριψε την προσφυγή του αφού συνεκδικαζόμενη προσφυγή άλλου αιτητή έγινε δεκτή και ακυρώθηκε η επίδικη διοικητική απόφαση.

Το πιο πάνω επιχείρημα του εφεσείοντα δεν ευσταθεί. Παρά το γεγονός ότι έχουν οι δύο προσφυγές συνεκδικαστεί η κάθε μια διατηρεί την αυτοτέλειά της με τις ιδιαίτερες περιστάσεις και ισχυρισμούς της κάθε μιας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο