Θεοφυλάκτου Δημήτρης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 322

(2006) 3 ΑΑΔ 322

[*322]16 Ιουνίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3764)

 

Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Υποχρέωση της διοίκησης σε περιπτώσεις αναδρομικού διορισμού υπαλλήλου μετά από επανεξέταση ― Να αποκατασταθεί η σταδιοδρομία του υπαλλήλου που πλήγηκε ― Η απόφαση απόρριψης αιτήματος προαγωγής σε ανώτερη θέση υπαλλήλου που διορίστηκε αναδρομικά, ακυρώθηκε ως παράνομη.

Ο εφεσείων επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την ακύρωση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτημά του για προαγωγή μετά τον αναδρομικό διορισμό του στη θέση Ακόλουθου, στα πλαίσια επανεξέτασης.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεχτή την έφεση, αποφάσισε ότι:

Ο εφεσείων εισηγείται επί του προκειμένου ότι η υποχρέωση της ΕΔΥ για συμμόρφωση στο ακυρωτικό αποτέλεσμα, συνίστατο στον αναδρομικό διορισμό και στην επακόλουθη για όλους κοινή υπηρεσιακή ανέλιξη χωρίς άνιση διάκριση σε βάρος του, κατ’ επίκληση πλασματικής υπηρεσίας. Το γεγονός ότι δεν είχε πραγματική υπηρεσία στη θέση Ακόλουθου δεν οφειλόταν σε δική του υπαιτιότητα, αλλά σε πράξη της διοίκησης η οποία κηρύχθηκε άκυρη.

Στη Λεοντίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 70 εξετάστηκε κατά πόσο με τον αναδρομικό διορισμό της εφεσείουσας στο εξωτερικό θα έπρεπε να της καταβληθεί όχι μόνο ο μισθός αλλά και το ειδικό επίδομα που προβλεπόταν ως αποζημίωση για υπαλλήλους που [*323]υπηρετούσαν στο εξωτερικό, αφού η υπηρεσία της ήταν πλασματική. Η Ολομέλεια αποφάσισε ότι η εφεσείουσα είχε δικαίωμα σε όλα τα ωφελήματα:

Στο σύγγραμμα της Δ. Κοντόγιωργα – Θεοχαροπούλου «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως (Ανατύπωση 1988) εξηγείται (σελ. 275), ποια είναι η υποχρέωση της διοίκησης μετά την ακυρωτική απόφαση:

“Διά την επαναφοράν του υπαλλήλου εις την θέσιν που θα ήτο εάν δεν είχε παρεμβληθή η ακυρωθείσα απόλυσις, η Διοίκησις οφείλει να επαναφέρη τον υπάλληλον πλασματικώς και διαδοχικώς εις όλας τας θέσεις της ιεραρχίας, τας οποίας θα είχε καταλάβει ο απολυθείς μεταξύ του χρόνου της απολύσεως και της ακυρώσεώς της. Ήτοι, η Διοίκησις υποχρεούται εις βαθμολογικήν αποκατάστασιν τούτου και συνεπώς οφείλει να κρίνη και να προαγάγη τον απολυθέντα αναδρομικώς ως μηδέποτε απομακρυθέντα εκ της υπηρεσίας, αφ’ ής προήχθησαν νεώτεροί του και να επεκτείνη εις το πρόσωπόν του όλα εκείνα τα μέτρα τα εφαρμοσθέντα επί νεωτέρων του κατά το μεταξύ διάστημα και τα οποία κατέστησαν μειονεκτικήν την θέσιν αυτού έναντι τούτων, θεωρουμένου τοιουτοτρόπως του απολυθέντος ως διερχομένου πλασματικώς και διαδοχικώς από τας διαφόρους θέσεις λόγω αναδρομικών προαγωγών.  Η αναδρομικότης των μέτρων αυτών είναι αναγκαία, διά να εξασφαλισθή η φυσιολογική και συνήθης εξέλιξις του υπαλλήλου.”

Παραπέμπει σχετικά στις ΣτΕ 228/43, 1356/62 και 855/63.  Όπως δε εξηγεί γενικότερα (στη σελ. 267, σημ. 73):

“Η νομολογία του ΣτΕ ακολουθεί και εις αυτό το σημείον την νομολογίαν του CdE και δη την αρχήν η οποία καθιερώθη διά της σπουδαίας αποφάσεως Rodiere, 26 dec. 1925, Les grands arrets ..., op. cit., σελ. 183 επ. Βάσει της αποφάσεως αυτής, δεν ανεγνωρίσθη μόνον η αναδρομικότης της ακυρώσεως και των πράξεων αποκαταστάσεως, αλλ’ ειδικώτερον ότι η Διοίκησις οφείλει να εξασφαλίση εις τον προσφυγόντα την συνέχισιν της σταδιοδρομίας του κατά φυσιολογικόν τρόπον και με την επιβαλλομένην εξέλιξιν, λαμβανομένων υπ’ όψιν τόσον των προαγωγών κατ’ αρχαιότητα όσον και των κατ’ εκλογήν. Περαιτέρω, ορίζεται ότι ο εν λόγω υπάλληλος έχει δικαίωμα εις μίαν ανάλογον εξέλιξιν σύμφωνον τόσον ως προς το δεδικασμένον της ακυρωτικής αποφάσεως του CdE, όσον και ως προς τα άλλα δικαιώματα των λοιπών υπαλλήλων επί των οποίων η ακύρωσις έχει αμέσους ή εμμέσους επιπτώσεις.”

[*324]Ενόψει των πιο πάνω θεωρείται πως η πλασματική υπηρεσία του εφεσείοντα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη για σκοπούς προαγωγής τυγχάνοντας έτσι ισότιμης μεταχείρισης με τους υπόλοιπους συναδέλφους του, με τους οποίους διορίστηκε αναδρομικά στη θέση Ακόλουθου για σκοπούς προαγωγής στην επίδικη θέση.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Λεοντίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 70,

ΣτΕ 228/43,

ΣτΕ 1356/62,

ΣτΕ 855/63.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 847/2002), ημερ. 22/1/2004.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Χριστοδουλίδου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν συνυποψήφιος για διορισμό στη θέση Ακόλουθου (Εξωτερικές Υπηρεσίες) του Υπουργείου Εξωτερικών. Τον Απρίλιο 1996 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) επέλεξε 13 πρόσωπα για διορισμό στην πιο πάνω θέση. Ο εφεσείων, που δεν συμπεριλαμβανόταν στους διορισθέντες, προσέβαλε επιτυχώς την πιο πάνω απόφαση της ΕΔΥ με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η ΕΔΥ, κατά την επανεξέταση που έγινε τον Οκτώβριο 1998, απέκλεισε εκ νέου τον εφεσείοντα ο οποίος με νέα προσφυγή, πέτυχε ακύρωση της απόφασης της ΕΔΥ για το δεύτερο αποκλεισμό του. Ακολούθησε νέα επανεξέταση και η ΕΔΥ στις 19.3.2002 αποφάσισε το διορισμό του εφεσείοντα και άλλων 11 προσώπων στην προαναφερόμενη θέση Ακόλουθου (Εξωτερικές Υπηρεσίες), αναδρομικά βέβαια από 4.6.1996 που ήταν η αρχική [*325]ημερομηνία για διορισμό. Στις 28.3.2002 ο εφεσείων αποδέχθηκε το διορισμό. Για τους άλλους έντεκα, η απόφαση της ΕΔΥ συμπεριλάμβανε και την προαγωγή τους στη θέση Γραμματέα Β΄ ή Υποπρόξενου (θέση προαγωγής), από 15.9.2000.

Ο εφεσείων με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 20.6.2002 ζήτησε να εξεταστεί άμεσα το δικαίωμα προαγωγής του στη θέση Γραμματέα Β΄ «αφού είχε, με βάση το διορισμό της 4.6.96 τα απαραίτητα προσόντα ...........».

Η ΕΔΥ σε συνεδρία της που πραγματοποιήθηκε στις 4.7.2002, εξέτασε το θέμα και αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος με την πιο κάτω αιτιολογία:

«Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αφού μελέτησε το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής και με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία, αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα του ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ Δημήτριου, Ακόλουθου, Εξωτερικές Υπηρεσίες, για αναδρομική προαγωγή του στη θέση Γραμματέα Β΄ ή Υποπρόξενου γιατί δεν διαθέτει πραγματική υπηρεσία στη θέση Ακόλουθου αλλά βρίσκεται με δοκιμασία στην εν λόγω θέση. Η Επιτροπή, περαιτέρω, σημείωσε ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Γραμματέα Β΄ ή Υποπρόξενου απαιτεί «Τετραετή τουλάχιστον ευδόκιμον υπηρεσίαν εις την θέσιν Ακολούθου», την οποία δεν διαθέτει ο Θεοφυλάκτου. «Ευδόκιμη υπηρεσία» σημαίνει πραγματική υπηρεσία, δηλαδή πραγματική άσκηση των καθηκόντων της θέσης. Τέλος, η Επιτροπή σημείωσε ότι στον Κανονισμό 14 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 έως 2002, στον οποίο γίνεται αναφορά στο τι περιλαμβάνει ο όρος «πραγματική υπηρεσία», δεν προνοείται οτιδηποτε για υπολογισμό του χρόνου υπηρεσίας σε περίπτωση αναδρομικού διορισμού, όπως είναι η περίπτωση του Θεοφυλάκτου, αλλά μόνο για υπολογισμό σε περίπτωση αναδρομικής προαγωγής υπαλλήλου (παράγραφος 5) του Κανονισμού 14).»

Ο εφεσείων άσκησε προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης της ΕΔΥ. Ο συνάδελφός μας που εκδίκασε την υπόθεση ουσιαστικά υιοθέτησε τη θέση της ΕΔΥ επί του θέματος όπως αυτή διατυπώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση (ανωτέρω). Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι ο αναδρομικός διορισμός του εφεσείοντα στη θέση Ακόλουθου δεν αποτελούσε στοιχείο στη βάση του οποίου θα μπορούσε να προσμετρήσει χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στην εν λόγω θέση από την έναρξη του αναδρομικού διορισμού ώστε να πληρούσε την προϋπόθεση για «τετραετή τουλάχιστον ευδόκιμον υπηρεσίαν εις την θέσιν [*326]Ακόλουθου» που απαιτείται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας για προαγωγή στη θέση Γραμματέα Β΄ ή Υποπρόξενου. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι η εν λόγω θέση είναι θέση προαγωγής («συνδυασμένη μετά της θέσεως Α ή Προξένου). Θεωρήθηκε ότι η τυχόν υιοθέτηση της αντίθετης άποψης του εφεσείοντα θα οδηγούσε στο παράλογο αποτέλεσμα της προαγωγής του στην επίδικη θέση Γραμματέα Β΄ ή Υποπρόξενου χωρίς ουσιαστικά να είχε ποτέ ασκήσει τα καθήκοντα της ιεραρχικά κατώτερης θέσης του Ακόλουθου.

Ο εφεσείων θεωρεί λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την παρούσα έφεση ζητά τον παραμερισμό της. Η θέση που ο εφεσείων προώθησε πρωτόδικα αλλά και κατά την ακρόαση της έφεσης είναι ότι με τον αναδρομικό διορισμό του στη θέση Ακόλουθου από 4.9.1996 απέκτησε όλα τα δικαιώματα που θα είχε αν διοριζόταν εξ αρχής στην εν λόγω θέση συμπεριλαμβανομένου, χωρίς οποιαδήποτε διάκριση, και του δικαιώματος προαγωγής στην ανώτερη θέση. Η διοικητική διαφορά που προέκυψε, όπως αυτή προσδιορίζεται από τον εφεσείοντα, αφορά στη σημασία της υποχρέωσης της διοίκησης για ενεργό συμμόρφωση προς τη δεσμευτική απόφαση του ακυρωτικού δικαστηρίου, άρθρο 146.4 και 146.5 του Συντάγματος και την οφειλόμενη υποχρέωση της ίσης μεταχείρισης. Ο εφεσείων εισηγείται επί του προκειμένου ότι η υποχρέωση της ΕΔΥ για συμμόρφωση στο ακυρωτικό αποτέλεσμα, συνίστατο στον αναδρομικό διορισμό και στην επακόλουθη για όλους κοινή υπηρεσιακή ανέλιξη χωρίς άνιση διάκριση σε βάρος του, κατ’ επίκληση πλασματικής υπηρεσίας. Το γεγονός ότι δεν είχε πραγματική υπηρεσία στη θέση Ακόλουθου δεν οφειλόταν σε δική του υπαιτιότητα αλλά σε πράξη της διοίκησης η οποία κηρύχθηκε άκυρη.

Στη Λεοντίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 70, εξετάστηκε κατά πόσο με τον αναδρομικό διορισμό της εφεσείουσας στο εξωτερικό θα έπρεπε να της καταβληθεί όχι μόνο ο μισθός αλλά και το ειδικό επίδομα που προβλεπόταν ως αποζημίωση για υπαλλήλους που υπηρετούσαν στο εξωτερικό, αφού η υπηρεσία της ήταν πλασματική. Η Ολομέλεια αποφάσισε ότι η εφεσείουσα είχε δικαίωμα σε όλα τα ωφελήματα:

“Ο αναδρομικός διορισμός μεταβάλλει την παρελθούσα πραγματικότητα αντικαθιστώντας την με τη νέα δημιουργηθείσα κατάσταση. Η οποία βέβαια, από τη φύση της, δεν διατρέχει το διαρρεύσαν διάστημα παρά μόνο νοητικά. Η σημασία της όμως έγκειται στα παράγωγα της. Η αναγνώριση των οποίων ως προκυψάντων δικαιωμάτων εξηγεί και δικαιολογεί την αναδρομικότητα εφόσον βέβαια δεν προσβάλλεται η νομιμότητα της. Σε [*327]ό,τι αφορά δε αυτά τα παράγωγα δεν χωρεί διάκριση μεταξύ τους ανάλογα με την εκ των υστέρων διαφορική θεώρηση αποτελεσμάτων.

Εν προκειμένω, ό,τι θα εδικαιούτο η εφεσείουσα αν κατείχε τη θέση κατά τον χρόνο στον οποίο αναφέρεται η αναδρομή, το δικαιούται και τώρα. Η έννοια της “αποζημίωσης” στην οποία αναφέρεται ο Κανονισμός 14(2) και την οποία υπογράμμισε ο συνήγορος των εφεσίβλητων ως συναρτημένη με την πραγματικότητα της καθαυτό ύπαρξης εκ της οποίας να απορρέουν τα όσα σκοπούσε η αποζημίωση να αντισταθμίσει, παραγνωρίζει τον σκοπό της αναδρομικότητας που δεν είναι άλλος από την παραγωγή αποτελεσμάτων με οντότητα εξ υπαρχής και διατρέχουσα προς το παρόν. Η διεκδικηθείσα επιχορήγηση αποτελούσε μέρος των απολαβών της θέσης από την ημερομηνία αναδρομικού διορισμού και ως εκ τούτου αναπόφευκτο παράγωγο της.”

Στο σύγγραμμα της Δ. Κοντόγιωργα – Θεοχαροπούλου «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως (Ανατύπωση 1988) εξηγείται (σελ. 275), ποια είναι η υποχρέωση της διοίκησης μετά την ακυρωτική απόφαση:

“Διά την επαναφοράν του υπαλλήλου εις την θέσιν που θα ήτο εάν δεν είχε παρεμβληθή η ακυρωθείσα απόλυσις, η Διοίκησις οφείλει να επαναφέρη τον υπάλληλον πλασματικώς και διαδοχικώς εις όλας τας θέσεις της ιεραρχίας, τας οποίας θα είχε καταλάβει ο απολυθείς μεταξύ του χρόνου της απολύσεως και της ακυρώσεώς της. Ήτοι, η Διοίκησις υποχρεούται εις βαθμολογικήν αποκατάστασιν τούτου και συνεπώς οφείλει να κρίνη και να προαγάγη τον απολυθέντα αναδρομικώς ως μηδέποτε απομακρυθέντα εκ της υπηρεσίας, αφ’ ής προήχθησαν νεώτεροί του και να επεκτείνη εις το πρόσωπόν του όλα εκείνα τα μέτρα τα εφαρμοσθέντα επί νεωτέρων του κατά το μεταξύ διάστημα και τα οποία κατέστησαν μειονεκτικήν την θέσιν αυτού έναντι τούτων, θεωρουμένου τοιουτοτρόπως του απολυθέντος ως διερχομένου πλασματικώς και διαδοχικώς από τας διαφόρους θέσεις λόγω αναδρομικών προαγωγών. Η αναδρομικότης των μέτρων αυτών είναι αναγκαία, διά να εξασφαλισθή η φυσιολογική και συνήθης εξέλιξις του υπαλλήλου.”

Παραπέμπει σχετικά στις ΣτΕ 228/43, 1356/62 και 855/63.  Όπως δε εξηγεί γενικότερα (στη σελ. 267, σημ. 73):

“Η νομολογία του ΣτΕ ακολουθεί και εις αυτό το σημείον [*328]την νομολογίαν του CdE και δη την αρχήν η οποία καθιερώθη διά της σπουδαίας αποφάσεως Rodiere, 26 dec. 1925, Les grands arrets ..., op. cit., σελ. 183 επ. Βάσει της αποφάσεως αυτής, δεν ανεγνωρίσθη μόνον η αναδρομικότης της ακυρώσεως και των πράξεων αποκαταστάσεως, αλλ’ ειδικώτερον ότι η Διοίκησις οφείλει να εξασφαλίση εις τον προσφυγόντα την συνέχισιν της σταδιοδρομίας του κατά φυσιολογικόν τρόπον και με την επιβαλλομένην εξέλιξιν, λαμβανομένων υπ’ όψιν τόσον των προαγωγών κατ’ αρχαιότητα όσον και των κατ’ εκλογήν. Περαιτέρω, ορίζεται ότι ο εν λόγω υπάλληλος έχει δικαίωμα εις μίαν ανάλογον εξέλιξιν σύμφωνον τόσον ως προς το δεδικασμένον της ακυρωτικής αποφάσεως του CdE, όσον και ως προς τα άλλα δικαιώματα των λοιπών υπαλλήλων επί των οποίων η ακύρωσις έχει αμέσους ή εμμέσους επιπτώσεις.”

Ενόψει των πιο πάνω θεωρούμε πως η πλασματική υπηρεσία του εφεσείοντα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη για σκοπούς προαγωγής τυγχάνοντας έτσι ισότιμης μεταχείρισης με τους υπόλοιπους συναδέλφους του με τους οποίους διορίστηκε αναδρομικά στη θέση Ακόλουθου για σκοπούς προαγωγής στην επίδικη θέση.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Τα έξοδα της έφεσης και της πρωτόδικης διαδικασίας υπέρ του εφεσείοντα.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο