Paraskevaides & Joannou, δι’ εαυτήν και ως εκπρόσωπος τουCyprus Airports Group ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 341

(2006) 3 ΑΑΔ 341

[*341]16 Ιουνίου, 2006

 

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

JOANNOU & PARASKEVAIDES LTD, ΔΙ’ ΕΑΥΤΗΝ ΚΑΙ

ΩΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΟΥ CYPRUS AIRPORTS GROUP

ΠΟΥ ΥΠΕΒΑΛΕ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΝ

ΤΩΝ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΩΝ ΛΑΡΝΑΚΟΣ-ΠΑΦΟΥ,

Εφεσείοντες,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

(α) ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,

(β) ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Εφεση Αρ. 3757)

 

Έννομο Συμφέρον ― Μέλους κοινοπραξίας να προσβάλει μόνος του την κατακύρωση της προσφοράς ― Δεν υφίσταται άμεσο και προσωπικό έννομο συμφέρον του μέλους είτε από μόνου του είτε και ως αντιπροσώπου της κοινοπραξίας ― Μόνο η ίδια η κοινοπραξία έχει τέτοιο έννομο συμφέρον ― Ζήτημα δημοσίας τάξεως ― Εξετάζεται αυτεπαγγέλτως.

Η εφεσείουσα επεδίωξε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία κρίθηκε πως δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση κατακύρωσης της επίδικης προσφοράς, λόγω έλλειψης άμεσου και προσωπικού συμφέροντος.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Στην Κύπρο η κατάσταση είναι διαφορετική απ’ ότι στην Ελλάδα. Οι κοινοπραξίες είχαν πάντα το δικαίωμα να είναι διάδικοι. Στο Άρθρο 186.1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «πρόσωπον» περιλαμβάνει κάθε εταιρεία, συνεταιρισμό, ένωση, σωματείο, ίδρυμα ή οργάνωση προσώπων, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα. Εν όψει των πιο πάνω οποιαδήποτε αναφορά στην ελληνική νομολογία δεν [*342]παρέχει εν προκειμένω, οποιανδήποτε καθοδήγηση.

    Περαιτέρω, η αντιμετώπιση στην Ελλάδα, τόσο από τη νομολογία, όσο και από τη θεωρία, αναφέρεται σε αιτήσεις ακυρώσεως που ασκήθηκαν από όλα τα μέλη της κοινοπραξίας, που δεν είναι η περίπτωση στην παρούσα υπόθεση.

    Πέραν όμως των πιο πάνω θα πρέπει να τονιστεί η ρητή προϋπόθεση του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος, ότι το πρόσωπο το οποίο αξιώνει ακύρωση πράξης θα πρέπει να έχει συμφέρον το οποίο να προσβλήθηκε ευθέως από την απόφαση. Το συμφέρον θα πρέπει, επίσης, να είναι ίδιον και ενεστώς.

    Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι εκτός από προσωπικό και άμεσο. Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκεί μόνο να συνδέεται με το πρόσωπο του αιτητή, αλλά θα πρέπει η σύνδεση να γίνεται απευθείας. Θα πρέπει, τη βλάβη που προκαλεί η διοικητική πράξη ή η παράλειψη να υφίσταται ο ίδιος ο αιτητής και όχι άλλο πρόσωπο.

    Άμεσο, με άλλα λόγια, είναι το έννομο συμφέρον το οποίο ερείδεται ευθέως σε δικαιώματα ή γενικότερα σε έννομες καταστάσεις του αιτητή, μεταξύ δε της διοικητικής πράξης ή παράλειψης που προσβάλλεται και της βλάβης αυτού που επιδιώκει την ακύρωσή της, θα πρέπει να υφίσταται αιτιώδης σχέση, χωρίς να παρεμβάλλεται, όπως στην παρούσα περίπτωση, συμφέρον τρίτου προσώπου. Όταν παρεμβάλλεται συμφέρον τρίτου, τότε το έννομο συμφέρον δεν είναι άμεσο, ακόμη κι’ αν ενδέχεται να ζημιωθούν τα έννομα συμφέροντα του αιτητή εμμέσως ή εξ αντανακλάσεως. Το έννομο συμφέρον, σ’ αυτή την περίπτωση, δεν είναι άμεσο, αλλά ενδεχόμενο, γιατί τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης δεν θα είχε ως άμεση συνέπεια την επίτευξη του στόχου του αιτούντος.

    Το θέμα δεν μπορούσε να τεθεί πιο καθαρά. Οι εφεσείοντες δεν ήταν προσφοροδότες και συνεπώς δεν είναι αποδέκτες της προσβαλλόμενης πράξης. Ο επηρεασμός του συμφέροντος των εφεσειόντων δεν είναι απ’ ευθείας, αλλά  διέρχεται μέσα από τον επηρεασμό των συμφερόντων της κοινοπραξίας, προς την οποία δεν είναι δυνατό να εξομοιωθεί.

2. Οι εφεσείοντες παραπονούνται ακόμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα εξέτασε το θέμα προδικαστικά στο στάδιο εξέτασης της αίτησής τους προς επιθεώρηση και λήψη αντιγράφων ορισμένων εγγράφων. Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος τίθεται από το Σύνταγμα ως προϋπόθεση για άσκηση αίτησης ακυρώσεως. Όπως έχει [*343]επανειλημμένα λεχθεί, είναι θέμα δημόσιας τάξης και εξετάζεται ακόμα και αυτεπαγγέλτως, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Στους εφεσείοντες δόθηκε, εν πάση περιπτώσει, η ευκαιρία να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους.

3. Η άσκηση προσφυγής υπό την ιδιότητα του αντιπροσώπου, είναι απαράδεκτη. Λέχθηκε ότι προσφυγή στρεφόμενη κατά πράξης που δεν αφορά τον αιτητή προσωπικά, είναι απαράδεκτη, αφού δεν υπάρχει η αμεσότητα της συνδρομής εννόμου συμφέροντος. Δεν είναι αρκετή η σχέση ιδιωτικού δικαίου αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου για να θεμελιωθεί έννομο συμφέρον. Εξ άλλου, δεν γίνεται αντιληπτό, γιατί θα ήταν αναγκαία η δι’ εκπροσώπου καταχώρηση προσφυγής, αν η ίδια η κοινοπραξία επιθυμούσε την αμφισβήτηση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης. Είναι σαφές ότι κάτι τέτοιο αποτελεί υπεκφυγή και προσπάθεια να παρουσιαστεί ότι οι εφεσείοντες είχαν πράγματι έννομο συμφέρον.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

ΣτΕ 2923/86,

ΣτΕ 2672/87,

Οικονομίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υγείας Κάτω Ακουρδάλιας κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 928,

Epsilon Electromechanical Ltd ως αντιπροσώπου της Hawker Siddely Switchgear Ltd v. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 379.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 1096/2003), ημερ. 29/1/2004.

Κ. Μιχαηλίδης, για τους Εφεσείοντες.

Ελ. Νικολαΐδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Γ. Τριανταφυλλίδης και Δ. Μέρτακκα, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος-Εφεσίβλητο 2.

Cur. adv. vult.

[*344]ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι μια από τις εταιρείες που αποτέλεσαν την κοινοπραξία η οποία υπέβαλε προσφορά για το σχεδιασμό, ανέγερση, ανάπτυξη και διαχείριση των αερολιμένων Λάρνακας και Πάφου. Με προσφυγή επεδίωξαν να ακυρώσουν την επιλογή άλλων υποψηφίων.

Σ’ ένα προδικαστικό στάδιο, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσείοντες δεν ήταν οι ίδιοι προσφοροδότες, ούτε και αποδέκτες της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπώς ο επηρεασμός του συμφέροντός τους δεν ήταν ευθύς, αφού διερχόταν μέσα από τον επηρεασμό του συμφέροντος της κοινοπραξίας, προς την οποία δεν είναι δυνατόν να εξομοιωθεί. Κατέληξε ότι οι εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνταν στην άσκηση της προσφυγής, η οποία και απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση. Οι εφεσείοντες με αναφορά βασικά στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδας, αλλά και στη μελέτη της Γλυκερίας Σιούτη, Το Εννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως, επεδίωξαν να δείξουν ότι το συμπέρασμα αυτό του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν λανθασμένο. Τα ίδια επιχειρήματα είχαν χρησιμοποιηθεί και στην πρωτόδικη διαδικασία.

Οι εφεσείοντες αφού επισημαίνουν αποσπάσματα από τη μελέτη της Σιούτη (σελ. 46 και 47), σύμφωνα με τα οποία  ενδείκνυται η διεύρυνση του εννόμου συμφέροντος, προχωρούν να τονίσουν την, κατά τη γνώμη τους, αντιφατική αντιμετώπιση του θέματος από το πρωτόδικο δικαστήριο.

Το επιχείρημα των εφεσειόντων είναι λανθασμένο. Δεν έχουν λάβει υπ’ όψιν ότι όσα λέγονται στη συγκεκριμένη μελέτη, αλλά και στη σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλέπε μεταξύ άλλων ΣτΕ 2923/86, 2672/87) αναφέρονται σε υφιστάμενη στην Ελλάδα νομοθετική ρύθμιση, όπως είναι για παράδειγμα το Προεδρικό Διάταγμα 609/85 το οποίο αναγνώρισε για πρώτη φορά τις κοινοπραξίες εργοληπτών δημοσίων έργων, ως φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στον κύκλο των σχέσεων που διέπουν τα σχετικά προς την εκτέλεση των δημοσίων έργων. Πριν την ειδική αυτή νομοθετική ρύθμιση οι κοινοπραξίες στην Ελλάδα στερούνταν του δικαιώματος να είναι διάδικοι και επομένως οποιαδήποτε αίτηση ακυρώσεως στο δικαστήριο γινόταν, [*345]εξ ανάγκης, από τα μέλη τους (βλέπε Κόρσου, Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Τόμος Β, Τεύχος Α 1984, σελ. 128 και 130).

Στην Κύπρο η κατάσταση είναι διαφορετική. Οι κοινοπραξίες είχαν πάντα το δικαίωμα να είναι διάδικοι. Στο Αρθρο 186.1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «πρόσωπον» περιλαμβάνει κάθε εταιρεία, συνεταιρισμό, ένωση, σωματείο, ίδρυμα ή οργάνωση προσώπων, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα. Εν όψει των πιο πάνω οποιαδήποτε αναφορά στην ελληνική νομολογία δεν παρέχει εν προκειμένω, οποιανδήποτε καθοδήγηση.

Περαιτέρω, συμφωνούμε με την επισήμανση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η αντιμετώπιση στην Ελλάδα, τόσο από τη νομολογία, όσο και από τη θεωρία, αναφέρεται σε αιτήσεις ακυρώσεως που ασκήθηκαν από όλα τα μέλη της κοινοπραξίας, που δεν είναι η περίπτωση στην παρούσα υπόθεση.

Πέραν όμως των πιο πάνω θα πρέπει να θυμήσουμε τη ρητή προϋπόθεση του Αρθρου 146.2 του Συντάγματος ότι το πρόσωπο το οποίο αξιώνει ακύρωση πράξης θα πρέπει να έχει συμφέρον το οποίο να προσβλήθηκε ευθέως από την απόφαση. Το συμφέρον θα πρέπει, επίσης, να είναι ίδιον και ενεστώς.

Σην υπόθεση Οικονομίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υγείας Κάτω Ακουρδάλιας κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 928, τονίστηκε ότι το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι εκτός από προσωπικό και άμεσο. Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκεί μόνο να συνδέεται με το πρόσωπο του αιτητή, αλλά θα πρέπει η σύνδεση να γίνεται απευθείας. Θα πρέπει, τη βλάβη που προκαλεί η διοικητική πράξη ή η παράλειψη να υφίσταται ο ίδιος ο αιτητής και όχι άλλο πρόσωπο.

Αμεσο, με άλλα λόγια, είναι το έννομο συμφέρον το οποίο ερείδεται ευθέως σε δικαιώματα ή γενικότερα σε έννομες καταστάσεις του αιτητή, μεταξύ δε της διοικητικής πράξης ή παράλειψης που προσβάλλεται και της βλάβης αυτού που επιδιώκει την ακύρωσή της, θα πρέπει να υφίσταται αιτιώδης σχέση, χωρίς να παρεμβάλλεται, όπως στην παρούσα περίπτωση, συμφέρον τρίτου προσώπου. Όταν παρεμβάλλεται συμφέρον τρίτου, τότε το έννομο συμφέρον δεν είναι άμεσο, ακόμη κι αν ενδέχεται να ζημιωθούν τα έννομα συμφέροντα του αιτητή εμμέσως ή εξ αντανακλάσεως. Το έννομο συμφέρον, σ’ αυτή την περίπτωση, δεν είναι άμεσο, αλλά ενδεχόμενο, γιατί τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης δεν θα είχε ως άμεση συνέπεια την επίτευξη του [*346]στόχου του αιτούντος.

Το θέμα δεν μπορούσε να τεθεί πιο καθαρά. Οι εφεσείοντες δεν ήταν προσφοροδότες και συνεπώς δεν είναι αποδέκτες της προσβαλλόμενης πράξης. Συμφωνούμε απόλυτα με την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο επηρεασμός του συμφέροντος των εφεσειόντων δεν είναι απ’ ευθείας, αλλά διέρχεται μέσα από τον επηρεασμό των συμφερόντων της κοινοπραξίας, προς την οποία δεν είναι δυνατό να εξομοιωθεί.

Οι εφεσείοντες παραπονούνται ακόμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα εξέτασε το θέμα προδικαστικά στο στάδιο εξέτασης της αίτησής τους προς επιθεώρηση και λήψη αντιγράφων ορισμένων εγγράφων. Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος τίθεται από το Σύνταγμα ως προϋπόθεση για άσκηση αίτησης ακυρώσεως. Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, είναι θέμα δημόσιας τάξης και εξετάζεται ακόμα και αυτεπαγγέλτως, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Στους εφεσείοντες δόθηκε, εν πάση περιπτώσει, η ευκαιρία να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους.

Κατά την ακρόαση της έφεσης, οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι καταχώρησαν την προσφυγή υπό την ιδιότητά τους ως αντιπρόσωποι της κοινοπραξίας. Και αυτό το θέμα απαντήθηκε, ορθά, από το πρωτόδικο δικαστήριο. Σύμφωνα με υφιστάμενη νομολογία (Epsilon Electromechanical Ltd ως αντιπροσώπου της Hawker Siddely Switchgear Ltd v. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 379), η άσκηση προσφυγής υπό την ιδιότητα αυτή είναι απαράδεκτη. Λέχθηκε ότι προσφυγή στρεφόμενη κατά πράξης που δεν αφορά τον αιτητή προσωπικά, είναι απαράδεκτη, αφού δεν υπάρχει η αμεσότητα της συνδρομής εννόμου συμφέροντος. Στην ίδια απόφαση τονίστηκε ότι δεν είναι αρκετή η σχέση ιδιωτικού δικαίου αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου για να θεμελιωθεί έννομο συμφέρον. Εξ άλλου, δεν καταλαβαίνουμε γιατί θα ήταν αναγκαία η δι’ εκπροσώπου καταχώρηση προσφυγής, αν η ίδια η κοινοπραξία επιθυμούσε την αμφισβήτηση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης. Είναι σαφές κατά τη γνώμη μας ότι κάτι τέτοιο αποτελεί υπεκφυγή και προσπάθεια να παρουσιαστεί ότι οι εφεσείοντες είχαν πράγματι έννομο συμφέρον.

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο