Erymanthos Ltd ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 355

(2006) 3 ΑΑΔ 355

[*355]19 Ιουνίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ERYMANTHOS LTD.,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3589)

 

Πολεοδομία ― Τροποποίηση Τοπικού Σχεδίου, με πρόταση της τοπικής Αρχής ― Βάσει των προνοιών του Άρθρου 16(2) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου (Ν. 90/72) ― Νόμιμα καταργήθηκαν οι Κτηνοτροφικές Ζώνες Δ.2 και μειώθηκαν οι Κτηνοτροφικές Ζώνες Δ.1, με αίτημα της κοινότητας Αγίου Θεοδώρου ― Ισχυρισμοί για αλλότριους σκοπούς, έλλειψη δέουσας έρευνας και έλλειψη αιτιολογίας, απορρίφθηκαν υπό τις περιστάσεις.

Η εφεσείουσα επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση της απόφασης κατάργησης των Κτηνοτροφικών Ζωνών Δ.2 και μείωση των Κτηνοτροφικών Ζωνών Δ.1, η οποία είχε εκδοθεί βάσει του Άρθρου 34Α του Νόμου 90/72.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Η εφεσείουσα εταιρεία υποστήριξε ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε στη σύσκεψη της 22/9/2000 στην οποία είχαν συμμετάσχει, μεταξύ άλλων, ο Έπαρχος Λάρνακας, εκπρόσωπος του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, οι Κοινοτάρχες των χωριών Αγίου Θεοδώρου και Αλαμινού και άλλοι παράγοντες, και ότι οι “δήθεν συσκέψεις και εισηγήσεις που ακολούθησαν ήταν τυπικά και χωρίς οποιαδήποτε σημασία ή ουσία”. Τελικά υποβλήθηκε ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε με απώτερο σκοπό να παρεμποδίσει την ανέγερση του χοιροστασίου από την εφεσείουσα εταιρεία.

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση ως μη έχουσα [*356]βάση σε σχέση με τα γεγονότα. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή, αφού επεξηγεί πότε είχε ληφθεί η σχετική απόφαση και ότι κατόπιν διεξοδικής συζήτησης αποφασίστηκε όπως το Κοινοτικό Συμβούλιο Αγίου Θεοδώρου υποβάλει αίτημα στο Υπουργείο Εσωτερικών για την αναθεώρηση των πολεοδομικών ζωνών αναφορικά με κτηνοτροφικές μονάδες.

    Η εισήγηση απορρίπτεται.

2. Η εφεσείουσα εταιρεία υποστήριξε αναφορικά με το αίτημα του Κοινοτικού Συμβουλίου Αγίου Θεοδώρου για την τροποποίηση της Ζώνης Δ.2, η ορθή διαδικασία θα ήταν με την υποβολή ένστασης σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 34Α (9), (10) και (11) του Νόμου 90/72. Η εφεσίβλητη υποστήριξε ότι τα πιο πάνω άρθρα δεν τυγχάνουν εφαρμογής, αφού αφορούν ενστάσεις οι οποίες καταχωρούνται εναντίον των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής. Αντίθετα στη συγκεκριμένη περίπτωση επρόκειτο για ενάσκηση από την εφεσίβλητη ενός νομοθετικού δικαιώματος το οποίο παραχωρήθηκε στις τοπικές Αρχές, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 16(2) του Νόμου που επιτρέπει κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις την τροποποίηση Τοπικού Σχεδίου ή Σχεδίου Περιοχής.

    Τα Άρθρα 34Α (9), (10) και (11) δεν τυγχάνουν εφαρμογής αφού αυτά καθορίζουν τη διαδικασία υποβολής ενστάσεων εναντίον της Δήλωσης Πολιτικής. Στην παρούσα περίπτωση τα διαβήματα του Κοινοτικού Συμβουλίου Αγίου Θεοδώρου έγιναν μέσα στα πλαίσια του Άρθρου 16(2) του Νόμου, το οποίο παρέχει την ευχέρεια σε μια τοπική Αρχή να υποβάλει στον αρμόδιο Υπουργό προτάσεις για διαφοροποιήσεις, όπως αυτές κρίνονται σκόπιμες.

    Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

3. Η εφεσείουσα υποστήριξε πρωτοδίκως ότι η επιστολή του Τμήματος Γεωργίας της 18/1/2001 (η οποία σημείωνε ότι με τη συνέχιση της εφαρμογής της Ζώνης Δ.2 στην περιοχή θα επροκαλείτο ή θα επιδεινωνόταν το οποιοδήποτε πρόβλημα οχληρίας) δεν μπορούσε να αποτελέσει βάση για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων ως προς τις πιθανές προεκτάσεις της οχληρίας η οποία θα εδημιουργείτο. Η θέση της εφεσείουσας είναι ότι η εφεσίβλητη παρέλειψε να εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία αναφορικά με το θέμα της οχληρίας και τις αλλαγές των δεδομένων στην περιοχή, τα οποία λήφθηκαν υπόψη στην εκπόνηση της Δήλωσης Πολιτικής της 28/5/1996, με αποτέλεσμα η παράλειψη αυτή να συνιστά παραβίαση των προνοιών του Άρθρου 36Α του Νόμου 90/72.

[*357]          Η εισήγηση αυτή απορρίφθηκε πρωτοδίκως με το ακόλουθο σκεπτικό:

“Πέρα από την εισήγηση περί έλλειψης δέουσας έρευνας ο ευπαίδευτος συνήγορος δεν έχει υποδείξει τι έπρεπε να είχε διερευνηθεί δεόντως και δεν έχει διερευνηθεί. Στην παρούσα υπόθεση λήφθηκαν οι απόψεις του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, του Τμήματος Γεωργίας και της Κοινοτικής Αρχής. Θεωρώ ότι η διεξαχθείσα έρευνα ήταν υπό τις περιστάσεις η δέουσα έρευνα. Έπεται πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.”

    Η πιο πάνω προσέγγιση είναι ορθή και δεν χρειάζεται οποιαδήποτε περαιτέρω εξέταση. Η εφεσείουσα είχε το βάρος να αποδείξει τον ισχυρισμό της για την έλλειψη δέουσας έρευνας και τα στοιχεία που έχουν προβληθεί δεν αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς της.

4. Η εφεσείουσα εταιρεία υπέβαλε ότι η πρωτόδικη απόφαση ότι η επίδικη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη είναι λανθασμένη. Και τούτο γιατί η επιστολή του Τμήματος Γεωργίας της 18/1/2001 δεν συνιστούσε επαρκή λόγο που θα δικαιολογούσε τη διαφοροποίηση Δήλωσης Πολιτικής.

    Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία σημείωσε ότι,

     “Στην παρούσα υπόθεση η επίδικη απόφαση περιέχεται σε γνωστοποίηση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα. Η αιτιολογία της δεν περιέχεται στην ίδια την δημοσίευση. Ωστόσο έχει νομολογηθεί ότι εφόσον η αιτιολογία δεν αξιούται «ρητώς υπό του Νόμου δύναται ν’ αναπληρούται εκ των στοιχείων του φακέλου» (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 185).”

    Επιπρόσθετα σημειώθηκε ότι ενώπιον του αρμόδιου Υπουργού υπήρχαν οι θέσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου Αγίου Θεοδώρου ότι η ζώνη “είναι κοντά στην παραλιακή περιοχή και η δυσοσμία της φάρμας των χοίρων θα επηρεάζει την παραλιακή περιοχή”, όπως επίσης και εκείνη του Τμήματος Γεωργίας ότι προκύπτουν σοβαρά προβλήματα οχληρίας με τη λειτουργία των χοιροστασίων που δικαιολογούσαν την αναζήτηση των αντιδράσεων των τοπικών Αρχών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε τελικά ότι τα προβλήματα οχληρίας είναι εκείνα που οδήγησαν στη διαφοροποίηση της Δήλωσης Πολιτικής, σημειώνοντας ότι “η αποφυγή οχληρίας αποτελεί μια καθόλα νόμιμη και έγκυρη αιτιολογία”.

[*358]          Τα πιο πάνω απαντούν επαρκώς στην εισήγηση η οποία έχει προβληθεί για την έλλειψη αιτιολογίας και δικαιολογούν πλήρως την πρωτόδικη απόφαση ότι η αποφυγή οχληρίας αποτελούσε μια νόμιμη και έγκυρη αιτιολογία.

    Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 833/2001), ημερ. 29/1/2003.

Τ. Νικολάου για Α. Ανδρέου, για την Εφεσείουσα.

Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.

Η εφεσείουσα εταιρεία υπέβαλε στις 14/1/2000 αίτηση για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας για την ανέγερση χοιροστασίου σε ιδιόκτητα τεμάχια της στον Άγιο Θεόδωρο, τα οποία βρίσκονταν στην κτηνοτροφική ζώνη Δ.2. Στις 22/3/2000 η Πολεοδομική Αρχή απέρριψε την αίτηση γιατί

(α)   Τα υπό ανάπτυξη τεμάχια ήταν περίκλειστα και

(β)   Η προτεινόμενη ανάπτυξη δεν διέθετε επαρκή, κατάλληλη και συνεχή δημόσια υδατοπρομήθεια.

Στην πιο πάνω απόφαση σημειώθηκε επίσης ότι η αρμόδια τοπική Αρχή, που ήταν το Κοινοτικό Συμβούλιο Αγ. Θεοδώρου, έφερε ένσταση στη χορήγηση πολεοδομικής άδειας.

Στις 30/6/2000 η εφεσείουσα εταιρεία υπέβαλε νέα αίτηση για πολεοδομική άδεια, η οποία απορρίφθηκε στις 23/11/2000 γιατί,

[*359](α)    Τα προτεινόμενα κτηνοτροφικά υποστατικά επενέβαιναν σε τμήμα τεμαχίου το οποίο επηρεαζόταν από τη δημιουργία μελλοντικού οδικού δικτύου,

(β)   Δεν είχαν παρουσιαστεί από το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων τα απαραίτητα στοιχεία σε σχέση με την προτεινόμενη ιδιωτική υδατοπρομήθεια,

(γ)   Θα επηρεάζονταν οι ανέσεις παρακείμενων περιοχών και

(δ)   Δεν υπήρχε ικανοποιητική προσπέλαση.

Στην πιο πάνω απόφαση σημειώθηκε επίσης ότι οι Κοινότητες Αγίου Θεοδώρου, Αλαμινού, η Υπηρεσία Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας και η Οικολογική Κίνηση Κύπρου, έφεραν ένσταση στη χορήγηση της πολεοδομικής άδειας.

Η εφεσείουσα εταιρεία υπέβαλε στις 28/12/2000 και τρίτη αίτηση η οποία απορρίφθηκε στις 8/6/2001 γιατί,

(α)   Τα περισσότερα τεμάχια στα οποία θα τοποθετούνταν τα χοιρολύματα ήταν Τουρκοκυπριακής ιδιοκτησίας και

(β)   Το προτεινόμενο δικαίωμα διάβασης των 3.66 τμ. δεν συνιστούσε ικανοποιητική προσπέλαση για τις ανάγκες της προτεινόμενης μεγάλης κτηνοτροφικής μονάδας.

Στην πιο πάνω απόφαση της 8/6/2001 περιέχονται επίσης οι πιο κάτω επισημάνσεις προς την εφεσείουσα εταιρεία.

Σημειώσεις προς τους Αιτητές:

(α)   Τίθεται υπόψη σας ότι οι κοινότητες Αγίου Θεοδώρου, Αλαμινού καθώς και η Υπηρεσία Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας και η Οικολογική Κίνηση Κύπρου εγείρουν ένσταση στην ανέγερση του προτεινόμενου χοιροστασίου.

(β)   Η κοινότητα Αγίου Θεοδώρου με παραστάσεις στο γραφείο μου υποστηρίζει ότι το δικαίωμα διαβάσεως έχει διανοιχθεί σε άλλη θέση.

(γ)   Η ανάπτυξη έχει θεωρηθεί ως συνήθης μονάδα αναπαραγωγής και πάχυνσης σύμφωνα με τη σχετική γραπτή δήλωση σας που συνοδεύει την αίτηση και όχι ειδική μονάδα [*360]αναπαραγωγής, δραστηριότητα μη επιτρεπτή στην κτηνοτροφική ζώνη.

(δ)   Στο χωρομετρικό σχέδιο δείχνονται οι επηρεασμοί του τεμαχίου από τη δημιουργία οδικού δικτύου και δημόσιου χώρου πρασίνου.”

Η εφεσείουσα εταιρεία καταχώρισε εναντίον της πιο πάνω απόφασης ιεραρχική προσφυγή. Όμως στις 27/7/2001 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34Α(6) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου (αρ. 90/72) κατάργηση των Κτηνοτροφικών Ζωνών Δ.2 και μείωση των Κτηνοτροφικών Ζωνών Δ.1.

Η εφεσείουσα προσέβαλε την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης ισχυριζόμενη ότι αυτή παραβίαζε τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και χρηστής διοίκησης και τις πρόνοιες του άρθρου 34Α του Νόμου 90/72 και ότι ήταν αναιτιολόγητη. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία απέρριψε τους πιο πάνω ισχυρισμούς της εφεσείουσας εταιρείας. Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα αμφισβητεί την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης, ισχυριζόμενη ότι η απόρριψη των λόγων που είχε προβάλει πρωτοδίκως είναι λανθασμένη.

(β)       Οι λόγοι της έφεσης.

(i) Η επίδικη απόφαση λήφθηκε αυθαίρετα και κατά παράβαση του άρθρου 34Α(6) του Νόμου 90/72.

Η εφεσείουσα εταιρεία υποστήριξε ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε στη σύσκεψη της 22/9/2000 στην οποία είχαν συμμετάσχει, μεταξύ άλλων, ο Έπαρχος Λάρνακας, εκπρόσωπος του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, οι Κοινοτάρχες των χωριών Αγίου Θεοδώρου και Αλαμινού και άλλοι παράγοντες, και ότι οι “δήθεν συσκέψεις και εισηγήσεις που ακολούθησαν ήταν τυπικά και χωρίς οποιαδήποτε σημασία ή ουσία”. Τελικά υποβλήθηκε ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε με απώτερο σκοπό να παρεμποδίσει την ανέγερση του χοιροστασίου από την εφεσείουσα εταιρεία.

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω στο θέμα ήταν η πιο κάτω:

“Αυτό που πρέπει να εξεταστεί δεν είναι το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής του Κοινοτικού Συμβουλίου Αγίου Θεο[*361]δώρου ημερ. 23.9.2000 αλλά το αποτέλεσμα της σύσκεψης ημερ. 22.9.2000. Έχω την άποψη πως αυθεντική πηγή πληροφόρησης για το αποτέλεσμα της σύσκεψης εκείνης είναι το πρακτικό της σύσκεψης (βλ. σελ. 3-4, πιο πάνω). Σύμφωνα λοιπόν με το πρακτικό εκείνο «αφού έγινε διεξοδική συζήτηση του θέματος αποφασίστηκε όπως το Κοινοτικό Συμβούλιο Αγ. Θεοδώρου υποβάλει στο Υπουργείο Εσωτερικών αίτηση για άμεση αναθεώρηση των πολεοδομικών ζωνών και ειδικά όσον αφορά τις κτηνοτροφικές ζώνες».

Κρίνω επομένως ότι η εισήγηση περί λήψης της απόφασης κατά τη σύσκεψη ημερ. 22.9.2000 δεν βρίσκει έρεισμα στο ενώπιον μου υλικό. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι μετά τη σύσκεψη ημερ. 22.9.2000 ζητήθηκαν οι απόψεις του Τμήματος Γεωργίας (βλ. σελ. 4-5, πιο πάνω) και το θέμα εξετάσθηκε σε άλλες δύο συσκέψεις ημερ. 3.11.2000 και 11.6.2001 (βλ. σελ. 4-5, πιο πάνω). Επομένως δεν μπορεί να λεχθεί ότι η απόφαση λήφθηκε στη σύσκεψη ημερ. 22.9.2000.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος δεν έχει εξηγήσει με ποιο τρόπο έχουν παραβιασθεί οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης. Ούτε έχει εξηγήσει με ποιο τρόπο έχει σημειωθεί κατάχρηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται από το άρθρο 34 Α (6) του Νόμου 90/72. Έπεται πως οι επί του προκειμένου εισηγήσεις του δεν μπορούν να εξεταστούν.”

Η πιο πάνω προσέγγιση είναι ορθή, αφού επεξηγεί πότε είχε ληφθεί η σχετική απόφαση και ότι κατόπιν διεξοδικής συζήτησης αποφασίστηκε όπως το Κοινοτικό Συμβούλιο Αγίου Θεοδώρου υποβάλει αίτημα στο Υπουργείο Εσωτερικών για την αναθεώρηση των πολεοδομικών ζωνών αναφορικά με κτηνοτροφικές μονάδες.

Η εισήγηση απορρίπτεται.

(ii) Παραβίαση του άρθρου 34Α του Νόμου 90/72.

Η εφεσείουσα εταιρεία υποστήριξε αναφορικά με το αίτημα του Κοινοτικού Συμβουλίου Αγίου Θεοδώρου για την τροποποίηση της Ζώνης Δ.2, η ορθή διαδικασία θα ήταν με την υποβολή ένστασης σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34Α (9), (10) και (11) του Νόμου 90/72. Η εφεσίβλητη υποστήριξε ότι τα πιο πάνω άρθρα δεν τυγχάνουν εφαρμογής, αφού αφορούν ενστάσεις οι οποίες καταχωρούνται εναντίον των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής. Αντίθετα στη συγκεκριμένη περίπτωση επρόκειτο για ενά[*362]σκηση από την εφεσίβλητη ενός νομοθετικού δικαιώματος το οποίο παραχωρήθηκε στις τοπικές Αρχές, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 16(2) του Νόμου που επιτρέπει κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις την τροποποίηση Τοπικού Σχεδίου ή Σχεδίου Περιοχής.

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω στο θέμα ήταν η ακόλουθη:

“Η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου των καθ’ων η αίτηση περί μη εφαρμογής των προνοιών των εδαφίων (9), (10) και (11) του άρθρου 34Α του Νόμου 90/72 και εφαρμογής του άρθρου 16(2) με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο. Είναι πλήρως εναρμονισμένες με τις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες. Επομένως δεν τίθεται θέμα επίκλησης των πιο πάνω εδαφίων (9), (10) και (11).

Δικαίωμα ένστασης είχαν οι αιτητές μετά τη δημοσίευση του επίδικου διατάγματος (βλ. άρθρο 34Α (9) του Νόμου 90/72). Μάλιστα το δικαίωμα ένστασης τους μνημονεύεται και στο επίδικο διάταγμα.”

Η πιο πάνω προσέγγιση μας βρίσκει σύμφωνους. Τα άρθρα 34Α (9), (10) και (11) δεν τυγχάνουν εφαρμογής αφού αυτά καθορίζουν τη διαδικασία υποβολής ενστάσεων εναντίον της Δήλωσης Πολιτικής. Στην παρούσα περίπτωση τα διαβήματα του Κοινοτικού Συμβουλίου Αγίου Θεοδώρου έγιναν μέσα στα πλαίσια του άρθρου 16(2) του Νόμου, το οποίο παρέχει την ευχέρεια σε μια τοπική Αρχή να υποβάλει στον αρμόδιο Υπουργό προτάσεις για διαφοροποιήσεις, όπως αυτές κρίνονται σκόπιμες.

Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

(iii) Έλλειψη δέουσας έρευνας.

Η εφεσείουσα υποστήριξε πρωτοδίκως ότι η επιστολή του Τμήματος Γεωργίας της 18/1/2001 (η οποία σημείωνε ότι με τη συνέχιση της εφαρμογής της Ζώνης Δ.2 στην περιοχή θα επροκαλείτο ή θα επιδεινωνόταν το οποιοδήποτε πρόβλημα οχληρίας) δεν μπορούσε να αποτελέσει βάση για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων ως προς τις πιθανές προεκτάσεις της οχληρίας η οποία θα εδημιουργείτο. Η θέση της εφεσείουσας είναι ότι η εφεσίβλητη παρέλειψε να εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία αναφορικά με το θέμα της οχληρίας και τις αλλαγές των δεδομένων στην περιοχή, τα οποία [*363]λήφθηκαν υπόψη στην εκπόνηση της Δήλωσης Πολιτικής της 28/5/1996, με αποτέλεσμα η παράλειψη αυτή να συνιστά παραβίαση των προνοιών του άρθρου 36Α του Νόμου 90/72.

Η εισήγηση αυτή απορρίφθηκε πρωτοδίκως με το ακόλουθο σκεπτικό:

“Πέρα από την εισήγηση περί έλλειψης δέουσας έρευνας ο ευπαίδευτος συνήγορος δεν έχει υποδείξει τι έπρεπε να είχε διερευνηθεί δεόντως και δεν έχει διερευνηθεί. Στην παρούσα υπόθεση λήφθηκαν οι απόψεις του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, του Τμήματος Γεωργίας και της Κοινοτικής Αρχής. Θεωρώ ότι η διεξαχθείσα έρευνα ήταν υπό τις περιστάσεις η δέουσα έρευνα. Έπεται πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.”

Η πιο πάνω προσέγγιση είναι ορθή και δεν χρειάζεται οποιαδήποτε περαιτέρω εξέταση. Η εφεσείουσα είχε το βάρος να αποδείξει τον ισχυρισμό της για την έλλειψη δέουσας έρευνας και τα στοιχεία που έχουν προβληθεί δεν αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς της.

(iv) Έλλειψη αιτιολογίας.

Η εφεσείουσα εταιρεία υπέβαλε ότι η πρωτόδικη απόφαση ότι η επίδικη απόφαση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη είναι λανθασμένη. Και τούτο γιατί η επιστολή του Τμήματος Γεωργίας της 18/1/2001 δεν συνιστούσε επαρκή λόγο που θα δικαιολογούσε τη διαφοροποίηση Δήλωσης Πολιτικής.

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία σημείωσε ότι,

“Στην παρούσα υπόθεση η επίδικη απόφαση περιέχεται σε γνωστοποίηση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα. Η αιτιολογία της δεν περιέχεται στην ίδια την δημοσίευση. Ωστόσο έχει νομολογηθεί ότι εφόσον η αιτιολογία δεν αξιούται «ρητώς υπό του Νόμου δύναται ν’ αναπληρούται εκ των στοιχείων του φακέλου» (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 185).”

Επιπρόσθετα σημειώθηκε ότι ενώπιον του αρμόδιου Υπουργού υπήρχαν οι θέσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου Αγίου Θεοδώρου ότι η ζώνη “είναι κοντά στην παραλιακή περιοχή και η δυσοσμία [*364]της φάρμας των χοίρων θα επηρεάζει την παραλιακή περιοχή”, όπως επίσης και εκείνη του Τμήματος Γεωργίας ότι προκύπτουν σοβαρά προβλήματα οχληρίας με τη λειτουργία των χοιροστασίων που δικαιολογούσαν την αναζήτηση των αντιδράσεων των τοπικών Αρχών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε τελικά ότι τα προβλήματα οχληρίας είναι εκείνα που οδήγησαν στη διαφοροποίηση της Δήλωσης Πολιτικής, σημειώνοντας ότι “η αποφυγή οχληρίας αποτελεί μια καθόλα νόμιμη και έγκυρη αιτιολογία”.

Τα πιο πάνω απαντούν επαρκώς στην εισήγηση η οποία έχει προβληθεί για την έλλειψη αιτιολογίας και δικαιολογούν πλήρως την πρωτόδικη απόφαση ότι η αποφυγή οχληρίας αποτελούσε μια νόμιμη και έγκυρη αιτιολογία.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο