Xατζηχάννας Bραχίμης I. ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (Aρ. 2) (2006) 3 ΑΑΔ 365

(2006) 3 ΑΑΔ 365

[*365]19 Ιουνίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

ΒΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (AP. 2),

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 3628)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συμβουλευτική Επιτροπή ― Συγκρότηση ― Νόμιμη η συγκρότηση με ex officio μέλος τον Διευθυντή Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ― Ορθά δεν συμμετείχε αφού ήταν και ο ίδιος υποψήφιος για τη θέση ― Ορθά δεν αντικαταστάθηκε, αφού ο Νόμος δεν προβλέπει αντικατάσταση σε τέτοιες περιπτώσεις.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κενές θέσεις ― Μειώθηκαν κατά μία, λόγω πλήρωσής της βάσει του Αρθρου 45 του Νόμου ― Νόμιμη διαδικασία.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Δεν απαιτείται αιτιολογία σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Δέουσα αιτιολογία ― Εύλογη η απόφαση της ΕΔΥ, αφού ο αιτητής υπερείχε μόνο σε πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονταν, αλλά υστερούσε σε αξία και αρχαιότητα.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Έκθεση Συμβουλευτικής Επιτροπής ― Νόμιμη και πλήρως αιτιολογημένη.

Ο εφεσείων επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την ακύρωση της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών αντί του ιδίου, στη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού.

[*366]Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Η σχετική εισήγηση ότι υπήρξε λανθασμένη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η Συμβουλευτική Επιτροπή συστάθηκε νόμιμα με τη συμμετοχή του κ. Παπαγεωργίου, ο οποίος όμως δεν συμμετέσχε στις εργασίες της γιατί ήταν ένας από τους υποψήφιους για την επίδικη θέση. Δεν μπορούσε να γίνει αντικατάσταση του κ. Παπαγεωργίου με διορισμό Αναπληρωτή Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, αφού η αναπλήρωση επιτρέπεται μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως π.χ. σε περίπτωση απουσίας. Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν μπορούσε να υπάρξει διορισμός Αναπληρωτή Διευθυντή, αφού υπήρχε ήδη Διευθυντής ο οποίος ασκούσε νόμιμα τα καθήκοντά του. Η μη συμμετοχή του κ. Παπαγεωργίου στις εργασίες της Επιτροπής ήταν ταυτόχρονα νόμιμη και επιβεβλημένη σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 60(2)(β) του Νόμου 1/90. Επιπρόσθετα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 32(4) του Νόμου 1/90 υπήρχε η απαιτούμενη απαρτία και οι αποφάσεις λήφθηκαν ομόφωνα.

    Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

2. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι την έκτη θέση κατείχε ο Ιάκωβος Παπαδόπουλος λόγω υπεράριθμης προαγωγής του και έτσι η πλήρωση έξι θέσεων ήταν αντικειμενικά αδύνατη, είναι λανθασμένο.

    Κατά την επανεξέταση της ακυρωθείσας απόφασης, η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβη στη σύσταση 20 υποψηφίων και η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε ότι η πλήρωση θα έπρεπε να περιορισθεί για πέντε μόνο θέσεις, αφού εν τω μεταξύ μια από τις υποψηφίους, η Ειρήνη Αττεσλή, είχε προαχθεί αναδρομικά σε Διευθύντρια Διοίκησης. Τη θέση της Ειρήνης Αττεσλή κατέλαβε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 45 του Νόμου 1/90, ο Ιάκωβος Παπαδόπουλος ο οποίος αν δεν προαγόταν στη θέση του Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού θα ήταν υποψήφιος για την ίδια θέση στην παρούσα διαδικασία.

    Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία ήταν η ακόλουθη:

     “Εν τω μεταξύ και πριν εκδοθεί η απόφαση, η Επιτροπή στις 14.12.1999, εξέτασε το αίτημα του κ. Ιάκωβου Παπαδόπουλου, Ανώτερου Λειτουργού Βιομηχανίας, για εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 45 του Νόμου και αφού διαπίστωσε την [*367]ύπαρξη κενής θέσης, αποφάσισε να του προσφέρει προαγωγή στη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, που μετονομάστηκε σε θέση Διευθυντή Διοίκησης. Ως αποτέλεσμα, κατά την επανεξέταση, η πλήρωση έξι θέσεων ήταν εξ αντικειμένου αδύνατη, αφού η Επιτροπή είχε ενώπιόν της μόνο πέντε κενές θέσεις. Ο λόγος ακύρωσης που προβλήθηκε δεν ευσταθεί.”

    Θεωρείται ότι μέσα στα πλαίσια των πιο πάνω γεγονότων η πρωτόδικη προσέγγιση ότι η πλήρωση έξι θέσεων ήταν αντικειμενικά αδύνατη αφού η Ε.Δ.Υ. είχε την υποχρέωση να πληρώσει μόνο πέντε κενές θέσεις, ήταν ορθή.

3. Για το ερώτημα αν η σύσταση του Διευθυντή απαιτούσε αιτιολογία ή όχι, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι η αιτιολογία δεν ήταν αναγκαία σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 34(9) του Νόμου 1/90.

    Το ίδιο θέμα έχει εγερθεί από τον εφεσείοντα και στις υποθέσεις Κυριάκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 83, σελ. 88,  στις οποίες τονίστηκε αναφορικά με τη σύσταση του Διευθυντή σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής ότι,

     “Η εισήγηση ότι η άποψη του Διευθυντή θα έπρεπε να ήταν αιτιολογημένη δεν ευσταθεί και τούτο γιατί το Άρθρο 34(9) του Νόμου 1/90 που εφαρμόζεται σε περιπτώσεις πλήρωσης θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής όπως στην παρούσα περίπτωση, δεν επιβάλλει την ύπαρξη αιτιολογίας.”

    Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

4. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα αφού η Συμβουλευτική Επιτροπή και η Ε.Δ.Υ. δεν αξιολόγησε ορθά τα προσόντα, αρχαιότητα και πείρα του εφεσείοντος που έδειχναν ότι υπερτερούσε των ενδιαφερόμενων μερών.

    Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποφάνθηκε ότι,

     “Ο ίδιος αιτητής ισχυρίζεται ότι υπερέχει σε προσόντα, αξία και αρχαιότητα. Ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί. ...... Εξάλλου στην κατοχή προσόντων, πρόσθετων των απαιτουμένων, ακόμα κι αν είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αποδίδεται περιορισμένη βαρύτητα.

     Ο αιτητής υποστήριξε ακόμα ότι υπερέχει σε αξία κάτι που ο [*368]Δ/ντής δεν έλαβε καν υπ’ όψιν. Ο αιτητής προέβη σε σύγκριση των υπηρεσιακών του εκθέσεων μόνο με το ενδ. μέρος Θεοφίλου. ..... αν και με τον Θεοφίλου μπορεί να θεωρηθεί ως ίσος, χωρίς να έχει τη σύσταση του Δ/ντή, ενώ η υπεροχή σε προσόντα αναφέρεται σε πέραν των απαιτουμένων από το σχέδιο υπηρεσίας, στα οποία, εν πάση περιπτώσει, δόθηκε η δέουσα βαρύτητα.”

    Η πιο πάνω εισήγηση του εφεσείοντος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί, όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν αρχαιότερα του εφεσείοντος. Τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν επίσης του εφεσείοντος σε αξία, εκτός από το ενδιαφερόμενο μέρος Θεοφίλου, ο οποίος υστερούσε σε αξία έναντι του εφεσείοντος κατά το 1992 αλλά υπερτερούσε το 1995. Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι ο εφεσείων υστερούσε όλων των ενδιαφερόμενων μερών σε αξία και αρχαιότητα, πλην του ενδιαφερόμενου μέρους Θεοφίλου οριακά, δεν είχε τη σύσταση του Διευθυντή και η υπεροχή του σε προσόντα αφορούσε προσόντα εκτός από εκείνα που απαιτούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας, για τα οποία όμως δόθηκε η δέουσα βαρύτητα.

    Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

5. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία δεν εξέτασε αν η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν πεπλανημένη, αναιτιολόγητη, παράνομη και με πολλά κενά.

    Μπορεί τα πιο πάνω να μην εξετάστηκαν πρωτοδίκως, αλλά μέσα στα πλαίσια της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας η Ολομέλεια βρίσκει ότι από τα σχετικά πρακτικά που έχουν παρουσιαστεί, η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν νόμιμη, πλήρως αιτιολογημένη και συμπληρώνεται με τα στοιχεία των φακέλων. Η Συμβουλευτική Επιτροπή έλαβε υπόψη τα προσόντα, την αρχαιότητα, την πείρα, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, όπως επίσης και το περιεχόμενο των ετήσιων εκθέσεων και παρέθεσε προς τούτο τα σχόλια της για κάθε υποψήφιο τον οποίο είχε συστήσει.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Κυριάκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 83.

Έφεση.

[*369]

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 605/2001), ημερ. 18/4/2003.

Ο Εφεσείων είναι παρών και εμφανίζεται προσωπικά.

Ρ.  Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή που είχε καταχωρίσει για την προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών στη θέση του Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί μετά από την ακύρωση της προαγωγής έξι λειτουργών, η εφεσίβλητη Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) παρέπεμψε το θέμα στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή για επανεξέταση. Μετά την υποβολή της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της σύστασης του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, η Ε.Δ.Υ. προχώρησε στην επιλογή και προαγωγή των πέντε ενδιαφερόμενων μερών. Ο εφεσείων με την υπ’ αρ. 605/01 προσφυγή αμφισβήτησε για διάφορους λόγους την εγκυρότητα της προαγωγής των ενδιαφερόμενων μερών. Η προσφυγή του απορρίφθηκε και ο εφεσείων καταχώρισε την παρούσα έφεση με την οποία ζητά τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης, ισχυριζόμενος ότι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου ήταν λανθασμένα. Ειδικότερα ο εφεσείων υποστηρίζει με την παρούσα έφεση ότι,

 (i)   Υπήρξε λανθασμένη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής,

(ii)   Η πλήρωση έξι θέσεων ήταν αντικειμενικά αδύνατη, αφού η Ε.Δ.Υ. είχε ενώπιον της μόνο πέντε κενές θέσεις,

(iii)   Υπήρξε παραβίαση εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. της αρχής του δεδικασμένου,

(iv)   Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή έπασχε,

[*370]

(v)   Υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα αναφορικά με την αξία, αρχαιότητα, πείρα, προσόντα και υπηρεσιακές εκθέσεις και

(vi)   Το Δικαστήριο δεν εξέτασε το λόγο ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν πεπλανημένη και αναιτιολόγητη.

(i) Λανθασμένη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Ο εφεσείων υποστήριξε ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε, λόγω της συμμετοχής του ενδιαφερόμενου μέρους Γ. Παπαγεωργίου υπό την ιδιότητα του ως Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Η πιο πάνω συμμετοχή σύμφωνα με τον εφεσείοντα επηρέαζε την αμερόληπτη κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αφού παραβίαζε τις πρόνοιες του άρθρου 42 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (αρ. 158(Ι)/99), όπως επίσης και το άρθρο 60(2)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (αρ. 1/90).

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποφάνθηκε ότι επειδή το ενδιαφερόμενο μέρος Παπαγεωργίου συμμετείχε στη Συμβουλευτική Επιτροπή ως ex officio μέλος σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 32(1)(δ) του Νόμου 1/90, η αντικατάσταση του δεν ήταν επιτρεπτή. Όπως σημειώθηκε στην απόφαση,

“Το άρθρο 32 επιβάλλει την παρουσία του Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ως μέλους της Συμβουλευτικής Επιτροπής και συνεπώς ο κ. Παπαγεωργίου δεν μπορούσε να αντικατασταθεί με άλλο λειτουργό που δεν ήταν Διευθυντής ή Αναπληρωτής Διευθυντής της εν λόγω Υπηρεσίας.

Αναπλήρωση γίνεται βάσει του άρθρου 42(1) του Νόμου αρ. 1/90 σε περίπτωση απουσίας με άδεια ή όπου ο λειτουργός δεν μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντά του. Κάτι που δεν ίσχυε στην παρούσα περίπτωση. Δεν θα μπορούσε να διοριστεί Αναπληρωτής Διευθυντής και ταυτόχρονα να υπάρχει Διευθυντής ο οποίος ασκούσε κανονικά τα υπόλοιπά του καθήκοντα. ............. Παρά τη μη συμμετοχή του κ. Παπαγεωργίου απαρτία υπήρχε κατά τη λήψη της απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφού σύμφωνα με το άρθρο 32(4) του Νόμου αρ. 1/90, τρία από τα μέρη της Συμβουλευτικής αποτελούν απαρτία.”

Η σχετική εισήγηση ότι υπήρξε λανθασμένη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η Συμβουλευτική [*371]Επιτροπή συστάθηκε νόμιμα με τη συμμετοχή του κ. Παπαγεωργίου, ο οποίος όμως δεν συμμετέσχε στις εργασίες της γιατί ήταν ένας από τους υποψήφιους για την επίδικη θέση. Δεν μπορούσε να γίνει αντικατάσταση του κ. Παπαγεωργίου με διορισμό Αναπληρωτή Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, αφού η αναπλήρωση επιτρέπεται μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως π.χ. σε περίπτωση απουσίας. Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν μπορούσε να υπάρξει διορισμός Αναπληρωτή Διευθυντή, αφού υπήρχε ήδη Διευθυντής ο οποίος ασκούσε νόμιμα τα καθήκοντά του. Η μη συμμετοχή του κ. Παπαγεωργίου στις εργασίες της Επιτροπής ήταν ταυτόχρονα νόμιμη και επιβεβλημένη σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 60(2)(β) του Νόμου 1/90. Επιπρόσθετα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 32(4) του Νόμου 1/90 υπήρχε η απαιτούμενη απαρτία και οι αποφάσεις λήφθηκαν ομόφωνα.

Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

(ii)        Η πλήρωση έξι θέσεων ήταν αντικειμενικά αδύνατη, αφού η Ε.Δ.Υ. είχε ενώπιον της μόνο πέντε κενές θέσεις.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι την έκτη θέση κατείχε ο Ιάκωβος Παπαδόπουλος λόγω υπεράριθμης προαγωγής του και έτσι η πλήρωση έξι θέσεων ήταν αντικειμενικά αδύνατη, είναι λανθασμένο.

Από τα γεγονότα που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι αρχικά ζητήθηκε από την Ε.Δ.Υ. η πλήρωση δύο θέσεων Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού. Ακολούθως ζητήθηκε από την Ε.Δ.Υ. η πλήρωση μιας ακόμα θέσης, η οποία είχε κενωθεί λόγω πρόωρης αφυπηρέτησης του κατόχου της και αργότερα ζητήθηκε και η πλήρωση άλλων τριών θέσεων. Έτσι οι θέσεις που είχαν δημοσιευθεί προς πλήρωση ήταν έξι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34(14) του Νόμου 1/90, το οποίο προνοεί ότι θέσεις που κενώνονται ή δημιουργούνται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας πλήρωσης άλλης θέσης με τον ίδιο τίτλο, θεωρούνται ότι δημοσιεύθηκαν την ημέρα κατά την οποία είχαν δημοσιευθεί οι άλλες θέσεις. Κατά την επανεξέταση της ακυρωθείσας απόφασης, η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβη στη σύσταση 20 υποψηφίων και η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε ότι η πλήρωση θα έπρεπε να περιορισθεί για πέντε μόνο θέσεις, αφού εν τω μεταξύ μια από τις υποψηφίους, η Ειρήνη Αττεσλή, είχε προαχθεί αναδρομικά σε Διευθύντρια Διοίκησης. Τη θέση της Ειρήνης Αττεσλή κατέλαβε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 45 του Νόμου 1/90, ο Ιάκωβος Παπαδόπουλος ο οποίος αν δεν προαγόταν στη θέση του Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού θα ήταν υποψήφιος για την ίδια θέση [*372]στην παρούσα διαδικασία.

Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία ήταν η ακόλουθη:

“Εν τω μεταξύ και πριν εκδοθεί η απόφαση, η Επιτροπή στις 14.12.1999, εξέτασε το αίτημα του κ. Ιάκωβου Παπαδόπουλου, Ανώτερου Λειτουργού Βιομηχανίας, για εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 45 του Νόμου και αφού διαπίστωσε την ύπαρξη κενής θέσης, αποφάσισε να του προσφέρει προαγωγή στη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, που μετονομάστηκε σε θέση Διευθυντή Διοίκησης. Ως αποτέλεσμα, κατά την επανεξέταση, η πλήρωση έξι θέσεων ήταν εξ αντικειμένου αδύνατη, αφού η Επιτροπή είχε ενώπιόν της μόνο πέντε κενές θέσεις. Ο λόγος ακύρωσης που προβλήθηκε δεν ευσταθεί.”

Θεωρούμε ότι μέσα στα πλαίσια των πιο πάνω γεγονότων η πρωτόδικη προσέγγιση ότι η πλήρωση έξι θέσεων ήταν αντικειμενικά αδύνατη αφού η Ε.Δ.Υ. είχε την υποχρέωση να πληρώσει μόνο πέντε κενές θέσεις, ήταν ορθή.

Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

(iii)       Παραβίαση εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. του κανόνα του δεδικασμένου.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η Ε.Δ.Υ. παραβίασε την αρχή του δεδικασμένου αφού,

(α)   Ο αριθμός των θέσεων περιορίστηκε σε πέντε και όχι σε έξι θέσεις,

(β)   Ο αριθμός των συστηθέντων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή έπρεπε να ήταν 24 και όχι 20,

(γ)   Η νέα σύσταση του Διευθυντή η οποία δεν διαφέρει από την προηγούμενη ήταν αναιτιολόγητη.

Ο λόγος του περιορισμού των θέσεων από έξι σε πέντε έχει ήδη επεξηγηθεί και δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται περαιτέρω εξέταση. Εξυπακούεται ότι μέσα στα ίδια πλαίσια δεν επιβαλλόταν η σύσταση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή 24 αλλά 20 υποψηφίων (τέσσερις για κάθε κενή θέση).

Για το ερώτημα αν η σύσταση του Διευθυντή απαιτούσε αιτιολογία ή όχι, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι η αιτιολογία [*373]δεν ήταν αναγκαία σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34(9) του Νόμου 1/90.

Έχουμε ήδη εξετάσει το θέμα του αριθμού των θέσεων και του αριθμού των συστηθέντων και μέσα σε αυτά τα πλαίσια κρίνουμε ότι η σχετική εισήγηση του εφεσείοντος είναι ανεδαφική.

(iv)       Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή έπασχε.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν έδωσε οποιαδήποτε αιτιολογία για τη σύσταση του η οποία έπασχε, αφού ο εφεσείων υπερείχε στα κριτήρια της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία κατέληξε στο ακόλουθο συμπέρασμα:

“Ο ίδιος αιτητής ισχυρίζεται ότι υπερέχει σε προσόντα, αξία και αρχαιότητα. Ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί. Όπως έχω πει και πιο πάνω, με αφορμή παρόμοιο επιχείρημα του αιτητή στην προσφυγή υπ’ αρ. 604/2001, τα προσόντα, τόσο των αιτητών, όσο και των ενδιαφερόμενων μερών, βρίσκονταν στους προσωπικούς τους φακέλους και τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής, η οποία και τα έλαβε υπ’ όψιν μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία. Εξ άλλου, στην κατοχή προσόντων, πρόσθετων των απαιτουμένων, ακόμα και αν είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αποδίδεται μόνο περιορισμένη βαρύτητα (Πούρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 A.A.Δ. 374 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 917/2000, ημερ. 18.1.2002). .......... Ο αιτητής υποστήριξε ακόμα ότι υπερέχει σε αξία, κάτι που ο Διευθυντής δεν έλαβε καν υπ’ όψιν. Ο αιτητής προέβη σε σύγκριση των υπηρεσιακών του εκθέσεων μόνο με το ενδιαφερόμενο μέρος Θεοφίλου. Η συνήγορος των καθ’ων η αίτηση υποστήριξε, ορθώς, ότι όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, πλην του Θεοφίλου, που υστερεί σε αξία έναντι του αιτητή κατά το έτος 1992, αλλά υπερτερεί στο έτος 1995, υπερείχαν του αιτητή σε αξία. Εξέταση των φακέλων δείχνει ότι ο αιτητής υστερεί όλων των ενδιαφερομένων μερών σε αξία και αρχαιότητα, άνκαι με τον Θεοφίλου μπορεί να θεωρηθεί ως ίσος, χωρίς όμως να έχει τη σύσταση του Διευθυντή, ενώ η υπεροχή του σε προσόντα αναφέρεται σε πέραν των απαιτουμένων από το σχέδιο υπηρεσίας, στα οποία, εν πάση περιπτώσει, δόθηκε η δέουσα βαρύτητα.”

Η πρωτόδικη προσέγγιση είναι ορθή. Το άρθρο 34(9) του Νόμου 1/90 δεν επιβάλλει την αιτιολογία συστάσεων του Προϊστα[*374]μένου ενός τμήματος για θέσεις όπως η παρούσα. Το ίδιο θέμα έχει εγερθεί από τον εφεσείοντα και στις υποθέσεις Κ. Κυριάκου και Άλλος ν. Δημοκρατίας και Άλλου (2004) 3 Α.Α.Δ. 83, 88, στις οποίες τονίστηκε αναφορικά με τη σύσταση του Διευθυντή σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής ότι,

“Η εισήγηση ότι η άποψη του Διευθυντή θα έπρεπε να ήταν αιτιολογημένη δεν ευσταθεί και τούτο γιατί το άρθρο 34(9) του Νόμου 1/90 που εφαρμόζεται σε περιπτώσεις πλήρωσης θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής όπως στην παρούσα περίπτωση, δεν επιβάλλει την ύπαρξη αιτιολογίας.”

Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

(v)        Υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα αναφορικά με την αξία, αρχαιότητα, πείρα, προσόντα και υπηρεσιακές εκθέσεις.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα αφού η Συμβουλευτική Επιτροπή και η Ε.Δ.Υ. δεν αξιολόγησε ορθά τα προσόντα, αρχαιότητα και πείρα του εφεσείοντος που έδειχναν ότι υπερτερούσε των ενδιαφερόμενων μερών.

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποφάνθηκε ότι,

“Ο ίδιος αιτητής ισχυρίζεται ότι υπερέχει σε προσόντα, αξία και αρχαιότητα. Ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί. ...... Εξάλλου στην κατοχή προσόντων, πρόσθετων των απαιτουμένων, ακόμα κι αν είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, αποδίδεται περιορισμένη βαρύτητα.

Ο αιτητής υποστήριξε ακόμα ότι υπερέχει σε αξία κάτι που ο Δ/ντής δεν έλαβε καν υπ’ όψιν. Ο αιτητής προέβη σε σύγκριση των υπηρεσιακών του εκθέσεων μόνο με το ενδ. μέρος Θεοφίλου. ..... αν και με τον Θεοφίλου μπορεί να θεωρηθεί ως ίσος, χωρίς να έχει τη σύσταση του Δ/ντή, ενώ η υπεροχή σε προσόντα αναφέρεται σε πέραν των απαιτουμένων από το σχέδιο υπηρεσίας, στα οποία, εν πάση περιπτώσει, δόθηκε η δέουσα βαρύτητα.”

Η πιο πάνω εισήγηση του εφεσείοντος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί, όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν αρχαιότερα του εφεσείοντος. Τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν επίσης του εφεσείοντος σε αξία, εκτός από το ενδιαφερόμενο μέρος Θεοφίλου, ο οποίος υστερούσε [*375]σε αξία έναντι του εφεσείοντος κατά το 1992 αλλά υπερτερούσε το 1995. Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι ο εφεσείων υστερούσε όλων των ενδιαφερόμενων μερών σε αξία και αρχαιότητα, πλην του ενδιαφερόμενου μέρους Θεοφίλου οριακά, δεν είχε τη σύσταση του Διευθυντή και η υπεροχή του σε προσόντα αφορούσε προσόντα εκτός από εκείνα που απαιτούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας, για τα οποία όμως δόθηκε η δέουσα βαρύτητα.

Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

(vi)       Το Δικαστήριο δεν εξέτασε το λόγο ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν πεπλανημένη και αναιτιολόγητη.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία δεν εξέτασε αν η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν πεπλανημένη, αναιτιολόγητη, παράνομη και με πολλά κενά.

Μπορεί τα πιο πάνω να μην εξετάστηκαν πρωτοδίκως, αλλά μέσα στα πλαίσια της αναθεωρητικής μας δικαιοδοσίας βρίσκουμε ότι από τα σχετικά πρακτικά που έχουν παρουσιαστεί η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν νόμιμη, πλήρως αιτιολογημένη και συμπληρώνεται με τα στοιχεία των φακέλων. Η Συμβουλευτική Επιτροπή έλαβε υπόψη τα προσόντα, την αρχαιότητα, την πείρα, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, όπως επίσης και το περιεχόμενο των ετήσιων εκθέσεων και παρέθεσε προς τούτο τα σχόλια της για κάθε υποψήφιο τον οποίο είχε συστήσει.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο