Xρηματιστήριο Aξιών Kύπρου ν. Δημήτρη Σάββα (2006) 3 ΑΑΔ 435

(2006) 3 ΑΑΔ 435

[*435]3 Ιουλίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείοντες,

v.

ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΑΒΒΑ,

Εφεσιβλήτου.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3792)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Κατάργηση δίκης ― Επέρχεται μετά την ανάκληση της επίδικης στην προσφυγή πράξης ― Εκτός αν αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως κατάλοιπο ζημιάς ― Το βάρος απόδειξης τέτοιας ζημιάς είναι στους ώμους του αιτητή ― Δεν αρκεί να την επικαλεστεί αόριστα.

Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την ορθότητα της πρωτόδικης ακυρωτικής απόφασης, σύμφωνα με την οποία, παρά την ανάκληση της διοικητικής (επίδικης στην προσφυγή) απόφασης, η δίκη μπορούσε να συνεχιστεί, λόγω ζημιάς που δημιουργήθηκε και παρέμεινε στον αιτητή.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεχτή την έφεση, αποφάσισε ότι:

Λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι παρά την ανάκληση της προσβληθείσας απόφασης η προσφυγή δεν ήταν άνευ αντικειμένου. Η Ολομέλεια διαφωνεί ακόμα με το πρωτόδικο δικαστήριο ως προς το συλλογισμό ότι ήταν αρκετό για τον εφεσίβλητο να πείσει ότι, δυνητικά, μπορούσε να προκύψει ζημιά σ’ αυτόν ένεκα της απαγόρευσης που του επιβλήθηκε, μέχρι την ανάκληση της απόφασης.

Μετά την ανάκληση της προσβληθείσας απόφασης, η προσφυγή του εφεσίβλητου κατέστη άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι αυτός απέτυχε να δείξει εκ πρώτης όψεως ότι υπέστη οποιεσδήποτε ζημιογόνες συνέπειες από την εφαρμογή της προσβληθείσας απόφασης, πριν την ανάκλησή της. Προκειμένου να τύχει εφαρμογής το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος και να φανεί ότι και μετά την ανάκληση παρέμεινε ζημιογόνο κατάλοιπο εις βάρος του εφεσίβλητου, οι ζημιογόνες για τον εφεσίβλητο συ[*436]νέπειες θα έπρεπε να είχαν προκύψει ευθέως και αποκλειστικά από την ίδια την προσβληθείσα απόφαση. Ο εφεσίβλητος-αιτητής είχε στους ώμους του το βάρος να δείξει, εκ πρώτης όψεως, τις ζημιογόνες συνέπειες που υπέστη από την εφαρμογή της προσβληθείσας απόφασης πριν την ανάκλησή της και εκτιμάται ότι με βάση τα γενικά και αόριστα στοιχεία που αυτός έθεσε ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου απέτυχε να αποσείσει το βάρος που είχε.

Η Ολομέλεια δεν συμφωνεί ότι απλά και μόνο επειδή ο εφεσίβλητος έδειξε ότι δεν μπορούσε να προβεί σε χρηματιστηριακές πράξεις για την προαναφερόμενη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αυτό συνιστά απόσειση του βάρους που είχε, να δείξει ότι παρέμεινε εις βάρος του ζημιογόνο κατάλοιπο και επομένως ότι η προσφυγή του είχε ακόμα αντικείμενο και μετά την ανάκληση της προσβληθείσας απόφασης.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Θεοφάνους ν. Συμβουλίου Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 652/2001, ημερ. 13.5.2002,

Παπαδοπούλου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973,

Payiatas v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1239.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 695/2001), ημερ. 27/11/2003.

Αλ. Κουντουρή, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Ιωαννίδης με Β. Χριστοδουλίδου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Μετά από μια συναλλαγή στο Χρηματιστήριο που έκαμε ο εφεσίβλητος στις 28.9.2000, η χρηματιστηριακή εταιρεία Touch Shares Brokers Ltd (μέλος του Χρηματιστηρίου Αξιών) κάνοντας επίκληση του Κανονισμού 20 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995, πέτυχε την το[*437]ποθέτηση του ονόματος του εφεσίβλητου σε κατάλογο απαγόρευσης συναλλαγών. Στη συνέχεια οι εφεσείοντες στις 29.3.2001 επιλήφθηκαν παραπόνου του εφεσίβλητου σχετικά με την προαναφερόμενη επίκληση του Κανονισμού 20 από την προαναφερόμενη εταιρεία και απεφάσισαν να ασκήσουν την εξουσία τους δυνάμει του Κανονισμού 20(2) των προαναφερόμενων κανονισμών και να δώσουν την έγκριση τους στα χρηματιστηριακά γραφεία μέλη τους να αποδέχονται εντολές από τον εφεσίβλητο. Η απόφαση εκείνη κοινοποιήθηκε στον εφεσίβλητο με επιστολή των εφεσειόντων ημερ. 30.3.2001.

Μετά την απόφαση της 30.3.2001, ακολούθησε στις 24.4.2001 νέα επιστολή της προαναφερόμενης χρηματιστηριακής εταιρείας, προς όλα τα μέλη του Χρηματιστηρίου, με την οποία γινόταν και πάλι επίκληση του Κανονισμού 20 και επανατοποθετείτο ο εφεσίβλητος σε κατάλογο απαγόρευσης συναλλαγών. Ακολούθησε και πάλι παράπονο του εφεσίβλητου προς τους εφεσείοντες και επιστολή των δικηγόρων του εφεσίβλητου προς το Διευθυντή του Χρηματιστηρίου, ημερ. 10.5.2001, με την οποία τονιζόταν το καθήκον των εφεσειόντων να αφαιρέσουν το όνομα του εφεσίβλητου από τον κατάλογο απαγόρευσης για τους ίδιους λόγους που αυτό έγινε και με την προηγούμενη απόφαση των εφεσειόντων ημερ. 30.3.2001. Οι εφεσείοντες, οι οποίοι εξέτασαν και πάλι το παράπονο του εφεσίβλητου, στις 7.6.2001 έκριναν αυτή τη φορά ότι δεν δικαιολογείτο η έκδοση απόφασης που να επιτρέπει στα χρηματιστηριακά γραφεία, μέλη των εφεσειόντων, να αποδέχονται εντολές από τον εφεσίβλητο και πληροφόρησαν ανάλογα τους δικηγόρους του εφεσίβλητου με επιστολή ημερ. 8.6.2001.

Με την προσφυγή του ο εφεσίβλητος-αιτητής ζητούσε δήλωση και/ή απόφαση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των εφεσειόντων-καθ’ ων η αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στον εφεσίβλητο-αιτητή με επιστολή ημερ. 8.6.2001 με την οποία απέρριψαν το αίτημα του να του επιτρέπεται να συναλλάσσεται για διάθεση και απόκτηση τίτλων αξιών στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, είναι άκυρη.

Μετά την καταχώριση της προσφυγής του εφεσίβλητου, στην υπόθεση Φάνος Θεοφάνους ν. Συμβουλίου Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, Προσφυγή Αρ. 652/2001, στις 13.5.2002, κρίθηκε πως ο Κανονισμός 20(2) των προαναφερομένων κανονισμών ήταν αντισυνταγματικός ως παραβιάζον τα άρθρα 23, 25 και 26 του Συντάγματος. Σαν αποτέλεσμα της απόφασης εκείνης οι εφεσείοντες αφαίρεσαν από τον κατάλογο απαγόρευσης συναλλα[*438]γών τα ονόματα όλων των προσώπων που είχαν τοποθετηθεί στον κατάλογο, μεταξύ των οποίων και αυτό του εφεσίβλητου.   Με επιστολή των εφεσειόντων ημερ. 22.7.2002 αυτοί πληροφόρησαν τους δικηγόρους του εφεσίβλητου για την απόφασή τους.  Για την ορθή και έγκαιρη εφαρμογή της απόφασης τους είχαν εκδώσει και σχετική ανακοίνωση στις 26.6.2002.

Ενώπιον του αδελφού Δικαστή που επιλήφθηκε της προσφυγής τέθηκε η υποβολή των εφεσειόντων πως, ενόψει της ανάκλησης της προσβληθείσας απόφασης, η προσφυγή δεν ήταν δυνατόν να προωθηθεί περαιτέρω και ότι θα έπρεπε να απορριφθεί λόγω ελλείψεως αντικειμένου. Ήταν η θέση των εφεσειόντων ότι σαν αποτέλεσμα της ανάκλησης της προσβληθείσας απόφασης δεν παρέμεινε οποιαδήποτε ζημιά ή βλάβη εις βάρος του εφεσίβλητου. Αντίθετα η θέση του εφεσίβλητου ήταν ότι κατά το χρόνο που ίσχυε η προσβληθείσα απόφαση αυτός αποστερήθηκε του συνταγματικού του δικαιώματος να αποκτά ή να διαθέτει την κινητή του περιουσία αγοράζοντας ή διαθέτοντας μετοχές και προβαίνοντας σε χρηματιστηριακές συναλλαγές εντός των θεσμικών πλαισίων του Χρηματιστηρίου. Οι δικηγόροι του εφεσίβλητου έκαμαν αναφορά τόσο σε ηθική βλάβη που υπέστη από το διασυρμό του όσον και σε υλική ζημιά που υπέστη κατά τον προαναφερόμενο συγκεκριμένο χρόνο κατά τον οποίο ίσχυε δηλαδή η απαγόρευση εναντίον του.

Ο αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής αφού εξέτασε την επιχειρηματολογία των μερών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, παρά την ανάκληση της προσβληθείσας απόφασης, η προσφυγή δεν ήταν άνευ αντικειμένου. Σημείωσε το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος, κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αδυνατούσε να κάνει πράξεις στο Χρηματιστήριο ένεκα της ανακληθείσας απόφασης των εφεσειόντων, ότι εξ ορισμού οι συναλλαγές στο Χρηματιστήριο διεξάγονται με σκοπό την πραγματοποίηση κέρδους και παρατήρησε πως το κατά πόσο ο εφεσίβλητος-αιτητής, κατά την περίοδο που παρέμεινε εκτός Χρηματιστηρίου, θα πραγματοποιούσε κέρδος ή όχι ήταν άσχετο για τους σκοπούς της προσφυγής. Πρόσθεσε πως η απόδειξη της όποιας συγκεκριμένης ζημιάς δεν θα γινόταν ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμούσε η προσφυγή. Κατά την κρίση του ήταν αρκετό ο εφεσίβλητος να  πείσει ότι, δυνητικά, μπορούσε να προκύψει τέτοια ζημιά και δεν ήταν απαραίτητο να συγκεκριμενοποιήσει τη ζημιά του.  Εν κατακλείδι συμπέρανε ότι η προσφυγή δεν ήταν άνευ αντικειμένου και μπορούσε να προχωρήσει στην εξέταση των λόγων ακύρωσης. Τελικά ο αδελφός Δικαστής έκρινε ότι η προσφυγή θα έπρεπε να επιτύχει και κατά συνέπεια ακύρωσε την προσβληθείσα απόφαση επιδικάζοντας και έξοδα εις [*439]βάρος των εφεσειόντων.

Ενώπιόν μας οι εφεσείοντες προσβάλλουν ως λανθασμένα τα προαναφερόμενα συμπεράσματα και την κατάληξη της πρωτόδικης απόφασης. Κατά τη θέση τους η ανάκληση της διοικητικής πράξης κατέστησε την προσφυγή του εφεσίβλητου άνευ αντικειμένου εφόσον ο εφεσίβλητος δεν απέδειξε ότι υπέστη ζημιά ως συνέπεια της διοικητικής πράξης που ανακλήθηκε.

Στην Παπαδοπούλου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973, η Ολομέλεια, μετά από αναθεώρηση προηγούμενης νομολογίας (Payiatas v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1239), έκρινε ότι όπου με την ανάκληση εξαλείφονται οι ζημιογόνες επιπτώσεις της προσβαλλόμενης απόφασης, η προσφυγή στερείται πλέον αντικειμένου λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος και η δίκη καταργείται. Όπου όμως, παρά την ανάκληση, διαφαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι παρέμεινε ζημιογόνο κατάλοιπο για το οποίο ενδεχομένως να προκύπτει θέμα αποζημίωσης με βάση το άρθρο 146.6 του Συντάγματος, η προσφυγή διατηρεί το αντικείμενο της.

Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε πως λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στα προαναφερόμενα συμπεράσματα του ότι παρά την ανάκληση της προσβληθείσας απόφασης η προσφυγή δεν ήταν άνευ αντικειμένου. Διαφωνούμε ακόμα με το πρωτόδικο δικαστήριο ως προς το συλλογισμό ότι ήταν αρκετό για τον εφεσίβλητο να πείσει ότι, δυνητικά, μπορούσε να προκύψει ζημιά σ’ αυτόν ένεκα της απαγόρευσης που του επιβλήθηκε, μέχρι την ανάκληση της απόφασης.

Κρίνουμε ότι, μετά την ανάκληση της προσβληθείσας απόφασης, η προσφυγή του εφεσίβλητου κατέστη άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι αυτός απέτυχε να δείξει εκ πρώτης όψεως ότι υπέστη οποιεσδήποτε ζημιογόνες συνέπειες από την εφαρμογή της προσβληθείσας απόφασης, πριν την ανάκλησή της. Προκειμένου να τύχει εφαρμογής το άρθρο 146.6 του Συντάγματος και να φανεί ότι και μετά την ανάκληση παρέμεινε ζημιογόνο κατάλοιπο εις βάρος του εφεσίβλητου, οι ζημιογόνες για τον εφεσίβλητο συνέπειες θα έπρεπε να είχαν προκύψει ευθέως και αποκλειστικά από την ίδια την προσβληθείσα απόφαση. Ο εφεσίβλητος-αιτητής είχε στους ώμους του το βάρος να δείξει, εκ πρώτης όψεως, τις ζημιογόνες συνέπειες που υπέστη από την εφαρμογή της προσβληθείσας απόφασης πριν την ανάκλησή της και εκτιμούμε ότι με βάση τα γενικά και αόριστα στοιχεία που αυτός έθεσε ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου απέτυχε να αποσείσει το βάρος που είχε.

[*440]Δεν συμφωνούμε ότι απλά και μόνο επειδή ο εφεσίβλητος έδειξε ότι δεν μπορούσε να προβεί σε χρηματιστηριακές πράξεις για την προαναφερόμενη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αυτό συνιστά απόσειση του βάρους που είχε, να δείξει ότι παρέμεινε εις βάρος του ζημιογόνο κατάλοιπο και επομένως ότι η προσφυγή του είχε ακόμα αντικείμενο και μετά την ανάκληση της προσβληθείσας απόφασης.

Εν όψει των προαναφερομένων η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η προσφυγή του εφεσίβλητου-αιτητή απορρίπτεται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να καταβληθούν από τους εφεσείοντες, εφόσον όταν καταχωρίστηκε η προσφυγή είχε νομικόν έρεισμα. Τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας να καταβληθούν από τον εφεσίβλητο.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο