(2006) 3 ΑΑΔ 456
[*456]7 Ιουλίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 3607)
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 3608)
ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΡΟΤΗΣ,
Εφεσείων-Ενδιαφερόμενο μέρος,
v.
ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Aρ. 3607, 3608)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Εφόσον εγκαταλείφθηκαν στην πρώτη προσφυγή, δεν μπορούσαν να επαναφερθούν στη δεύτερη ― Λόγος έφεσης κατά της απόρριψης τέτοιου λόγου ακυρώσεως απορρίφθηκε.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις ― Για θέσεις Προϊσταμένου Τμήματος στις συστάσεις προβαίνει ο Γενικός Διευθυντής [*457]του Υπουργείου ― Διάταξη που εισάχθηκε με τον τροποποιητικό Νόμο 156(Ι)/2000 ― Αναδρομικής ισχύος, αφού ο εν λόγω νόμος κρίθηκε από την Ολομέλεια ως διαδικαστικής φύσεως ― Λανθασμένα δεν κλήθηκε ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου να δώσει σύσταση κατά την επανεξέταση.
Αναθεωρητική Έφεση ― Άνευ αντικειμένου ― Καθίσταται η δεύτερη έφεση για το ίδιο θέμα εφόσον με την πρώτη κρίθηκε πως η απόφαση της ΕΔΥ έπασχε στη διαδικασία που ακολουθήθηκε.
Τόσο ο ένας εκ των αιτητών, του οποίου η προσφυγή αρ. 420/01 απορρίφθηκε, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, του οποίου η προαγωγή ακυρώθηκε στην Προσφυγή Αρ. 434/01 της δεύτερης αιτήτριας, καταχώρισαν αντίστοιχα εφέσεις τις Υπ’ Aρ. 3607 και 3608.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεχτή την Α.Ε. 3607 και θεωρώντας άνευ αντικειμένου και ως εκ τούτου απορριπτέα την Α.Ε. 3608, αποφάσισε ότι:
1. Στις προσφυγές 147/98 με αιτητή τον Χατζηγεωργίου και 151/98 με αιτητή τον Αντωνίου (εφεσείοντα στην 3607), το μόνο που αποφασίστηκε από το δικαστήριο (Κωνσταντινίδη, Δ.) για τον Αντωνίου ήταν ότι έπασχε η αιτιολόγηση των προσωπικών συνεντεύξεων που διεξήγαγε η Ε.Δ.Υ. Δέχτηκαν τότε ο αιτητής, οι καθών η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος, ότι ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485, πως συνέτρεχε λόγος ακυρότητας. Έτσι όσον αφορά τον εφεσείοντα (αιτητή στην 151/98 και στη συνέχεια αιτητή στην 420/01), η απόφαση ακυρώθηκε για το μοναδικό λόγο ότι η αιτιολογία των προσωπικών συνεντεύξεων που ήταν με βάση πίνακα, δεν ήταν νόμιμη. Δηλώθηκε μάλιστα ότι «ισχυρισμοί που διατυπώθηκαν για άλλους λόγους ακύρωσης δε θα προωθούνταν».
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι όσον αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Κώστα Αγρότη το δικαστήριο στην προσφυγή 151/98 δεν αποφάσισε οτιδήποτε με το οποίο θα έπρεπε η Ε.Δ.Υ. να συμμορφωθεί κατά την επανεξέταση η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής 420/01 που εφεσιβάλλει ο εφεσείων με την Α.Ε. 3607. Σημειώνεται επίσης ότι στην προσφυγή 151/98 δεν είχε εγερθεί ως λόγος ακυρότητας θέμα μη κατοχής των προσόντων από το ενδιαφερόμενο μέρος Κώστα Αγρότη. Αντίθετα είχε δηλωθεί ότι εγκαταλείπονται όλοι οι λόγοι ακύρωσης εκτός από το λόγο για τον οποίο ακυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερόμενου [*458]μέρους Κώστα Αγρότη, όπως αναφέρθηκε με λεπτομέρεια πιο πάνω. Επομένως κρίνεται ότι ο εφεσείων δεν δικαιούτο να επαναφέρει με τη νέα του προσφυγή (420/01) αυτό το νομικό λόγο που ρητά εγκατέλειψε στην πρώτη του προσφυγή.
2. Κατά την πρώτη εξέταση κλήθηκε για να προβεί σε σύσταση ο Γενικός Διευθυντής ο οποίος όμως δήλωσε κώλυμα. Η απόφαση της Ολομέλειας στην Λάρκος ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 619 υπέδειξε μεταγενέστερα ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν ήταν σε τέτοιες περιπτώσεις ο αρμόδιος για σύσταση αλλά αυτή η πτυχή δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό. Εκείνο που έχει σημασία είναι το ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. λήφθηκε χωρίς να συνυπάρχει σύσταση ως στοιχείο κρίσης. Κατά την επανεξέταση, αρμόδιος για τη σύσταση, σύμφωνα με τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Νόμο του 2000, (Ν. 156(Ι)/2000), ήταν πλέον ο Γενικός Διευθυντής. Ο νέος Γενικός Διευθυντής δεν είχε κώλυμα αλλά η Ε.Δ.Υ. δεν τον κάλεσε να προβεί σε σύσταση ώστε να υπάρχει και αυτό το στοιχείο κρίσης.
Ο εφεσείων προέβαλε ότι κατά την επανεξέταση, εφόσον τώρα υπήρχε ρητή πρόνοια (που εισάχθηκε με το Ν. 156(I)/00) ότι «όταν πρόκειται για την πλήρωση θέσης του Προϊσταμένου Τμήματος στις συστάσεις προβαίνει ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου», έπρεπε να εφαρμοστεί αυτή η πρόνοια, το νέο δηλαδή νομοθετικό καθεστώς. Οι πρόνοιες του εν λόγω Νόμου είναι, κατά την εισήγηση του, διαδικαστικής μορφής και μπορούν να έχουν αναδρομική ισχύ ενόψει και των προνοιών του Άρθρου 58 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(I)/99). Ο δικαστής του πρωτόδικου δικαστηρίου δε συμφώνησε με αυτή τη θέση.
Το θέμα επιλύθηκε οριστικά με την απόφαση της Ολομέλειας στην Ευπραξία Πετρώνδα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 A.A.Δ. 293, όπου η πλειοψηφία κατάληξε ότι ο εν λόγω νόμος ήταν διαδικαστικής φύσης.
Η Ολομέλεια καταλήγει ότι ετύγχαναν εφαρμογής κατά την επανεξέταση της υπόθεσης οι πρόνοιες του Ν. 156(I)/00, έστω και αν ο νόμος αυτός δεν υφίστατο κατά το χρόνο λήψης της ακυρωθείσας από το πρωτόδικο δικαστήριο απόφασης (δηλαδή την 11/11/97), ανεξάρτητα από τη μεταγενέστερη ψήφιση του. Επομένως η παράλειψη της Ε.Δ.Υ. να καλέσει το Γενικό Διευθυντή του αρμοδίου υπουργείου για σκοπούς σύστασης, οφείλεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου τόσο από την ίδια την Ε.Δ.Υ. [*459]όσο και από το δικαστή που εξέτασε πρωτόδικα το θέμα.
3. Το επόμενο θέμα που μένει για εξέταση είναι το κατά πόσο η πιο πάνω κατάληξη, η επιτυχία δηλαδή της Α.Ε. 3607, επηρεάζει και την Α.Ε. 3608. Η έφεση αυτή καταχωρήθηκε από το ενδιαφερόμενο μέρος και προσβάλλει το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η προσφυγή της εφεσίβλητης Κατερίνας Περικλέους (αιτήτριας στην 434/01) επιτυγχάνει με αποτέλεσμα την ακύρωση της σχετικής διοικητικής πράξης, την προαγωγή δηλαδή του εφεσείοντα. Υπενθυμίζεται ότι οι καθών η αίτηση Κυπριακή Δημοκρατία, δεν πήραν θέση σ’ αυτή την έφεση.
Εφόσον ο λόγος για τον οποίο η Ολομέλεια κατέληξε ότι η έφεση 3607 επιτυγχάνει αφορά τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Ε.Δ.Υ, αυτός επηρεάζει και την έφεση 3608, η οποία αμφισβητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και/ή απόφασης. Το αποτέλεσμα της Α.Ε. 3607 που οδηγεί σε ακύρωση της εν λόγω διοικητικής πράξης, καθιστά άνευ αντικειμένου την Α.Ε. 3608, η οποία και απορρίπτεται.
Η έφεση 3607 επιτυγχάνει με έξοδα. Η έφεση 3608 απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485,
Latomia Estate Ltd. κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 (Β) Α.Α.Δ. 672,
Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,
Δημοκρατία ν. Αργυρού κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 832,
Λαζαρίδης κ.ά. ν. Ιορδάνους κ.ά. (2003) 3 Α.Α.Δ. 37,
Λάρκος ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 619 ,
Πετρώνδα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 A.A.Δ. 293.
Eφέσεις.
Eφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 420/2001, 434/2001), ημερ. [*460]12/3/2003.
M. Καλλιγέρου, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή στην A.E. 3607.
Λ. Oυστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Μ. Αντωνίου, Ασκούμενη Δικηγόρος, για τους Εφεσίβλητους-Καθ’ ων η αίτηση στην A.E. 3607 και για τους Kαθ’ ων η αίτηση στην A.E. 3608.
Γ. Τεουλίδης για Α. Μαρκίδη, για το Eνδιαφερόμενο Mέρος στην A.E. 3607 και για τον Eφεσείοντα - Eνδιαφερόμενο Mέρος στην A.E. 3608.
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσίβλητη-Αιτήτρια στην A.E. 3608.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) με απόφαση της ημερ. 11/11/97 είχε προάξει τον Κώστα Αγρότη στη θέση του Διευθυντή Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής από την 1/12/97. Την προαγωγή αυτή αμφισβήτησαν οι Γεώργιος Χατζηγεωργίου με την προσφ. αρ. 147/98 και ο Αντώνης Αντωνίου με την προσφ. αρ. 151/98 οι οποίες συνεκδικάστηκαν και με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.) ημερ. 8/12/00 η προαγωγή ακυρώθηκε. Κρίθηκε από το δικαστήριο (θέμα με το οποίο συμφώνησαν τότε και οι συνήγοροι των καθών η αίτηση και του ενδιαφερομένου μέρους) ότι, ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χριστάκης Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485 που εκδόθηκε εκκρεμουσών των εν λόγω προσφυγών, έπασχε η αιτιολόγηση των προσωπικών συνεντεύξεων που διεξήγαγε η Ε.Δ.Υ. αφού αυτές έγιναν με τη χρήση πίνακα ο οποίος κρίθηκε πως δεν περιείχε λόγους για τις επί μέρους βαθμολογίες και κατ’ επέκταση τη γενική αξιολόγηση.
Αποτέλεσμα της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης ήταν η επανεξέταση του θέματος από την Ε.Δ.Υ. η οποία με απόφαση της ημερ. 6/2/01 κατάληξε να προάξει και πάλιν τον Κώστα Αγρότη (ενδιαφερόμενο μέρος) αναδρομικά από την 1/12/97. Στο πλαίσιο επανεξέτασης η Ε.Δ.Υ., η σύνθεση της οποίας δεν άλλαξε στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, αποφάσισε να λάβει υπόψη και την απόδοση των υποψηφίων στην προηγούμενη προφορική εξέταση. Τα μέλη της Ε.Δ.Υ. χρησιμοποίησαν τις προσωπικές σημειώσεις [*461]που πήραν κατά τον ουσιώδη χρόνο για την αιτιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στις προφορικές συνεντεύξεις. Υποψήφια κατά την επανεξέταση ήταν και η Κατερίνα Περικλέους, η οποία ήταν υποψήφια και στην πρώτη διαδικασία. Τελικά η Ε.Δ.Υ. επέλεξε και πάλιν το ενδιαφερόμενο μέρος ως τον πιο κατάλληλο υποψήφιο.
Εναντίον της νέας αυτής απόφασης της Ε.Δ.Υ. καταχωρήθηκαν η προσφυγή 420/01 από τον Αντώνη Αντωνίου και η 434/01 από την Κατερίνα Περικλέους. Ο αιτητής στην 420/01 μεταξύ άλλων παραπονιόταν (α) ότι παράνομα δε συμμετείχε και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών στη διαδικασία πλήρωσης της θέσης, (β) ότι λήφθηκε υπόψη από την Ε.Δ.Υ. η απόδοση στις συνεντεύξεις χωρίς και πάλιν να προσφερθεί νόμιμη αιτιολογία και (γ) ότι κακώς χρησιμοποιήθηκαν ως αιτιολογία οι σημειώσεις που πήραν τα μέλη της Ε.Δ.Υ. κατά την προηγούμενη διαδικασία.
Η αιτήτρια στην 434/01 ισχυριζόταν, μεταξύ άλλων, ότι η συνέντευξη συνακυρώθηκε λόγω του παράνομου αποκλεισμού του υποψηφίου Χατζηγεωργίου, απόρροια του ακυρωτικού δεδικασμένου και ως εκ τούτου η Ε.Δ.Υ. όφειλε να αγνοήσει τις σημειώσεις των μελών της από την τότε συνέντευξη οι οποίες παράνομα, αφού δεν συμπεριλήφθηκαν στα πρακτικά μετατράπηκαν σε χρήση του συλλογικού οργάνου και μάλιστα πολύ μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου.
Το δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 12/3/03 απέρριψε την προσφυγή 420/01του Αντώνη Αντωνίου. Αποδέχθηκε όμως την προσφυγή 434/01 της Κατερίνας Περικλέους για το λόγο ότι αυτή «όχι απλά δεν υστερούσε αλλά υπερείχε οριακά σε αξία έναντι του Αγρότη στο σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων» με αποτέλεσμα και η σχετική κρίση της Επιτροπής να ήταν πεπλανημένη.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκαν οι παρούσες εφέσεις. Ο εφεσείων (Αντωνίου) στην Α.Ε. 3607 προβάλλει τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
(1) το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε όταν αποφάσισε να απορρίψει το λόγο ακυρώσεως που αφορούσε στην παράνομη παράλειψη της Ε.Δ.Υ. να καλέσει τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου για να δώσει συστάσεις βάσει του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου επειδή ο Νόμος δεν πρόβλεπε για συστάσεις πριν την τροποποίηση του με το Ν. 156(I)/00 ο οποίος δεν είχε εφαρμογή κατά την επανεξέταση.
[*462](2) το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε όταν αποφάσισε να απορρίψει το λόγο ακυρώσεως που αφορούσε στην έλλειψη δέουσας έρευνας της Ε.Δ.Υ. αναφορικά με την κατοχή της άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας και τη μη κατοχή του προσόντος αυτού από το ε.μ. Κώστα Αγρότη.
Ο εφεσείων Κώστας Αγρότης στην Α.Ε. 3608 ισχυρίζεται ότι η απόφαση του πρωτοδίκου δικαστηρίου «ότι η αιτήτρια υπερείχε οριακά σε αξία του Αγρότη στο σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην ακύρωση της τελικής απόφασης της Επιτροπής», είναι λανθασμένη. Αιτιολογώντας το λόγο αυτό οι ευπαίδευτοι συνήγοροί του αναφέρουν επί λέξει τα ακόλουθα:
«Το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον Πίνακα ως τον παρουσίασε η Αιτήτρια (Εφεσίβλητη) στη γραπτή αγόρευση της και παρεγνώρισε και/ή δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς στην Αγόρευση του Ενδιαφερομένου Μέρους (Εφεσείοντα) ούτε και τους προσωπικούς και/ή υπηρεσιακούς φακέλλους των Μερών που καταδεικνύουν ότι η αιτήτρια (εφεσίβλητη) και το Ενδιαφερόμενο Μέρος (Εφεσείων) ουδέποτε ευρίσκοντο στην ιδία θέση και κλίμακα όταν εγίνοντο οι αξιολογήσεις. Η Αιτήτρια βρισκόταν σε χαμηλότερη θέση το δε Ενδιαφερόμενο Μέρος σε ανώτερη.»
Α.Ε. 3607
Κρίνουμε ορθότερο όπως εξετάσουμε πρώτα το δεύτερο λόγο έφεσης που ουσιαστικά αφορά ισχυρισμό ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε το προσόν της άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας.
Αναφορικά με το λόγο αυτό, καταρχήν σημειώνουμε ότι αυτός δεν είχε εγερθεί με τους νομικούς λόγους της προσφυγής η οποία δεν παραθέτει κανένα νομικό σημείο αλλά μόνο γεγονότα ανάμεικτα με νομικούς ισχυρισμούς. Εφόσον όμως συνέταξε την προσφυγή ο ίδιος ο εφεσείων (βλ. Κ.7 των περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 και Latomia Estate Ltd. κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 (Β) Α.Α.Δ. 672) τούτο δεν εμπόδισε το πρωτόδικο δικαστήριο να εξετάσει τον ισχυρισμό αυτό, αφού, έστω και πολύ γενικά, αποκαλύπτετο από την παραγρ. 6 των γεγονότων όπου αναφέρεται ότι η καθής η αίτηση «με βάση κάποια κείμενα, αποφάσισε η ίδια το επίπεδο γνώσης της ελληνικής και αγγλικής γλώσσας των υποψηφίων». Με τη γραπτή του αγόρευση συζήτησε το θέμα αναφέρο[*463]ντας ότι «ο τρόπος που επέλεξε η Ε.Δ.Υ για να επιβεβαιώσει ότι οι υποψήφιοι κατείχαν το επίπεδο της άριστης γνώσης της Ελληνικής και Αγγλικής γλώσσας πάσχει και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ικανοποιεί το σκοπό αυτό». Προχωρεί δε και αναφέρει ότι έχει «σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσον η Ε.Δ.Υ. μπορεί από μόνη της να κρίνει το επίπεδο γνώσης μιας γλώσσας του συγγραφέα ενός κειμένου χωρίς τη βοήθεια ενός αρμοδίου οργάνου, όπως το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, το Πανεπιστήμιο Κύπρου κ.λ.π».
Η δικηγόρος των εφεσιβλήτων στο δικό της περίγραμμα αναφέρει ότι (α) το θέμα της κατοχής της άριστης γνώσης της γλώσσας τόσο από τον εφεσείοντα όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος αποτελεί δεδικασμένο, θέση που υιοθετεί και ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους και (β) ότι εν πάση περιπτώσει η απόφαση του πρωτόδικου δικαστή ότι διεξήχθηκε η δέουσα έρευνα είναι ορθή.
Σημειώνουμε εδώ ότι στις προσφυγές 147/98 με αιτητή τον Χατζηγεωργίου και 151/98 με αιτητή τον Αντωνίου (εφεσείοντα στην 3607), το μόνο που αποφασίστηκε από το δικαστήριο (Κωνσταντινίδη, Δ) για τον Αντωνίου ήταν ότι έπασχε η αιτιολόγηση των προσωπικών συνεντεύξεων που διεξήγαγε η Ε.Δ.Υ. Δέχτηκαν τότε ο αιτητής, οι καθών η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος, ότι ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485 πως συνέτρεχε λόγος ακυρότητας. Έτσι όσον αφορά τον εφεσείοντα (αιτητή στην 151/98 και στη συνέχεια αιτητή στην 420/01), η απόφαση ακυρώθηκε για το μοναδικό λόγο ότι η αιτιολογία των προσωπικών συνεντεύξεων που ήταν με βάση πίνακα, δεν ήταν νόμιμη. Δηλώθηκε μάλιστα ότι «ισχυρισμοί που διατυπώθηκαν για άλλους λόγους ακύρωσης δε θα προωθούνταν». Θέμα προσόντων προωθήθηκε όσον αφορά τον αιτητή στην 147/98 (Χατζηγεωργίου) τον οποίον είχαν αποκλείσει από τη διαδικασία ως μη προσοντούχο. Ενόψει όμως του γεγονότος ότι για περίοδο 10 και πλέον χρόνων η Ε.Δ.Υ. είχε αφήσει τον αιτητή Χατζηγεωργίου να τελεί με την εντύπωση ότι το προσόν του ήταν ισότιμο προς πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο, το δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να αιτιολογήσει επαρκώς τη δραματική για τον αιτητή αλλαγή. Έτσι, αναφορικά με τον Χατζηγεωργίου η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε και για τον επιπρόσθετο αυτό λόγο.
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι όσον αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Κώστα Αγρότη το δικαστήριο στην προσφυγή 151/98 δεν αποφάσισε οτιδήποτε με το οποίο θα έπρεπε η Ε.Δ.Υ. να συμμορφωθεί κατά την επανεξέταση η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της προ[*464]σφυγής 420/01 που εφεσιβάλλει ο εφεσείων με την Α.Ε. 3607. Σημειώνουμε επίσης ότι στην προσφυγή 151/98 δεν είχε εγερθεί ως λόγος ακυρότητας θέμα μη κατοχής των προσόντων από το ενδιαφερόμενο μέρος Κώστα Αγρότη. Αντίθετα είχε δηλωθεί ότι εγκαταλείπονται όλοι οι λόγοι ακύρωσης εκτός από το λόγο για τον οποίο ακυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Κώστα Αγρότη, όπως αναφέραμε με λεπτομέρεια πιο πάνω. Επομένως κρίνουμε ότι ο εφεσείων δεν δικαιούτο να επαναφέρει με τη νέα του προσφυγή (420/01) αυτό το νομικό λόγο που ρητά εγκατέλειψε στην πρώτη του προσφυγή. (βλ. Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, 612-613, Δημοκρατία ν. Αργυρού κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 832, 835 και Λαζαρίδης κ.ά. ν. Ιορδάνους κ.ά. (2003) 3 Α.Α.Δ. 37, 45).
Ενόψει των πιο πάνω το ζήτημα στο οποίο αφορά ο δεύτερος λόγος έφεσης, δεν μπορεί να προωθηθεί.
Αναφορικά τώρα με τον πρώτο λόγο της Α.Ε. 3607, προσέχουμε ότι κατά την πρώτη εξέταση κλήθηκε για να προβεί σε σύσταση ο Γενικός Διευθυντής ο οποίος όμως δήλωσε κώλυμα. Η απόφαση της Ολομέλειας στην Λάρκος ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 619 υπέδειξε μεταγενέστερα ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν ήταν σε τέτοιες περιπτώσεις ο αρμόδιος για σύσταση αλλά αυτή η πτυχή δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό. Εκείνο που έχει σημασία είναι το ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. λήφθηκε χωρίς να συνυπάρχει σύσταση ως στοιχείο κρίσης. Κατά την επανεξέταση, αρμόδιος για τη σύσταση, σύμφωνα με τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Νόμο του 2000, (Ν. 156(Ι)/2000), ήταν πλέον ο Γενικός Διευθυντής. Ο νέος Γενικός Διευθυντής δεν είχε κώλυμα αλλά η Ε.Δ.Υ. δεν τον κάλεσε να προβεί σε σύσταση ώστε να υπάρχει και αυτό το στοιχείο κρίσης.
Ο εφεσείων προέβαλε ότι κατά την επανεξέταση, εφόσον τώρα υπήρχε ρητή πρόνοια (που εισάχθηκε με το Ν. 156(I)/00) ότι «όταν πρόκειται για την πλήρωση θέσης του Προϊσταμένου Τμήματος στις συστάσεις προβαίνει ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου», έπρεπε να εφαρμοστεί αυτή η πρόνοια, το νέο δηλαδή νομοθετικό καθεστώς. Οι πρόνοιες του εν λόγω Νόμου είναι, κατά την εισήγηση του, διαδικαστικής μορφής και μπορούν να έχουν αναδρομική ισχύ ενόψει και των προνοιών του άρθρου 58 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(I)/99). Ο συνάδελφος μας πρωτόδικα δε συμφώνησε με αυτή τη θέση.
Το θέμα επιλύθηκε οριστικά με την απόφαση της Ολομέλειας στην [*465]Ευπραξία Πετρώνδα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 A.A.Δ. 293, όπου η πλειοψηφία κατάληξε ότι ο εν λόγω νόμος ήταν διαδικαστικής φύσης. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:
«Το άρθρο 58 κωδικοποιεί αυτούσια ήδη καθιερωμένη νομολογιακή αρχή και δεν εισάγει όρους με έννοια διαφορετική. Αναφέρεται σε Νόμο αναδρομικής ισχύος και, όπως έχουμε σημειώσει οι διαδικαστικής φύσης νομοθετικές ρυθμίσεις, ως θέμα ορθής απόδοσης της βούλησης του νομοθέτη, φέρουν μέσα τους την αναδρομική δύναμη. Εκτός αν, βεβαίως, ο ίδιος ο νομοθέτης θελήσει άλλως και η έλλειψη τέτοιας ειδικής αναφοράς επιβεβαιώνει παρά ανατρέπει το τεκμήριο πως θέσπισε τη νομοθετική διάταξη για να έχει αναδρομική ισχύ.»
Καταλήγουμε ότι ετύγχαναν εφαρμογής κατά την επανεξέταση της υπόθεσης οι πρόνοιες του Ν. 156(I)/00, έστω και αν ο νόμος αυτός δεν υφίστατο κατά το χρόνο λήψης της ακυρωθείσας από το πρωτόδικο δικαστήριο απόφασης (δηλαδή την 11/11/97), ανεξάρτητα από τη μεταγενέστερη ψήφιση του. Επομένως η παράλειψη της Ε.Δ.Υ. να καλέσει το Γενικό Διευθυντή του αρμοδίου υπουργείου για σκοπούς σύστασης, οφείλεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου τόσο από την ίδια την Ε.Δ.Υ. όσο και από το δικαστή που εξέτασε πρωτόδικα το θέμα, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε αποδοχή της έφεσης 3607.
Το επόμενο θέμα που μένει για εξέταση είναι το κατά πόσο η πιο πάνω κατάληξή μας, η επιτυχία δηλαδή της Α.Ε. 3607, επηρεάζει και την Α.Ε. 3608. Η έφεση αυτή καταχωρήθηκε από το ενδιαφερόμενο μέρος και προσβάλλει το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η προσφυγή της εφεσίβλητης Κατερίνας Περικλέους (αιτήτριας στην 434/01) επιτυγχάνει με αποτέλεσμα την ακύρωση της σχετικής διοικητικής πράξης, την προαγωγή δηλαδή του εφεσείοντα. Υπενθυμίζουμε ότι οι καθών η αίτηση Κυπριακή Δημοκρατία, δεν πήραν θέση σ’ αυτή την έφεση.
Εφόσον ο λόγος για τον οποίο καταλήξαμε ότι η έφεση 3607 επιτυγχάνει αφορά τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Ε.Δ.Υ, είμαστε της άποψης ότι αυτός επηρεάζει και την έφεση 3608 η οποία αμφισβητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και/ή απόφασης. Το αποτέλεσμα της Α.Ε. 3607 που οδηγεί σε ακύρωση της εν λόγω διοικητικής πράξης, καθιστά άνευ αντικειμένου την Α.Ε. 3608, η οποία και απορρίπτεται.
Αποτέλεσμα των πιο πάνω είναι ότι η Α.Ε. 3607 επιτυγχάνει με [*466]έξοδα υπέρ του εφεσείοντα/αιτητή και εναντίον της εφεσίβλητης τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση ακυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Η Α.Ε. 3608 απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης/αιτήτριας και εναντίον του εφεσείοντα/ενδιαφερόμενου μέρους.
H έφεση 3607 επιτυγχάνει με έξοδα. H έφεση 3608 απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο