(2006) 3 ΑΑΔ 500
[*500]28 Ιουλίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
(Υπόθεση Αρ. 1632/2005)
VERA JOUDINE,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1633/2005)
JAROSLAV JOUDINE,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 55/2006)
Αλλοδαποί ― Απέλαση ― Από τη συνολική συμπεριφορά του απελαθέντος διαπιστώθηκε προσπάθεια διασφάλισης της διαμονής με διάφορους τρόπους.
Αλλοδαποί ― Ευρωπαϊκή Οδηγία 2003/109/ΕΚ ― Προθεσμία δύο ετών για την ενσωμάτωσή της στο εθνικό δίκαιο δεν είχε εκπνεύσει πριν την έκδοση του διατάγματος απέλασης ― Η παραχώρηση των ωφελημάτων μπορούσε να γίνει μόνο μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.
[*501]Αλλοδαποί ― Διαμονή σε κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ― Την απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 4/3/1996, τη διαδέχτηκε η Οδηγία 2003/109/ΕΚ ― Δεν υπήρχε υποχρέωση εξέτασης της Απόφασης ― Δεν είχε δεσμευτική ισχύ.
Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγος έφεσης ― Ισχυρισμός πως το Δικαστήριο παρέλειψε να αναφέρει στην απόφαση ουσιώδη γεγονότα, απορρίφθηκε ως αβάσιμος.
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές Αρχές ― Δικαίωμα ακροάσεως ― Παρασχέθηκε στους αλλοδαπούς πριν την απέλασή τους αφού επανειλημμένα εξέθεσαν τις απόψεις τους.
Αλλοδαποί ― Απέλαση ― Παράνομη διαμονή μετά τη λήξη της άδειας παραμονής και για ένα έτος μετά από αυτήν ― Δικαιολογημένη η απέλασή τους.
Διοικητική πράξη ― Αιτιολογία ― Δυνατόν να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου ― Ιδίως σε υποθέσεις ευρείας διακριτικής ευχέρειας, όπως σε απελάσεις αλλοδαπών από το Λειτουργό Μετανάστευσης.
Αλλοδαποί ― Απέλαση ― Αποφασίστηκε μετά από διεξαγωγή της δέουσας έρευνας ― Αντίθετος ισχυρισμός απορρίφθηκε.
Αλλοδαποί ― Απέλαση ― Τυπογραφικό λάθος στο Διάταγμα απέλασης αναφορικά με το όνομα της χώρας προορισμού, δεν επηρεάζει τη νομιμότητά του, εφόσον δεν επηρεάστηκε ο απελαθείς από το λάθος, στις διαδικασίες πριν την έκδοση του Διατάγματος.
Αλλοδαποί ― Απέλαση ― Ισχυρισμός περί παράβασης της αρχής της χρηστής διοίκησης εκ μέρους της διοίκησης, λόγω δημιουργίας ευνοϊκής κατάστασης που ανατράπηκε, απορρίφθηκε ― Οι απελαθέντες ήταν αυτοί που προσπάθησαν να διασφαλίσουν με κάθε τρόπο την παραμονή τους.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 15 ― Προστασία οικογενειακής ζωής ― Δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα με την απέλαση των αιτητών, αφού μαζί τους απελάθηκαν και τα παιδιά τους.
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την ακύρωση των Διαταγμάτων κράτησης και απέλασής τους.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την [*502]έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι επεδίωκαν να αποκτήσουν πλεονεκτήματα από την παράνομη συμπεριφορά τους είναι λανθασμένο, αφού από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί δεν διαφαίνεται παράνομη συμπεριφορά των εφεσειόντων.
Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασίζονται στα γεγονότα της υπόθεσης. Από αυτά φαίνεται, όπως τονίζεται στην πρωτόδικη απόφαση, ότι η συνολική συμπεριφορά των εφεσειόντων αποσκοπούσε σε οφέλη, δηλαδή να διασφάλιζαν την παραμονή τους στην Κύπρο. Η πρωτόδικη κατάληξη πάνω στο θέμα ήταν ορθή.
2. Έχει προβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι τόσο ο εφεσείων όσο και η εφεσείουσα δεν πληρούσαν το κριτήριο της πενταετούς νόμιμης και αδιάλειπτης διαμονής στην Κύπρο, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ, αφού η παραμονή τους στην Κύπρο υπερέβαινε το πιο πάνω χρονικό διάστημα.
Το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση ήταν το ακόλουθο:
“Ο αιτητής δεν πληρούσε το κριτήριο της νόμιμης και αδιάλειπτης διαμονής στη χώρα τα τελευταία πέντε χρόνια με αφετηρία υπολογισμού του χρόνου την 31.8.2005 που εκδόθηκαν τα προσβαλλόμενα διατάγματα. Όταν εκδόθηκαν τα προσβαλλόμενα διατάγματα δεν είχε ακόμα εκπνεύσει η προθεσμία των δύο χρόνων για ενσωμάτωση της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, οι δε αιτητές ποτέ, μέχρι τότε, δεν επικαλέστηκαν την οδηγία, έστω και αν δεν ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο, προκειμένου να χαρακτηριστούν ως επί μακρόν διαμένοντες μετανάστες (Οδηγία-Άρθρο 7).”
Η πιο πάνω προσέγγιση είναι ορθή.
Το χρονικό διάστημα το οποίο θέτει η Οδηγία έχει ως απώτερο σκοπό την παροχή ευχέρειας στα κράτη μέλη να δημιουργήσουν τις κατάλληλες υποδομές για την ενσωμάτωση των προνοιών της Οδηγίας στο τοπικό δίκαιο. Τα κράτη μέλη έχουν μέχρι τη συμπλήρωση της προθεσμίας που παρέχεται την ελευθερία να εξετάζουν τον τρόπο ενσωμάτωσης και δεν είναι υπόχρεα πριν από την παρέλευση της προθεσμίας να μεταφέρουν τις πρόνοιες της Οδη[*503]γίας στο εσωτερικό δίκαιο.
Επιπρόσθετα πρέπει να τονιστεί ότι η Οδηγία 2003/109/ΕΚ δεν παραχωρεί αυτόματα σε ένα αλλοδαπό επί μακρόν διαμένοντα στην Κύπρο το δικαίωμα παραμονής στη χώρα. Η παραχώρηση του πιο πάνω ωφελήματος μπορεί να γίνει μόνο μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στο τοπικό νομικό πλαίσιο και την καταχώριση σχετικής αίτησης από τον αλλοδαπό (Άρθρο 7(1) της Οδηγίας), νοουμένου ότι ικανοποιεί προς τούτο τις σχετικές προϋποθέσεις (Άρθρο 3 της Οδηγίας).
Στην παρούσα περίπτωση η Οδηγία 2003/109/ΕΚ δεν ετύγχανε εφαρμογής και τούτο γιατί αυτή είχε εκδοθεί στις 25/11/2003 και το χρονικό διάστημα των δύο χρόνων το οποίο απαιτείτο για την εφαρμογή της θα έπρεπε να εξέπνεε στις 24/11/2005, ενώ τα διατάγματα εκδόθηκαν στις 31/8/2005, δηλαδή πριν από την εκπνοή της προθεσμίας για την εφαρμογή της Οδηγίας.
Οι εφεσείοντες επίσης ισχυρίζονται ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 4(1) και 4(3) της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ, ο υπολογισμός του χρόνου διαμονής δεν διακόπτεται αν η περίοδος απουσίας από την επικράτεια ενός κράτους είναι κατώτερη από έξι διαδοχικούς μήνες και δεν υπερβαίνει συνολικά τους δέκα μήνες εντός των τελευταίων πέντε χρόνων.
Έχει ήδη κριθεί ότι η Οδηγία 2003/109/ΕΚ δεν εφαρμοζόταν και κατ’ επέκταση ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
3. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να εξετάσουν κατά πόσο η περίπτωση των εφεσειόντων ενέπιπτε στις πρόνοιες της Απόφασης του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 4/3/1996, η οποία καθορίζει στην παράγραφο ΙΙΙ ότι οι επί μακρόν διαμένοντες είναι εκείνοι οι οποίοι αποδεικνύουν ότι έχουν συμπληρώσει νόμιμη και αδιάλειπτη διαμονή στην επικράτεια ενός κράτους για περίοδο που ορίζεται με πολιτική απόφαση, στο εθνικό δίκαιο κράτους μέλους και σε κάθε περίπτωση μετά από περίοδο 10 χρόνων.
Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Την Απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία δεν έχει δεσμευτική ισχύ, την διαδέχθηκε η Οδηγία 2003/109/ΕΚ η οποία αποτελεί μέρος του δεσμευτικού κοινοτικού κεκτημένου και έτσι οι καθ’ων η αίτηση δεν είχαν υποχρέωση να εξετάσουν αν η πιο πάνω Απόφαση τύγχανε εφαρμογής.
[*504]4. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αναφέρει ότι στους λόγους που προβλήθηκαν από την εφεσείουσα για διαμονή στη Δημοκρατία, εκτός από τη μελλοντική τέλεση γάμου με Ελληνοκύπριο, ήταν και το ότι ήταν ιδιοκτήτρια μεγάλης ακίνητης περιουσίας και ότι τα παιδιά της φοιτούσαν σε σχολείο στην Κύπρο.
Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει προβεί σε μια αναφορά των πραγματικών γεγονότων με χρονολογική σειρά, όπως αυτά περιέχονται στο διοικητικό φάκελο, χωρίς να έχει παραλείψει οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να άλλαζε την κατάσταση.
5. Οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι οι εφεσίβλητοι τους στέρησαν το δικαίωμα ακρόασης. Υποβάλλουν ότι θα έπρεπε να κληθούν να υποβάλουν τις θέσεις τους έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του Άρθρου 43(1) και (2) του Νόμου 158(Ι)/99.
Και η εισήγηση αυτή είναι ανεδαφική. Και τούτο γιατί οι εφεσείοντες είχαν την ευχέρεια τόσο οι ίδιοι όσο και μέσω των δικηγόρων τους να προβάλουν τις δικές τους απόψεις και στην πραγματικότητα προέβαλαν τις θέσεις τους.
6. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι δεν είχαν διαταράξει τη νομιμότητα και δεν είχαν παραβεί τους όρους διαμονής τους και μέσα σε αυτά τα πλαίσια η έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ήταν αδικαιολόγητη.
Η εισήγηση είναι ανεδαφική. Η τελευταία άδεια παραμονής που δόθηκε προς όφελος των εφεσειόντων έληγε στις 15/7/2004. Οι εφεσείοντες δεν συμμορφώθηκαν προς τις οδηγίες για την αναχώρηση τους από τη Δημοκρατία και παρέμειναν παράνομα στη χώρα για ένα διάστημα 12 περίπου μηνών (από τις 15/7/2004 – 31/8/2005) όταν στις 31/8/2005 εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης.
7. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αιτιολογία της επίδικης απόφασης περιέχεται στο περιεχόμενο των φακέλων είναι εσφαλμένη, αφού τα στοιχεία των φακέλων δεν στοιχειοθετούν επαρκώς την ύπαρξη αιτιολογίας.
Η πρωτόδικη απόφαση πάνω στο θέμα ήταν η ακόλουθη:
“Η αιτιολογία της απόφασης σε τέτοιες υποθέσεις μπορεί να είναι [*505]λακωνική νοουμένου ότι το νομικό της έρεισμα ανταποκρίνεται προς τα γεγονότα της υπόθεσης που ανευρίσκονται στο διοικητικό φάκελο. Όσο πιο ευρεία είναι η διακριτική ευχέρεια του διοικητικού οργάνου τόσο λιγότερη μπορεί να είναι και η αιτιολογία που απαιτείται εφόσον ο Λειτουργός Μετανάστευσης δεσμεύεται μόνο από την αρχή της καλής πίστης. Στην προκειμένη περίπτωση, τα στοιχεία του φακέλου και ιδιαίτερα το σημείωμα της Διευθύντριας του Τμήματος Αλλοδαπών (αρ. 94 στο φάκελο), υποστηρίζουν επαρκώς την αιτιολογία και δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για τους λόγους που οδήγησαν στην απέλαση.”
Κρίνεται ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Το περιεχόμενο των φακέλων περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία συνιστούν την αιτιολογία της επίδικης απόφασης.
8. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να προβούν στη διεξαγωγή δέουσας έρευνας, αφού παρέλειψαν μεταξύ άλλων να εξετάσουν κατά πόσο ετύγχανε εφαρμογής η Οδηγία 2003/109/ΕΚ και η Απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Council resolution) της 4/3/96, όπως επίσης και το βαθμό ενσωμάτωσης των εφεσειόντων στην κυπριακή κοινωνία.
Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η Ολομέλεια έχει ήδη αναφερθεί στην Οδηγία 2003/109/ΕΚ, όσο και στην Απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι υιοθετήθηκε η ορθή διαδικασία από τους εφεσίβλητους και ότι διεξήχθη η δέουσα έρευνα κάτω από τις περιστάσεις.
9. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η αναφορά στο διάταγμα απέλασης ότι η εφεσείουσα θα απελαθεί στο Νεπάλ αντί στη Ρωσία συνιστά ουσιωδέστατη πλάνη, η οποία θα έπρεπε να οδηγήσει στην ακύρωση του διατάγματος απέλασης.
Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Όπως σημειώνεται από την ευπαίδευτη συνήγορο των εφεσίβλητων, η αναφορά στο Νεπάλ και όχι στη Ρωσία οφείλεται σε καθαρά δακτυλογραφικό λάθος και ότι πρόθεση των εφεσίβλητων ήταν η απέλαση της εφεσείουσας στη Ρωσία. Όπως ορθά σημειώθηκε, το λάθος αυτό δεν επηρέασε καθόλου τα δικαιώματα της εφεσείουσας στις διαδικασίες που προηγήθηκαν πριν από την έκδοση των σχετικών διαταγμάτων.
10. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η όλη συμπεριφορά των εφεσίβλητων είναι αντίθετη με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και με το περί δι[*506]καίου αίσθημα και ότι συνιστά ανεπιεική και άδικη συμπεριφορά των εφεσίβλητων προς τους εφεσείοντες, αφού με τις δικές τους πράξεις και παραλείψεις δημιούργησαν μια ευνοϊκή κατάσταση υπέρ των εφεσειόντων νομιμοποιώντας την παραμονή τους.
Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η αρχή της αναλογικότητας δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην παρούσα περίπτωση, αφού οι ίδιοι οι εφεσείοντες καταχράστηκαν τις υφιστάμενες διαδικασίες παραβιάζοντας τους νόμους της Δημοκρατίας σε μια προσπάθεια διασφάλισης της παραμονής τους.
11. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε και/ή δεν αποφάνθηκε για τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι είχε παραβιαστεί το ατομικό τους δικαίωμα της κατοικίας αφού παρέμειναν για αρκετά χρόνια στην Κύπρο, σε βαθμό που η Κύπρος να θεωρείται ως κατοικία και πατρίδα τους.
Η πιο πάνω εισήγηση δεν είναι ορθή αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε το σχετικό επιχείρημα.
Η απομάκρυνση ολόκληρης της οικογένειας και η μετακίνηση της στη χώρα καταγωγής της δεν αποτελεί διάσπαση της οικογένειας, αφού αφορά την επανεγκατάσταση ολόκληρης της οικογένειας και κατ’ επέκταση δεν συνιστά διάσπαση της οικογενειακής ζωής.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Pubblico Ministero v. Tullio Ratti [1979] E.C.R. 1629,
Intern-Environment Wallone ASBL v. Region Wallone [1997] E.C.R. 7411,
Slivenko v. Latvia, Αίτηση Aρ. 48321/00, ημερ. 9.10.2003,
Varas v. Sweden [1991] 14 E.H.R.R. 1, paras 88-99.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 1632/2005 & 1633/2005), ημερ. 15/5/2006.
Ξ. Ξενοφώντος για Χρ. Κληρίδη, για τους Εφεσείοντες.
[*507]Γ. Χατζηχάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με τις παρούσες εφέσεις οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή που είχαν καταχωρίσει για την ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης που είχαν εκδοθεί εναντίον τους.
(Α) Τα γεγονότα.
Τόσο η εφεσείουσα Vera Joudine όσο και ο εφεσείων Jaroslav Joudine είναι Ρώσοι υπήκοοι και έφθασαν στην Κύπρο το Σεπτέμβριο του 1993. Στον εφεσείοντα δόθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας στην ιδιόκτητη υπεράκτια εταιρεία του “Barnetto Trading Co. Ltd.” και στην εφεσείουσα άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτριας μέχρι τις 22/6/1997. Η πιο πάνω άδεια παρατάθηκε μέχρι τις 17/12/2000. Το ζεύγος έχει τρία παιδιά, την Όλγα 15 χρόνων που γεννήθηκε στη Ρωσία, την Άννα 11 χρόνων και τον Ιβάν 10 χρόνων που γεννήθηκαν στην Κύπρο.
Μετά τον τερματισμό των εργασιών της “Barnetto Trading Co. Ltd.” το 2000 από την Κεντρική Τράπεζα, ο εφεσείων αναχώρησε από την Κύπρο, ενώ η εφεσείουσα παρέμεινε με τα τρία παιδιά της και υπέβαλε αίτηση για την ανανέωση της παραμονής της ίδιας και των τριών παιδιών της με σκοπό την τέλεση γάμου με κάποιο Ελληνοκύπριο ονόματι Γιώργο Ακτάρ. Η αίτηση απορρίφθηκε και στις 30/6/2000 ζητήθηκε από την αιτήτρια να αναχωρήσει αμέσως από την Κύπρο. Μερικές μέρες αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 14/7/2000, αφίχθηκε στην Κύπρο ο εφεσείων και του παραχωρήθηκε άδεια παραμονής ως επισκέπτης μέχρι τις 14/8/2000. Μετά τη λήξη της πιο πάνω ημερομηνίας ο εφεσείων παρέμεινε παράνομα στην Κύπρο και απελάθηκε στις 2/3/2001. Ο εφεσείων αφού εξασφάλισε νέο διαβατήριο με διαφορετικά στοιχεία αφίχθηκε στην Κύπρο στις 15/4/2001. Για ανθρωπιστικούς λόγους και ιδιαίτερα λόγω της παρουσίας των παιδιών στην Κύπρο, δεν διενεργήθηκε σύλληψη της εφεσείουσας στην οποία υποδείχθηκε ότι έπρεπε να αναχωρήσει από την Κύπρο. Όμως η εφεσείουσα υπέβαλε στις 20/3/2001 αίτηση στην Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για την παραχώρηση πολιτικού ασύλου, με [*508]αποτέλεσμα να παραχωρηθεί άδεια προσωρινής παραμονής τόσο στην ίδια όσο και στα παιδιά της ως επισκέπτες, μέχρι την εξέταση της αίτησης για την παραχώρηση πολιτικού ασύλου. Μετά την απόρριψη της αίτησης, η εφεσείουσα ειδοποιήθηκε στις 4/12/2003 ότι θα έπρεπε να αναχωρήσει μέσα σε 15 μέρες από την Κύπρο. Όμως, κατόπιν διαβημάτων του δικηγόρου της, η άδεια παραμονής της παρατάθηκε μέχρι τις 15/7/2004.
Εν τω μεταξύ η εφεσείουσα είχε υποβάλει στις 13/2/2004 αίτηση για την απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Ο Υπουργός Εσωτερικών αφού έλαβε υπόψη όλα τα στοιχεία του φακέλου που περιλάμβαναν τη θετική άποψη του Έπαρχου Λεμεσού, ο οποίος εισηγείτο την ευνοϊκή εξέταση της αίτησης, όπως επίσης και την αρνητική άποψη του Αρχηγού της Αστυνομίας, απέρριψε την αίτηση. Η απόρριψη κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο τους στις 7/4/2005.
Επειδή οι εφεσείοντες βρίσκονταν παράνομα στην Κύπρο από τις 15/7/2004 κλήθηκαν να αναχωρήσουν αμέσως από την Κυπριακή Δημοκρατία. Επειδή παρέλειψαν να συμμορφωθούν, εκδόθηκαν εναντίον τους διατάγματα κράτησης και απέλασης. Ο εφεσείων συνελήφθη και βρίσκεται υπό κράτηση από τις 14/12/2005, ενώ το διάταγμα κράτησης εναντίον της εφεσείουσας δεν εκτελέστηκε.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποφάνθηκε ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης είχαν εκδοθεί νόμιμα και απέρριψε τις προσφυγές των εφεσειόντων.
Στη σχετική απόφαση του το Δικαστήριο σημείωσε μεταξύ άλλων και τα πιο κάτω:
“Η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης αναφορικά με την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφος της χώρας είναι ευρεία. Το τεκμήριο υπέρ της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης παραμένει ακλόνητο μέχρι απόδειξης του αντιθέτου. Στην προκείμενη περίπτωση το εν λόγω τεκμήριο δεν έχει ανατραπεί. Η Διευθύντρια του Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ανανέωσε την άδεια προσωρινής παραμονής των αιτητών στις περιπτώσεις που καλόπιστα έκρινε ότι η προσωρινή παραμονή τους ήταν δικαιολογημένη κυρίως για λόγους ανθρωπιστικούς και για λόγους που είχαν σχέση με την προώθηση των αιτημάτων τους που αφορούσαν το προσωπικό τους καθεστώς. Η προσωρινή παραμονή των αι[*509]τητών στο έδαφος της Δημοκρατίας ήταν για χρονικά διαστήματα ανάλογα με τις εκάστοτε συγκεκριμένες ανάγκες. Η αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησαν στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων αποκαλύπτει ξεκάθαρα την εμμονή των αιτητών να παραμείνουν για όσο το δυνατό μεγαλύτερο χρόνο στην Κύπρο και να αποκτήσουν τέτοια δικαιώματα που θα τους επέτρεπαν οριστική παραμονή. Όταν όμως εξαντλήθηκαν οι προσπάθειες που κατέβαλαν και η περαιτέρω παραμονή τους δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί, κατέστη αναπόφευκτη η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων προς αποκατάσταση της νομιμότητας η οποία είχε διαταραχθεί, λόγω παράβασης από πλευράς των αιτητών των σχετικών όρων που η Διοίκηση έθεσε κατά την παραχώρηση της προσωρινής άδειας παραμονής τους σύμφωνα με το νόμο και τους σχετικούς κανονισμούς. .....................................................
Στην προκείμενη περίπτωση ο αιτητής είχε απελαθεί από την Κύπρο το 2001 και όταν επανήλθε, κάτω από τις συνθήκες που έχουν ήδη εκτεθεί, εκκρεμούσε προς εξέταση η αίτηση της συζύγου του για παραχώρηση πολιτικού ασύλου οπότε η διοίκηση, για λόγους ανθρωπιστικούς, παραχώρησε στους αιτητές άδεια προσωρινής παραμονής. Σε κάθε περίπτωση που η διοίκηση παραχωρούσε προς τους αιτητές άδεια προσωρινής παραμονής, αυτό γινόταν, επειδή αυτοί το ζητούσαν αναμένοντας αποφάσεις επί των διαφόρων αιτημάτων που διαδοχικά υπέβαλαν είτε αυτά αφορούσαν την πιθανή τέλεση γάμου της αιτήτριας με ελληνοκύπριο είτε την πολιτογράφησή της είτε την αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα είτε και τη συμπλήρωση σχολικών περιόδων της φοίτησης των παιδιών τους. .....................................................................................
Από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, συνάγεται ότι οι αιτητές καταχρώμενοι των ευκολιών που τους είχαν παραχωρηθεί είτε δυνάμει επικουρικών μορφών προστασίας είτε για λόγους καθαρά ανθρωπιστικούς, επιδίωξαν να αποκτήσουν όφελος απορρέον από δική τους παράνομη συμπεριφορά.”
(Β) Οι λόγοι έφεσης.
Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για διάφορους λόγους, τους οποίους εξετάζουμε πιο κάτω:
(1) Η πρωτόδικη απόφαση ότι οι εφεσείοντες επιδίωξαν να απο[*510]κτήσουν πλεονεκτήματα από παράνομη συμπεριφορά είναι λανθασμένο.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι επεδίωκαν να αποκτήσουν πλεονεκτήματα από την παράνομη συμπεριφορά τους είναι λανθασμένο, αφού από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί δεν διαφαίνεται παράνομη συμπεριφορά των εφεσειόντων.
Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασίζονται στα γεγονότα της υπόθεσης όπως έχουν ήδη εκτεθεί. Από τα πιο πάνω φαίνεται, όπως τονίζεται στην πρωτόδικη απόφαση, ότι η συνολική συμπεριφορά των εφεσειόντων αποσκοπούσε σε οφέλη, δηλαδή να διασφάλιζαν την παραμονή τους στην Κύπρο. Η πρωτόδικη κατάληξη πάνω στο θέμα ήταν ορθή.
(2+3) Μη εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2003/109/ΕΚ.
Έχει προβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι τόσο ο εφεσείων όσο και η εφεσείουσα δεν πληρούσαν το κριτήριο της πενταετούς νόμιμης και αδιάλειπτης διαμονής στην Κύπρο, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ, αφού η παραμονή τους στην Κύπρο υπερέβαινε το πιο πάνω χρονικό διάστημα.
Το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση ήταν το ακόλουθο:
“Ο αιτητής δεν πληρούσε το κριτήριο της νόμιμης και αδιάλειπτης διαμονής στη χώρα τα τελευταία πέντε χρόνια με αφετηρία υπολογισμού του χρόνου την 31.8.2005 που εκδόθηκαν τα προσβαλλόμενα διατάγματα. Όταν εκδόθηκαν τα προσβαλλόμενα διατάγματα δεν είχε ακόμα εκπνεύσει η προθεσμία των δύο χρόνων για ενσωμάτωση της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, οι δε αιτητές ποτέ, μέχρι τότε, δεν επικαλέστηκαν την οδηγία, έστω και αν δεν ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο, προκειμένου να χαρακτηριστούν ως επί μακρόν διαμένοντες μετανάστες (Οδηγία-Άρθρο 7).”
Η πιο πάνω προσέγγιση είναι ορθή.
Το χρονικό διάστημα το οποίο θέτει η Οδηγία έχει ως απώτερο σκοπό την παροχή ευχέρειας στα κράτη μέλη να δημιουργήσουν τις κατάλληλες υποδομές για την ενσωμάτωση των προνοιών της Οδη[*511]γίας στο τοπικό δίκαιο. Τα κράτη μέλη έχουν μέχρι τη συμπλήρωση της προθεσμίας που παρέχεται την ελευθερία να εξετάζουν τον τρόπο ενσωμάτωσης. (Βλ. Pubblico Ministero v. Tullio Ratti [1979] E.C.R. 1629) και δεν είναι υπόχρεα πριν από την παρέλευση της προθεσμίας να μεταφέρουν τις πρόνοιες της Οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. (Βλ. Intern-Environment Wallone ASBL v. Region Wallone [1997] E.C.R. 7411).
Επιπρόσθετα πρέπει να τονιστεί ότι η Οδηγία 2003/109/ΕΚ δεν παραχωρεί αυτόματα σε ένα αλλοδαπό επί μακρόν διαμένοντα στην Κύπρο το δικαίωμα παραμονής στη χώρα. (Βλ. Graig and de Burca “EU Law, Text, Cases and Materials”, 2nd Edition, 190). Η παραχώρηση του πιο πάνω ωφελήματος μπορεί να γίνει μόνο μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στο τοπικό νομικό πλαίσιο και την καταχώριση σχετικής αίτησης από τον αλλοδαπό (Άρθρο 7(1) της Οδηγίας), νοουμένου ότι ικανοποιεί προς τούτο τις σχετικές προϋποθέσεις (Άρθρο 3 της Οδηγίας).
Στην παρούσα περίπτωση η Οδηγία 2003/109/ΕΚ δεν ετύγχανε εφαρμογής και τούτο γιατί αυτή είχε εκδοθεί στις 25/11/2003 και το χρονικό διάστημα των δύο χρόνων το οποίο απαιτείτο για την εφαρμογή της θα έπρεπε να εξέπνεε στις 24/11/2005, ενώ τα διατάγματα εκδόθηκαν στις 31/8/2005, δηλαδή πριν από την εκπνοή της προθεσμίας για την εφαρμογή της Οδηγίας.
(4) Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η διαμονή του εφεσείοντος διακόπηκε λόγω της απέλασης του είναι λανθασμένη.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 4(1) και 4(3) της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ, ο υπολογισμός του χρόνου διαμονής δεν διακόπτεται αν η περίοδος απουσίας από την επικράτεια ενός κράτους είναι κατώτερη από έξι διαδοχικούς μήνες και δεν υπερβαίνει συνολικά τους δέκα μήνες εντός των τελευταίων πέντε χρόνων.
Έχουμε ήδη κρίνει ότι η Οδηγία 2003/109/ΕΚ δεν εφαρμοζόταν και κατ’ επέκταση ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
(5) Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αν ετύγχανε εφαρμογής η Απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Council resolution) της 4/3/1996.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να εξετάσουν κατά πόσο η περίπτωση των εφεσειόντων ενέπιπτε [*512]στις πρόνοιες της Απόφασης του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 4/3/1996, η οποία καθορίζει στην παράγραφο ΙΙΙ ότι οι επί μακρόν διαμένοντες είναι εκείνοι οι οποίοι αποδεικνύουν ότι έχουν συμπληρώσει νόμιμη και αδιάλειπτη διαμονή στην επικράτεια ενός κράτους για περίοδο που ορίζεται με πολιτική απόφαση, στο εθνικό δίκαιο κράτους μέλους και σε κάθε περίπτωση μετά από περίοδο 10 χρόνων.
Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Την Απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία δεν έχει δεσμευτική ισχύ, την διαδέχθηκε η Οδηγία 2003/109/ΕΚ η οποία αποτελεί μέρος του δεσμευτικού κοινοτικού κεκτημένου και έτσι οι καθ’ων η αίτηση δεν είχαν υποχρέωση να εξετάσουν αν η πιο πάνω Απόφαση τύγχανε εφαρμογής.
(6) Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αναφέρει στην απόφαση του ουσιώδη για την υπόθεση γεγονότα.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αναφέρει ότι στους λόγους που προβλήθηκαν από την εφεσείουσα για διαμονή στη Δημοκρατία, εκτός από τη μελλοντική τέλεση γάμου με Ελληνοκύπριο, ήταν και το ότι ήταν ιδιοκτήτρια μεγάλης ακίνητης περιουσίας και ότι τα παιδιά της φοιτούσαν σε σχολείο στην Κύπρο.
Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει προβεί σε μια αναφορά των πραγματικών γεγονότων με χρονολογική σειρά, όπως αυτά περιέχονται στο διοικητικό φάκελο, χωρίς να έχει παραλείψει οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να άλλαζε την κατάσταση.
Η εισήγηση απορρίπτεται.
(7) Δικαίωμα ακρόασης.
Οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι οι εφεσίβλητοι τους στέρησαν το δικαίωμα ακρόασης. Υποβάλλουν ότι θα έπρεπε να κληθούν να υποβάλουν τις θέσεις τους έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 43(1) και (2) του Νόμου 158(Ι)/99, το οποίο προνοεί ότι,
“43.-(1) Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της [*513]κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.
(2) Διοικητικό όργανο που προτίθεται να στηρίξει την απόφαση του σε ισχυρισμούς εναντίον ενός προσώπου οφείλει να παράσχει την ευκαιρία στο πρόσωπο αυτό να υποβάλει τις απόψεις του για τους ισχυρισμούς αυτούς.”
Η σχετική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω στο θέμα ήταν η πιο κάτω:
“Ο νόμος δεν επιβάλλει υποχρέωση στο λειτουργό μετανάστευσης να ειδοποιεί τους ενδιαφερόμενους πριν την έκδοση του διατάγματος απέλασης. Όλα τα στοιχεία διερευνήθηκαν επισταμένα από την αρμόδια αρχή και η διαδικασία που τηρήθηκε φανερώνει ότι επανειλημμένα δόθηκε η ευκαιρία στους αιτητές να καταθέσουν τις απόψεις τους.”
Και η εισήγηση αυτή είναι ανεδαφική. Και τούτο γιατί οι εφεσείοντες είχαν την ευχέρεια τόσο οι ίδιοι όσο και μέσω των δικηγόρων τους να προβάλουν τις δικές τους απόψεις και στην πραγματικότητα προέβαλαν τις θέσεις τους.
Ο πιο πάνω λόγος έφεσης απορρίπτεται.
(8) Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η έκδοση των διαταγμάτων σύλληψης και απέλασης κατέστη αναπόφευκτη προς αποκατάσταση της νομιμότητας είναι λανθασμένη.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι δεν είχαν διαταράξει τη νομιμότητα και δεν είχαν παραβεί τους όρους διαμονής τους και μέσα σε αυτά τα πλαίσια η έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ήταν αδικαιολόγητη.
Η εισήγηση είναι ανεδαφική. Η τελευταία άδεια παραμονής που δόθηκε προς όφελος των εφεσειόντων έληγε στις 15/7/2004. Οι εφεσείοντες δεν συμμορφώθηκαν προς τις οδηγίες για την αναχώρηση τους από τη Δημοκρατία και παρέμειναν παράνομα στη χώρα για ένα διάστημα 12 περίπου μηνών (από τις 15/7/2004 – 31/8/2005) όταν στις 31/8/2005 εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης.
Η εισήγηση απορρίπτεται.
(9) Έλλειψη αιτιολογίας.
[*514]Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αιτιολογία της επίδικης απόφασης περιέχεται στο περιεχόμενο των φακέλων είναι εσφαλμένη, αφού τα στοιχεία των φακέλων δεν στοιχειοθετούν επαρκώς την ύπαρξη αιτιολογίας.
Η πρωτόδικη απόφαση πάνω στο θέμα ήταν η ακόλουθη:
“Η αιτιολογία της απόφασης σε τέτοιες υποθέσεις μπορεί να είναι λακωνική νοουμένου ότι το νομικό της έρεισμα ανταποκρίνεται προς τα γεγονότα της υπόθεσης που ανευρίσκονται στο διοικητικό φάκελο. Όσο πιο ευρεία είναι η διακριτική ευχέρεια του διοικητικού οργάνου τόσο λιγότερη μπορεί να είναι και η αιτιολογία που απαιτείται εφόσον ο Λειτουργός Μετανάστευσης δεσμεύεται μόνο από την αρχή της καλής πίστης. Στην προκειμένη περίπτωση, τα στοιχεία του φακέλου και ιδιαίτερα το σημείωμα της Διευθύντριας του Τμήματος Αλλοδαπών (αρ. 94 στο φάκελο), υποστηρίζουν επαρκώς την αιτιολογία και δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για τους λόγους που οδήγησαν στην απέλαση.”
Κρίνουμε ότι η πιο πάνω προσέγγιση είναι ορθή. Το περιεχόμενο των φακέλων περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία συνιστούν την αιτιολογία της επίδικης απόφασης.
Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(10) Μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας (έλλειψη καλής πίστης).
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να προβούν στη διεξαγωγή δέουσας έρευνας αφού παρέλειψαν μεταξύ άλλων να εξετάσουν κατά πόσο ετύγχανε εφαρμογής η Οδηγία 2003/109/ΕΚ και η Απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Council resolution) της 4/3/96, όπως επίσης και το βαθμό ενσωμάτωσης των εφεσειόντων στην κυπριακή κοινωνία.
Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Έχουμε ήδη αναφερθεί στην Οδηγία 2003/109/ΕΚ όσο και στην Απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι υιοθετήθηκε η ορθή διαδικασία από τους εφεσίβλητους και ότι διεξήχθη η δέουσα έρευνα κάτω από τις περιστάσεις.
(11) Απέλαση στο Νεπάλ.
[*515]Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η αναφορά στο διάταγμα απέλασης ότι η εφεσείουσα θα απελαθεί στο Νεπάλ αντί στη Ρωσία συνιστά ουσιωδέστατη πλάνη, η οποία θα έπρεπε να οδηγήσει στην ακύρωση του διατάγματος απέλασης.
Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Όπως σημειώνεται από την ευπαίδευτη συνήγορο των εφεσίβλητων, η αναφορά στο Νεπάλ και όχι στη Ρωσία οφείλεται σε καθαρά δακτυλογραφικό λάθος και ότι πρόθεση των εφεσίβλητων ήταν η απέλαση της εφεσείουσας στη Ρωσία. Όπως ορθά σημειώθηκε το λάθος αυτό δεν επηρέασε καθόλου τα δικαιώματα της εφεσείουσας στις διαδικασίες που προηγήθηκαν πριν από την έκδοση των σχετικών διαταγμάτων.
Η εισήγηση απορρίπτεται.
(12) Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η όλη συμπεριφορά των εφεσίβλητων είναι αντίθετη με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και με το περί δικαίου αίσθημα και ότι συνιστά ανεπιεική και άδικη συμπεριφορά των εφεσίβλητων προς τους εφεσείοντες, αφού με τις δικές τους πράξεις και παραλείψεις δημιούργησαν μια ευνοϊκή κατάσταση υπέρ των εφεσειόντων νομιμοποιώντας την παραμονή τους.
Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η αρχή της αναλογικότητας δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην παρούσα περίπτωση, αφού οι ίδιοι οι εφεσείοντες καταχράστηκαν τις υφιστάμενες διαδικασίες παραβιάζοντας τους νόμους της Δημοκρατίας σε μια προσπάθεια διασφάλισης της παραμονής τους. Αντίθετα οι εφεσίβλητοι ενήργησαν σε όλες τις περιπτώσεις καλόπιστα, εξέταζαν τους λόγους που προβάλλονταν από τους εφεσείοντες και προέβησαν σε παρατάσεις της άδειας παραμονής για καθαρά ανθρωπιστικούς λόγους.
Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
(13) Παραβίαση του δικαιώματος της “κατοικίας”.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε και/ή δεν αποφάνθηκε για τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι είχε παραβιαστεί το ατομικό τους δικαίωμα της κατοικίας αφού παρέμειναν για αρκετά χρόνια στην Κύπρο, σε βαθ[*516]μό που η Κύπρος να θεωρείται ως κατοικία και πατρίδα τους.
Η πιο πάνω εισήγηση δεν είναι ορθή αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και απέρριψε το σχετικό επιχείρημα σημειώνοντας τα ακόλουθα:
“Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι έχει παραβιαστεί το δικαίωμα προστασίας της οικογενειακής τους ζωής το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 15 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η απέλαση συμπεριλαμβάνει και τα ανήλικα τέκνα των αιτητών και συνεπώς δεν τίθεται θέμα διάσπασης της οικογένειας εφόσον όλα τα μέλη της, κλήθηκαν να αναχωρήσουν μαζί. Στην υπόθεση Cruz Varas v. Sweden [1991] 14 EHRR 1 το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε ότι η απέλαση παντρεμένου ζεύγους μαζί με το παιδί τους, σε συνθήκες οι οποίες δεν εμφάνιζαν αξεπέραστα εμπόδια στη συνέχιση της οικογενειακής τους ζωής στη χώρα απέλασης δεν συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος για προστασία της οικογενειακής ζωής. Βλ. επίσης Ahmed Ibrahim Kedoum v. Δημοκρατίας (2005) 3 A.A.Δ. 505.”
Η απομάκρυνση ολόκληρης της οικογένειας και η μετακίνηση της στη χώρα καταγωγής της δεν αποτελεί διάσπαση της οικογένειας, αφού αφορά την επανεγκατάσταση ολόκληρης της οικογένειας και κατ’ επέκταση δεν συνιστά διάσπαση της οικογενειακής ζωής. (Βλ. Slivenko v. Latvia, Αίτηση 48321/00 της 9/10/2003 και Cruz Varas v. Sweden [1991] 14 EHRR 1, paras 88-89.)
Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο