(2006) 3 ΑΑΔ 525
[*525]14 Σεπτεμβρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 3773)
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,
v.
1. ΑΝΤΩΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ,
2. ΣΤΕΛΙΟΥ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,
3. ΣΑΒΒΑ ΜΑΤΣΑ,
4. ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΠΑΣΙΑ,
Εφεσιβλήτων-Αιτητών.
(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 3774)
ΣΤΕΛΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα-Ενδιαφερόμενο Μέρος,
v.
1. ΑΝΤΩΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ,
2. ΣΤΕΛΙΟΥ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,
3. ΣΑΒΒΑ ΜΑΤΣΑ,
4. ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΠΑΣΙΑ,
Εφεσιβλήτων-Αιτητών,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (AP. 2),
Καθ’ ης η αίτηση.
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 3773, 3774)
[*526]Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προφορικές συνεντεύξεις ― Η ιδιαίτερη βαρύτητα που είναι επιτρεπτό να τους αποδίδεται, όταν πρόκειται για υψηλές, ιεραρχικά, θέσεις.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Πτυχές της νομιμότητας της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στην κριθείσα περίπτωση.
Μετά την επιτυχία των δύο εφέσεων και τον παραμερισμό της πρωτόδικης ακυρωτικής απόφασης, το Δικαστήριο επελήφθη των λόγων ακυρώσεως, που είχαν προβληθεί πρωτοδίκως αλλά δεν είχαν τύχει εξέτασης.
Η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Η επίδικη θέση ήταν θέση ψηλά στην ιεραρχία και σύμφωνα με τη νομολογία το αρμόδιο όργανο έχει διακριτική ευχέρεια όπως δώσει ιδιαίτερα μεγάλη βαρύτητα στην προφορική εξέταση. Εδώ ο αιτητής αρ. 4 κρίθηκε πολύ κατώτερος από τη συστηθείσα. Η Ε.Δ.Υ. δεν έχει παραβιάσει οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια.
2. Ως προς το ζήτημα της υπογραφής του εγγράφου/διαμαρτυρία για την καταδίκη δικηγόρου σε φυλάκιση από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού, δεν υπάρχει οτιδήποτε το επιλήψιμο που να επηρεάζει τη διαδικασία αφού και η ίδια η Ε.Δ.Υ. επαναλαμβάνει ότι η ενέργεια αυτή δεν επενεργεί εναντίον κανενός.
3. Το ενδιαφερόμενο μέρος διεκδίκησε την επίδικη θέση ως θέση πρώτου διορισμού. Επομένως η αρχαιότητα που πράγματι υπήρχε για τους υπόλοιπους υποψήφιους δεν είχε σημασία.
4. Ο ισχυρισμός ότι η εκτίμηση της Ε.Δ.Υ. έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων, δεν ευσταθεί.
5. Από εξέταση των πρακτικών τόσο της Σ.Ε. όσο και της Ε.Δ.Υ. δεν εντοπίζεται οτιδήποτε που να δείχνει ότι η σύσταση του ενδιαφερόμενου μέρους έγινε λόγω του ότι αυτή ασκούσε ειδικά καθήκοντα.
6. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η κάθε αξιολόγηση σε προφορική εξέταση αναφέρεται στο χρόνο της εξέτασης, δεν υπάρχει οτιδήποτε που [*527]να απαγορεύει την διαφορετική αξιολόγηση σε διαφορετικά στάδια, αφού τούτο εξαρτάται από την απόδοση στην κάθε φορά.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 249.
Eφέσεις.
Eφέσεις από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 665/2001), ημερ. 2/2/2004.
Α. Ποιητής, για την Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση στην A.E. 3773 και για την Kαθ’ ης η αίτηση στην A.E. 3774.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσίβλητους-Αιτητές και στις δύο υποθέσεις.
I. Νικολάου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος στην A.E. 3773 και για την Eφεσείουσα-Eνδιαφερόμενο Μέρος στην A.E. 3774.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την προσφυγή αρ. 665/01 οι εφεσίβλητοι/αιτητές προσέβαλαν την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής Ε.Δ.Υ.) (εφεσείουσας στην Α.Ε. 3773) με την οποία είχε διορίσει την Στέλλα Ιωαννίδου (ενδιαφερόμενο μέρος και εφεσείουσα στην Α.Ε.3774) στη θέση Εισαγγελέα στη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας από 1/7/01, η οποία θέση ήταν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Οι εφεσίβλητοι και ενδιαφερόμενο μέρος ήσαν όλοι μέλη της Νομικής Υπηρεσίας και κατείχαν όλοι τη θέση Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας. Αδελφός μας Δικαστής δέχθηκε την προσφυγή με την αιτιολογία ότι «η επίδικη απόφαση στηρίχθηκε στην αξιολόγηση των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή (Σ.Ε.) η σύσταση της οποίας ήταν παράνομη». Όπως εξηγείται στην εν λόγω απόφαση η παρανομία συνίστατο στο ότι η επιλογή της Σ.Ε. δεν έγινε από το Γενικό Εισαγγελέα σε συνεννόηση με το Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά ουσιαστικά εκχώρησε την επιλογή του στο Υπουργικό.
[*528]Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης καταχωρήθηκαν οι παρούσες εφέσεις η Α.Ε. 3773 από την Κυπριακή Δημοκρατία και η Α.Ε. 3774 από το ε.μ. Στέλλα Ιωαννίδου. Οι εφέσεις τέθηκαν σε πρώτο στάδιο ενώπιον πενταμελούς σύνθεσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου οπότε τέθηκε θέμα της διαδικασίας που θα ακολουθείτο, σε περίπτωση που επιτύγχαναν οι εφέσεις, αναφορικά με την εξέταση των νομικών σημείων της προσφυγής που δεν αποφασίστηκαν πρωτόδικα, με αποτέλεσμα να τεθεί η υπόθεση ενώπιόν μας.
Με απόφασή μας ημερ. 23/5/06 καθορίσαμε τη διαδικασία που θα ακολουθείτο σε αυτές τις εφέσεις σε περίπτωση που αυτές θα επιτύγχαναν. Εκεί εξηγούνται και οι λόγοι που τελικά οι εφέσεις άχθηκαν ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας.
Στις 3/7/06 καταλήξαμε ότι οι εφέσεις θα έπρεπε να επιτύχουν για το λόγο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο είχε καταλήξει ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν ήταν σύμφωνη με το άρθρο 32(3) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90 όπως τροποποιήθηκε) και παραμερίσαμε την πρωτόδικη απόφαση χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για τα έξοδα. Προχωρήσαμε τότε να εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους που ηγέρθηκαν πρωτόδικα στην προσφυγή και δεν απασχόλησαν το πρωτόδικο δικαστήριο. Για το σκοπό αυτό ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών ζήτησε όπως εξεταστούν όλοι οι λόγοι που είχαν εγερθεί πρωτόδικα και ειδικότερα οι ακόλουθοι:
«(α) Η απόφαση της Συμβουλευτικής επιτροπής να μην συστήσει προς την Ε.Δ.Υ. τον Εφεσίβλητο αρ. 4 Π. Πασιά και η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να μην τον καλέσει ενώπιον της κατά την τελική επιλογή στερούνται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, δεν συνάδουν με τα στοιχεία των φακέλων ενώ απεδόθη υπέρμετρη βαρύτητα στις προφορικές συνεντεύξεις ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
(β) Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής πάσχει ως αναιτιολόγητη ή και πεπλανημένη ή και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και πιο ειδικά γιατί η Συμβουλευτική επηρεάστηκε ανεπίτρεπτα από στοιχεία που έθεσε ο Ποινικός Εισαγγελέας που αποτελούσαν κρίση καταδικαστική και αυθαίρετη, χωρίς να ακουστούν τότε οι επηρεαζόμενοι υποψήφιοι.
(γ) Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. στερείται αιτιολογίας και είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων ενώ απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις αναιτιολόγητες συνεντεύξεις που διεξήχθησαν [*529]ενώπιον της πρόσθετα και ή έλαβε υπόψη εξωγενές στοιχείο κρίσεως (έκθεση Συμβουλευτικής) και σύσταση πάσχουσα.
(δ) Πάσχει η σύσταση του Προϊσταμένου ως αναιτιολόγητη και ως αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και ως μεροληπτική ή αυθαίρετη.
(ε) Υπήρξε θυματοποίηση των Εφεσιβλήτων λόγω καθηκόντων.»
Ο πρώτος από τους λόγους ακύρωσης, που προβάλλεται από τον εφεσίβλητο αιτητή 4 Π. Πασιά, είναι ότι η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής να μην τον συστήσει στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.) και η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να μην τον καλέσει ενώπιον της κατά την τελική προφορική συνέντευξη (α) στερούνται της δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, (β) δεν συνάδουν με τα στοιχεία των φακέλων και (γ) αποδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις προφορικές συνεντεύξεις ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Δεν εξηγείται, σύμφωνα με το συνήγορο, η «ευρύτητα γνώσεων» για την οποία η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε ότι ο εφεσίβλητος 4 «υστέρησε έναντι των συνυποψηφίων» με αποτέλεσμα να μην επιλεγεί από την Ε.Δ.Υ. ενώ είχε «έκδηλη αρχαιότητα και μακρά σε ευρύτατο τομέα πείρα έναντι του ενδιαφερομένου προσώπου» καθώς και υπεροχή.
Η πλευρά της Δημοκρατίας και του ε.μ. υποστηρίζουν τη νομιμότητα της μη σύστασης του αιτητή αρ. 4 όσο και της απόφασης της Ε.Δ.Υ. να μην τον καλέσει σε προφορική συνέντευξη ενώπιόν της.
Εξετάσαμε τους αντίστοιχους ισχυρισμούς. Η επίδικη θέση ήταν θέση ψηλά στην ιεραρχία και σύμφωνα με τη νομολογία το αρμόδιο όργανο έχει διακριτική ευχέρεια όπως δώσει ιδιαίτερα μεγάλη βαρύτητα στην προφορική εξέταση. Εδώ ο αιτητής αρ. 4 κρίθηκε πολύ κατώτερος από τη συστηθείσα. Η Ε.Δ.Υ. δεν έχει παραβιάσει οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια. Επομένως ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Έτερος λόγος για τον οποίο ζητείται η ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους είναι ότι «η έκθεση της Συμβουλευτικής επιτροπής πάσχει ως αναιτιολογητη ή και πεπλανημένη ή και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και πιο ειδικά γιατί η Συμβουλευτική Επιτροπή επηρεάστηκε ανεπίτρεπτα από στοιχεία που έθεσε ο ποινικός Εισαγγελέας που αποτελούσαν κρίση καταδικαστική και αυθαίρετη χωρίς να ακουστούν τότε οι επηρεαζόμενοι υποψήφιοι.»
[*530]
Αναφορικά με το θέμα του επηρεασμού της Συμβουλευτικής Επιτροπής και κατ’ επέκταση της Ε.Δ.Υ., ο συνήγορος των αιτητών αναφέρθηκε σε έγγραφο ημερ. 15/2/01 που υπέγραψαν 26 δικηγόροι της Νομικής Υπηρεσίας μεταξύ των οποίων οι αιτητές 1 και 2 (Α. Βασιλειάδης και Στ. Θεοδούλου) και με το οποίο, μεταξύ άλλων, δήλωναν ότι εκφράζουν έκπληξη και διαμαρτυρία για την πενθήμερη φυλάκιση του δικηγόρου Μιχαλάκη Κυπριανού από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού και ότι δε θα αποδεχτούν να αναλάβουν να υποστηρίξουν εκ μέρους της Νομικής Υπηρεσίας τυχόν έφεση του κ. Κυπριανού. Όπως αναφέρει ο Γενικός Εισαγγελέας (Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής) στη συνεδρία ημερ. 19/2/01 αποφάσισε ότι είναι ορθό να θέσει το έγγραφο αυτό ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής προκειμένου να συνεκτιμηθεί μαζί με τα άλλα κριτήρια, που λήφθηκαν υπόψη ως φαίνεται από τα πρακτικά της 15ης Φεβρουαρίου 2001. Η Συμβουλευτική Επιτροπή καταλήγει ότι άνκαι η ως άνω ενέργεια «ενέχει το στοιχείο της επιπολαιότητας, εντούτοις δεν είναι αφ’ εαυτής ικανή να ανατρέψει την καθορισθείσα στη συνεδρία της 15/2/01 επιλογή». Λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά τη συνεδρία της 15/2/01 η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε 4 υποψηφίους (Βασιλειάδη Αντώνιο, Θεοδούλου Στέλιο, Ιωαννίδου Μαρία-Στέλλα και Μάτσα Σάββα) δηλαδή και τους αιτητές 1 και 2 που υπέγραψαν το έγγραφο/διαμαρτυρία για την καταδίκη του κ. Κυπριανού καθώς επίσης και το ότι οι 4 υποψήφιοι συστήθηκαν κατά την 15/2/01 που δεν είχε τεθεί τότε ενώπιον τους η εν λόγω επιστολή, καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε το επιλήψιμο που να επηρεάζει τη διαδικασία αφού και η ίδια η Ε.Δ.Υ. επαναλαμβάνει ότι η ενέργεια αυτή δεν επενεργεί εναντίον κανενός. Επομένως και ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Άλλος λόγος που προωθήθηκε πρωτόδικα αλλά δεν εξετάστηκε είναι ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. στερείται αιτιολογίας, είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις αναιτιολόγητες, κατά τους αιτητές συνεντεύξεις ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Εξετάσαμε το λόγο αυτό σε συνδυασμό και με τα όσα αναφέρονται στη γραπτή αγόρευση των αιτητών όπου παραπονούνται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε καλύτερη στην προφορική συνέντευξη ενώπιον της Ε.Δ.Υ. χωρίς η τελευταία να λάβει υπόψη τα αντικειμενικά κριτήρια υπεροχής των αιτητών σε αρχαιότητα, πείρα και προσόντα. Καταρχήν σημειώνουμε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Ιωαννίδου διεκδίκησε τη θέση ως θέση πρώτου διορισμού, προφανώς διότι τότε (14/8/00 που ήταν η τελευταία ημερομηνία υποβολής αιτήσεων) δεν είχε τριετή υπηρεσία στη θέση του Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας όπως απαιτούσε το σχέδιο [*531]υπηρεσίας για διεκδίκηση της θέσης με προαγωγή. Είχε υπηρεσία στη θέση Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας 2 ετών, από τον Ιούλιο δηλαδή του 1998. Είναι δε φανερό από τα πρακτικά της Ε.Δ.Υ. ότι αυτή κρίθηκε ως υποψήφια για πρώτο διορισμό. Επομένως η αρχαιότητα που πράγματι υπήρχε για τους υπόλοιπους υποψήφιους δεν είχε σημασία. Όσον αφορά όμως το ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε καλύτερη στις προφορικές συνεντεύξεις τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και της Ε.Δ.Υ., τούτο προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά. Οι ετήσιες εκθέσεις δείχνουν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερούσε σε βαθμολογία. Επομένως ο ισχυρισμός ότι η εκτίμηση της Ε.Δ.Υ. έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων, δεν ευσταθεί. Αντίθετα τα στοιχεία αυτά δικαιολογούν πλήρως τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα.
Με τον τελευταίο λόγο ακύρωσης γίνεται ισχυρισμός ότι υπήρξε «θυματοποίηση των εφεσιβλήτων λόγω καθηκόντων». Περιορίστηκε η πλευρά των αιτητών σε απλούς ισχυρισμούς, ότι δηλαδή με το να αναθέσει ο Γενικός Εισαγγελέας επιλεκτικά στο ενδιαφερόμενο μέρος ειδικά καθήκοντα, ενώ στους αιτητές ανάθεσε καθήκοντα για όλο το φάσμα και τελικά σύστησε το ενδιαφερόμενο μέρος λόγω καθηκόντων, ενήργησε ενάντια της αρχής της χρηστής διοίκησης. Επικαλούνται την υπόθεση Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 249.
Από εξέταση των πρακτικών τόσο της Σ.Ε. όσο και της Ε.Δ.Υ. δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε που να δείχνει ότι η σύσταση του ενδιαφερόμενου μέρους έγινε λόγω του ότι αυτή ασκούσε ειδικά καθήκοντα. Έτσι απορρίπτεται και αυτός ο λόγος.
Πέραν των πιο πάνω λόγων, την εξέταση των οποίων ο συνήγορος των αιτητών τόνισε ιδιαίτερα, προσέχουμε ότι στη γραπτή αγόρευσή του προβάλλονται και άλλοι λόγοι οι οποίοι επίσης θα πρέπει να εξεταστούν. Γίνεται ισχυρισμός ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή αξιολόγησε λανθασμένα τα μεταπτυχιακά διπλώματα των αιτητών αρ. 1 και αρ. 4 (Βασιλειάδη και Πασιά). Ο λόγος για τον οποίο θεωρούν λανθασμένη την αξιολόγηση των εν λόγω διπλωμάτων είναι διότι δεν ανάφερε ρητά η Συμβουλευτική Επιτροπή ότι αυτά είναι μεταπτυχιακά και σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Εξετάζοντας όμως τα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 15/2/01 προσέχουμε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή θεώρησε τα διπλώματα αυτά ως μεταπτυχιακά και τους έδωσε τη δέουσα βαρύτητα. Διαφορετικά δε θα έκαμνε ιδιαίτερη αναφορά σ’ αυτά.
[*532]
Άλλος ισχυρισμός των αιτητών είναι ότι ο Γενικός Εισαγγελέας ως Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής ενώ είχε ήδη αξιολογήσει τους συστηθέντες στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στη συνέχεια έδωσε διαφορετική αξιολόγηση για τους ίδιους υποψηφίους, επί των ιδίων θεμάτων και για την ίδια θέση. Διαφοροποίησε την αξιολόγηση του αιτητή αρ. 2 και του ενδιαφερόμενου μέρους που είχαν ισοβαθμίσει στην προηγούμενη συνέντευξη ως «παρα πολύ καλοί+» αφού αργότερα, κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας αξιολόγησε τον αιτητή 2 ως «πολύ καλός» και το ενδιαφερόμενο μέρος ως «σχεδόν εξαίρετη». Λαμβάνοντας υπόψη ότι η κάθε αξιολόγηση αναφέρεται στο χρόνο της εξέτασης, τότε δεν βλέπουμε να υπάρχει οτιδήποτε που να απαγορεύει την διαφορετική αξιολόγηση σε διαφορετικά στάδια αφού τούτο εξαρτάται από την απόδοση στην κάθε φορά.
Με βάση όλα τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθών η αίτηση και ενδιαφερόμενου μέρους.
Η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση επικυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο