Shahadat ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 573

(2006) 3 ΑΑΔ 573

[*573]21 Σεπτεμβρίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

SHAHADAT,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

2. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 364/2005)

 

Αναθεωρητική Αρχή προσφύγων ― Ιεραρχική Προσφυγή ― Η κλήση σε συνέντευξη του αιτητή, στη διακριτική ευχέρεια της Αρχής, όχι υποχρέωση.

Αναθεωρητική Αρχή προσφύγων ― Ιεραρχική Προσφυγή ― Δυνατή η εξέτασή της από ένα μέλος της Αρχής, εξουσιοδοτημένο προς τούτο.

Αναθεωρητική Αρχή προσφύγων ― Ιεραρχική Προσφυγή ― Απόφαση απόρριψή της πλήρως και δεόντως αιτιολογημένη, μετά τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας ― Δεν παραβιάστηκε οποιοδήποτε δικαίωμα του αιτητή ― Η σύνταξη της απόφασης στην Ελληνική γλώσσα, καθόλα έγκυρη, βάσει και του Συντάγματος.

Ο αιτητής αμφισβήτησε με την προσφυγή του, τη νομιμότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή του κατά της απόφασης απόρριψης της αίτησής του για χορήγηση πολιτικού ασύλου.

Η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης (25.11.2003), ίσχυε ο περί Προσφύγων Νόμος (Ν. 6(Ι)/2000) ενώ από 6.2.2004 ο προαναφερό[*574]μενος νόμος είχε τροποποιηθεί με το Ν. 9(Ι)/2004. Ο Ν. 9(Ι)/2004 επέφερε σημαντικές αλλαγές στο βασικό νόμο, μεταξύ άλλων, με τη δημιουργία της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, η οποία επιλαμβάνεται διοικητικών προσφυγών. Παρατηρείται ότι σύμφωνα με το Αρθρο 14 του αρχικού νόμου η Αρχή Προσφύγων (όπως ήταν τότε) είχε υποχρέωση να καλέσει σε συνέντευξη τον αιτητή πολιτικού ασύλου ενώ με τον τροποποιητικό Νόμο 9(Ι)/2004 το προαναφερόμενο Αρθρο 14 καταργήθηκε και σύμφωνα με το Αρθρο 28(Ζ) του τροποποιημένου Νόμου τόσο ο αρμόδιος Λειτουργός όσο και η Αναθεωρητική Αρχή έχουν μεν εξουσία να καλούν τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη, αλλά δεν έχουν υποχρέωση να το πράττουν.

     Παρόμοια επιχειρηματολογία προβλήθηκε, εκ μέρους του αιτητή, και στην υπόθεση Rakip Sikder ν. Δημοκρατίας (2006) 3 A.A.Δ. 627, στην οποία επίσης εκδίδεται απόφαση σήμερα και με την οποίαν η επιχειρηματολογία απορρίπτεται.

2.  Τα θέματα της μονομελούς σύνθεσης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων και της μη κλήσης του αιτητή σε συνέντευξη ενώπιον της Αρχής έχουν ήδη απαντηθεί στην απόφαση στην υπόθεση Harpreet Singh ν. Δημοκρατίας (2006) 3 A.A.Δ. 393, στην οποία κρίθηκε ότι στερούνται ερείσματος.  

3.  Ως προς τα υπόλοιπα θέματα, θεωρείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και δεν υπόκειται σε ακύρωση για οποιοδήποτε λόγο. Συγκεκριμένα ο αιτητής είχε κληθεί σε συνέντευξη ενώπιον αρμόδιας Λειτουργού η οποία υπέβαλε στον αιτητή ερωτήσεις με σκοπό να διερευνηθεί το αίτημά του. Παρών ήταν και μεταφραστής, συμπατριώτης του αιτητή. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν νόμιμη και ο αιτητής άσκησε τα νόμιμα δικαιώματα του. Η προσβαλλόμενη απόφαση, που επιβεβαιώνει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, απορρίπτει τους ισχυρισμούς του αιτητή για συγκεκριμένους λόγους. Οι λόγοι αυτοί είναι ότι ο αιτητής υπέπεσε σε συγκεκριμένες και ουσιαστικές αντιφάσεις που έπλητταν σοβαρά την αξιοπιστία του. Εκτός από τις προαναφερόμενες αντιφάσεις ο αιτητής έδωσε και ψευδή στοιχεία ως προς το όνομα του, την ημερομηνία και τον τόπο γεννήσεως του, την ημερομηνία αναχώρησης από τη χώρα του και άφιξης στη Δημοκρατία καθώς και για άλλα θέματα. Η απάντηση του αναφορικά με τα ψευδή στοιχεία που έδωσε ήταν ότι είχε κάμει λάθος, ενώ για το όνομα του ισχυρίστηκε ότι ήταν πολύ μεγάλο. Ανέφερε επίσης ότι δεν γνώριζε πως θα έπρεπε να δώσει τα ορθά του στοιχεία.  Παρατηρείται ακόμα, ότι η αίτηση του υποβλήθηκε περίπου 9 μήνες μετά την άφιξη του στην Κύπρο.

[*575]

     Η σύνταξη της προσβαλλόμενης απόφασης στην Ελληνική γλώσσα ήταν καθόλα έγκυρη, δεδομένου ότι συντάχθηκε σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας. Ακολουθήθηκαν νόμιμες διαδικασίες, διενεργήθηκε επαρκής έρευνα και δεν φαίνεται να παραβιάστηκε οποιοδήποτε δικαίωμα του αιτητή. Δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για ανατροπή της προσβαλλόμενης απόφασης.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Rakip Sikder ν. Δημοκρατίας (2006) 3 A.A.Δ. 627,

Harpreet Singh ν. Δημοκρατίας (2006) 3 A.A.Δ. 393.

Προσφυγή.

Ε. Χειμώνας, για τον Αιτητή.

Λ. Λάμπρου-Ουστά, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος είναι υπήκοος της Μπανγλκαντές, ενήλικας και μουσουλμάνος στο θρήσκευμα, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 20.2.2003 και έφθασε στην Κύπρο αεροπορικώς την ίδια μέρα. Στις 25.11.2003 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος πολιτικού ασύλου για τους λόγους που φαίνονται στο σχετικό έντυπο και που συνίστανται βασικά σε φόβο ότι κινδύνευε η ζωή του στην πατρίδα του, από μέλη του κόμματος της αντιπολίτευσης επειδή ο ίδιος είναι μέλος του κυβερνώντος κόμματος.

Ορίστηκε συνέντευξη του αιτητή στις 3.8.2004 ενώπιον αρμόδιας Λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία ετοίμασε την εισήγησή της στις 7.9.2004 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος απεφάσισε την απόρριψη της αίτησης, στις 30.9.2004. Η απόφαση απόρριψης κοινοποιήθηκε στον αιτητή, ο οποίος εμπρόσθεσμα, στις 4.1.2005, καταχώρησε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Ο αιτητής δεν κλήθηκε για συνέντευ[*576]ξη ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής, αλλά αρμόδιος Λειτουργός της ετοίμασε έκθεση στις 2.2.2005 με βάση την οποία η Αρχή, στις 3.2.2005, εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε την διοικητική προσφυγή. Η απορριπτική απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 28.2.2005 και εναντίον της απόφασης εκείνης ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή στις 6.4.2005.

Με την προσφυγή του ο αιτητής εισηγείται ότι τόσο η Αρχή Προσφύγων (στην οποία υπέβαλε την αρχική του αίτηση) όσον και η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων (η οποία επιλήφθηκε της διοικητικής προσφυγής) είχαν συγκροτηθεί παράνομα αφού αποτελούνταν από ένα μέλος μόνο κατά παράβαση των προνοιών της σχετικής νομοθεσίας και επομένως τα προαναφερόμενα όργανα ήταν αναρμόδια. Ο αιτητής παραπονείται επίσης ότι η προαναφερόμενη Αναθεωρητική Αρχή, χωρίς να έχει ενώπιον της οποιαδήποτε μαρτυρία που να αντικρούει εκείνη του αιτητή, λανθασμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία του και λανθασμένα την απέρριψε ως αναξιόπιστη. Ακόμα ο αιτητής λέει ότι λανθασμένα δεν κλήθηκε εκ νέου για συνέντευξη ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή στερείται επαρκούς δικαιολογίας.

Κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης (25.11.2003) ίσχυε ο περί Προσφύγων Νόμος (Ν. 6(Ι)/2000) ενώ από 6.2.2004 ο προαναφερόμενος νόμος είχε τροποποιηθεί με το Ν. 9(Ι)/2004. Ο Ν. 9(Ι)/2004 επέφερε σημαντικές αλλαγές στο βασικό νόμο, μεταξύ άλλων, με τη δημιουργία της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων η οποία επιλαμβάνεται διοικητικών προσφυγών. Παρατηρούμε ότι σύμφωνα με το άρθρο 14 του αρχικού νόμου η Αρχή Προσφύγων (όπως ήταν τότε) είχε υποχρέωση να καλέσει σε συνέντευξη τον αιτητή πολιτικού ασύλου ενώ με τον τροποποιητικό Νόμο 9(Ι)/2004 το προαναφερόμενο άρθρο 14 καταργήθηκε και σύμφωνα με το άρθρο 28(Ζ) του τροποποιημένου Νόμου τόσο ο αρμόδιος Λειτουργός όσο και η Αναθεωρητική Αρχή έχουν μεν εξουσία να καλούν τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη, αλλά δεν έχουν υποχρέωση να το πράττουν.

Παρόμοια επιχειρηματολογία προβλήθηκε, εκ μέρους του αιτητή, και στην υπόθεση Rakip Sikder ν. Δημοκρατίας (2006) 3 A.A.Δ. 627, στην οποία επίσης εκδίδουμε απόφαση σήμερα και με την οποίαν την απορρίπτουμε.

Τα θέματα της μονομελούς σύνθεσης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων και της μη κλήσης του αιτητή σε συνέντευξη ενώπιον [*577]της Αρχής έχουν ήδη απαντηθεί στην απόφαση μας στην υπόθεση Harpreet Singh ν. Δημοκρατίας (2006) 3 A.A.Δ. 393, στην οποία κρίθηκε ότι στερούνται ερείσματος.

Ως προς τα υπόλοιπα θέματα θεωρούμε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και δεν υπόκειται σε ακύρωση για οποιοδήποτε λόγο. Συγκεκριμένα ο αιτητής είχε κληθεί σε συνέντευξη ενώπιον αρμόδιας Λειτουργού η οποία υπέβαλε στον αιτητή ερωτήσεις με σκοπό να διερευνηθεί το αίτημά του. Παρών ήταν και μεταφραστής, συμπατριώτης του αιτητή. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν νόμιμη και ο αιτητής άσκησε τα νόμιμα δικαιώματά του. Η προσβαλλόμενη απόφαση, που επιβεβαιώνει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, απορρίπτει τους ισχυρισμούς του αιτητή για συγκεκριμένους λόγους. Οι λόγοι αυτοί είναι ότι ο αιτητής υπέπεσε σε συγκεκριμένες και ουσιαστικές αντιφάσεις που έπλητταν σοβαρά την αξιοπιστία του. Εκτός από τις προαναφερόμενες αντιφάσεις ο αιτητής έδωσε και ψευδή στοιχεία ως προς το όνομα του, την ημερομηνία και τον τόπο γεννήσεως του, την ημερομηνία αναχώρησης από τη χώρα του και άφιξης στη Δημοκρατία καθώς και για άλλα θέματα.  Η απάντηση του αναφορικά με τα ψευδή στοιχεία που έδωσε ήταν ότι είχε κάμει λάθος, ενώ για το όνομα του ισχυρίστηκε ότι ήταν πολύ  μεγάλο. Ανέφερε επίσης ότι δεν γνώριζε πως θα έπρεπε να δώσει τα ορθά του στοιχεία. Παρατηρούμε ακόμα ότι η αίτηση του υποβλήθηκε περίπου 9 μήνες μετά την άφιξη του στην Κύπρο.

Η σύνταξη της προσβαλλόμενης απόφασης στην Ελληνική γλώσσα ήταν καθόλα έγκυρη δεδομένου ότι συντάχθηκε σε επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας (Δέστε: Singh (ανωτέρω)). Ακολουθήθηκαν νόμιμες διαδικασίες, διενεργήθηκε επαρκής έρευνα και δεν φαίνεται να παραβιάστηκε οποιοδήποτε δικαίωμα του αιτητή. Αποφαινόμαστε επομένως ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για ανατροπή της προσβαλλόμενης απόφασης.

Κατά συνέπεια η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.

H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο