Bokov Batim ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 614

(2006) 3 ΑΑΔ 614

[*614]21 Σεπτεμβρίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΡΒΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 29 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

BATIM BOKOV,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ANΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

2. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ,

3. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

    ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

4. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Yπόθεση Aρ. 492/2005)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Προσβολή περισσότερων μη συναφών μεταξύ τους διοικητικών πράξεων με το ίδιο δικόγραφο ― Σε τέτοια περίπτωση εξετάζεται μόνο η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη.

Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ― Ιεραρχική Προσφυγή ― Κλήση σε συνέντευξη του αιτητή, στη διακριτική ευχέρεια της Αρχής ― Δεν παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας από τη μη κλήση του αιτητή.

Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ― Ιεραρχική Προσφυγή ― Εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής δυνατόν να ανατεθεί σε ένα μέλος της ― Δεν χρειάζεται αιτιολόγηση μια τέτοια απόφαση ανάθεσης εξουσίας.

Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ― Ιεραρχική Προσφυγή ― Επίδοση της απόφασης στην Ελληνική γλώσσα ― Νόμιμη και Συνταγματική η επίδοση βάσει του Άρθρου 3 του Συντάγματος.

Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ― Ιεραρχική Προσφυγή ― Απόρρι[*615]ψη αίτησης για πολιτικό άσυλο κρίθηκε εύλογη, νόμιμη και εντός της διακριτικής ευχέρειας της Αρχής, υπό τις περιστάσεις.

Ο αιτητής προσέβαλε τη νομιμότητα της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση να απορρίψουν την ιεραρχική προσφυγή του, κατά της απόφασης απόρριψης του αιτήματός του για χορήγηση πολιτικού ασύλου.

Η πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Είναι σαφές ότι οι αιτούμενες θεραπείες κάτω από το αιτητικό 1.  είναι πολλαπλές και αόριστες και αναφέρονται σε περισσότερες της μίας διοικητικές πράξεις, όπως απόφαση μη παροχής ασύλου, έκδοση εντάλματος απέλασης και ανάκληση προσωρινής άδειας παραμονής. Οι πράξεις που προσβάλλονται δεν έχουν συνάφεια μεταξύ τους, αφού καμία δεν αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, αλλά ούτε και έχουν εκδοθεί από το ίδιο διοικητικό όργανο και ούτε φέρουν κοινή αιτιολογία. Ως εκ τούτου, με βάση τη νομολογία δεν μπορούν να περιέχονται και να εξεταστούν σε ένα δικόγραφο. Το Δικαστήριο εξετάζει σε τέτοια περίπτωση μόνο την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη.

    Εξάλλου προκύπτει και από τα νομικά σημεία, στα οποία βασίζεται η προσφυγή, καθώς και από τη γραπτή αγόρευση που κατατέθηκε εκ μέρους του αιτητή, πως η προσφυγή περιορίζεται στην προσβολή της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων να απορρίψει το αίτημα του αιτητή για παροχή ασύλου και ως εκ τούτου αυτό είναι το μόνο θέμα που θα εξεταστεί.

2. Μεταξύ άλλων, παραπονείται ο αιτητής ότι δεν έτυχε ισότιμης μεταχείρισης με άλλους αιτητές λόγω του ότι υπήρξε διάκριση σε βάρος του, λόγω της γλώσσας και της φυλής του. Αφού κάμνει αναφορά σε πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου 6(I)/2000 (όπως αυτός τροποποιήθηκε) και στα ατομικά δικαιώματά του, που περιέχονται στο Σύνταγμα, εστιάζει το παράπονο του στο ότι, αφού η Αναθεωρητική Αρχή δεν τον κάλεσε για συνέντευξη, υπήρξε ανισότητα με άλλους αιτητές, για τους οποίους κρίνεται ότι είναι αναγκαία η κλήση από την Αναθεωρητική Αρχή και έτσι εκείνοι που καλούνται έχουν την ευκαιρία να έχουν διερμηνέα, ενώ εκείνοι που δεν καλούνται δεν έχουν αυτή την ευκαιρία.

    Είναι, όπως προκύπτει από τη σχετική νομοθεσία, εντός της διακριτικής ευχέρειας της Αρχής να καλεί ή όχι τους αιτητές ενώπιον της και δεν βλέπουμε πως αυτό οδηγεί σε δυσμενή διάκριση· και [*616]εφόσον η μη κλήση των αιτητών γίνεται με βάση το νόμο, δεν τίθεται καν θέμα παροχής διερμηνέα σε περιπτώσεις που δεν καλούνται.

3. Παραπονείται επίσης ο αιτητής, ότι δεν έχει αιτιολογηθεί η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής και ούτε έχει γίνει αναφορά στο γεγονός γιατί η υπόθεση του αιτητή ανατέθηκε και εξετάστηκε από συγκεκριμένο μέλος της Αρχής. Και αυτός ο λόγος ακυρότητας πρέπει να απορριφθεί, αφού ο περί Προσφύγων Νόμος δίδει αρμοδιότητα σε οποιοδήποτε μέλος της Αρχής να ασκεί τις εξουσίες της Αναθεωρητικής Αρχής από μόνο του, όταν αυτές του ανατεθούν και πουθενά δεν ορίζεται ότι η ανάθεση θα πρέπει να επεξηγείται και να αιτιολογείται γιατί γίνεται σε συγκεκριμένο μέλος της Αρχής. Ως εκ τούτου, τεκμαίρεται ότι ο διορισμός του μέλους για την εξέταση της περίπτωσης ήταν νομότυπος και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε αιτιολόγηση, αφού δεν αμφισβητείται ούτε ότι το συγκεκριμένο μέλος που εξέτασε την περίπτωση του αιτητή δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένο να πράξει τούτο.

4. Άλλος λόγος ακυρότητας που προβάλλεται βασίζεται στο Άρθρο 3 του Συντάγματος, που προνοεί για τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας. Κατά την εισήγηση του αιτητή κατ’ επέκταση στη βάση του σεβασμού της διαφορετικότητας και της κατ’ αναλογία μεταχείρισης ξενόγλωσσων αλλοδαπών, θα έπρεπε η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων να επιδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στον αιτητή με επεξήγηση στη γλώσσα του.

    Ούτε αυτός ο λόγος δεν μπορεί να ευσταθήσει. Με βάση το Άρθρο 3, επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας είναι η Ελληνική και η Τουρκική και δεν υπήρχε ρητή υποχρέωση από το Σύνταγμα ή τη σχετική νομοθεσία να επιδίδεται η απόφαση της Αρχής στη γλώσσα του αιτητή.

5. Γενικά παρατηρείται, πως οποιοδήποτε παράπονο πρόβαλε ο αιτητής, είτε αναφορικά με παροχή διερμηνέα, είτε αναφορικά με τη γλώσσα στην οποία του επιδόθηκε η απόφαση, ή οι επιστολές, δεν φαίνεται να έχει επηρεάσει κατά οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματά του, όπως ο ίδιος πρόβαλε, αφού δεν τον εμπόδισε να προβεί  στα αναγκαία διαβήματα που είχε στη διάθεσή του, καθόσον και εμπρόθεσμη ιεραρχική προσφυγή καταχώρησε και προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου.

    Κρίνεται ότι οι νομικοί λόγοι που έχουν προβληθεί δεν έχουν έρεισμα. Διαπιστώνεται ότι τηρήθηκαν όλες οι πρόνοιες του Συντάγματος και της περί Προσφύγων Νομοθεσίας και επί της ουσίας έγι[*617]νε ενδελεχής έρευνα και δόθηκε κάθε ευκαιρία στον αιτητή να προβάλει τις θέσεις και τα επιχειρήματά του.  Αυτός, όπως ήδη παρατηρήθηκε, κρίθηκε αξιόπιστος, αλλά θεωρήθηκε πως τα γεγονότα και τα επιχειρήματα που έθεσε ενώπιον των Αρχών δεν ήταν δυνατόν να οδηγήσουν στο να κριθεί αυτός ως πολιτικός πρόσφυγας, συμπέρασμα που, όχι μόνο ήταν εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας της Αρχής, αλλά ήταν και η μόνη λογική κατάληξη κάτω από τις συνθήκες.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Δημητρίου κ.ά. ν. Υπουργού Εσωτερικών κ.ά. (1993) 4 Α.Α.Δ. 1611,

Emin Kaya, Υπόθ. Αρ. 149/05, ημερ. 13.4.2006.

Προσφυγή.

Γ. Χριστοφίδης, για τον Αιτητή.

Θ. Πιπερή, για τους Καθ’ ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής με την προσφυγή του ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:

«1.  Δήλωση και ή Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ’ ων η αίτηση να κλείσουν το φάκελο της αίτησης του αιτητή για παροχή ασύλου και/ή να μην θεωρήσουν τον αιτητή ως αιτητή ασύλου και/ή να μην θεωρήσουν τον αιτητή ως αιτητή ασύλου και/ή να μην παρέχουν στον αιτητή άσυλο και/ή να εκδώσουν ένταλμα σύλληψης και/ή απέλασης και/ή να ακυρώσουν και/ή να ανακαλέσουν την προσωρινή άδεια παραμονής και/ή να εκδώσουν διάταγμα κράτησης και/ή απέλασης και/ή να εκδώσουν απόφαση της αναθεωρητικής αρχής προσφύγων που να απορρίπτει την διοικητική προσφυγή του αιτητή και να επικυρώνει την απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας ασύλου, είναι άκυρος και/ή παράνομος και άνευ οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος ως πιο κάτω αναλύεται.

[*618]

 2. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση-εισήγηση του μέλους της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ημερομηνίας 20.01.2005 για απόρριψη της διοικητικής προσφυγής που εστάλη στον αιτητή μέσω ταχυδρομείου και παρελήφθη στις 21.02.2005 είναι άκυρος και/ή παράνομος και/ή με πλάνη για τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και /ή λανθασμένη και/ή μη τεκμηριωμένη ως πιο κάτω αναλύεται και/ή ως μη επιδοθείσα με την ορθή διαδικασία και/ή ως ληφθείσα λανθασμένα και/ή αντικανονικά και/ή από λανθασμένο όργανο.»

Είναι σαφές ότι οι αιτούμενες θεραπείες κάτω από το 1. είναι πολλαπλές και αόριστες και αναφέρονται σε περισσότερες της μίας διοικητικές πράξεις, όπως απόφαση μη παροχής ασύλου, έκδοση εντάλματος απέλασης και ανάκληση προσωρινής άδειας παραμονής. Οι πράξεις που προσβάλλονται δεν έχουν συνάφεια μεταξύ τους, αφού καμία δεν αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, αλλά ούτε και έχουν εκδοθεί από το ίδιο διοικητικό όργανο και ούτε φέρουν κοινή αιτιολογία. Ως εκ τούτου, με βάση τη νομολογία δεν μπορούν να περιέχονται και να εξεταστούν σε ένα δικόγραφο. Το Δικαστήριο εξετάζει σε τέτοια περίπτωση μόνο την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη. (Δέστε μεταξύ άλλων, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας  1929 – 1959 σελ. 274 και Δημητρίου κ.ά. ν. Υπουργού Εσωτερικών κ.ά. (1993) 4 A.A.Δ. 1611).

Εξάλλου προκύπτει και από τα νομικά σημεία, στα οποία βασίζεται η προσφυγή, καθώς και από τη γραπτή αγόρευση που κατατέθηκε εκ μέρους του αιτητή, πως η προσφυγή περιορίζεται στην προσβολή της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων να απορρίψει το αίτημα του αιτητή για παροχή ασύλου και ως εκ τούτου αυτό είναι το μόνο θέμα που θα εξετάσουμε.

Ο αιτητής γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ουκρανία και το 1995 – 1996 μετακόμισε στη Ρωσία. Εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 10.3.02 με τουριστική θεώρηση διαβατηρίου και στις 30.7.03 υπέβαλε αίτηση ασύλου. Μετά από σχετικές συνεντεύξεις στις 5.11.03 και 19.12.03 και αφού αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, επιδόθηκε στον αιτητή στην Αγγλική και Ρωσική γλώσσα στις 9.7.04 επιστολή απορριπτική του αιτήματός του.

Στις 21.7.04, ο αιτητής, μέσω του δικηγόρου του, καταχώρη[*619]σε διοικητική προσφυγή και μετά από έκθεση από αρμόδιο λειτουργό η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εξέδωσε την απόφαση της, με την οποία απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή. Η απόφαση ήταν στα Ελληνικά και συνοδευόταν από συνημμένη επιστολή στα Αγγλικά, που επεξηγούσε το δικαίωμά του για προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Εκτός του ότι ο αιτητής παραπονείται ότι δεν έγινε η αναγκαία έρευνα, δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη αμφισβήτηση των γεγονότων που διαπιστώθηκαν στην απόφαση της Αρχής, αλλά ούτε και των συμπερασμάτων της. Παρατηρούμε πως ο αιτητής κρίθηκε αξιόπιστος αλλά αποφασίστηκε πως τα γεγονότα και η επιχειρηματολογία που τέθηκε ενώπιον της Αρχής δεν μπορούσαν να καταλήξουν σε επιτυχή έκβαση του αιτήματος του, με βάση τη σχετική νομοθεσία. Η κατάληξη αυτή δεν προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.

Τίθενται από τον αιτητή θέματα παραβίασης του Συντάγματος και της σχετικής περί Προσφύγων Νομοθεσίας, που σύμφωνα με τον αιτητή πρέπει να οδηγήσουν σε ακύρωση της επίδικης πράξης. 

Παρόμοια θέματα είχαν εγερθεί και στην Emin Kaya, Υπ. Αρ. 149/05, ημερ. 13.4.06.

Μεταξύ άλλων παραπονείται ο αιτητής ότι δεν έτυχε ισότιμης μεταχείρισης με άλλους αιτητές λόγω του ότι υπήρξε διάκριση σε βάρος του, λόγω της γλώσσας και της φυλής του. Αφού κάμνει αναφορά σε πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου 6(I)/2000 (όπως αυτός τροποποιήθηκε) και στα ατομικά δικαιώματά του, που περιέχονται στο Σύνταγμα, εστιάζει το παράπονο του στο ότι, αφού η Αναθεωρητική Αρχή δεν τον κάλεσε για συνέντευξη, υπήρξε ανισότητα με άλλους αιτητές, για τους οποίους κρίνεται ότι είναι αναγκαία η κλήση  από την Αναθεωρητική Αρχή και έτσι εκείνοι που καλούνται έχουν την ευκαιρία να έχουν διερμηνέα, ενώ εκείνοι που δεν καλούνται δεν έχουν αυτή την ευκαιρία.

Είναι, όπως προκύπτει από τη σχετική νομοθεσία, εντός της διακριτικής ευχέρειας της Αρχής να καλεί ή όχι τους αιτητές ενώπιον της και δεν βλέπουμε πως αυτό οδηγεί σε δυσμενή διάκριση· και εφόσον η μη κλήση των αιτητών γίνεται με βάση το νόμο, δεν τίθεται καν θέμα παροχής διερμηνέα σε περιπτώσεις που δεν καλούνται.

Παραπονείται επίσης ο αιτητής ότι δεν έχει αιτιολογηθεί η [*620]απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής και ούτε έχει γίνει αναφορά στο γεγονός γιατί η υπόθεση του αιτητή ανατέθηκε και εξετάστηκε από συγκεκριμένο μέλος της Αρχής. Και αυτός ο λόγος ακυρότητας πρέπει να απορριφθεί, αφού ο περί Προσφύγων Νόμος δίδει αρμοδιότητα σε οποιοδήποτε μέλος της Αρχής να ασκεί τις εξουσίες της Αναθεωρητικής Αρχής από μόνο του, όταν αυτές του ανατεθούν και πουθενά δεν ορίζεται ότι η ανάθεση θα πρέπει να επεξηγείται και να αιτιολογείται γιατί γίνεται σε συγκεκριμένο μέλος της Αρχής. Ως εκ τούτου, καταλήγουμε πως τεκμαίρεται ότι ο διορισμός του μέλους για την εξέταση της περίπτώσης ήταν νομότυπος και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε αιτιολόγηση, αφού δεν αμφισβητείται ούτε ότι το συγκεκριμένο μέλος που εξέτασε την περίπτωση του αιτητή δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένο να πράξει τούτο.

Άλλος λόγος ακυρότητας που προβάλλεται βασίζεται στο άρθρο 3 του Συντάγματος που προνοεί για τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας. Κατά την εισήγηση του αιτητή κατ’ επέκταση στη βάση του σεβασμού της διαφορετικότητας και της κατ’ αναλογία μεταχείρισης ξενόγλωσσων αλλοδαπών, θα έπρεπε η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων να επιδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στον αιτητή με επεξήγηση στη γλώσσα του. 

Ούτε αυτός ο λόγος δεν μπορεί να ευσταθήσει. Με βάση το άρθρο 3, επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας είναι η Ελληνική και η Τουρκική και δεν υπήρχε ρητή υποχρέωση από το Σύνταγμα ή τη σχετική νομοθεσία να επιδίδεται η απόφαση της Αρχής στη γλώσσα του αιτητή. 

Γενικά παρατηρούμε πως οποιοδήποτε παράπονο πρόβαλε ο αιτητής, είτε αναφορικά με παροχή διερμηνέα, είτε αναφορικά με τη γλώσσα στην οποία του επιδόθηκε η απόφαση, ή οι επιστολές, δεν φαίνεται να έχει επηρεάσει κατά οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματά του, όπως ο ίδιος πρόβαλε, αφού δεν τον εμπόδισε να προβεί στα αναγκαία διαβήματα που είχε στη διάθεσή του, καθόσον και εμπρόθεσμη ιεραρχική προσφυγή καταχώρησε και προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου.

Κατά συνέπεια των πιο πάνω κρίνουμε ότι οι νομικοί λόγοι που έχουν προβληθεί δεν έχουν έρεισμα.  Διαπιστώνουμε ότι τηρήθηκαν όλες οι πρόνοιες του Συντάγματος και της περί Προσφύγων Νομοθεσίας και επί της ουσίας έγινε ενδελεχής έρευνα και δόθηκε κάθε ευκαιρία στον αιτητή να προβάλει τις θέσεις και τα επιχειρήματά του. Αυτός, όπως ήδη παρατηρήσαμε, κρίθηκε [*621]αξιόπιστος, αλλά θεωρήθηκε πως τα γεγονότα και τα επιχειρήματα που έθεσε ενώπιον των Αρχών δεν ήταν δυνατόν να οδηγήσουν στο να κριθεί αυτός ως πολιτικός πρόσφυγας, συμπέρασμα που, κατά την άποψη μας, όχι μόνο ήταν εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας της Αρχής, αλλά ήταν και η μόνη λογική κατάληξη κάτω από τις συνθήκες.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο