Mαραγκός Σταύρος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 671

(2006) 3 ΑΑΔ 671

[*671]3 Νοεμβρίου, 2006

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΑΡΑΓΚΟΣ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3729)

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμου ― Ζητήματα συνταγματικότητας νόμου ή κανονισμού πρέπει να εξειδικεύονται στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, για να καθίστανται επίδικα θέματα σε προσφυγή ― Η ακροθιγής αναφορά του ζητήματος μόνο στη γραπτή αγόρευση, δεν το κατέστησε επίδικο.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Έξοδα ― Επιδίκαση εξόδων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ― Οι παράμετροι άσκησης της ευχέρειας αυτής, συγκεφαλαιώθηκαν στη Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23.

Τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, ο αιτητής επεδίωξε ακύρωση των επίδικων αποφάσεων της ΕΔΥ, με τις οποίες πληροφορείτο πως δεν μπορούσε να του προσφερθεί διορισμός, επειδή δεν είχε εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και ούτε είχε νομίμως απαλλαγεί από αυτές.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι δεν εξετάστηκε θέμα αντισυνταγματικότητας του Αρθρου 31(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου για το οποίο όμως, ο δικηγόρος του αιτητή επιχειρηματολόγησε  κατά την έφεση. Το θέμα ορθά δεν εξετάστηκε αφού δεν ήταν επίδικο. Η γενική και αόριστη αναφορά στο δικόγραφο της προσφυγής ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι αντίθετες προς το [*672]Σύνταγμα δεν συνάδει καθόλου με ό,τι απαιτούν οι σχετικές δικονομικές διατάξεις και οι αρχές της νομολογίας που διέπουν το θέμα της εξέτασης συνταγματικότητας νόμου. Ελλείπει παντελώς από το δικόγραφο της αίτησης η αναγκαία εξειδίκευση, η οποία θα καθιστούσε εφικτή την εξέταση του σημαντικού αυτού νομικού θέματος. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, η συνταγματικότητα νόμου ή κανονισμού, συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας, το οποίο καθίσταται επίδικο μόνο κατόπιν επακριβούς προσδιορισμού του άρθρου του νόμου ή του κανονισμού που αμφισβητείται, καθώς και της συνταγματικής διάταξης προς την οποία προσκρούει το συγκεκριμένο άρθρο ή ο κανονισμός. Η γενική επίκληση διάταξης νόμου ως αντίθετης προς το Σύνταγμα δεν είναι αρκετή. Για να καταστεί το θέμα επίδικο,  πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρξε καν τέτοια επίκληση. Το γεγονός ότι το θέμα είχε ακροθιγώς αναφερθεί στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή, δεν το καθιστούσε εγειρόμενο προς εξέταση. Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56.

     Για τους λόγους που έχουν ήδη εξηγηθεί, η νομική θεμελίωση των αποφάσεων που προσβλήθηκαν με την προσφυγή, παρέμεινε ανεπηρέαστη. Κάθε άλλη επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από πλευράς αιτητή με άξονα την αντισυνταγματικότητα της συγκεκριμένης διάταξης και με προέκταση σε αόριστες και ασαφείς εισηγήσεις περί αντισυνταγματικότητας του νόμου περί Εθνικής Φρουράς, ήταν χωρίς νομική θεμελίωση και χωρίς συνάρτηση προς το αντικείμενο της προσφυγής, γεγονός που οδήγησε στην απόρριψη της, εφόσον δεν υπήρχαν προς εξέταση άλλοι βάσιμοι λόγοι ακύρωσης.

2.  Στη Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23, συγκεφαλαιώνονται οι αρχές της νομολογίας, που αφορούν στην επιδίκαση εξόδων στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας και οι παράμετροι άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση, ο Δικαστής που εκδίκασε την προσφυγή, άσκησε τη διακριτική του εξουσία σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές και θεωρείται πως δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση, ούτε συντρέχουν βέβαια οι προϋποθέσεις για άλλη προσέγγιση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

[*673]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196,

Παφίτη ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 522,

Latomia Estate Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3(B) Α.Α.Δ. 672,

Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 256,

Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601,

Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56,

Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 782/2001), ημερ. 17/10/2003.

Σ. Δράκος, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Σπηλιωτοπούλου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: O εφεσείων υπέβαλε χωριστές αιτήσεις για διορισμό στις θέσεις Βοηθού Λειτουργού Αεροπορικών Κινήσεων, Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας και Ελεγκτή Μεταφορών, Τμήμα Οδικών Μεταφορών. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) με επιστολές της ημερομηνίας 10.7.2001 και 11.9.2001 αντίστοιχα, πληροφόρησε τον αιτητή πως δεν ήταν δυνατό να του προσφερθεί διορισμός επειδή δεν είχε εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ούτε και είχε νομίμως απαλλαγεί από αυτές, για να δικαιούται διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία, σύμφωνα με το άρθρο 31(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν. 1/90. Εναντίον των πιο πάνω αποφάσεων της ΕΔΥ ο εφεσείων άσκησε ανεπιτυχώς προσφυγή. Η υπό κρίση έφεση, έχει ως αντικείμενο την απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή. Με αυτή, αμφισβητείται επίσης η ορθότητα ενδιάμεσης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για τροποποίηση των νομικών λόγων της προσφυγής.

Η αίτηση για τροποποίηση, στόχευε στην εισαγωγή εισήγησης ότι οι πρόνοιες των άρθρων 4, 7 και 8 των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων είναι αντισυνταγματικές καθότι παραβιάζουν τα άρθρα 6, 8, 15, 18 και 25 του Συντάγματος δημιουργώντας άνιση μεταχείριση μεταξύ των πολιτών οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Ο εφεσείων, ο οποίος είναι ομοφυλόφιλος, ισχυρίστηκε προς υποστήριξη της αίτησης ότι η προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία προς διαπίστωση της συγκεκριμένης ιδιότητας, ενέχει το στοιχείο της ταπεινωτικής μεταχείρισης του υποκείμενου, κατά παράβαση των άρθρων 3, 8 και 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Δήλωσε πως δεν υπέχει υποχρέωση στρατιωτικής θητείας αλλά ούτε και είναι διατεθειμένος, για τους λόγους που επικαλέστηκε, να υποβάλει αίτημα απαλλαγής, όπως προβλέπεται στον περί της Εθνικής Φρουράς Νόμο.

Η αίτηση για τροποποίηση απορρίφθηκε αφού κρίθηκε ότι αυτή στόχευε στην εισαγωγή νέων επίδικων θεμάτων που αφορούσαν στην εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων του εφεσείοντα και στο δικαίωμα απαλλαγής του από την Εθνική Φρουρά, ζητήματα άσχετα με το αντικείμενο και τα επίδικα θέματα της προσφυγής.

Η ενδιάμεση απόφαση στην αίτηση για τροποποίηση, τροχιοδρόμησε την κρίση επί της ουσίας της προσφυγής. Η προσφυγή απορρίφθηκε για τον προφανή λόγο ότι ο εφεσείων δεν πληρούσε βασική προϋπόθεση του νόμου για διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία και συνεπώς δεν μπορούσε να του είχε προσφερθεί τέτοιος διορισμός από την ΕΔΥ.

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι δεν εξετάστηκε θέμα αντισυνταγματικότητας του άρθρου 31(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου για το οποίο όμως, ο δικηγόρος του αιτητή επιχειρηματολόγησε κατά την έφεση. Το θέμα ορθά δεν εξετάστηκε αφού δεν ήταν επίδικο. Η γενική και αόριστη αναφορά στο δικόγραφο της προσφυγής ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα δεν συνάδει καθόλου με ό,τι απαιτούν οι σχετικές δικονομικές διατάξεις* και οι αρχές της νομολογίας** που διέπουν το [*675]θέμα της εξέτασης συνταγματικότητας νόμου. Ελλείπει παντελώς από το δικόγραφο της αίτησης η αναγκαία εξειδίκευση η οποία θα καθιστούσε εφικτή την εξέταση του σημαντικού αυτού νομικού θέματος. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, η συνταγματικότητα νόμου ή κανονισμού, συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας το οποίο καθίσταται επίδικο μόνο κατόπιν επακριβούς προσδιορισμού του άρθρου του νόμου ή του κανονισμού που αμφισβητείται καθώς και της συνταγματικής διάταξης προς την οποία προσκρούει το συγκεκριμένο άρθρο ή ο κανονισμός. Η γενική επίκληση διάταξης νόμου ως αντίθετης προς το Σύνταγμα δεν είναι αρκετή. Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρξε καν τέτοια επίκληση. Το γεγονός ότι το θέμα είχε ακροθιγώς αναφερθεί στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή δεν το καθιστούσε εγειρόμενο προς εξέταση. Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56.

Για τους λόγους που έχουν ήδη εξηγηθεί, η νομική θεμελίωση των αποφάσεων που προσβλήθηκαν με την προσφυγή, παρέμεινε ανεπηρέαστη. Κάθε άλλη επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από πλευράς αιτητή με άξονα την αντισυνταγματικότητα της συγκεκριμένης διάταξης και με προέκταση σε αόριστες και ασαφείς εισηγήσεις περί αντισυνταγματικότητας του νόμου περί Εθνικής Φρουράς, ήταν χωρίς νομική θεμελίωση και χωρίς συνάρτηση προς το αντικείμενο της προσφυγής, γεγονός που οδήγησε στην απόρριψη της εφόσον δεν υπήρχαν προς εξέταση άλλοι βάσιμοι λόγοι ακύρωσης.

Ο κ. Δράκος υπέβαλε εισήγηση ότι εσφαλμένα επιδικάστηκαν έξοδα σε βάρος του πελάτη του. Ανέφερε συναφώς ότι στον τομέα της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν θα πρέπει να επιδικάζονται έξοδα σε βάρος του αποτυχόντα αιτητή ο οποίος, σε κάθε περίπτωση, προσφεύγει στο Δικαστήριο με σκοπό τον έλεγχο της νομιμότητας συγκεκριμένης πράξης της διοίκησης η οποία τον επηρεάζει. Η πρακτική επιδίκασης εξόδων σε βάρος του αποτυχόντα αιτητή συνιστά γενικά τροχοπέδη στο δικαίωμα των διοικουμένων για πρόσβαση στο Δικαστήριο προς διάγνωση της νομιμότητας των πράξεων της διοίκησης και είναι αντίθετη προς ανάλογη πρακτική του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όπου σε καμιά περίπτωση επιδικάζονται έξοδα εναντίον πολιτών [*676]των οποίων το διάβημα αποτυγχάνει.

Στη Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23 συγκεφαλαιώνονται οι αρχές της νομολογίας που αφορούν στην επιδίκαση εξόδων στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας και οι παράμετροι άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση, ο συνάδελφος μας που εκδίκασε την προσφυγή, άσκησε τη διακριτική του εξουσία σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές και θεωρούμε πως δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση ούτε συντρέχουν βέβαια οι προϋποθέσεις για άλλη προσέγγιση.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο