Iωσηφίδης Xρίστος ν. Pαδιοφωνικού Iδρύματος Kύπρου (2006) 3 ΑΑΔ 677

(2006) 3 ΑΑΔ 677

[*677]13 Νοεμβρίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟY ΙΔΡΥΜΑTOΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3776)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε λόγω μη συγκεκριμενοποίησης της προτεινόμενης μαρτυρίας στην αίτηση και την ένορκη δήλωση ― Μαρτυρία που εισάγει στοιχεία άλλα από αυτά που λήφθηκαν υπόψη από το διοικητικό όργανο, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές Αρχές ― Αρχή της ακροάσεως ― Δεν απαιτείται, όπου ο διοικούμενος εξέθεσε τις απόψεις του και γνωστοποίησε στοιχεία που θεωρούσε ουσιώδη στις αρχές.

Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Ραδιοτηλεοπτική κάλυψη υποψηφίου για τις Προεδρικές εκλογές ― Προϋποθέσεις κάλυψης καθορίζονται στον περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Τροποποιητικό) Νόμο του 1987 (Ν. 212/87) ― Κρίση κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου, ανήκει στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όπου παρατηρείται κατάχρηση αυτής της εξουσίας.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας ― Πρέπει να αναφέρεται σε ενέργεια που τάσσεται από το Νόμο.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Έξοδα ― Κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα.

Ο εφεσείων προσέβαλε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την απόφαση του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, να μην προβεί σε [*678]ραδιοτηλεοπτική κάλυψη της υποψηφιότητάς του για τις Προεδρικές Εκλογές της 16/2/2003.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι η ενδιάμεση απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του εφεσείοντος για προσαγωγή μαρτυρίας, είναι εσφαλμένη. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Ορθά ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε το αίτημα πάνω στη βάση ότι ο εφεσείων δεν είχε, με την αίτηση και την ένορκο δήλωση, συγκεκριμενοποιήσει την προτεινόμενη μαρτυρία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κριθεί η σχετικότητα της με οποιαδήποτε από τα επίδικα θέματα. Πρόσθετα, και πάλιν ορθά, ο πρωτόδικος Δικαστής, δοθέντος ότι ο εφεσείων είχε συγκεκριμενοποιήσει την προτεινόμενη μαρτυρία στην αγόρευσή του, αφού τόνισε ότι κάτι τέτοιο δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της νομολογίας, διαπίστωσε ότι, εν πάση περιπτώσει, η αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας δε θα μπορούσε να επιτύχει, για το λόγο ότι η αποδοχή της θα ισοδυναμούσε με διαφοροποίηση, αλλοίωση ή μεταβολή του περιεχομένου των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη από τους εφεσίβλητους, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να καλείται να προβεί σε πρωτογενή κρίση στη βάση στοιχείων που δεν είχαν τεθεί ούτε βρίσκονταν ενώπιον των εφεσιβλήτων.

2.  Προβάλλεται επίσης ως λόγος έφεσης ότι η επίδικη απόφαση των εφεσιβλήτων παραβιάζει τα Αρθρα 28 και 40 του Συντάγματος. Και τούτο χωρίς να αμφισβητείται η συνταγματικότητα του Αρθρου 2 του Νόμου. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Δεν παραβλέπεται ότι διοικητική απόφαση μπορεί να προσβληθεί ως παραβιάζουσα ευθέως το Σύνταγμα. Όταν όμως παρεμβάλλεται νόμος στα πλαίσια του οποίου λήφθηκε η διοικητική απόφαση, τότε η συνταγματικότητά της δεν μπορεί να αμφισβητηθεί χωρίς να αμφισβητηθεί η συνταγματικότητα του νόμου. Στην προκείμενη περίπτωση δεν τέθηκε ζήτημα συνταγματικότητας του Αρθρου 2(δ) του Νόμου. Προστίθεται, ωστόσο, ότι η διάκριση του Αρθρου 2(δ) στηρίζεται σε εύλογα κριτήρια. Δεν έχει δε μεσολαβήσει, από το 1987 μέχρι σήμερα, οποιαδήποτε κοινωνική, οικονομική, νομική ή άλλη αλλαγή που να δικαιολογεί την οποιαδήποτε απομάκρυνση από τα νομολογηθέντα στην επί του θέματος απόφαση της Ολομέλειας στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1987) 3 Α.Α.Δ. 1631.

3.  Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται, είναι ότι εσφαλμένα ο πρω[*679]τόδικος Δικαστής έκρινε ότι η επίδικη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας. Και τούτο διότι “οι καθ΄ων η αίτηση δεν επεδίωξαν τη συλλογή άλλων στοιχείων, ούτε άκουσαν τον αιτητή για να τους επιτραπεί να σχηματίσουν την αναγκαία εικόνα ως προς τον αιτητή. Ο αιτητής δεν κλήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση να υποβάλει οποιαδήποτε στοιχεία, υπέβαλε με δική του πρωτοβουλία κάποια συγκεκριμένα προκαταρκτικά στοιχεία με σκοπό να επισύρει την προσοχή των καθ΄ων η αίτηση σε περαιτέρω και πλήρη διερεύνηση της ανταπόκρισής του στα κριτήρια. ...... Γι’ αυτό το λόγο εσφαλμένα ο πρωτόδικος Δικαστής αποφάσισε ότι ο αιτητής «ο ίδιος δεν μπορεί να μέμφεται τη διοίκηση για παράλειψη συγκέντρωσης και άλλων στοιχείων.»” Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η ορθή προσέγγιση του θέματος περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

“Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής με την πιο πάνω επιστολή του ημερ. 5.1.2003 ζήτησε όπως τύχει ισότιμης μεταχείρισης με τους άλλους υποψηφίους κατά τη διάρκεια ολόκληρης της προεκλογικής περιόδου. Για να υποστηρίξει το αίτημα του ο ίδιος επέλεξε να αποστείλει το «σύντομο βιογραφικό σημείωμα». Το έχει περιγράψει ως σύντομο αλλά δεν είναι καθόλου σύντομο. Ανάγνωση του αποκαλύπτει ότι περιέχει όλα τα γεγονότα που σχετίζονται με το θέμα που βρισκόταν ενώπιον των καθ΄ων η αίτηση για εξέταση. Έχω επομένως την άποψη πως τα στοιχεία που υπέβαλε ο αιτητής ήταν αρκετά για τους σκοπούς του υπό εξέταση θέματος. Τα στοιχεία εκείνα αποτελούσαν τα ουσιώδη στοιχεία τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πάσχει λόγω μη δέουσας έρευνας. Πρόσθετα από την ώρα που ο ίδιος ο αιτητής θεώρησε ότι τα ουσιώδη στοιχεία που υποστήριζαν το αίτημα του ήταν εκείνα που υπέβαλε ο ίδιος δεν μπορεί να μέμφεται τη διοίκηση για παράλειψη συγκέντρωσης και άλλων στοιχείων.”

4.  Ο άλλος λόγος έφεσης είναι ότι η επίδικη απόφαση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή. Και τούτο διότι (α) “τα στοιχεία, τα οποία έστω και συνοπτικά όπως υποβλήθηκαν από τον αιτητή με δική του πρωτοβουλία στους καθ’ ων η αίτηση έπρεπε να οδηγήσουν τον πρωτόδικο δικαστή στη διαπίστωση ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή” και (β) “οι καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να προβούν σε δέουσα έρευνα, να ζητήσουν από τον αιτητή πρόσθετα στοιχεία και να ακούσουν τον αιτητή προτού καταλήξουν σε δυσμενή για τον αιτητή απόφαση κατά παράβαση της νομοθεσίας. Οι καθ’ ων η αίτηση υπερέβησαν τα ακραία όρια της αρμοδιότητάς τους και το Πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να [*680]παρέμβει για να διαπιστώσει αυτή την υπέρβαση/κατάχρηση εξουσίας.”

     Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Οι εφεσίβλητοι λειτούργησαν μέσα στα πλαίσια που διαγράφονται από το Νόμο. Κατεύθυναν την προσοχή τους σε όλους τους ουσιώδεις παράγοντες και κατέληξαν στην τελική τους κρίση με πλήρη αιτιολογία. Η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Η απόφαση του Αρτεμίδη, Δ., όπως ήταν τότε, στην ΠΑΚΟΠ κ.ά. ν. ΡΙΚ κ.ά. (1992) 4 Α.Α.Δ. 1992, στη σελίδα 1998, είναι σχετική.

5.  Όσον αφορά το λόγο έφεσης που αναφέρεται στην “παράλειψη των καθ΄ων η αίτηση να καλύψουν την προεκλογική εκστρατεία του αιτητή κατά την περίοδο 2.12.2002 έως 14.1.2003”, θεωρείται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι απόλυτα ορθή. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

“Οι νομοθετικές διατάξεις τις οποίες επικαλείται ο αιτητής – τα Αρ. 3 και 4 του πιο πάνω Νόμου – αναφέρονται σε κάλυψη της προεκλογικής εκστρατείας «υποψηφίου Προέδρου». Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ιωσηφίδης ν. Ρ.Ι.Κ. (2003) 3 A.A.Δ. 213 (απόφαση Πική, Π.) λέχθηκαν τα εξής:

«Ο Νόμος θέτει τα κριτήρια για τη θεώρηση διεκδικητή του αξιώματος του Προέδρου ως ‘Υποψηφίου Προέδρου’ για τους σκοπούς ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης. Δικαίωμα για τέτοια κάλυψη γεννάται από απόφαση του Συμβουλίου του ΡΙΚ ότι ο υποψήφιος ικανοποιεί τα τιθέμενα κριτήρια. Ό,τι προσβάλλεται με την προσφυγή είναι κατ’ ουσία η μη θεώρηση ή μη μεταχείριση του εφεσείοντος ως ‘Υποψηφίου Προέδρου’ κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου.»

     Στην παρούσα υπόθεση με την προσβαλλόμενη με το Αιτητικό (1) απόφαση κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ικανοποιεί τα τιθέμενα κριτήρια. Δεν έχει επομένως γεννηθεί δικαίωμα για κάλυψη του. Η προσφυγή στρέφεται κατά παράλειψης. Έχει νομολογηθεί ότι παράλειψη εντός της έννοιας του Άρθρου 141.1 του Συντάγματος σημαίνει παράλειψη να κάμεις κάτι που απαιτείται από το Νόμο. Εφόσον με την προσβαλλόμενη με το Αιτητικό (1) απόφαση κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ικανοποιεί τα κριτήρια που απαιτούνται από το Νόμο και επομένως δεν είχε δικαίωμα κάλυψης δεν γεννάται ζήτημα οποιασδήποτε παράλειψης των καθ’ ων η αίτηση.”

6.  Ο εφεσείων παραπονείται, τέλος, ότι εσφαλμένα ο πρωτόδικος [*681]Δικαστής επιδίκασε τα έξοδα εις βάρος του. Και τούτο διότι, “η φύση της υπόθεσης, όπως άλλωστε την αντιλήφθηκαν και οι καθ’ ων η αίτηση και δεν ζήτησαν έξοδα, είναι τέτοια που, όπως και στις 118/2003 και Α.Ε.3575, το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να μην επιδικάσει έξοδα.”. Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Είναι γνωστή η αρχή ότι το θέμα των εξόδων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Αυτά δε, κατά κανόνα, ακολουθούν το αποτέλεσμα. Δε υπάρχει λόγος επέμβασης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1987) 3 Α.Α.Δ. 1631,

ΠΑΚΟΠ κ.ά. ν. ΡΙΚ κ.ά. (1992) 4 Α.Α.Δ. 1992.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 300/2003), ημερ. 6/2/2004.

O Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικώς.

Π. Πολυβίου, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων είναι πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στις 2.12.2002 ανακοίνωσε, σε δημοσιογραφική διάσκεψη, την υποψηφιότητά του για τις Προεδρικές Εκλογές της 16.2.2003. Στις 14.1.2003 οι εφεσίβλητοι, έχοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, επιστολή του εφεσείοντος προς αυτούς, ημερομηνίας 5.1.2003, με την οποία ζητούσε ίση μεταχείριση με άλλους υποψηφίους, όπως και βιογραφικό του σημείωμα, που τους απέστειλε στις 13.1.2003, εξέτασαν κατά πόσο αυτός εδικαιούτο ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης της υποψηφιότητάς του με βάση τον περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Τροποποιητικό Νόμο) του 1987 (Ν.212/1987 – ο Νόμος). Αφού διεξήλθαν όλα τα ενώπιόν τους στοιχεία, κατέληξαν ότι ο εφεσείων δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις (α), (β) και (γ) του άρθρου 2 του Νόμου, ούτε καλυπτό[*682]ταν από την προϋπόθεση (δ) “καθότι κατά την άποψη του Συμβουλίου, με βάση την αντίληψη του συνετού μέσου πολίτη, δεν έχει διαδραματίσει ή διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στην πολιτική ή οικονομική ή κοινωνική ζωή της Κύπρου, ούτε είναι προσωπικότητα απολαμβάνουσα κύρους και/ή σεβασμού μεταξύ μέρους του εκλογικού σώματος.”

Στις 28.3.2003 ο εφεσείων καταχώρησε την υπ’ αρ. 300/2003 προσφυγή, ζητώντας την ακύρωση της απόφασης των εφεσιβλήτων. Προέβαλε τρεις λόγους ακυρώσεως: Ότι η επίδικη απόφαση παραβίαζε τα άρθρα 40 και 28 του Συντάγματος, ότι ήταν το αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Ο συνάδελφος Δικαστής, αφού στην πορεία της διαδικασίας απέρριψε, με ενδιάμεση απόφασή του, αίτημα του εφεσείοντος για προσαγωγή μαρτυρίας, έκρινε, για τους λόγους που εξήγησε, ότι οι λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν δεν ευσταθούσαν και, συνακόλουθα, απέρριψε την προσφυγή.

Οι αποφάσεις αυτές είναι το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης.

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι η ενδιάμεση απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του εφεσείοντος για προσαγωγή μαρτυρίας, είναι εσφαλμένη. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Ορθά ο συνάδελφος απέρριψε το αίτημα πάνω στη βάση ότι ο εφεσείων δεν είχε, με την αίτηση και την ένορκο δήλωση, συγκεκριμενοποιήσει την προτεινόμενη μαρτυρία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κριθεί η σχετικότητα της με οποιαδήποτε από τα επίδικα θέματα. Πρόσθετα, και πάλιν ορθά, ο συνάδελφος, δοθέντος ότι ο εφεσείων είχε συγκεκριμενοποιήσει την προτεινόμενη μαρτυρία στην αγόρευσή του, αφού τόνισε ότι κάτι τέτοιο δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της νομολογίας, διαπίστωσε ότι, εν πάση περιπτώσει, η αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας δε θα μπορούσε να επιτύχει για το λόγο ότι η αποδοχή της θα ισοδυναμούσε με διαφοροποίηση, αλλοίωση ή μεταβολή του περιεχομένου των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη από τους εφεσίβλητους, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να καλείται να προβεί σε πρωτογενή κρίση στη βάση στοιχείων που δεν είχαν τεθεί ούτε βρίσκονταν ενώπιον των εφεσιβλήτων.

Προβάλλεται επίσης ως λόγος έφεσης ότι η επίδικη απόφαση των εφεσιβλήτων παραβιάζει τα άρθρα 28 και 40 του Συντάγματος. Και τούτο χωρίς να αμφισβητείται η συνταγματικότητα του [*683]άρθρου 2 του Νόμου. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Δεν παραβλέπουμε ότι διοικητική απόφαση μπορεί να προσβληθεί ως παραβιάζουσα ευθέως το Σύνταγμα. Όταν όμως παρεμβάλλεται νόμος στα πλαίσια του οποίου λήφθηκε η διοικητική απόφαση, τότε η συνταγματικότητά της δεν μπορεί να αμφισβητηθεί χωρίς να αμφισβητηθεί η συνταγματικότητα του νόμου. Στην προκείμενη περίπτωση δεν τέθηκε ζήτημα συνταγματικότητας του άρθρου 2(δ) του Νόμου. Προσθέτουμε, ωστόσο, ότι η διάκριση του άρθρου 2(δ) στηρίζεται σε εύλογα κριτήρια. Δεν έχει δε μεσολαβήσει, από το 1987 μέχρι σήμερα, οποιαδήποτε κοινωνική, οικονομική, νομική ή άλλη αλλαγή που να δικαιολογεί την οποιαδήποτε απομάκρυνση από τα νομολογηθέντα στην επί του θέματος απόφαση της Ολομέλειας στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1987) 3 Α.Α.Δ. 1631.

Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι εσφαλμένα ο συνάδελφος έκρινε ότι η επίδικη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας. Και τούτο διότι “οι καθ’ ων η αίτηση δεν επεδίωξαν τη συλλογή άλλων στοιχείων ούτε άκουσαν τον αιτητή για να τους επιτραπεί να σχηματίσουν την αναγκαία εικόνα ως προς τον αιτητή. Ο αιτητής δεν κλήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση να υποβάλει οποιαδήποτε στοιχεία, υπέβαλε με δική του πρωτοβουλία κάποια συγκεκριμένα προκαταρκτικά στοιχεία με σκοπό να επισύρει την προσοχή των καθ’ ων η αίτηση σε περαιτέρω και πλήρη διερεύνηση της ανταπόκρισής του στα κριτήρια. Γι’ αυτό το λόγο εσφαλμένα ο πρωτόδικος Δικαστής αποφάσισε ότι ο αιτητής «ο ίδιος δεν μπορεί να μέμφεται τη διοίκηση για παράλειψη συγκέντρωσης και άλλων στοιχείων.»” Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η ορθή προσέγγιση του θέματος περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

“Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής με την πιο πάνω επιστολή του ημερ. 5.1.2003 ζήτησε όπως τύχει ισότιμης μεταχείρισης με τους άλλους υποψηφίους κατά τη διάρκεια ολόκληρης της προεκλογικής περιόδου. Για να υποστηρίξει το αίτημα του ο ίδιος επέλεξε να αποστείλει το «σύντομο βιογραφικό σημείωμα». Το έχει περιγράψει ως σύντομο αλλά δεν είναι καθόλου σύντομο. Ανάγνωση του αποκαλύπτει ότι περιέχει όλα τα γεγονότα που σχετίζονται με το θέμα που βρισκόταν ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση για εξέταση. Έχω επομένως την άποψη πως τα στοιχεία που υπέβαλε ο αιτητής ήταν αρκετά για τους σκοπούς του υπό εξέταση θέματος. Τα στοιχεία εκείνα αποτελούσαν τα ουσιώδη στοιχεία τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν πάσχει λόγω μη δέουσας έρευ[*684]νας. Πρόσθετα από την ώρα που ο ίδιος ο αιτητής θεώρησε ότι τα ουσιώδη στοιχεία που υποστήριζαν το αίτημα του ήταν εκείνα που υπέβαλε ο ίδιος δεν μπορεί να μέμφεται τη διοίκηση για παράλειψη συγκέντρωσης και άλλων στοιχείων.”

Ο άλλος λόγος έφεσης είναι ότι η επίδικη απόφαση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή. Και τούτο διότι (α) “τα στοιχεία, τα οποία έστω και συνοπτικά όπως υποβλήθηκαν από τον αιτητή με δική του πρωτοβουλία στους καθ’ ων η αίτηση έπρεπε να οδηγήσουν τον πρωτόδικο δικαστή στη διαπίστωση ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή” και (β) “οι καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να προβούν σε δέουσα έρευνα, να ζητήσουν από τον αιτητή πρόσθετα στοιχεία και να ακούσουν τον αιτητή προτού καταλήξουν σε δυσμενή για τον αιτητή απόφαση κατά παράβαση της νομοθεσίας. Οι καθ’ ων η αίτηση υπερέβησαν τα ακραία όρια της αρμοδιότητάς τους και το Πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να παρέμβει για να διαπιστώσει αυτή την υπέρβαση/κατάχρηση εξουσίας.”

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Οι εφεσίβλητοι λειτούργησαν μέσα στα πλαίσια που διαγράφονται από το Νόμο. Κατεύθυναν την προσοχή τους σε όλους τους ουσιώδεις παράγοντες και κατέληξαν στην τελική τους κρίση με πλήρη αιτιολογία. Η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Αρτεμίδη, Δ., όπως ήταν τότε, στην ΠΑΚΟΠ κ.ά. ν. ΡΙΚ κ.ά. (1992) 4 Α.Α.Δ. 1992, στη σελίδα 1998, είναι σχετικό:

“Ο Νόμος εναποθέτει εύλογα αυτή τη λειτουργία και κρίση στο συμβούλιο του ιδρύματος. Η ιδιότητα του, ως υπεύθυνου για τη λειτουργία του μεγαλύτερου μέσου ενημέρωσης το καθιστά κατά τεκμήριο το επαρκέστερο, αλλά ταυτόχρονα αναμένεται να είναι και ο αντικειμενικότερος κριτής, κατά πόσο ένα κόμμα, ένωση ή ομάδα προσώπων εμπίπτει στον ορισμό του πολιτικού κόμματος όπως καθορίζεται στο Νόμο. Η κρίση αυτή είναι πολύ δύσκολο να ελεγχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο δεν υποκαθιστά, ιδιαίτερα στο χώρο των πολιτικών πραγμάτων, τη δική του άποψη με αυτή του ιδρύματος. Λέγω πολύ δύσκολο, για να επιφυλαχθεί στο Δικαστήριο η αρμοδιότητα να επέμβει όπου έκδηλα παρατηρείται κατάχρηση αυτής της εξουσίας ή αποδεικνύεται πασιφανής προσβολή της παγκοίνως επικρατούσας άποψης.”

Τα ίδια ισχύουν, mutatis mutandis, και αναφορικά με το ερώτημα κατά πόσο πρόσωπο που διεκδικεί την προεδρία της Δημο[*685]κρατίας, εμπίπτει ή όχι στον όρο “Υποψήφιος Πρόεδρος” σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2(δ) του Νόμου.

Όσον αφορά το λόγο έφεσης που αναφέρεται στην “παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να καλύψουν την προεκλογική εκστρατεία του αιτητή κατά την περίοδο 2.12.2002 έως 14.1.2003”, θεωρούμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι απόλυτα ορθή. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

“Οι νομοθετικές διατάξεις τις οποίες επικαλείται ο αιτητής – τα αρ. 3 και 4 του πιο πάνω Νόμου – αναφέρονται σε κάλυψη της προεκλογικής εκστρατείας «υποψηφίου Προέδρου». Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ιωσηφίδης ν. Ρ.Ι.Κ. (2003) 3 A.A.Δ. 213 (απόφαση Πική, Π.) λέχθηκαν τα εξής:

«Ο Νόμος θέτει τα κριτήρια για τη θεώρηση διεκδικητή του αξιώματος του Προέδρου ως ‘Υποψηφίου Προέδρου’ για τους σκοπούς ραδιοτηλεοπτικής κάλυψης. Δικαίωμα για τέτοια κάλυψη γεννάται από απόφαση του Συμβουλίου του ΡΙΚ ότι ο υποψήφιος ικανοποιεί τα τιθέμενα κριτήρια. Ό,τι προσβάλλεται με την προσφυγή είναι κατ’ ουσία η μη θεώρηση ή μη μεταχείριση του εφεσείοντος ως ‘Υποψηφίου Προέδρου’ κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου.»

Στην παρούσα υπόθεση με την προσβαλλόμενη με το Αιτητικό (1) απόφαση κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ικανοποιεί τα τιθέμενα κριτήρια. Δεν έχει επομένως γεννηθεί δικαίωμα για κάλυψη του. Η προσφυγή στρέφεται κατά παράλειψης. Έχει νομολογηθεί ότι παράλειψη εντός της έννοιας του αρ. 141.1 του Συντάγματος σημαίνει παράλειψη να κάμεις κάτι που απαιτείται από το Νόμο. Εφόσον με την προσβαλλόμενη με το Αιτητικό (1) απόφαση κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ικανοποιεί τα κριτήρια που απαιτούνται από το Νόμο και επομένως δεν είχε δικαίωμα κάλυψης δεν γεννάται ζήτημα οποιασδήποτε παράλειψης των καθ’ ων η αίτηση.”

Ο εφεσείων παραπονείται, τέλος, ότι εσφαλμένα συνάδελφος επιδίκασε τα έξοδα εις βάρος του. Και τούτο διότι, “η φύση της υπόθεσης, όπως άλλωστε την αντιλήφθηκαν και οι καθ’ ων η αίτηση και δεν ζήτησαν έξοδα, είναι τέτοια που, όπως και στις 118/2003 και Α.Ε.3575, το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να μην επιδικάσει έξοδα.”.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Είναι γνωστή η αρχή ότι [*686]το θέμα των εξόδων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Αυτά δε, κατά κανόνα, ακολουθούν το αποτέλεσμα. Δε βλέπουμε λόγο να επέμβουμε.

Η έφεση απορρίπτεται, με £700 έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο