Πεττεμερίδη Eλαιουργία Λτδ ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 687

(2006) 3 ΑΑΔ 687

[*687]13 Νοεμβρίου, 2006

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΕΛΑΙΟΥΡΓΙΑ ΠΕΤΤΕΜΕΡΙΔΗ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ

ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου-Καθ’ oυ η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3676)

 

Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση ― Υποχρέωση επανεξέτασης βάσει του νομικού και πραγματικού καθεστώτος του ουσιώδους χρόνου ― Δεν αποτελούσε κατάχρηση, η επανεξέταση μετά παρέλευση οκτώ ετών ― Πλήρης η έρευνα και η αιτιολογία, που έγινε και δόθηκε αντίστοιχα, στην εκ νέου απόρριψη του αιτήματος, μετά από επανεξέταση, για επανεισαγωγή ραφιναρισμένου πυρηνελαίου.

Η εφεσείουσα προσέβαλε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση, την απόφαση απόρριψης εκ νέου, μετά από επανεξέταση, που έγινε οχτώ χρόνια μετά την ακυρωτική απόφαση, της αίτησής της για επανεισαγωγή ραφιναρισμένου πυρηνελαίου από την Ελλάδα.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο έφεσης, κακώς ο πρωτόδικος Δικαστής δεν επελήφθη εισήγησης της εφεσείουσας ότι η επανεξέταση που έγινε μετά από οκτώ ολόκληρα χρόνια ήταν, ως εκ τούτου, καταχρηστική και αντίθετη με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, με μοναδικό στόχο τον επηρεασμό της ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου αγωγής για αποζημιώσεις.  Η Ολομέλεια δεν συμμερίζεται την εισήγηση αυτή, καμιά αυθεντία προς υποστήριξη της οποίας δεν παρετέθη.  Η μεγάλη, έστω και αδικαιολόγητη όπως περιγράφηκε από τον πρωτόδικο Δικαστή, καθυστέρηση, αφ’ εαυτής δεν [*688]καθιστά τρωτό το αποτέλεσμα της επανεξέτασης. Ούτε και η επανεξέταση, όταν τελικά έγινε, είχε ως αποκλειστικό στόχο τον επηρεασμό της ήδη προ πολλού καταχωρηθείσας αγωγής για αποζημιώσεις. Υπήρχε διαρκής υποχρέωση της διοίκησης για επανεξέταση.  Αν η καθυστέρηση αντανακλούσε στην ορθότητα της νέας απόφασης ήταν θέμα συγκεκριμένου συσχετισμού της προς τα στοιχεία στα οποία αυτή βασίσθηκε, αλλά δεν υπάρχει εισήγηση για κάτι τέτοιο, ούτε μπορούσε πλέον βέβαια μετά από τόσα χρόνια, και αν ακόμα η επανεξέταση ήταν ευνοϊκή για την Εφεσείουσα, να προέκυπτε παρά μόνο θέμα αποζημιώσεων. Εξ άλλου, η θεραπεία που ζητούσε η Εφεσείουσα συναρτάτο προς την απόρριψη του αρχικού αιτήματος της ως αποτέλεσμα της επανεξέτασης, την ανάγκη για διεξαγωγή της οποίας και προϋπέθετε.

2.  Η άλλη πτυχή της έφεσης αφορά την ουσιαστική κατάληξη της εφεσιβαλλόμενης απόφασης.  Το παράπονο είναι ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση, αφού και πάλι δεν έγινε δέουσα έρευνα ως προς τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς, παρά μόνο μια πρόχειρη επανεξέταση επί χάρτου. Τέτοια έρευνα όμως, συνεχίζει να λέγει η Εφεσείουσα, εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε και να γίνει αφού παρήλθαν δέκα χρόνια από τον κρίσιμο χρόνο, ώστε να ώφειλε η διοίκηση να λάβει υπ’ όψη της και το σύγχρονο φιλελευθεροποιημένο καθεστώς εισαγωγών.  Ακόμα, η Εφεσείουσα εισηγείται ότι είναι πεπλανημένα τα στοιχεία στα οποία βασίσθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

     Όλες οι εισηγήσεις της Εφεσείουσας είναι χωρίς έρεισμα και η Ολομέλεια συμφωνεί με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστή.  Κατά πρώτον, επανεξέταση μόνο με βάση τα δεδομένα του 1992 μπορούσε νόμιμα να γίνει.  Πέραν τούτου, η ακυρωτική απόφαση επέβαλλε όντως υποχρέωση διεξαγωγής δέουσας έρευνας. Αυτό όμως δεν αναφέρετο σε έρευνα αυτή καθ’ αυτή της αγοράς, οι ανάγκες της οποίας είχαν διαπιστωθεί και ήσαν δεδομένες, αλλά στο ατεκμηρίωτο της πρώτης απόφασης, ότι οι ανάγκες αυτές ικανοποιούντο από τα ήδη υπάρχοντα αποθέματα, εν όψει ιδιαίτερα των διαφορετικών απόψεων που είχαν εκφρασθεί από λειτουργούς του Υπουργείου. Συμπλέκετο ευθέως στην ακυρωτική απόφαση η διαπίστωση μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας σε αυτή τη βάση με τη διαπίστωση του ανεπαρκούς της αιτιολογίας της απόφασης. Με την απόφαση που ακολούθησε την επανεξέταση, η διοίκηση έλαβε πλέον σαφή θέση επί των ενώπιον της στοιχείων, η βάση των οποίων ήταν ότι οι δεδομένες ετήσιες ανάγκες, που ανήρχοντο σε 320 τόνους, εκαλύπτοντο από τις ήδη δοθείσες άδειες εισαγωγής το 1991-1992 στις ΗΚΕ και που αφορούσαν συνολικά 676 τόνους πυρηνελαίου που είχαν, [*689]όπως ανεφέρθη ανωτέρω, ουσιαστικά προνομιακό καθεστώς μέσω της ΣΕΚΕΠ. Εξήγησε μάλιστα το Υπουργείο στην απόφαση του ότι, δεδομένων των ήδη δοθεισών αδειών εισαγωγής στις ΗΚΕ, που και αυτές είχαν δοθεί μόνο και μόνο διότι το εργοστάσιο τους, που είχε αποκλειστικότητα της τοπικής παραγωγής πυρηνελαίου, δεν λειτουργούσε προσωρινά, η χορήγηση άλλης άδειας στην Εφεσείουσα, ή και σε οποιονδήποτε άλλο, θα δημιουργούσε πρόβλημα στη διάθεση του παρθένου ελαιολάδου εσοδείας 1992-1993, το οποίο το πυρηνέλαιο θα μπορούσε να υποκαταστήσει, και μάλιστα αν η άδεια αυτή εδίδετο προκαταβολικά, όπως ζητούσε η Εφεσείουσα, για πυρηνέλαιο που θα εισήγετο μετά από έξι μήνες. Επισημαίνοντας περαιτέρω το ότι, και ελεύθερη να ήταν η εισαγωγή πυρηνελαίου, οι άδειες που θα εδίδοντο δεν μπορούσαν να εδίδοντο παρά μόνο αφού αποτείνοντο όλοι οι ενδιαφερόμενοι.  Και η έρευνα και η αιτιολογία ήσαν πλήρεις.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Ελαιουργία Πεττεμερίδη Λτδ ν. Δημοκρατίας (1994) 4(B) A.A.Δ. 1143.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 379/2002), ημερ. 11/7/2003.

Ξ. Ξενοφώντος, για την Εφεσείουσα.

Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Το 1992 η Εφεσείουσα, που έχει ελαιοτριβείο και ασχολείται με την παραγωγή και εμφιάλωση ελαιολάδου, ζήτησε την άδεια του Υπουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας για την εξαγωγή στην Ελλάδα 5000 τόνων ελαιοπυρήνα παραγωγής της 1991-1992 και 1992-1993 και επανεισαγωγής του ραφιναρισμένου πυρηνελαίου που θα προήρχετο από την επεξεργασία του ελαιοπυρήνα στην Ελλάδα. Η άδεια αυτή ήταν απαραίτητη δυνάμει του άρθρου 3(1) του περί Κανονισμού Εισαγωγών Νόμου του 1962 και σχετικού διατάγματος του Υπουργού με αριθμό 185/91. Το Υπουρ[*690]γείο εξέτασε το αίτημα μέσω των λειτουργών του, που εξέφρασαν διάφορες απόψεις, ζήτησε δε και τις απόψεις του ΣΕΚΕΠ το οποίο, δυνάμει του περί Εμπορίας Κυπριακών Ελαιοκομικών Προϊόντων Νόμου του 1968, είχε αποκλειστικό δικαίωμα διαχείρισης των ελαιοκομικών προϊόντων. Το ΣΕΚΕΠ πληροφόρησε το Υπουργείο ότι είχε παραχωρήσει το αποκλειστικό δικαίωμα επεξεργασίας του ελαιοπυρήνα στις Ηνωμένες Κυπριακές Ελαιουργίες (ΗΚΕ) και έτσι δεν έβλεπε λόγο να δοθεί άδεια εισαγωγής πυρηνελαίου στην Εφεσείουσα. Το Υπουργείο απέρριψε το αίτημα της για επανεισαγωγή με την ακόλουθη επιστολή:

"1. Το Υπουργείο δεν φέρει ένσταση στο αίτημά σας για εξαγωγή οποιασδήποτε ποσότητας ελαιοπυρήνα νοουμένου ότι θα εξασφαλίσετε τη σχετική άδεια εξαγωγής. Συμπληρωματικά αναφέρεται ότι σε περίπτωση που ο πυρήνας θα εξαχθεί για σκοπούς περαιτέρω επεξεργασίας του για εδώδιμη χρήση, πιθανό να σας ζητηθούν σχετικά πιστοποιητικά καταλληλότητας από τους πελάτες σας.

2. Όσον αφορά το αίτημα σας για εισαγωγή ραφιναρισμένου πυρηνελαίου δεν μπορεί να ικανοποιηθεί επί του παρόντος γιατί τα υπάρχοντα αποθέματα είναι αρκετά για να καλύψουν τις ανάγκες της ντόπιας αγοράς.

Παρόλα αυτά και εφόσον υπάρξει ανάγκη για εισαγωγή πυρηνελαίου στο μέλλον το Υπουργείο θα εξετάσει το ενδεχόμενο παραχώρησης ποσότητας του εν λόγω προϊόντος σε ενδιαφερόμενους εισαγωγείς."

Προσφυγή της Εφεσείουσας κατά της εν λόγω απόφασης ήταν επιτυχής (Ελαιουργία Πεττεμερίδη Λτδ ν. Δημοκρατίας (1994) 4(B) A.A.Δ. 1143). Διαπιστώθηκε ότι δεν είχε γίνει η δέουσα έρευνα ως προς τις ανάγκες της αγοράς κατά τον ουσιώδη χρόνο και ως προς το κατά πόσο οι ανάγκες αυτές ικανοποιούντο από τα ήδη υπάρχοντα αποθέματα, σε συνάρτηση με τη δοθείσα αιτιολογία, ότι τα υπάρχοντα αποθέματα ήσαν αρκετά για να καλύψουν τις ανάγκες της ντόπιας αγοράς, που και αυτή ως εκ τούτου έπασχε. Η διαπίστωση αυτή βασίσθηκε ιδιαίτερα στο ότι δεν προέκυπτε, από τα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα, να είχαν αξιολογηθεί οι διάφορες και εν πολλοίς διαφορετικές απόψεις που είχαν εκφρασθεί εντός του Υπουργείου όσο και από τη ΣΕΚΕΠ σε συνάρτηση με τη δοθείσα αιτιολογία που αφορούσε την επάρκεια των υπαρχόντων αποθεμάτων, με αποτέλεσμα να δημιουργείτο αμφιβολία για την ορθότητα της αντίληψης του πραγματικού καθεστώτος εκ μέρους της διοίκησης.

Δεν υπήρξε αμέσως επανεξέταση. Φαίνεται ότι και η διοίκηση [*691]αδράνησε και η Εφεσείουσα δεν την ενόχλησε. Το 1999 όμως η Εφεσείουσα καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο για αποζημιώσεις ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης, και αφού το 1995 είχε απορριφθεί αίτημα της για αποζημιώσεις. Τελικά έγινε επανεξέταση και η απόφαση του Υπουργείου κοινοποιήθηκε στην Εφεσείουσα με την ακόλουθη επιστολή ημερομηνίας 2.4.2002:

"Έχω οδηγίες να αναφερθώ στο αίτημά σας που υποβλήθηκε στις 30.6.1992, για εξαγωγή 5000 τόνων ελαιοπυρήνα εσοδείας 1992-1993, καθώς και της εσοδείας 1991-1992 και επανεισαγωγή του πυρηνελαίου και να σας πληροφορήσω ότι κατόπιν επανεξέτασης του θέματος, με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς το 1992, το αίτημα σας δεν εγκρίθηκε για τους πιο κάτω λόγους:

1. Για την αγορά του ελαιοπυρήνα, δεν είχατε εξασφαλίσει την άδεια του Συμβουλίου Εμπορίας Κυπριακών Ελαιοκομικών Προϊόντων, όπως προνοεί το άρθρο 31 του Νόμου 24 του 1968.

2. Οι ετήσιες ανάγκες του τόπου ήταν 320 περίπου τόνοι και είχαν ήδη καλυφθεί με τις άδειες που παραχωρήθηκαν στις Ηνωμένες Κυπριακές Ελαιουργίες προτού υποβληθεί το αίτημα σας.

3. Οι Ηνωμένες Κυπριακές Ελαιουργίες, ήταν η μόνη βιομηχανία επεξεργασίας του ελαιοπυρήνα στην Κύπρο η οποία είχε αναγκασθεί από το Δήμο Λάρνακας να κλείσει γιατί προκαλούσε οχληρία και θα επαναλειτουργούσε σε νέο εργοστάσιο στην Αραδίππου το 1993. Σε περίπτωση που εγκρίνετο το αίτημα σας για εισαγωγή πυρηνελαίου πέραν των αναγκών του τόπου θα δημιουργούσε πρόβλημα όχι μόνο στη λειτουργία του εργοστασίου, αλλά και στη διάθεση του παρθένου ελαιολάδου της εσοδείας 1992-1993 δεδομένου ότι το πυρηνέλαιο υποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό το παρθένο ελαιόλαδο.

4. Το Υπουργείο δεν μπορούσε να δεσμευθεί από τον Ιούνιο του 1992, τια την εισαγωγή πυρηνελαίου από ελαιοπυρήνα της εσοδείας ελιών (1992-1993), που θα άρχιζε μετά από έξι μήνες, και

5. Η εισαγωγή πυρηνελαίου σε περίπτωση που ήταν ελεύθερη, οπωσδήποτε θα ενδιαφέροντο και άλλοι εισαγωγείς και θα αποτελούσε δυσμενή διάκριση αν παρεχωρείτο άδεια μόνο στη δική σας εταιρεία."

Ακολούθησε νέα προσφυγή της Εφεσείουσας, η επί της οποίας [*692]απορριπτική απόφαση αδελφού μας Δικαστή είναι το αντικείμενο της ενώπιον μας έφεσης. Η απόφαση βασίσθηκε στο ότι, ανεξάρτητα από την αδικαιολόγητη καθυστέρηση της διοίκησης να προβεί σε επανεξέταση μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, από το διοικητικό φάκελο προέκυπτε ότι το Υπουργείο, εξετάζοντας το θέμα στη βάση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος που υφίστατο κατά το σχετικό χρόνο, συμπλήρωσε τώρα την έρευνα του με ιδιαίτερη αναφορά στις υπολογισθείσες τοπικές ανάγκες και αιτιολόγησε την απόφαση του με ιδιαίτερη αναφορά στις ήδη δοθείσες (πριν δηλαδή αποταθεί η Εφεσείουσα) άδειες. Με την κατάληξη ότι και συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση υπήρξε και νόμιμη ήταν η απόφαση.

Ενώπιόν μας η Εφεσείουσα παραπονείται σε δύο βάσεις. Λέγει, πρώτα, ότι κακώς ο αδελφός μας Δικαστής δεν επελήφθη εισήγησης της ότι η επανεξέταση που έγινε μετά από οκτώ ολόκληρα χρόνια ήταν, ως εκ τούτου, καταχρηστική και αντίθετη με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, με μοναδικό στόχο τον επηρεασμό της ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου αγωγής για αποζημιώσεις. Δεν συμμεριζόμαστε την εισήγηση αυτή, καμιά αυθεντία προς υποστήριξη της οποίας δεν παρετέθη. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι, ως θέμα αρχής, η μεγάλη, έστω και αδικαιολόγητη όπως περιγράφηκε από τον αδελφό μας Δικαστή, καθυστέρηση, αφ’ εαυτής καθιστά τρωτό το αποτέλεσμα της επανεξέτασης. Ούτε και ότι η επανεξέταση, όταν τελικά έγινε, είχε ως αποκλειστικό στόχο τον επηρεασμό της ήδη προ πολλού καταχωρηθείσας αγωγής για αποζημιώσεις.  Υπήρχε διαρκής υποχρέωση της διοίκησης για επανεξέταση. Αν η καθυστέρηση αντανακλούσε στην ορθότητα της νέας απόφασης ήταν θέμα συγκεκριμένου συσχετισμού της προς τα στοιχεία στα οποία αυτή βασίσθηκε, αλλά δεν υπάρχει εισήγηση για κάτι τέτοιο, ούτε μπορούσε πλέον βέβαια μετά από τόσα χρόνια, και αν ακόμα η επανεξέταση ήταν ευνοϊκή για την Εφεσείουσα, να προέκυπτε παρά μόνο θέμα αποζημιώσεων. Εξ άλλου, η θεραπεία που ζητούσε η Εφεσείουσα συναρτάτο προς την απόρριψη του αρχικού αιτήματος της ως αποτέλεσμα της επανεξέτασης, την ανάγκη για διεξαγωγή της οποίας και προϋπέθετε.

Η άλλη πτυχή της έφεσης αφορά την ουσιαστική κατάληξη της εφεσιβαλλόμενης απόφασης. Το παράπονο είναι ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση αφού και πάλι δεν έγινε δέουσα έρευνα ως προς τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς παρά μόνο μια πρόχειρη επανεξέταση επί χάρτου. Τέτοια έρευνα όμως, συνεχίζει να λέγει η Εφεσείουσα, εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε [*693]και να γίνει αφού παρήλθαν δέκα χρόνια από τον κρίσιμο χρόνο, ώστε να ώφειλε η διοίκηση να λάβει υπ’ όψη της και το σύγχρονο φιλελευθεροποιημένο καθεστώς εισαγωγών. Ακόμα, η Εφεσείουσα εισηγείται ότι είναι πεπλανημένα τα στοιχεία στα οποία βασίσθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Όλες οι εισηγήσεις της Εφεσείουσας είναι χωρίς έρεισμα και δεν απέχουμε από την απόφαση του αδελφού μας Δικαστή η οποία μας βρίσκει σύμφωνους. Κατά πρώτον, επανεξέταση μόνο με βάση τα δεδομένα του 1992 μπορούσε νόμιμα να γίνει. Πέραν τούτου, η ακυρωτική απόφαση επέβαλλε όντως υποχρέωση διεξαγωγής δέουσας έρευνας. Αυτό όμως δεν αναφέρετο σε έρευνα αυτή καθ΄αυτή της αγοράς, οι ανάγκες της οποίας είχαν διαπιστωθεί και ήσαν δεδομένες, αλλά στο ατεκμηρίωτο της πρώτης απόφασης ότι οι ανάγκες αυτές ικανοποιούντο από τα ήδη υπάρχοντα αποθέματα εν όψει ιδιαίτερα των διαφορετικών απόψεων που είχαν εκφρασθεί από λειτουργούς του Υπουργείου. Συμπλέκετο ευθέως στην ακυρωτική απόφαση η διαπίστωση μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας σε αυτή τη βάση με τη διαπίστωση του ανεπαρκούς της αιτιολογίας της απόφασης. Με την απόφαση που ακολούθησε την επανεξέταση η διοίκηση έλαβε πλέον σαφή θέση επί των ενώπιον της στοιχείων, η βάση των οποίων ήταν ότι οι δεδομένες ετήσιες ανάγκες, που ανήρχοντο σε 320 τόνους, εκαλύπτοντο από τις ήδη δοθείσες άδειες εισαγωγής το 1991-1992 στις ΗΚΕ και που αφορούσαν συνολικά 676 τόνους πυρηνελαίου που είχαν, όπως ανεφέρθη ανωτέρω, ουσιαστικά προνομιακό καθεστώς μέσω της ΣΕΚΕΠ. Εξήγησε μάλιστα το Υπουργείο στην απόφασή του ότι, δεδομένων των ήδη δοθεισών αδειών εισαγωγής στις ΗΚΕ, που και αυτές είχαν δοθεί μόνο και μόνο διότι το εργοστάσιο τους, που είχε αποκλειστικότητα της τοπικής παραγωγής πυρηνελαίου, δεν λειτουργούσε προσωρινά, η χορήγηση άλλης άδειας στην Εφεσείουσα, ή και σε οποιονδήποτε άλλο, θα δημιουργούσε πρόβλημα στη διάθεση του παρθένου ελαιολάδου εσοδείας 1992-1993, το οποίο το πυρηνέλαιο θα μπορούσε να υποκαταστήσει, και μάλιστα αν η άδεια αυτή εδίδετο προκαταβολικά, όπως ζητούσε η Εφεσείουσα, για πυρηνέλαιο που θα εισήγετο μετά από έξι μήνες. Επισημαίνοντας περαιτέρω το ότι, και ελεύθερη να ήταν η εισαγωγή πυρηνελαίου, οι άδειες που θα εδίδοντο δεν μπορούσαν να εδίδοντο παρά μόνο αφού αποτείνοντο όλοι οι ενδιαφερόμενοι.  Και η έρευνα και η αιτιολογία ήσαν πλήρεις.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο