Kυπριακή Δημοκρατία ν. Xρίστου Iωσηφίδη (2006) 3 ΑΑΔ 702

(2006) 3 ΑΑΔ 702

[*702]16 Νοεμβρίου, 2006

[AΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,

v.

ΧΡΙΣΤΟΥ ΙΩΣΗΦΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3789)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Αποκατάσταση προαχθέντος, του οποίου η προαγωγή ακυρώθηκε, βάσει του Άρθρου 45 του Νόμου 1/90 ― Δεν τυγχάνει εφαρμογής σε περιπτώσεις ακύρωσης διορισμού ― Απαραίτητη επίσης προϋπόθεση η πλήρωση των προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης.

Η εφεσείουσα Δημοκρατία επεδίωξε ανατροπή του ακυρωτικού αποτελέσματος της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, σύμφωνα με την οποία η απόφαση της ΕΔΥ να απορρίψει αίτημα για αποκατάσταση του εφεσίβλητου, είχε ακυρωθεί.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεχτή την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Προβάλλεται ουσιαστικά ένας λόγος έφεσης. Ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε το Άρθρο 45 του Νόμου 1/90 και ότι η αυθεντία Καραγιώργης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1669, δεν τυγχάνει εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας. Ο λόγος αυτός της έφεσης ευσταθεί.  Από την απλή ανάγνωση του Αρθρου 45 προκύπτει αβίαστα, ότι αυτό αναφέρεται σε προαγωγή δημοσίου υπαλλήλου.  Αυτό εξ άλλου παραδέχεται και η επίδικη πρωτόδικη απόφαση.  Το εδάφιο 2 του άρθρου είναι καθοριστικό, γιατί η εξουσία που παρέχει στην ΕΔΥ το εδάφιο 1 ασκείται μόνο όταν πεισθεί ότι επηρεάστηκε η σταδιοδρομία του υπαλλήλου ενόψει της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας του υπαλ[*703]λήλου και του αριθμού των κενών θέσεων οι οποίες πληρώθηκαν μεταξύ της απόφασης (της προαγωγής) και της ακύρωσης. Οι προϋποθέσεις αυτές που θέτει το εδάφιο 2 για την εφαρμογή του εδαφίου 1, συνάδουν μόνο με τις προαγωγές και όχι με τους διορισμούς. Ο εφεσίβλητος διεκδίκησε την επίδικη θέση ως πρώτο διορισμό. Αλλά και πέραν τούτου η απόφαση της ΕΔΥ κατά την επανεξέταση, ανέφερε ότι ο εφεσίβλητος δεν κατείχε τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας προσόντα. Έτσι, με βάση το εδάφιο 2 του Αρθρου 45, δεν ήταν δυνατός τέτοιος διορισμός.

2.  Η Ολομέλεια έχει κληθεί από τον εφεσίβλητο να προβεί σε διεύρυνση της εμβέλειας των προνοιών του Άρθρου 45, ούτως ώστε να περιλαμβάνει και πρώτο διορισμό. Με καμιά από τις γνωστές μεθόδους ερμηνείας νομοθετικών διατάξεων δεν είναι δυνατή η διεύρυνση των προνοιών του Άρθρου 45. Διότι μια τέτοια διεύρυνση θα είχε ως αποτέλεσμα την πρόσθεση λέξεων στο κείμενο της νομοθετικής διάταξης, πράγμα που απαγορεύεται από τη νομολογία.  Για να καταλήξει δηλαδή η Ολομέλεια, ότι η εισήγηση του εφεσίβλητου είναι ορθή, θα πρέπει απαραίτητα να επέμβει στο κείμενο, που δεν είναι έργο του ερμηνευτή του δικαίου. Εξάλλου τυχόν εφαρμογή της εισήγησης του εφεσίβλητου θα σήμαινε είτε κατάργηση του εδαφίου 2 ή δραστική τροποποίηση του που σαφώς εκφεύγει κάθε ερμηνευτικού κανόνα.

     Η υπόθεση Καραγιώργη, (πιο πάνω), καμιά σχέση δεν έχει με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.  Πρώτιστα σ’ αυτή δεν ετίθετο καν θέμα εφαρμογής του Αρθρου 45 του Ν. 1/90, γιατί αφορούσε εκπαιδευτικό που υπάγεται στους περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμους.  Στην υπόθεση αυτή, κατά δεύτερο λόγο, δεν ετίθετο θέμα αποκατάστασης σταδιοδρομίας υπαλλήλου έστω και κατά αναλογία των προνοιών του Αρθρου 45, αλλά κατοχύρωσης της αρχαιότητας του ενδιαφερόμενου μέρους. Στην υπό έφεση όμως υπόθεση χωρούν μόνο οι πρόνοιες του Αρθρου 45 του Ν. 1/90 που δεν επιδέχονται καμιάς αμφισβήτησης.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Σύνδεσμος Πολεοδόμων Κύπρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 248/96 κ.ά., ημερ. 31.1.2001,

Ιωσηφίδης κ.ά. ν. Ανδρέα Δαβερώνα κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147,

[*704]Καραγιώργης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1669,

Κυπριανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 8,

Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 658.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 857/2002), ημερ. 5/3/2004.

Ν. Κλεάνθους για Ρ. Χαραλάμπους, για την Εφεσείουσα.

O Εφεσίβλητος παρουσιάζεται προσωπικά.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση της η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) διόρισε αναδρομικά τον εφεσίβλητο στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας.

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης της ΕΔΥ καταχωρήθηκαν οι προσφυγές με αριθμούς 348/1996 και 349/1996 εκ μέρους συνυποψηφίων του για την θέση, των Ανδρέα Δαβερώνα και Γεώργιου Κασάπη. Το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό τη μονομελή του σύνθεση, αποδέχθηκε τις προσφυγές και ακύρωσε τον διορισμό του εφεσίβλητου. (Βλέπε: 1. Σύνδεσμος Πολεοδόμων Κύπρου, 2. Ανδρέας Δαβερώνας κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγές Αρ. 248/1996, 349/1996 και 365/1996, ημερ. 31.1.2001). Ο διορισμός του εφεσίβλητου ακυρώθηκε για τον πιο κάτω λόγο που αναφέρεται στην απόφαση:-

«Ωστόσο η ΕΔΥ, ενεργώντας υπό καθεστώς πραγματικής και νομικής πλάνης προχώρησε στο διορισμό του ενδιαφερόμενου προσώπου στην επίδικη θέση μολονότι σαφώς διατηρούσε την άποψη ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν κατείχε τα προαπαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προσόντα.  Προδήλως η ΕΔΥ θεώρησε ότι είχε δέσμια υποχρέωση να ακολουθήσει τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ενώ ταυτόχρονα φαίνεται πως παρερμήνευσε το λόγο (ratio decidendi) της Δημοκρατία ν. Ιωσηφίδη (ανωτέρω) και τα εξ αυτής έννομα αποτελέσματα.»

[*705]Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο εφεσίβλητος καταχώρησε την Αναθεωρητική Έφεση 3190 η οποία συνεκδικάσθηκε με την Αναθεωρητική Έφεση 3194 που καταχώρησε η Δημοκρατία εναντίον της ίδιας πιο πάνω απόφασης. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου με απόφαση της στις 12.3.2002 (με πλειοψηφία) απέρριψε και τις δύο αναθεωρητικές εφέσεις και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. (Βλέπε: Χρ. Ιωσηφίδης κ.ά. ν. Ανδρέα Δαβερώνα κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147).

Η ΕΔΥ, σε συνεδρία της, στις 4.6.2002, υπό το φως του περιεχομένου της πιο πάνω απόφασης της Ολομέλειας, προέβη σε επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας και αποφάσισε ότι ο εφεσίβλητος δεν κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης και έτσι τον απέκλεισε από τη διεκδίκηση της θέσης. Η κατάληξη της ΕΔΥ, όπως φαίνεται στα πρακτικά της συνεδρίας της 4.6.2002, έχει ως εξής:-

«Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι ο ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ Χρίστος δεν κατέχει πανεπιστημιακό ή μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στην Πολεοδομία και Χωροταξία, ούτε ήταν Μέλος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, του Βασιλικού Ινστιτούτου Πολεοδομίας του Ηνωμένου Βασιλείου ή άλλου Επαγγελματικού Ιδρύματος αναγνωρισμένου ως ισότιμου και, ως εκ τούτου, κρίνεται ως μη προσοντούχος.»

Όταν περιήλθε σε γνώση του το αποτέλεσμα της επανεξέτασης ο εφεσίβλητος απέστειλε στην ΕΔΥ την ακόλουθη επιστολή:-

«Έχει περιέλθει σε γνώση μου η επιστολή του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως με ημερομηνία 17 Ιουνίου 2002 προς το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών σχετικά με το αποτέλεσμα της επανεξέτασης της πλήρωσης θέσης Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας από την Ε.Δ.Υ., μετά την ως άνω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Μέσα στα πλαίσια του χειρισμού του θέματος της εργοδότησής μου και, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου, επικαλούμαι το άρθρο 45 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 και της επέκτασης των προνοιών του ως άνω άρθρου στις περιπτώσεις πρώτου διορισμού για την αποκατάσταση δημοσίου υπαλλήλου, όπως αυτή καθιερώθηκε από τη νομολογία και ιδιαίτερα από την απόφαση της Ολομέλειας στις προσφυγές 616/88 και 623/88, η οποία εκδόθηκε στις 15 Μαΐου 1990, όπου αποφασίστηκε ότι «Η αρχή του Διοικητικού Δικαίου είναι ότι μετά την ακύρωση ενός [*706]διορισμού ή μιας προαγωγής υπαλλήλου, η διοίκηση έχει καθήκον να αποκαταστήσει τη σταδιοδρομία, όπως αυτή θα εξελισσόταν αν δε μεσολαβούσε η ακυρωτική απόφαση χωρίς δική του υπαιτιότητα

Η ΕΔΥ συνήλθε σε συνεδρία στις 9.7.2002 και επελήφθη του αιτήματος του αιτητή για αποκατάσταση με βάση το άρθρο 45 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/1990) και αποφάσισε την απόρριψη του με το εξής αιτιολογικό:-

«Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού έλαβε υπόψη ότι το άρθρο 45 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2001 εφαρμόζεται μόνο για περίπτωση προαγωγών, κρίνει ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό εξέταση περίπτωση που αφορά διορισμό του Ιωσηφίδη Χρίστου στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας, Τμήμα Πολεοδομίας και Οίκησης, και, ως εκ τούτου, δεν αποδέχεται το αίτημα του ΙΩΣΗΦΙΔΗ Χρίστου για αποκατάσταση.»

Ο εφεσίβλητος καταχώρησε την προσφυγή αρ. 857/2002 εναντίον της πιο πάνω απόφασης της ΕΔΥ. Το Ανώτατο Δικαστήριο με μονομελή σύνθεση (πρωτόδικη διαδικασία) βασιζόμενο στην απόφαση της Ολομέλειας Καραγιώργης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1669 και αφού παραθέτει μεγάλο απόσπασμα από τη σελίδα 1684 καταλήγει ως εξής αποδεχόμενο την προσφυγή του εφεσίβλητου:-

«Αισθάνομαι δεσμευμένος από τα πιο πάνω. Συνεπώς και υποχρεωμένος να ακυρώσω την προσβαλλόμενη απόφαση. Είναι φυσικό το άρθρο 45 να αναφέρεται σε ακύρωση προαγωγής, αφού μόνο σε μια τέτοια περίπτωση επηρεάζεται η σταδιοδρομία υπαλλήλου του οποίου η προαγωγή ακυρώνεται. Όμως, όπως στην παρούσα περίπτωση, σε εξαιρετικές περιπτώσεις φαίνεται ότι η σταδιοδρομία υπαλλήλου μπορεί να επηρεαστεί δυσμενώς, χωρίς δική του υπαιτιότητα, όχι μόνο από ακύρωση προαγωγής, αλλά και από ακύρωση διορισμού του.

Μέσα στο πνεύμα του άρθρου 45, αλλά και ενόψει της σχετικής νομολογίας, η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται και η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.»

Η Δημοκρατία (εφεσείουσα) καταχώρησε την παρούσα έφεση. Προβάλλεται ουσιαστικά ένας λόγος έφεσης. Ότι λανθασμένα [*707]το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε το άρθρο 45 του Νόμου 1/90 και ότι η αυθεντία Καραγιώργης (πιο πάνω) δεν τυγχάνει εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας.

Ο λόγος αυτός της έφεσης ευσταθεί.

Το άρθρο 45 του Ν. 1/90 έχει ολόκληρο ως εξής:-

«45.-(1)  Σε περίπτωση κατά την οποία η προαγωγή ενός υπαλλήλου σε μία θέση ακυρώνεται ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, η Επιτροπή μπορεί, αν κατά την επανεξέταση δεν αποφασίσει την εκ νέου προαγωγή του στη θέση αυτή και εφόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις οι οποίες ορίζονται στο εδάφιο (2), να αποφασίσει την προαγωγή ή την υπεράριθμη προαγωγή του, ανάλογα με το αν υπάρχει ή όχι κενή θέση, σε θέση στην οποία κατά πάσα λογική πιθανότητα θα προαγόταν, αν δε γινόταν η προαγωγή του που ακυρώθηκε.

(2) Η δυνάμει του εδαφίου (1) εξουσία της Επιτροπής ασκείται μόνο όταν αυτή πεισθεί ότι, ενόψει της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας του υπαλλήλου και του αριθμού των κενών θέσεων οι οποίες πληρώθηκαν κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της απόφασής της και της ακύρωσης αυτής, επηρεάστηκε πράγματι η σταδιοδρομία του υπαλλήλου.

(3) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη διάταξη στο Νόμο αυτό, όταν αποφασίζεται η υπεράριθμη προαγωγή ενός υπαλλήλου σε μία θέση δυνάμει του εδαφίου (1), ο υπάλληλος υπηρετεί σ’ αυτή έχοντας όλα τα δικαιώματα και ωφελήματα της θέσης μέχρις ότου υπάρξει κενή θέση με τον ίδιο τίτλο, οπότε ο υπάλληλος την καταλαμβάνει με προαγωγή σ’ αυτή.»

(4) Όταν αποφασίζεται η προαγωγή ενός υπαλλήλου δυνάμει των εδαφίων (1) ή (3) η ισχύς της θα αρχίζει από την ημέρα από την οποία, κατά την κρίση της Επιτροπής, θα προαγόταν αν δεν αποφασιζόταν η προαγωγή του που ακυρώθηκε.»

Από την απλή ανάγνωση του άρθρου 45 προκύπτει αβίαστα ότι αυτό αναφέρεται σε προαγωγή δημοσίου υπαλλήλου. Αυτό εξ άλλου παραδέχεται και η επίδικη πρωτόδικη απόφαση. Το εδάφιο 2 του άρθρου είναι καθοριστικό, γιατί η εξουσία που παρέχει στην ΕΔΥ το εδάφιο 1 ασκείται μόνο όταν πεισθεί ότι επηρεάστηκε η σταδιοδρομία του υπαλλήλου ενόψει της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας του υπαλλήλου και του αριθμού των κενών [*708]θέσεων οι οποίες πληρώθηκαν μεταξύ της απόφασης (της προαγωγής) και της ακύρωσης. Οι προϋποθέσεις αυτές που θέτει το εδάφιο 2 για την εφαρμογή του εδαφίου 1 συνάδουν μόνο με τις προαγωγές και όχι με τους διορισμούς. Ο εφεσίβλητος διεκδίκησε την επίδικη θέση ως πρώτο διορισμό. Αλλά και πέραν τούτου η απόφαση της ΕΔΥ κατά των επανεξέταση (βλέπε απόσπασμα στη σελίδα 2) ανέφερε ότι ο εφεσίβλητος δεν κατείχε τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας προσόντα. Έτσι με βάση το εδάφιο 2 του άρθρου 45 δεν ήταν δυνατός τέτοιος διορισμός.

Έχουμε κληθεί από τον εφεσίβλητο να προβούμε σε διεύρυνση της εμβέλειας των προνοιών του άρθρου 45 ούτως ώστε να περιλαμβάνει και πρώτο διορισμό με βάση τη νομολογία που επικαλείται και το πρωτόδικο δικαστήριο, ήτοι την Καραγιώργης (πιο πάνω).

Έχουμε μελετήσει με την απαραίτητη προσοχή τις εισηγήσεις του εφεσίβλητου. Έχουμε καταλήξει ότι, με καμιά από τις γνωστές μεθόδους ερμηνείας νομοθετικών διατάξεων δεν είναι δυνατή η διεύρυνση των προνοιών του άρθρου 45. Διότι μια τέτοια διεύρυνση θα είχε ως αποτέλεσμα την πρόσθεση λέξεων στο κείμενο της νομοθετικής διάταξης, πράγμα που απαγορεύεται από τη νομολογία. Για να καταλήξουμε δηλαδή ότι η εισήγηση του εφεσίβλητου είναι ορθή θα πρέπει απαραίτητα να επέμβουμε στο κείμενο, που δεν είναι έργο του ερμηνευτή του δικαίου (Βλέπε: Κυπριανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 8). Εξάλλου τυχόν εφαρμογή της εισήγησης του εφεσίβλητου θα σήμαινε είτε κατάργηση του εδαφίου 2 ή δραστική τροποποίηση του που σαφώς εκφεύγει κάθε ερμηνευτικού κανόνα.

Η υπόθεση Καραγιώργης (πιο πάνω), με όλον το σεβασμό, καμιά σχέση δεν έχει με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.  Πρώτιστα σ’ αυτή δεν ετίθετο καν θέμα εφαρμογής του άρθρου 45 του Ν. 1/90 γιατί αφορούσε εκπαιδευτικό που υπάγεται στους περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμους. Στην υπόθεση αυτή, κατά δεύτερο λόγο, δεν ετίθετο θέμα αποκατάστασης σταδιοδρομίας υπαλλήλου έστω και κατά αναλογία των προνοιών του άρθρου 45, αλλά κατοχύρωσης της  αρχαιότητας του ενδιαφερόμενου μέρους. Το πρόβλημα προέκυψε κατά την εξέταση του θέματος της αρχαιότητας των υποψηφίων. Ακόμα η υπόθεση αυτή αφορά προαγωγή γιατί τόσο οι αιτητές όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος διεκδικούσαν τη θέση ως θέση προαγωγής, αφού ήταν όλοι στην υπηρεσία κατά τον επίδικο χρόνο. Η Ολομέλεια στην υπόθεση Καραγιώργης αποφάσισε ότι ορθά η Επιτροπή Εκπαιδευτικής [*709]Υπηρεσίας απεφάνθη ότι το άρθρο 37 του Νόμου «δεν ασκεί επιρροή στην παρούσα υπόθεση και το προσβαλλόμενο σκεπτικό της απόφασης της Επιτροπής». Η απόφαση της Επιτροπής ήταν ότι «θεωρεί ότι δεν είναι σωστό και δίκαιο ο κ. Παπαδόπουλος να τεθεί σε μειονεκτική θέση στο θέμα της αρχαιότητας έναντι των άλλων δύο υποψηφίων που στο διάστημα μέχρι την ακύρωση της προαγωγής του στη θέση Γενικού Επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαίδευσης (ή στη θέση του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης) κατέλαβαν θέσεις που είναι ανώτερες από εκείνη στην οποία επέστρεψε ο κ. Παπαδόπουλος ως αποτέλεσμα της ακυρώσεως των προαγωγών του και τις οποίες ο κ. Παπαδόπουλος στερήθηκε της ευκαιρίας να διεκδικήσει χωρίς δική του υπαιτιότητα.» 

Στην υπό έφεση όμως υπόθεση χωρούν μόνο οι πρόνοιες του άρθρου 45 του Ν. 1/90 που δεν επιδέχονται καμιάς αμφισβήτησης. (Βλέπε επίσης: Βραχίμης Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 658).

Έχουμε καταλήξει ότι ο πρώτος λόγος έφεσης ευσταθεί.  Ενόψει τούτου δεν θα εξετάσουμε τον δεύτερο λόγο που προβάλλει η εφεσείουσα Δημοκρατία.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο