Φιλίππου Mιχάλης ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (2006) 3 ΑΑΔ 729

(2006) 3 ΑΑΔ 729

[*729]1 Δεκεμβρίου, 2006

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,

ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΜΙΧΑΛΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3810)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία ― Εύλογα μπορούσε να εξαχθεί γνώση του εφεσείοντα για την έκδοση της απόφασης που προσβλήθηκε εκπρόθεσμα ― Περιστάσεις.

Ο εφεσείων επεδίωξε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προσφυγή του είχε απορριφθεί ως εκπρόθεσμη.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Δεν διαπιστώνεται σφάλμα στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή, ο οποίος προσέγγισε το θέμα πραγματιστικά και με κοινή λογική. Τόσο η επιστολή της συντεχνίας, όσο και η ακόλουθη σχετική πληροφόρηση της από την ΑΗΚ ως προς τα της συνεδρίας της 21.5.2002, που δεν αμφισβητείται από τον Εφεσείοντα, καθιστούν τόσο την επιστολή όσο και την πληροφόρηση της συντεχνίας στοιχεία από τα οποία, σαν θέμα κοινής λογικής, μπορεί να εξαχθεί γνώση του Εφεσείοντα, ως άμεσα ενδιαφερόμενου μέσω της συντεχνίας, του συνόλου των αποφασισθέντων στις 19.3.2002 και βεβαιωθέντων στις 21.5.2002. Πέραν τούτου όμως, η ακολουθήσασα επιστολή των δικηγόρων του Εφεσείοντα, με ρητή αναφορά στο ότι η ΑΗΚ αποφάσισε να επαναπροκηρύξει τη θέση στις 30.3.2002, την οποία και ο Εφεσείων διεκδίκησε στα πλαίσια της επαναπροκήρυξης, αποκάλυπτε γνώση του της συνεδρίας της 19.3.2002 και καθιστούσε, έστω και αν όντως η απόφαση της ΑΗΚ είχε δύο σκέλη (επαναπροκήρυξη και Άρθρο 45), εξωπραγματική και αντίθετη με την κοινή λογική οποιαδήποτε διαπίστωση γνώσης εκ μέρους του Εφεσείοντα [*730]του σκέλους της απόφασης που αφορούσε την επαναπροκήρυξη, όπως ο ίδιος δέχεται, και άγνοια του σκέλους της απόφασης που αφορούσε το Άρθρο 45, όπως διατείνεται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Γιαννάκη ν. ΑΗΚ, Υπόθ. Αρ. 170/2000, ημερ. 21.9.2001.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 836/2002), ημερ. 21/4/2004.

Θ. Κορφιώτης, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Στιβαρού, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Προαγωγή του Εφεσείοντα στη θέση Ανώτερου Τεχνίτη/Βοηθού Επιστάτη της ΑΗΚ που είχε γίνει στις 21.12.1999 ακυρώθηκε σε προσφυγή άλλου υπαλλήλου στις 21.9.2001 (Γιαννάκη ν. ΑΗΚ, Yπόθ. Aρ. 170/2000, ημερ. 21.9.2001), στη βάση της έλλειψης αιτιολογίας της κρίσης της ΑΗΚ ότι ο Αιτητής (που είχε κριθεί ως ο μόνος προσοντούχος υποψήφιος) κατείχε το απαραίτητο προσόν της συνολικής υπηρεσίας για τη θέση. Κατά την επανεξέταση στις 19.5.2002 η ΑΗΚ διαπίστωσε ότι όντως ο Εφεσείων δεν πληρούσε το εν λόγω προσόν και, εφ’ όσον ουδείς κατά τον κρίσιμο χρόνο προσοντούχος υποψήφιος υπήρχε πλέον, αποφάσισε όπως η διαδικασία τερματισθεί και η θέση επαναπροκηρυχθεί. Ετέθη και θέμα προαγωγής του Εφεσείοντα ως υπεράριθμου δυνάμει του άρθρου 45 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, η σκέψη αυτή όμως απερρίφθη καθ’ όσον, σύμφωνα και με την άποψη του νομικού συμβούλου της ΑΗΚ, υπεράριθμη προαγωγή του Εφεσείοντα, δεδομένου ότι αυτός δεν ήταν προσοσντούχος κατά τον κρίσιμο χρόνο, θα συνιστούσε ουσιαστικά απαράδεκτη τροποποίηση του σχεδίου υπηρεσίας.

Για την απόφαση αυτή διαμαρτυρήθηκε η Συντεχνία του Εφεσείοντα. Απευθυνόμενη προς την ΑΗΚ με επιστολή της ημερομη[*731]νίας 5.4.2002, αναφέρθηκε στην εν λόγω συνεδρία της ΑΗΚ και διατύπωσε τις απόψεις της, συνιστάμενες στο ότι ο Εφεσείων θα μπορούσε να είχε προαχθεί με αναδρομική παράταση της ημερομηνίας λήξης της προκήρυξης και έτσι επέκταση του κρίσιμου χρόνου καθορισμού των προσόντων, ή ως υπεράριθμος σε θέση στην οποία κατά πάσα λογική πιθανότητα θα προαγόταν αν δεν είχε γίνει η προαγωγή του που ακυρώθηκε, καταλήγοντας ότι η απόφαση για επαναπροκήρυξη αδικούσε έτσι τον Εφεσείοντα. Καλούσε λοιπόν την ΑΗΚ να προάξει τον Εφεσείοντα ως υπεράριθμο και να ανακαλέσει την επαναπροκήρυξη. Η ΑΗΚ, επιλαμβανόμενη του θέματος σε συνεδρία της ημερομηνίας 21.5.2002, αποφάσισε να πληροφορήσει τη συντεχνία ότι θεωρεί ορθή την προηγούμενη απόφασή της.

Κατόπιν τούτου, απευθύνθησαν προς την ΑΗΚ και οι δικηγόροι του Εφεσείοντα με επιστολή ημερομηνίας 3.6.2002, ζητώντας αναδρομική υπεράριθμη προαγωγή του. Ο Διευθυντής Προσωπικού της ΑΗΚ, με επιστολή του ημερομηνίας 1.7.2002, απάντησε, αναφερόμενος στις αποφάσεις που είχε λάβει η ΑΗΚ στις 19.3.2002 και 21.5.2002. Ο Εφεσείων καταχώρησε τότε την προσφυγή του στις 12.9.2002, προσβάλλοντας την άρνηση ή παράλειψη της ΑΗΚ να τον αποκαταστήσει, όπως αυτή κοινοποιήθηκε στους δικηγόρους του με την επιστολή της 1.7.2002.

Η ΑΗΚ ήγειρε εξ αρχής προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη. Παραπέμποντας στο ότι η θέση της ΑΗΚ καθορίστηκε με την απόφασή της ημερομηνίας 19.3.2002, που επανελήφθη και στις 21.5.2002, εισηγήθηκε ότι εν πάση περιπτώσει όταν οι δικηγόροι του Εφεσείοντα απέστειλαν την επιστολή ημερομηνίας 3.6.2002 ο Εφεσείων γνώριζε την απόφαση της ΑΗΚ, ώστε η προσφυγή, καταχωρηθείσα στις 12.9.2002, να προέκυπτε εκπρόθεσμη. Η θέση του Εφεσείοντα ήταν ότι, και αν ακόμα αυτός γνώριζε για την απόφαση της ΑΗΚ να επαναπροκηρύξει τη θέση, δεν γνώριζε για την άλλη απόφασή της, που επίσης ελήφθη στις 19.3.2002, να μην τον προάξει ως υπεράριθμο, παρά μόνο όταν ελήφθη η απάντηση της ΑΗΚ προς τους δικηγόρους του ημερομηνίας 1.7.2002.

Ο αδελφός μας Δικαστής ο οποίος επελήφθη της προσφυγής, θεωρώντας ότι η απόφαση της ΑΗΚ ημερομηνίας 19.3.2002 συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη της οποίας ότι ακολούθησε με την απάντηση προς τη συντεχνία και την απάντηση προς τους δικηγόρους του Εφεσείοντα ήταν απλώς επανάληψη και βεβαίωση, έκρινε ότι ο Εφεσείων είχε γνώση της απόφασης της ΑΗΚ στην ολότητά της όταν οι δικηγόροι του απέστειλαν προς την ΑΗΚ την επιστολή της 1.7.2002, [*732]απορρίπτοντας τη θέση του Εφεσείοντα για διαχωρισμό της απόφασης της ΑΗΚ σε δύο σκέλη και για γνώση του μόνο ως προς το σκέλος που αφορούσε την επαναπροκήρυξη.

Τη διαπίστωση αυτή προσβάλλει ο Εφεσείων παραπονούμενος ότι ο αδελφός μας Δικαστής, παρερμηνεύοντας τα πράγματα, κακώς κατέληξε ότι ο Εφεσείων είχε γνώση της απόφασης για μη προαγωγή του δυνάμει του άρθρου 45 πριν από την επιστολή των δικηγόρων του. Ο Εφεσείων δέχεται ότι η ΑΗΚ, τόσο στις 19.3.2002 όσο και στις 21.5.2002, αποφάσισε και τη μη υπεράριθμη προαγωγή του δυνάμει του άρθρου 45 και την επαναπροκήρυξη της θέσης, εισηγείται όμως ότι τα στοιχεία στα οποία βασίσθηκε ο αδελφός μας Δικαστής, και δη η επιστολή των δικηγόρων του, δεν αποκαλύπτουν γνώση του Εφεσείοντα του σκέλους της απόφασης που αφορούσε το άρθρο 45 και που είναι το μόνο που προσβάλλεται με την προσφυγή. Η εφεσιβαλλόμενη απόφαση, εισηγείται, συγχύζει και ταυτίζει τα δύο σκέλη της απόφασής της 19.3.2002, που είναι και η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση και όχι η επιστολή της 1.7.2002 όπως και πάλι λανθασμένα θεώρησε το Δικαστήριο, με αποτέλεσμα να διαπιστώσει και γνώση της απόφασης επί του άρθρου 45.

Ότι μπορεί να περιέχεται κάποια σύγχυση στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση, με αναφορά στο ότι εξετάσθηκε και θέμα η επιστολή της 1.7.2002 να ήταν βεβαιωτική της απόφασης της 19.3.2002, είναι γεγονός. Η όποια σύγχυση όμως οφείλετο στην ανεπάρκεια αναφοράς στο αιτητικό της προσφυγής ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εκείνη της 19.3.2002 και όχι η αναφερόμενη επιστολή της 1.7.2002. Εν πάση περιπτώσει όμως αυτό δεν επέδρασε στην ουσία της εφεσιβαλλόμενης απόφασης που ήταν ότι, με δεδομένο ότι η απόφαση της 19.3.2002 ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη, η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη ως προς αυτή. Η περαιτέρω αναφορά του Δικαστηρίου στο ότι η επιστολή της 1.7.2002 ήταν βεβαιωτική της απόφασης της 19.3.2002 αποσκοπούσε στο να διευκρινίσει ότι, και αν ακόμα η προσφυγή, εφ’ όσον αναφέρετο στην επιστολή της 1.7.2002, επεδίωκε να προσβάλει εκείνη, θα ήταν απορριπτέα αφού η επιστολή εκείνη απλώς βεβαίωνε τα της απόφασης της 19.3.2002.

Επί της ουσίας του πράγματος τώρα, δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην κατάληξη του αδελφού μας Δικαστή, ο οποίος προσέγγισε το θέμα πραγματιστικά και με κοινή λογική. Κατ’ αρχάς, δεν διαβάζουμε την εφεσιβαλλόμενη απόφαση ως περιοριζόμενη στα στοιχεία της επιστολής των δικηγόρων του Εφεσείοντα. Η αναφορά του Δικαστηρίου στην επιστολή της συντεχνίας ως ενδεχομένως σταλείσα χωρίς γνώση του Εφεσείοντα δεν ανάγεται σε τέτοια διαπίστωση παρά μό[*733]νο σε συλλογιστική προς την κατεύθυνση διερεύνησης του όλου θέματος με βάση και τα υπόλοιπα στοιχεία. Τόσο η επιστολή της συντεχνίας, όσο και η ακόλουθη σχετική πληροφόρηση της από την ΑΗΚ ως προς τα της συνεδρίας της 21.5.2002, που δεν αμφισβητείται από τον Εφεσείοντα, καθιστούν τόσο την επιστολή όσο και την πληροφόρηση της συντεχνίας στοιχεία από τα οποία, σαν θέμα κοινής λογικής, μπορεί να εξαχθεί γνώση του Εφεσείοντα, ως άμεσα ενδιαφερόμενου μέσω της συντεχνίας, του συνόλου των αποφασισθέντων στις 19.3.2002 και βεβαιωθέντων στις 21.5.2002. Πέραν τούτου όμως, η ακολουθήσασα επιστολή των δικηγόρων του Εφεσείοντα, με ρητή αναφορά στο ότι η ΑΗΚ αποφάσισε να επαναπροκυρήξει τη θέση στις 30.3.2002, την οποία και ο Εφεσείων διεκδίκησε στα πλαίσια της επαναπροκήρυξης, αποκάλυπτε γνώση του της συνεδρίας της 19.3.2002 και καθιστούσε, έστω και αν όντως η απόφαση της ΑΗΚ είχε δύο σκέλη (επαναπροκήρυξη και άρθρο 45), εξωπραγματική και αντίθετη με την κοινή λογική οποιαδήποτε διαπίστωση γνώσης εκ μέρους του Εφεσείοντα του σκέλους της απόφασης που αφορούσε την επαναπροκήρυξη, όπως ο ίδιος δέχεται, και άγνοια του σκέλους της απόφασης που αφορούσε το άρθρο 45, όπως διατείνεται. Αυτό ήταν και το νόημα της αναφοράς του Δικαστηρίου στο λανθασμένο του διαχωρισμού των αποφασισθέντων στη συνεδρία της 19.3.2002 σε δύο σκέλη ή δύο αποφάσεις, δηλαδή ως προς τη σημασία τους για το θέμα της γνώσης και όχι ως προς το ότι τα αποφασισθέντα όντως είχαν αυτές τις δύο πτυχές.

Ο αδελφός μας Δικαστής δεν υπεισήλθε βεβαίως στην ουσία της προσφυγής, ούτε θα υπεισέλθουμε και εμείς. Θα παρατηρούσαμε όμως, εφ’ όσον το θέμα συνεπλάκη με τα αφορώντα την έφεση κατά την ακρόαση, ότι το βασικό έρεισμα του Εφεσείοντα για υπεράριθμη προαγωγή δυνάμει του άρθρου 45, βασιζόμενο στη θέση ότι ο Εφεσείων κατά πάσα λογική πιθανότητα θα προήγετο σε θέση προκύπτουσα μετά από τη συμπλήρωση της απαιτούμενης υπηρεσίας, προσκρούει τόσο στην πραγματικότητα της μη προαγωγής του Εφεσείοντα στις πρώτες επόμενες της ακύρωσης του διορισμού του προκύψασες θέσεις όσο και στην παραγνώριση της διεκδίκησης οποιασδήποτε τέτοιας θέσης και από άλλους προσοντούχους υποψήφιους.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο