Nεοφύτου Xάρης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 8

(2007) 3 ΑΑΔ 8

[*8]15 Ιανουαρίου, 2007

[AΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΧΑΡΗΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3852)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Οχταετής μεταπτυχιακή πείρα ― Εύλογη η απόφαση ότι κατείχε το προσόν το Ε/Μ ― Διεξήχθη η δέουσα έρευνα.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Ισχυρισμός για οξεία έχθρα και μεροληπτική στάση του Διευθυντή προς τον αιτητή ― Απαιτείται αυστηρή απόδειξη τέτοιου ισχυρισμού ― Το βάρος απόδειξης το έχει ο αιτητής ― Υπό τις περιστάσεις δεν στοιχειοθετήθηκε τέτοια προκατάληψη.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προφορικές συνεντεύξεις ― Αιτιολογία της αξιολόγησης σε αυτές ― Η καταγραφή των αρνητικών δεδομένων κατά τη συνέντευξη, παρέχει επαρκή αιτιολόγηση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Τελική απόφαση της ΕΔΥ ― Αιτιολογία ― Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, όπως αναλύονται στην απόφαση, η απόφαση της ΕΔΥ, αιτιολογημένη.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακυρώσεως πρέπει να προβάλλονται και να αιτιολογούνται στο δικόγραφο της προσφυγής ― Σε αντίθετη περίπτωση δεν εξετάζονται.

Ο εφεσείων επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, την ακύρωση του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους, στη θέση Λει[*9]τουργού στο Ανώτερο Ξενοδοχειακό Ινστιτούτο.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι το Ε/Μ κατείχε το απαιτούμενο προσόν της 8ετούς μεταπτυχιακής διοικητικής πείρας και ότι διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και την ΕΔΥ. 

    Μετά και από μελέτη του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου η Ολομέλεια κατέληξε και στα ίδια συμπεράσματα με πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Ε/Μ κατείχε το απαιτούμενο προσόν της 8ετούς μεταπτυχιακής πείρας και τόσο η Σ.Ε. όσο και η ΕΔΥ προτού καταλήξουν είχαν ενεργήσει ικανοποιητική έρευνα.

2. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη θέση του για μεροληπτική στάση του Διευθυντή του ΑΞΙΚ σε βάρος του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα σε έκταση. Παρατίθεται εκτενές απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση το οποίο και η Ολομέλεια υιοθετεί ως έχει.

«Υπήρξε επίσης ισχυρισμός για μεροληπτική στάση του Διευθυντή του Ανώτερου Ξενοδοχειακού Ινστιτούτου.  Είναι η θέση του δικηγόρου του αιτητή ότι η συμμετοχή του Διευθυντή στη συνεδρία της ΕΔΥ, κατά την οποία έγινε η προφορική εξέταση, παραβιάζει την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης.

    Σύμφωνα με τη νομολογία, η έλλειψη αμεροληψίας πρέπει να αποδεικνύεται με ικανοποιητική βεβαιότητα, είτε από τα γεγονότα που παρουσιάζονται στους διοικητικούς φακέλους ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων. (Βλ. Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437, 449). Ο διάδικος ο οποίος προβάλλει ότι υπάρχει μεροληψία ή προκατάληψη έχει το βάρος απόδειξης.

    Ο δικηγόρος του αιτητή πρόβαλε τον ισχυρισμό του αυτό χωρίς να τον αποδείξει. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα, ο αιτητής αξιολογήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την απόδοσή του στην ενώπιόν της προφορική εξέταση ως καλός. Κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ αξιολογήθηκε από το Διευθυντή επίσης ως καλός, το ίδιο και από την ΕΔΥ. Από αυτά δεν [*10]προκύπτει προκατάληψη. Ούτε από τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ του Ε/Μ προκύπτει προκατάληψη σε βάρος του αιτητή, αφού το Ε/Μ υπερείχε στην προφορική εξέταση τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και ενώπιον της ΕΔΥ.

    Το Άρθρο 42(2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) καθορίζει:-

«Δε μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβασή της.»

    Στην κρινόμενη περίπτωση δεν αποδείχθηκε οξεία έχθρα του Διευθυντή προς τον αιτητή ή ότι έχει συμφέρον για την έκβαση της διοικητικής πράξης, στην οποία πήρε μέρος.  Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί.»

3. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης τόσο από τη Σ.Ε. όσο και από την ΕΔΥ ήταν αιτιολογημένη.

    Ο λόγος αυτός προφανώς δεν ευσταθεί.  Τόσο η Σ.Ε. όσο και κύρια η ΕΔΥ παρέθεσε τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε για να σχηματίσει την κρίση για την απόδοση κάθε υποψηφίου.  Η αιτιολόγηση έγκειται στον προσδιορισμό των γεγονότων, των στοιχείων και παρατηρήσεων που δικαιολογούν τη συγκεκριμένη κρίση. Η νοητική λειτουργία των μελών του συλλογικού οργάνου αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο. Στην παρούσα υπόθεση η αιτιολογία προκύπτει από την καταγραφή, τόσο από την Σ.Ε. όσο και από την ΕΔΥ, των αρνητικών δεδομένων και παρατηρήσεων για τον εφεσείοντα. Έχει νομολογηθεί ότι η καταγραφή των αρνητικών δεδομένων κατά τη συνέντευξη παρέχει επαρκή αιτιολόγηση, σύμφωνα με το Αρθρο 34(10) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1/90.

4. Με τους λόγους έφεσης 5 και 6 που είναι συναφείς μεταξύ τους, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η επίδικη απόφαση περιείχε αιτιολογία και εσφαλμένα επίσης κατέληξε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε/Μ.

[*11]            Και οι δύο πιο πάνω λόγοι είναι ανεδαφικοί και πρέπει να απορριφθούν. Το Ε/Μ υπερείχε σε αξία αφού βαθμολογήθηκε πιο ψηλά από τον εφεσείοντα τόσο από τη Σ.Ε. όσο και από την ΕΔΥ, πράγμα σημαντικό για θέσεις πρώτου διορισμού, και είχε επίσης τη νόμιμη σύσταση του Διευθυντή. Από το διοικητικό φάκελο επίσης προκύπτει ότι το Ε/Μ υπερέχει ή τουλάχιστον δεν υστερεί του εφεσείοντα σε προσόντα, κατέχει δε το πλεονέκτημα όπως και ο εφεσείων.

    Ενόψει των πιο πάνω η απόφαση της ΕΔΥ ήταν αιτιολογημένη με επάρκεια, όπως αιτιολογημένη ήταν και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή όπως την έχει προδιαγράψει η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

5. Με τον έβδομο λόγο έφεσης ο εφεσείων διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τον ισχυρισμό του για μη τήρηση άρτιων πρακτικών των συνεδριάσεων της Σ.Ε. και της ΕΔΥ.

    Στο περίγραμμα του δικηγόρου του εφεσείοντα ο λόγος αυτός αναφέρεται σε μια μόνο παράγραφο την εξής:-

«Εν προκειμένω δεν καταγράφηκαν τα όσα δυσμενή σχόλια και απόψεις ανέφερε ο Διευθυντής για τον Εφεσείοντα-Αιτητή ενώπιον της Συμβουλευτικής και δεν καταγράφεται η συζήτηση και η εξέταση από τα υπόλοιπα μέρη της Συμβουλευτικής των όσων ανέφερε.»

    Ο εφεσείων δεν νομιμοποιείται να προβάλλει τον πιο πάνω λόγο έφεσης γιατί στην προσφυγή του δεν τον επικαλείται.  Σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962:-

«7. Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως».

    Η Ολομέλεια εξέτασε τους λόγους ακύρωσης στην προσφυγή και διαπίστωσε ότι τέτοιος λόγος ακύρωσης ούτε προβάλλεται ούτε αιτιολογείται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ευρυβιάδη ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 375/2002, ημερ. 1.3.2004,

[*12]Πούρου κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 374.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείoντα-αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 63/2003), ημερ. 5/7/2004.

Χρ. Χριστάκη με Στ. Αγγελίδου, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.

Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη-Καθ’ης η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων προσέβαλε τον διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους (Ε/Μ) Αλέξη Σαβεριάδη στη θέση Λειτουργού στο Ανώτερο Ξενοδοχειακό Ινστιτούτο. Η επίδικη θέση ήταν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.

Η συσταθείσα για την περίπτωση Συμβουλευτική Επιτροπή (Σ.Ε.), αφού εξέτασε τα προσόντα των υποψηφίων, διαπίστωσε ότι επτά υποψήφιοι κατείχαν κατ’ αρχήν τα προσόντα. Μεταξύ των επτά περιλαμβάνοντο τόσο ο εφεσείων όσο και το Ε/Μ. Η Σ.Ε. διαπίστωσε ότι το Ε/Μ κατείχε την απαιτούμενη πείρα του σχεδίου υπηρεσίας που καθορίστηκε σ’ αυτό στην οκταετία. Η Σ.Ε. προέβη σε προφορική εξέταση των υποψηφίων και αξιολόγησε την απόδοση του Ε/Μ ως πάρα πολύ καλή και του εφεσείοντα ως καλή. Ακολούθως η Σ.Ε. σύστησε τέσσερις υποψηφίους ως τους πλέον κατάλληλους. Σ’ αυτούς περιλαμβανόταν το Ε/Μ όχι όμως και ο εφεσείων.

Η ΕΔΥ εξέτασε και η ίδια την κατοχή των προσόντων από τους υποψηφίους και ειδικά αν το Ε/Μ πληρούσε την πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας για οκταετή διοικητική πείρα. Αφού μελέτησε τα στοιχεία που υπέβαλε το Ε/Μ στα οποία περιλαμβανόταν και πιστοποιητικό ξενοδοχείου της Αγγλίας στο οποίο υπηρέτησε έκρινε ότι ικανοποιούσε τη σχετική απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας.

Η ΕΔΥ αποφάσισε τελικά να καλέσει σε προφορική εξέταση τους τέσσερις υποψηφίους που πρότεινε η Σ.Ε. καθώς και τον [*13]εφεσείοντα τον οποίο συμπεριέλαβε η ίδια. Αξιολόγησε δε την απόδοση του μεν Ε/Μ ως πάρα πολύ καλή, του δε εφεσείοντα ως καλή. Την ίδια αξιολόγηση έκανε και ο Διευθυντής ο οποίος τελικά σύστησε το Ε/Μ ως το καταλληλότερο για την επίδικη θέση.

Η ΕΔΥ αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, έκρινε ότι το Ε/Μ υπερείχε των άλλων υποψηφίων και αποφάσισε ότι ήταν ο πιο κατάλληλος για διορισμό στην επίδικη θέση.  Αιτιολόγησε την απόφαση της αναφέροντας και τα πιο κάτω:-

«Επιλέγοντας τον Σαβεριάδη, η πλειοψηφία της Επιτροπής έλαβε υπόψη ότι αυτός αξιολογήθηκε σε ψηλότερο από τους λοιπούς υποψηφίους επίπεδο τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την πλειοψηφία της Επιτροπής κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση (Πάρα πολύ καλός και στις δύο περιπτώσεις), και δεν υστερεί σε προσόντα (αντιθέτως στην περίπτωση του Παπαδόπουλου υπερέχει), διαθέτει το πλεονέκτημα, όπως και οι υπόλοιποι υποψήφιοι πλην του Παπαδόπουλου, και, επιπλέον, έχει την υπέρ του σύσταση του Διευθυντή.»

Ο εφεσείων, εναντίον της απόφασης της ΕΔΥ πρόβαλε σωρεία λόγων ακυρότητας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε εκτενώς με κάθε ένα από τους προβληθέντες λόγους και τους απέρριψε με συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής του.

Καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση εκ μέρους του εφεσείοντα.  Προβάλλονται συνολικά επτά λόγοι έφεσης. Ένας όμως λόγος έφεσης, ο τρίτος, αποσύρθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι το Ε/Μ κατείχε το απαιτούμενο προσόν της 8ετούς μεταπτυχιακής διοικητικής πείρας και ότι διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και την ΕΔΥ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής στην απόφαση του:-

«Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφού ζητήθηκαν περαιτέρω στοιχεία, ερευνήθηκε η εργασία του Ε/Μ στο εν λόγω ξενοδοχείο.  Διαπιστώθηκε ότι, από την περίοδο των δεκαέξι μηνών που εργάστηκε σ’ αυτό, περίοδος οκτώ μηνών δε συνέπιπτε με τα μαθήματα παρακολούθησης για απόκτηση του μεταπτυχιακού διπλώματος. Κατέληξε η Συμβουλευτική Επιτροπή ότι η πείρα αυτή με την πείρα 88 μηνών που είχε από την εργασία [*14]του σε δύο κολέγια στην Κύπρο συμπλήρωναν την πείρα των οκτώ χρόνων που απαιτούσε το σχέδιο υπηρεσίας.

Η ΕΔΥ προέβη και η ίδια σε διερεύνηση της πείρας του Ε/Μ.  Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της σχετικής συνεδρίας της, ζήτησε από το Ε/Μ να υποβάλει στοιχεία σχετικά με την εργοδότηση του στο εν λόγω ξενοδοχείο. Αφού μελέτησε βεβαίωση του ξενοδοχείου αναφορικά με τα καθήκοντα που εκτελούσε και το ωράριο εργασίας, κατέληξε ότι πληρούσε το προσόν αυτό.

Διαπιστώνω ότι τόσο η έρευνα στην οποία προέβη η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και αυτή στην οποία προέβη η ΕΔΥ ήταν επαρκής. Δε χρειάζονταν περαιτέρω διευκρινίσεις από τη διεύθυνση του ξενοδοχείου, όπως ισχυρίστηκε ο δικηγόρος του αιτητή, αφού τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από το Ε/Μ ήταν ικανοποιητικά για τη διαπίστωση της κατοχής από το Ε/Μ της απαιτούμενης πείρας.»

Μετά και από δική μας μελέτη του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου καταλήξαμε και εμείς στα ίδια συμπεράσματα.  Το Ε/Μ κατείχε το απαιτούμενο προσόν της 8ετούς μεταπτυχιακής πείρας και τόσο η Σ.Ε. όσο και η ΕΔΥ προτού καταλήξουν είχαν ενεργήσει ικανοποιητική έρευνα.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη θέση του για μεροληπτική στάση του Διευθυντή του ΑΞΙΚ σε βάρος του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα σε έκταση. Παραθέτουμε εκτενές απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση το οποίο και υιοθετούμε χωρίς την ανάγκη παράθεσης δικού μας κειμένου:-

«Υπήρξε επίσης ισχυρισμός για μεροληπτική στάση του Διευθυντή του Ανώτερου Ξενοδοχειακού Ινστιτούτου. Είναι η θέση του δικηγόρου του αιτητή ότι η συμμετοχή του Διευθυντή στη συνεδρία της ΕΔΥ, κατά την οποία έγινε η προφορική εξέταση, παραβιάζει την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης.

Σύμφωνα με τη νομολογία, η έλλειψη αμεροληψίας πρέπει να αποδεικνύεται με ικανοποιητική βεβαιότητα, είτε από τα γεγονότα που παρουσιάζονται στους διοικητικούς φακέλους, ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων. (Βλ. Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437, 449). Ο διάδικος ο οποίος προβάλλει ότι υπάρχει μεροληψία ή προκατάληψη έχει το βάρος απόδειξης.

[*15]Ο δικηγόρος του αιτητή πρόβαλε τον ισχυρισμό του αυτό χωρίς να τον αποδείξει. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα, ο αιτητής αξιολογήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για την απόδοσή του στην ενώπιόν της προφορική εξέταση ως καλός. Κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ αξιολογήθηκε από το Διευθυντή επίσης ως καλός, το ίδιο και από την ΕΔΥ. Από αυτά δεν προκύπτει προκατάληψη. Ούτε από τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ του Ε/Μ προκύπτει προκατάληψη σε βάρος του αιτητή, αφού το Ε/Μ υπερείχε στην προφορική εξέταση τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και ενώπιον της ΕΔΥ.

Το Αρθρο 42(2) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) καθορίζει:-

«Δε μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβασή της.»

Στην κρινόμενη περίπτωση δεν αποδείχθηκε οξεία έχθρα του Διευθυντή προς τον αιτητή ή ότι έχει συμφέρον για την έκβαση της διοικητικής πράξης, στην οποία πήρε μέρος. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί.»

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αξιολόγηση της προφορικής συνέντευξης τόσο από τη Σ.Ε. όσο και από την ΕΔΥ ήταν αιτιολογημένη.

Ο λόγος αυτός προφανώς δεν ευσταθεί. Τόσο η Σ.Ε. όσο και κύρια η ΕΔΥ παρέθεσε τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε για να σχηματίσει την κρίση για την απόδοση κάθε υποψηφίου. Η αιτιολόγηση έγκειται στον προσδιορισμό των γεγονότων, των στοιχείων και παρατηρήσεων που δικαιολογούν τη συγκεκριμένη κρίση. Η νοητική λειτουργία των μελών του συλλογικού οργάνου αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο. Στην παρούσα υπόθεση η αιτιολογία προκύπτει από την καταγραφή, τόσο από την Σ.Ε. όσο και από την ΕΔΥ, των αρνητικών δεδομένων και παρατηρήσεων για τον εφεσείοντα. Έχει νομολογηθεί ότι η καταγραφή των αρνητικών δεδομένων κατά τη συνέντευξη παρέχει επαρκή αιτιολόγηση, σύμφωνα με το άρθρο 34(10) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1/90. (Βλέπε: Ευρυβιάδη ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 375/2002, ημερ. 1.3.2004 και Πούρου κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 374).

[*16]Με τους λόγους έφεσης 5 και 6 που είναι συναφείς μεταξύ τους προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η επίδικη απόφαση περιείχε αιτιολογία και εσφαλμένα επίσης κατέληξε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε/Μ.

Και οι δύο πιο πάνω λόγοι είναι ανεδαφικοί και πρέπει να απορριφθούν. Έχουμε ήδη παραθέσει στην αρχή της απόφασης μας αυτής μικρό απόσπασμα από την επίδικη απόφαση στην οποία φαίνεται, συνοπτικά μεν αλλά αρκούντως ικανοποιητικά η αιτιολογία της. Το Ε/Μ υπερείχε σε αξία αφού βαθμολογήθηκε πιο ψηλά από τον εφεσείοντα τόσο από τη Σ.Ε. όσο και από την ΕΔΥ, πράγμα σημαντικό για θέσεις πρώτου διορισμού, και είχε επίσης τη νόμιμη σύσταση του Διευθυντή. Από το διοικητικό φάκελο επίσης προκύπτει ότι το Ε/Μ υπερέχει ή τουλάχιστον δεν υστερεί του εφεσείοντα σε προσόντα κατέχει δε το πλεονέκτημα όπως και ο εφεσείων.

Ενόψει των πιο πάνω θεωρούμε ότι η απόφαση της ΕΔΥ ήταν αιτιολογημένη με επάρκεια όπως αιτιολογημένη ήταν και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή όπως την έχει προδιαγράψει η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Με τον έβδομο λόγο έφεσης ο εφεσείων διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τον ισχυρισμό του για μη τήρηση άρτιων πρακτικών των συνεδριάσεων της Σ.Ε. και της ΕΔΥ.

Στο περίγραμμα του δικηγόρου του εφεσείοντα ο λόγος αυτός αναφέρεται σε μια μόνο παράγραφο την εξής:-

«Εν προκειμένω δεν καταγράφηκαν τα όσα δυσμενή σχόλια και απόψεις ανέφερε ο Διευθυντής για τον Εφεσείοντα-Αιτητή ενώπιον της Συμβουλευτικής και δεν καταγράφεται η συζήτηση και η εξέταση από τα υπόλοιπα μέρη της Συμβουλευτικής των όσων ανέφερε.»

Ο εφεσείων δεν νομιμοποιείται να προβάλλει τον πιο πάνω λόγο έφεσης γιατί στην προσφυγή του δεν τον επικαλείται. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962:-

«7. Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων [*17]αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως».

Έχουμε εξετάσει τους λόγους ακύρωσης στην προσφυγή και διαπιστώσαμε ότι τέτοιος λόγος ακύρωσης ούτε προβάλλεται ούτε αιτιολογείται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο