Nαζίρης Pένος ν. Pαδιοφωνικού Iδρύματος Kύπρου (2007) 3 ΑΑΔ 38

(2007) 3 ΑΑΔ 38

[*38]12 Φεβρουαρίου, 2007

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

ΝΙΚΟΛΑ?ΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΡΕΝΟΣ ΝΑΖΙΡΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ’ ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 810/2004)

 

Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Επανεξέταση ― Νέα προσφυγή από αιτητή ο οποίος δεν είχε προσβάλει αρχικά την διοικητική απόφαση ― Εξέταση από την Πλήρη Ολομέλεια του ζητήματος κατά πόσο υποψήφιος που δεν προσέβαλε τη διοικητική απόφαση η οποία παρήχθη με την πρώτη εξέταση, διατηρεί τη δυνατότητα να θέσει ζητήματα σε σχέση με πλημμέλειες οι οποίες προηγούνταν των λόγων για τους οποίους ακυρώθηκε η πρώτη απόφαση ― Ούτε η επανάληψη ζητημάτων, ούτε η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως, επιτρέπεται ― Ζητήματα που τέθηκαν από τον αιτητή και ήδη καλύπτονταν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα της πρώτης ακυρωτικής απόφασης, δεν εξετάστηκαν.

Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Δεδικασμένο ως προς το ότι δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη οι εμπιστευτικές εκθέσεις που συντάχθηκαν μετά το 1990 ― Η νομολογία δεν επιτρέπει την εκτίμηση της αξίας με άλλο εναλλακτικό τρόπο ― Άκυρη η απόφαση, εφόσον το Διοικητικό Συμβούλιο προέβη σε μια τέτοια εκτίμηση της αξίας ― Η σύγκριση των υποψηφίων έπρεπε να είχε γίνει στη βάση του δεδομένου ότι και οι δύο ήταν ίσοι σε αξία.

Με την προσφυγή του ο αιτητής πρόσβαλε για πρώτη φορά την απόφαση του καθ’ ου η αίτηση να προάξει το ενδιαφερόμενο μέρος [*39]σε διαδικασία επανεξέτασης (δεύτερη επανεξέταση), προβάλλοντας διάφορους λόγους ακυρώσεως. Κρίθηκε αναγκαίο από την Πλήρη Ολομέλεια, όπως η υπόθεση εξεταστεί ενώπιόν της, προς απόφαση ειδικότερα του ζητήματος κατά πόσο υποψήφιος που δεν καταχώρισε προσφυγή κατά της διοικητικής απόφασης, διατηρεί τη δυνατότητα, όταν προσβάλει την απόφαση που εκδόθηκε σε διαδικασία επανεξέτασης, να θέσει ζητήματα προς εξέταση σε σχέση με πλημμέλειες οι οποίες προηγούνταν των λόγων για τους οποίους ακυρώθηκε η πρώτη απόφαση.

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με απόφαση πλειοψηφίας την οποία έδωσε ο Νικολάου Δικαστής, συμφωνούντων των Αρτέμη, Κωνσταντινίδη, Νικολαΐδη, Κρονίδη, Ηλιάδη, Κραμβή, Γαβριηλίδη, Παπαδοπούλου, Φωτίου, Νικολάτου, Δικαστών, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Η τρίτη απόφαση του ΡΙΚ προσβάλλεται, αυτή τη φορά, με την παρούσα προσφυγή του κ. Ναζίρη, ο οποίος δεν αμφισβήτησε με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο τη νομιμότητα των προηγούμενων δύο αποφάσεων του ΡΙΚ. Θέτει δε σε σχέση με την τρίτη διαδικασία και ζητήματα τα οποία προέκυπταν από την πρώτη. Εισηγείται ότι του επιτρέπεται τέτοια αναδρομή επειδή δεν  δεσμεύεται από δεδικασμένο το οποίο, όπως αποφασίστηκε στην Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, κάλυπτε μόνο υποψήφιο ο οποίος, με προηγούμενη προσφυγή, είτε είχε θέσει ζητήματα τα οποία αποφασίστηκαν είτε θα μπορούσε να τα είχε θέσει και δεν το έπραξε. Πιο άμεσα σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την Παπαδόπουλος (ανωτέρω), στις σελ. 612-613:

    

«Είναι η γνώμη μας πως ο πρωτόδικος δικαστής ορθά έκρινε πως δημιουργήθηκε δεδικασμένο από την προηγούμενη απόφαση σε υποθέσεις μεταξύ των ιδίων διαδίκων για το ίδιο ζήτημα. Και εννοούμε δεδικασμένο inter partes. Στην προσφ. αρ. 545/91 κρίθηκαν όλα τα επίδικα θέματα που έθεσε ο εφεσείων. Δεν είναι επιτρεπτό ο διάδικος να θέτει νέο θέμα, όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί.  Και στην προκείμενη περίπτωση όλα τα “νέα θέματα” θα μπορούσαν να προβληθούν στην προσφ. αρ. 545/91.»

     Αργότερα, στην Αρχή Λιμένων ν. Παπαδάκη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 140, απασχόλησε την Ολομέλεια το κατά πόσο υποψήφιος ο οποίος είχε επιλέξει να μην προσβάλει διοικητική απόφαση, την οποία όμως προσέβαλε άλλος υποψήφιος, δεσμεύεται και αυτός από κάποιου είδους δεδικασμένο από τη δικαστική [*40]απόφαση, όταν προσβάλει την τελευταία διοικητική απόφαση.  Θεωρήθηκε, πρωτόδικα, ότι με βάση την Παπαδόπουλος (ανωτέρω) δεν είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο για εκείνον. Η Ολομέλεια συμφώνησε, αναφέροντας τα εξής:

«Η ακυρωτική απόφαση παράγει απόλυτο erga omnes ουσιαστικό δεδικασμένο ως προς το αποτέλεσμά της. Εξ ου και οι αποφάσεις Μιλτιάδους και Χαραλάμπους (ανωτέρω), σύμφωνα με τις οποίες, ενόψει τούτου, άλλες προσφυγές κατά όμοιας ήδη ακυρωθείσας πράξης καθίστανται άνευ αντικειμένου. Ως προς τα κριθέντα ζητήματα, εκείνα δηλαδή που οδήγησαν ως διαπιστώσεις στο αποτέλεσμα, το δεδικασμένο είναι σχετικό, ανεξάρτητα από το αν η διοικητική απόφαση επικυρώθηκε ή ακυρώθηκε. Ουσιώδης δε προϋπόθεσή του είναι η ταυτότητα των διαδίκων. Ισχύει inter partes.»

     Η Ολομέλεια δεν φαίνεται να κατηύθυνε την προσοχή της και στην άλλη, παράλληλη, αρχή ότι η επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ’ όλης της ύλης, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος: βλ. Ιωσηφίδης κ.ά. ν. Δαβερώνα κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147 και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601. Η εν λόγω αρχή, στηριγμένη στη λογική, αποβλέπει αφενός στη λήξη, με την πρώτη ευκαιρία, της αμφισβήτησης διοικητικών αποφάσεων και αφετέρου, όπως και στην περίπτωση του δεδικασμένου, στο να αποφεύγεται η κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, με επιπτώσεις εύκολα προβλεπτές.

     Κρίθηκε αναγκαία η εξέταση της παρούσας προσφυγής από την Πλήρη Ολομέλεια, με ιδιαίτερη αναφορά στο «κατά πόσο υποψήφιος που δεν προσέβαλε τη διοικητική απόφαση η οποία παρήχθη με την πρώτη εξέταση διατηρεί τη δυνατότητα, όταν προσβάλει απόφαση η οποία λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης, να θέσει ζητήματα σε σχέση με πλημμέλειες οι οποίες προηγούνταν των λόγων για τους οποίους ακυρώθηκε η πρώτη απόφαση.»  Η Πλήρης Ολομέλεια έχει τη γνώμη ότι δεν επιτρέπεται η επανάληψη ούτε η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως. Ο έλεγχος διοικητικής απόφασης, εκδοθείσας κατόπιν επανεξέτασης, διενεργείται πάντοτε μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα.

     Ο αιτητής προβάλλει εν πρώτοις ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής ήταν αναιτιολόγητη και ως εκ τούτου  [*41]παράνομη, αφού  δεν καταγράφηκαν οι εντυπώσεις της Επιτροπής από την προσωπική συνέντευξη. Έπειτα ο αιτητής φαίνεται να παραπονείται για το ότι το Διοικητικό Συμβούλιο δεν ζήτησε νέα σύσταση. Και για τα δύο αυτά ζητήματα έχει ήδη αναφερθεί, ότι με το ακυρωτικό αποτέλεσμα της πρώτης δικαστικής απόφασης δεν παρέμεινε δυνατότητα εξέτασης τους. Το ίδιο ισχύει και για το ζήτημα της αξίας.  Ο αιτητής προβάλλει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο δεν προέβη σε δέουσα έρευνα και πλανήθηκε ως προς την αντίστοιχη αξία των υποψηφίων όταν εξήγαγε συμπεράσματα από τη φύση των καθηκόντων τους και τον τρόπο με τον οποίο τα εκτελούσαν, ενώ θα έπρεπε να στηριζόταν – ή κυρίως να στηριζόταν – στις υπηρεσιακές εκθέσεις.

     Καλύπτεται και αυτό το ζήτημα μερικώς από τα όσα προανεφέρθηκαν σε σχέση με το πλαίσιο επανεξέτασης, όπως αυτό περιορίστηκε ως αποτέλεσμα  της πρώτης δικαστικής απόφασης. Καθορίστηκε εκεί, χωρίς δυνατότητα επιστροφής, ότι δεν λαμβάνονταν υπόψη οι υπηρεσιακές εκθέσεις αξιολόγησης οι οποίες ετοιμάστηκαν μετά το 1990. Και δεν αναμενόταν οποιαδήποτε διερεύνηση σε σχέση με την αξία, γιατί στην προκείμενη περίπτωση η νομολογία δεν επέτρεπε την εκτίμηση της με άλλο εναλλακτικό τρόπο. Έχει επομένως δίκαιο ο αιτητής να παραπονείται για τον τρόπο με τον οποίο, κατά την τρίτη εξέταση, το Διοικητικό Συμβούλιο αντίκρισε και αποτίμησε την αντίστοιχη αξία, στην έκταση κατά την οποία προσδόθηκε αυξημένη αξία στον κ. Χατζήκυριακου.

2.  Ο αιτητής επίσης προβάλλει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο παρέλειψε γενικότερα  να  προβεί  σε  δέουσα  και επαρκή έρευνα και να αιτιολογήσει την προσβαλλόμενη απόφαση.  Αναφέρεται, ιδιαίτερα, στην αρχαιότητα του (2 χρόνια και 2 μήνες) και τη συνακόλουθη πείρα και, τέλος, παραπονείται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο έδωσε υπέρμετρη  βαρύτητα στα πρόσθετα προσόντα του κ. Χατζήκυριακου.

     Παρατηρείται ότι ένεκα της προηγηθείσας πορείας της υπόθεσης, ιδιαίτερα με το πλαίσιο το οποίο  τέθηκε από την πρώτη δικαστική απόφαση και με την εν συνεχεία εξουδετέρωση της  απόδοσης των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις, όταν η σύνθεση  του Διοικητικού Συμβουλίου άλλαξε, διαμορφώθηκε μια παράξενη κατάσταση. Τα στοιχεία κρίσης συρρικνώθηκαν με αποτέλεσμα η στάθμιση να έπρεπε να περιοριστεί, από τη μια μεριά στα υπέρτερα προσόντα του ενδιαφερομένου προσώπου, αποτιμούμενα με βάση τα όσα η Ολομέλεια εξήγησε στην Πούρος [*42]κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, και, από την άλλη μεριά στην αρχαιότητα του αιτητή. Είναι άγνωστο ποια θα ήταν η απόφαση, αν το Διοικητικό Συμβούλιο κατηύθυνε την προσοχή του σε μόνο αυτά τα δύο. Εν προκειμένω η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε με βάση και την αντίληψη ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερείχε του αιτητή σε αξία, ενώ, καθώς εξηγήθηκε, θα έπρεπε να είχε υποτεθεί η μεταξύ τους ισοδυναμία, ανεξάρτητα από τι μπορεί να δικαιολογούσε η μελέτη των φακέλων. Η Πλήρης Ολομέλεια καταλήγει κατά πλειοψηφία, ότι εξ αυτού του λόγου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να υποστηριχθεί.

     Ο Αρτεμίδης, Πρόεδρος, εξέδωσε δική του διϊστάμενη απόφαση μειοψηφίας, σύμφωνα με την οποία η προσφυγή θα έπρεπε να είχε απορριφθεί, με την οποία συμφώνησε ο Χατζηχαμπής, Δικαστής, ο οποίος εξέδωσε δική του απόφαση σε ξεχωριστό κείμενο.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα κατά πλειοψηφία.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Ρ.Ι.Κ. ν. Κωνσταντινίδου (1997) 3 Α.Α.Δ. 338,

Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,

Θεοδούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 796,

Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1037,

Περικλέους ν. ΑΤΗΚ (1997) 4(Β) Α.Α.Δ. 1058,

Δημοκρατία ν. Χαραλάμπους (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 358,

Πετρίδης κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ., Υπόθ. Αρ. 767/2000, ημερ. 22.4.2002,

Τσαγκάρη ν. Ρ.Ι.Κ., Υπόθ. Αρ. 1268/00, ημερ. 28.6.2000,

Αρχή Λιμένων ν. Παπαδάκη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 140,

Ιωσηφίδης κ.ά. ν. Δαβερώνα κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147,

Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601.

Πούρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374.

[*43]Προσφυγή.

Ι. Νικολάου, για τον Αιτητή.

Π. Πολυβίου, για το Καθ’ ου η αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Η απόφαση είναι ομόφωνη ως προς το νομικό ζήτημα που η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανέλαβε να συζητήσει μετά την εισήγηση του Νικολάου, Δ., ο οποίος θα εκδώσει και την απόφαση.

Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Χρ. Αρτεμίδης, διαφωνεί με το αποτέλεσμα στην υπόθεση, και θα εκδώσει ξεχωριστή απόφαση. Με την απόφαση του Προέδρου συμφωνεί και ο Δ. Χατζηχαμπής, Δ., ο οποίος προβαίνει και σε ορισμένα δικά του σχόλια.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Στις 31 Μαρτίου 2000 προκηρύχθηκε μια θέση Ανώτερου Κάμεραμαν στο Τμήμα Στήριξης Παραγωγής, θέση προαγωγής. Υποβλήθηκαν εμπρόθεσμα επτά αιτήσεις. Παραπέφθηκαν σε Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής η οποία θεώρησε ότι όλοι οι υποψήφιοι ικανοποιούσαν τις προϋποθέσεις και τους κάλεσε σε προσωπικές συνεντεύξεις. Εν τέλει όμως η Επιτροπή δεν προέβη σε οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ τους με αναφορά στις συνεντεύξεις.

Επειδή ο Προϊστάμενος του Τμήματος Στήριξης Παραγωγής, όπου ανήκε η θέση, κωλυόταν λόγω συγγένει?ς του με υποψήφιο, το Διοικητικό Συμβούλιο ζήτησε, στο πλαίσιο διερεύνησης της καταλληλότητας των υποψηφίων, τις απόψεις του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Τηλεθαλάμων, ο οποίος σύστησε ως καταλληλότερο τον κ. Α. Πελετιέ. Ωστόσο, πρόβλημα υπήρχε αντικειμενικά και γι’ αυτόν τον Προϊστάμενο αφού ήταν ενδιαφερόμενο πρόσωπο σε εκκρεμούσα προσφυγή ενός εκ των υποψηφίων, ήτοι του ενδιαφερομένου προσώπου κ. Χατζήκυριακου. Εν συνεχεία το Διοικητικό Συμβούλιο προέβη σε προσωπικές συνεντεύξεις. Η πλειοψηφία χαρακτήρισε την απόδοση του αιτητή κ. Ναζίρη ως πολύ καλή [4 πολύ καλή – 3 καλή – 1 μέτρια] και του κ. Χατζήκυριακου, τη ψηλότερη από όλες, ως εξαίρετη [7 εξαίρετα – 1 πολύ καλή]. Αναφορικά με την εκτίμηση της αξίας, στην οποία οι υποψήφιοι θεωρήθηκαν ισοδύναμοι, οι υπηρεσιακές εκθέσεις από το 1990 και μετά [*44]δεν λήφθηκαν υπόψη γιατί είχαν συνταχθεί κατά παράβαση του Νόμου 155/90. Τελικά, με κατά πλειοψηφία απόφαση, ημερ. 7 Νοεμβρίου  2000, το Διοικητικό Συμβούλιο επέλεξε για προαγωγή τον κ. Πελετιέ λόγω αρχαιότητας και σύστασης.

Ο κ. Χατζήκυριακου προσέβαλε την απόφαση με την προσφυγή αρ. 1552/2000 και στις 21 Ιανουαρίου 2002 το Δικαστήριο την ακύρωσε. Είχαν τεθεί στην προσφυγή διάφορα ζητήματα προς εξέταση. Το Δικαστήριο συζήτησε ιδιαίτερα τη συμμετοχή του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Τηλεθαλάμων στη διαδικασία, κ. Θεοδοσίου. Εξέφρασε την άποψη ότι δεν ήταν δικαιολογημένη «.... η βεβαιότητα με την οποία τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου έκριναν τη σύσταση του κ. Θεοδοσίου ως “αμερόληπτη και αντικειμενική πως ο ίδιος δεν ήταν προκατειλημμένος εναντίον του κ. Χατζηκυριάκου” χωρίς να αιτιολογήσουν την κατάληξη τους αυτή». Υπέδειξε παράλληλα ότι στην υπό αναφορά διαδικασία ο Καν. 8(1) των περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Διορισμοί και Προαγωγαί) Κανονισμών του 1987 (Κ.Δ.Π. 317/87) δεν προέβλεπε για σύσταση ως στοιχείο κρίσης. Υπενθύμισε συναφώς, αντλώντας καθοδήγηση από την Ρ.Ι.Κ. ν. Λυγίας Κωνσταντινίδου (1997) 3 Α.Α.Δ. 338, ότι στην πραγματικότητα «…. το Διοικητικό Συμβούλιο ζήτησε την άποψη του κ. Θεοδοσίου στα πλαίσια διεξαγωγής επαρκούς έρευνας στην οποία όφειλε να προβεί για να διαπιστώσει την καταλληλότητα των υποψηφίων». Κατέληξε ότι δεν διεξήχθη νόμιμη και επαρκής έρευνα σε σχέση με την καταλληλότητα των υποψηφίων. Ανέφερε, πιο συγκεκριμένα, ότι θα έπρεπε να είχαν διερευνηθεί τα προσόντα του κ. Χατζήκυριακου για να διαπιστωθεί κατά πόσο μπορούσαν να συσχετισθούν με τα καθήκοντα της θέσης και, σε περίπτωση που θα φαινόταν ότι αυτός υπερτερούσε σε προσόντα, να σταθμίζονταν (μαζί βέβαια με την καλύτερη του απόδοση στην προσωπική συνέντευξη) έναντι της αρχαιότητας του κ. Πελετιέ, χωρίς να λαμβανόταν υπόψη η υπέρ του κ. Πελετιέ σύσταση η οποία δεν αποτελούσε νόμιμο στοιχείο κρίσης. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο προέβη σε ακύρωση της πρώτης διοικητικής απόφασης.

Ακολούθησε, στις 12 Μαρτίου 2002, δεύτερη εξέταση. Το Διοικητικό Συμβούλιο αναφέρθηκε ειδικά και στα πρόσθετα προσόντα του κ. Χατζήκυριακου, τα οποία όμως δεν θεώρησε ιδιαίτερα σημαντικά:

«Σε προσόντα όλοι οι υποψήφιοι είναι περίπου ισοδύναμοι πλήν του Ευάγγελου Χατζηκυριάκου ο οποίος κατέχει πτυχίο εικονοληπτικής τηλεόρασης της Σχολής Θεάτρου Κινηματογράφου “Σταυράκου Αθηνών”, προσόν το οποίο δεν απαιτείται [*45]από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, καθώς και βεβαίωση ότι εργάστηκε στην εταιρεία Αρώνης-Ευθυμιάδης, Ελλάς.

Τα προσόντα όμως αυτά παρόλο που δεν παραγνωρίζονται αλλά λαμβάνονται υπόψη, δεν κρίνονται ιδιαίτερα σημαντικά, έχοντας πάντα υπόψη και απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης.»

Ως αποτέλεσμα, με κατά πλειοψηφία απόφαση, επαναπροήχθη ο κ. Πελετιέ «με βάση το κριτήριο της αρχαιότητας και μόνο».

Ο κ. Χατζήκυριακου προσέβαλε και τη δεύτερη απόφαση του Ρ.Ι.Κ. με την προσφυγή αρ. 284/2002, με την οποία προέβαλε περίπου τα ίδια όπως και πριν. Αλλά, με βάση την ακυρωτική απόφαση, εκείνο που αναμενόταν ήταν μόνο η περαιτέρω διερεύνηση και αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων του κ. Χατζήκυριακου και, συνακόλουθα, η εκ νέου στάθμιση, ανάλογα με τις όποιες διαπιστώσεις, ενώ προηγηθείσες πλημμέλειες δεν μπορούσαν πια να απασχολήσουν: βλ. Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608. Εξάλλου ο τότε αιτητής, κ. Χατζήκυριακου, δεν αμφισβήτησε με έφεση τη δικαστική προσέγγιση σε οποιαδήποτε πτυχή. Η δυνατότητα και επιτυχόντος προσφεύγοντος να ασκήσει έφεση αναγνωρίστηκε από την Ολομέλεια στη Θεοδούλου κ.?. ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 796.

Στις 18 Απριλίου 2003 το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση επαναπροαγωγής του κ. Πελετιέ, επικρίνοντας τον τρόπο με τον οποίο το Διοικητικό Συμβούλιο προσήγγισε διάφορες πτυχές κατά την επανεξέταση. Χρειάζεται πρώτα να αναφερθούμε σε τρεις από αυτές για να εξηγήσουμε γιατί, κατά την άποψ? μας, δεν έχουν τώρα σημασία.

Η πρώτη πτυχή αφορά στο ότι το Διοικητικό Συμβούλιο δεν έλαβε νέα σύσταση «από άλλο αξιωματούχο». Καθώς όμως υποδείχθηκε με την πρώτη δικαστική απόφαση, σύσταση δεν προβλεπόταν ως στοιχείο κρίσης και, σε ό,τι αφορούσε την περαιτέρω διερεύνηση της καταλληλότητας των υποψηφίων, το μόνο που απέμενε ήταν το θέμα των προσόντων του κ. Χατζήκυριακου. Επομένως, δεν χρειαζόταν να αναζητηθεί εκ νέου η άποψη άλλου Προϊσταμένου, ακόμα και αν υπήρχε άλλος που να μπορούσε βάσιμα να εκφέρει άποψη.

Η δεύτερη πτυχή αφορά στην απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι το Διοικητικό [*46]Συμβούλιο αδικαιολόγητα δεν την έλαβε υπόψη. Μέχρι την τρίτη όμως εξέταση, στην οποία αφορά η παρούσα προσφυγή, η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου είχε αλλάξει και επομένως το εν λόγω στοιχείο, ως η υποκειμενική εντύπωση άλλων μελών, δεν μπορούσε πια νόμιμα να ληφθεί υπόψη: βλ. την απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1037 όπου γίνεται εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία.

Η τρίτη πτυχή αφορά στο στοιχείο της αξίας. Τόσο με την πρώτη ακυρωτική απόφαση όσο και με τη δεύτερη θεωρήθηκε δεδομένο ότι ορθά δεν λήφθηκαν υπόψη οι υπηρεσιακές εκθέσεις από το 1990 και μετά. Επρόκειτο για αντίκρυση ευθυγραμμισμένη με σταθερή νομολογία: βλ. ενδεικτικά την Περικλέους ν. ΑΤΗΚ (1997) 4(Β) Α.Α.Δ. 1058. Ωστόσο, με τη δεύτερη δικαστική απόφαση εκφράστηκε η άποψη ότι το Διοικητικό Συμβούλιο θα έπρεπε να αναζητούσε «άλλα αντικειμενικά κριτήρια προς διαπίστωση της αξίας των υποψηφίων μέσα από τους φακέλους τους» και θεωρήθηκε ότι αυτό υποστηριζόταν από την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Χαραλάμπους (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 358. Επισημαίνουμε, με  εκτίμηση, ότι η εν λόγω απόφαση της Ολομέλειας βασιζόταν στην αντίληψη ότι παρεχόταν εκεί κατά την επανεξέταση η  δυνατότητα νόμιμης, εκ νέου διακρίβωσης της αξίας των υποψηφίων. Ενώ στην προκείμενη περίπτωση τέτοια δυνατότητα δεν παρεχόταν, για τους λόγους που εξηγήθηκαν στην Πετρίδης κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ., Υπ?θ. Αρ. 767/2000, ημερ. 22 Απριλίου 2002 και υιοθετήθηκαν στην Τσαγκάρη ν. Ρ.Ι.Κ., Yπόθ. Aρ. 1268/00, ημερ. 28 Ιουνίου 2000, από όπου προέρχεται η ακόλουθη περικοπή:

«Δεν ήταν δε δυνατό να συνταχθούν άλλες αφού δεν είχαν εκδοθεί σχετικοί Κανονισμοί. Ούτε και ήταν δυνατό να διακριβωθεί η αξία, διαχρονικά, των υποψηφίων με διερεύνηση έξω από το πλαίσιο υπηρεσιακών εκθέσεων διότι μια τέτοια διερεύνηση θα αντιστρατευόταν τις πρόνοιες του σχετικού Νόμου. Όπως υποδείχθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην Πέτρος Πετρίδης κ.?. (ανωτέρω):

“Αφού δεν υπήρχαν Κανονισμοί, νέες εκθέσεις δεν θα μπορούσαν να συνταχθούν και, πρέπει να σημειώσω, δεν ήταν καν αυτή η εισήγηση των αιτητών. (Βλ. συναφώς Κουκουνίδης ν. ΡΙΚ (ανωτέρω). Για τον ίδιο λόγο δεν θα μπορούσε να διεξαχθεί και άλλης μορφής έρευνα. Κατά το νόμο, η διαπίστωση της αξίας δια μέσου της εκτέλεσης των καθηκόντων των λειτουργών κατά τα χρόνια που πέρασαν, θα έπρεπε να διέρχεται μέσα από εκθέσεις που θα συντάσσονταν σύμφω[*47]να με τις διατάξεις του. Η αναζήτηση εναλλακτικού τρόπου διαπίστωσης της αξίας, με την πιο πάνω έννοια, θα ήταν παράνομη. Σε τελική ανάλυση, η υιοθέτηση της εισήγησης των αιτητών θα απέληγε σε εξουδετέρωση των νομοθετικών διατάξεων. Τα αποτελέσματα της όποιας έρευνας θα βρίσκονταν έξω από το πλαίσιο που είχε θεσμοθετηθεί.”»

Το μέρος της δεύτερης δικαστικής απόφασης, το άμεσα σχετικό με το προηγούμενο ακυρωτικό αποτέλεσμα, δηλαδή εκείνο που αφορά στο ζήτημα των πρόσθετων προσόντων του κ. Χατζήκυριακου, είναι το ακόλουθο όπου το Δικαστήριο επισημαίνει την εκ νέου επί του ζητήματος πλημμέλεια:

«Και περαιτέρω, η αναφορά την οποία κάνει στα πρόσθετα προσόντα του κ. Χατζηκυριάκου (“παρόλο που δεν παραγνωρίζονται αλλά λαμβάνονται υπόψη, δεν κρίνονται ιδιαίτερα σημαντικά, έχοντας πάντα υπόψη τα προσόντα και απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης”), απέχει από του να ικανοποιεί την ανάγκη επαρκούς έρευνας και αιτιολογίας ως προς τη σχετικότητά τους με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης. Η παράλειψη αυτή είχε επισημανθεί στην ακυρωτική απόφαση, και θεωρώ ότι το Διοικητικό Συμβούλιο κατά την επανεξέταση επιχείρησε να καλύψει την παράλειψη του αυτή με μια μόνο φραστική αναφορά καλυμμένη σε γενικότητα. Απεναντίας, αναφορά στα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης αποκαλύπτει ότι τα πρόσθετα προσόντα του κ. Χατζηκυριάκου θα μπορούσαν να ήσαν σχετικά. Το Διοικητικό Συμβούλιο όμως δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε μνεία των καθηκόντων και ευθυνών της υπό πλήρωση θέσης και πολύ λιγότερο βέβαια σε οποιοδήποτε συσχετισμό τους με τα πρόσθετα προσόντα του κ. Χατζηκυριάκου. Περιορίζεται απλώς σε μια θέση χωρίς αντίκρισμα σε έρευνα και αιτιολόγηση που να επιδέχεται και δικαστικό έλεγχο.»

Το Ρ.Ι.Κ. προχώρησε σε τρίτη εξέταση. Αυτή τη φορά το Διοικητικό Συμβούλιο επέλεξε τον κ. Χατζήκυριακου, τον υποψήφιο δηλαδή ο οποίος είχε προσβάλει τις δύο προηγούμενες αποφάσεις. Αιτιολόγησε την επιλογή με τα ακόλουθα:

«Το Συμβούλιο κατά τη λήψη της απόφασης του έλαβε σοβαρά υπόψη τα πιο κάτω:

Σ’ ό,τι αφορά τα προσόντα όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν τα προσόντα που απαιτεί το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης. Ο κος [*48]Ευάγγελος Χατζήκυριακου είναι κάτοχος πτυχίου Εικονολήπτη Τηλεόρασης. Το Συμβούλιο σημείωσε ότι αν και το πτυχίο εικονολήπτη δεν αναφέρεται σαν απαιτούμενο προσόν ή σαν πλεονέκτημα στο σχέδιο υπηρεσίας εντούτοις δεν μπορεί να αγνοηθεί. Αντίθετα, το Συμβούλιο, μετά από προσεκτική μελέτη των δεδομένων ενώπιον του, διαμόρφωσε την άποψη ότι τα πρόσθετα προσόντα του κου Ευάγγελου Χατζήκυριακου (δηλ. το πτυχίο Εικονολήπτη Τηλεόρασης και Κινηματογράφου της σχολής Θεάτρου-Κινηματογράφου “Σταυράκου” Αθηνών) ήταν συναφή με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Το Συμβούλιο κατέληξε στην κρίση αυτή μετά από μελέτη και αξιολόγηση των προνοιών του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης και του πρόσθετου προσόντος του κου Ευάγγελου Χατζηκυριάκου, το οποίο κρίθηκε απόλυτα σχετικό και συναφές με τα καθήκοντα και ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης.

Σε αξία (με βάση τους Προσωπικούς Φακέλους και όχι τις Εμπιστευτικές Εκθέσεις μετά το 1990 που αγνοήθηκαν) όλοι οι υποψήφιοι είναι αξιόλογοι. Συγκεκριμένα, σε ότι αφορά την ικανότητα των υποψηφίων να εκτελούν τα καθήκοντα της θέσης όλοι οι υποψήφιοι έχουν να επιδείξουν επιδόσεις σε διάφορους τομείς εικονοληπτικής εργασίας. Ο κ. Ευάγγελος Χατζήκυριακου όμως, όπως προκύπτει από τον προσωπικό του φάκελο, έδειξε ότι κατέχει ιδιαίτερες δεξιότητες και ικανότητες σε σχέση με την παραγωγή, τη σκηνοθεσία και την φωτογραφία.

Συναφώς το Συμβούλιο σημείωσε ότι, αναφορικά με τον κ. Ευάγγελο Χατζήκυριακου, υπάρχουν πολλές αναφορές στον Προσωπικό του Φάκελο για τον υποδειγματικό ζήλο και αφοσίωση με την οποία εξετέλεσε τα καθήκοντα του και το ψηλό επίπεδο του επαγγελματισμού του όσον αφορά την άριστη ποιότητα της φωτογραφίας, τη σωστή σύνθεση της εικόνας και την ομαλή κίνηση της μηχανής.

Το Συμβούλιο έλαβε επίσης ειδικά υπόψη τη συμμετοχή του κου Χατζήκυριακου, όπως πάντα προκύπτει από τα στοιχεία του Φακέλου του, ως Διευθυντή Φωτογραφίας, Σκηνοθέτη και Σεναριογράφου σε πολλά ντοκιμαντέρ και ταινίες μικρού μήκους, όπως ….... Σε αρχαιότητα υπερέχουν του κου Ευάγγελου Χατζήκυριακου οι υπόλοιποι υποψήφιοι πλην του Αγιομαμίτη Χρίστου. Το Συμβούλιο δεν παραγνώρισε την αρχαιότητα των άλλων υποψηφίων, έκρινε όμως ότι η αρχαιότητα δεν ήταν καθοριστική ούτε και αποφασιστικής σημασίας, κυρίως ενόψει των υπέρτερων προσόντων του κου Ευάγγελου Χατζήκυριακου.

[*49]Το βασικό κριτήριο επιλογής ήταν η καταλληλότητα για την υπό κρίση θέση. Το Συμβούλιο έκρινε ότι σαφώς ο καταλληλότερος για τη θέση ήταν ο Ευάγγελος Χατζήκυριακου και τον επέλεξε, ομόφωνα, για προαγωγή στην υπό πλήρωση θέση.»

Η τρίτη απόφαση του ΡΙΚ προσβάλλεται, αυτή τη φορά, με την παρούσα προσφυγή του κ. Ναζίρη ο οποίος δεν αμφισβήτησε με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο τη νομιμότητα των προηγούμενων δύο αποφάσεων του ΡΙΚ. Θέτει δε σε σχέση με την τρίτη διαδικασία και ζητήματα τα οποία προέκυπταν από την πρώτη. Εισηγείται ότι του επιτρέπεται τέτοια αναδρομή επειδή δεν  δεσμεύεται από δεδικασμένο το οποίο, όπως αποφασίστηκε στην Παπαδόπουλος (ανωτέρω), κάλυπτε μόνο υποψήφιο ο οποίος, με προηγούμενη προσφυγή, είτε είχε θέσει ζητήματα τα οποία αποφασίστηκαν είτε θα μπορούσε να τα είχε θέσει και δεν το έπραξε. Πιο άμεσα σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την Παπαδόπουλος (ανωτέρω), στις σελ. 612-613:

«Είναι η γνώμη μας πως ο πρωτόδικος δικαστής ορθά έκρινε πως δημιουργήθηκε δεδικασμένο από την προηγούμενη απόφαση σε υποθέσεις μεταξύ των ιδίων διαδίκων για το ίδιο ζήτημα. Και εννοούμε δεδικασμένο inter partes. Στην προσφ. αρ. 545/91 κρίθηκαν όλα τα επίδικα θέματα που έθεσε ο εφεσείων. Δεν είναι επιτρεπτό ο διάδικος να θέτει νέο θέμα, όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί. Και στην προκείμενη περίπτωση όλα τα “νέα θέματα” θα μπορούσαν να προβληθούν στην ?ροσφ. αρ. 545/91.»

Αργότερα, στην Αρχή Λιμένων ν. Παπαδάκη κ.?. (2002) 3 Α.Α.Δ. 140 απασχόλησε την Ολομέλεια το κατά πόσο υποψήφιος ο οποίος είχε επιλέξει να μην προσβάλει διοικητική απόφαση, την οποία όμως προσέβαλε άλλος υποψήφιος, δεσμεύεται και αυτός από κάποιου είδους δεδικασμένο από τη δικαστική απόφαση, όταν προσβάλει την τελευταία διοικητική απόφαση.  Θεωρήθηκε, πρωτόδικα, ότι με βάση την Παπαδόπουλος (ανωτέρω) δεν είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο για εκείνον. Η Ολομέλεια συμφώνησε, αναφέροντας τα εξής:

«Η ακυρωτική απόφαση παράγει απόλυτο erga omnes ουσιαστικό δεδικασμένο ως προς το αποτέλεσμά της. Εξ ου και οι αποφάσεις Μιλτιάδους και Χαραλάμπους (ανωτέρω), σύμφωνα με τις οποίες, ενόψει τούτου, άλλες προσφυγές κατά όμοιας ήδη ακυρωθείσας πράξης καθίστανται άνευ αντικειμένου. Ως προς τα κριθέντα ζητήματα, εκείνα δηλαδή που οδήγησαν ως διαπιστώσεις στο αποτέλεσμα, το δεδικασμένο [*50]είναι σχετικό, ανεξάρτητα από το αν η διοικητική απόφαση επικυρώθηκε ή ακυρώθηκε. Ουσιώδης δε προϋπόθεσή του είναι η ταυτότητα των διαδίκων. Ισχύει inter partes.»

Η Ολομέλεια δεν φαίνεται να κατηύθυνε την προσοχή της και στην άλλη, παράλληλη, αρχή ότι η επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ’ όλης της ύλης, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος: βλ. Ιωσηφίδης κ.?. ν. Δαβερώνα κ.?. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147 και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.?. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601. Η εν λόγω αρχή, στηριγμένη στη λογική, αποβλέπει αφενός στη λήξη, με την πρώτη ευκαιρία, της αμφισβήτησης διοικητικών αποφάσεων και αφετέρου, όπως και στην περίπτωση του δεδικασμένου, στο να αποφεύγεται η κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, με επιπτώσεις εύκολα προβλεπτές.

Ενόψει αυτού κρίθηκε αναγκαία η εξέταση της παρούσας προσφυγής από την Πλήρη Ολομέλεια, με ιδιαίτερη αναφορά στο «κατά πόσο υποψήφιος που δεν προσέβαλε τη διοικητική απόφαση η οποία παρήχθη με την πρώτη εξέταση διατηρεί τη δυνατότητα, όταν προσβάλει απόφαση η οποία λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης, να θέσει ζητήματα σε σχέση με πλημμέλειες οι οποίες προηγούνταν των λόγων για τους οποίους ακυρώθηκε η πρώτη απόφαση.» Έχουμε τη γνώμη ότι δεν επιτρέπεται η επανάληψη ούτε η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως. Ο έλεγχος διοικητικής απόφασης, εκδοθείσας κατόπιν επανεξέτασης, διενεργείται πάντοτε μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα.

Ο αιτητής προβάλλει εν πρώτοις ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής ήταν αναιτιολόγητη και ως εκ τούτου  παράνομη, αφού δεν καταγράφηκαν οι εντυπώσεις της Επιτροπής από την προσωπική συνέντευξη. Έπειτα ο αιτητής φαίνεται να παραπονείται για το ότι το Διοικητικό Συμβούλιο δεν ζήτησε νέα σύσταση. Έχουμε και για τα δύο αυτά ζητήματα ήδη αναφέρει ότι με το ακυρωτικό αποτέλεσμα της πρώτης δικαστικής απόφασης δεν παρέμεινε δυνατότητα εξέτασης τους. Το ίδιο ισχύει και για το ζήτημα της αξίας. Ο αιτητής προβάλλει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο δεν προέβη σε δέουσα έρευνα και πλανήθηκε ως προς την αντίστοιχη αξία των υποψηφίων όταν εξήγαγε συμπεράσματα από τη φύση των καθηκόντων τους και τον τρόπο με τον οποίο τα εκτελούσαν, ενώ θα έπρεπε να στηριζόταν – ή κυρίως να στηριζόταν – στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Αυτό το σημείο εξηγήθηκε από τον συνήγορο του αιτητή ως ακολούθως:

[*51]«Αναφορικά με το κριτήριο της αξίας, όπως φαίνεται από τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις Αξιολόγησης για τα έτη 1998 και 1999, τόσο ο Αιτητής, όσο και το Ενδιαφερόμενο Μέρος έχουν αξιολογηθεί με “γενική αξιολόγηση” “Α”. Και συγκεκριμένα, για τα έτη 1998 και 1999, τόσο ο Αιτητής όσο και το Ενδιαφερόμενο Μέρος έχουν συγκεντρώσει 12 “Α”, 1 “B” και 2 “Δ.Ε.”. Παρά ταύτα το Διοικητικό Συμβούλιο αναφέρει ότι όλοι οι υποψήφιοι είναι αξιόλογοι, αλλά προσδίδει υπεροχή στο Ενδιαφερόμενο Μέρος, αναφέρεται ότι ο τελευταίος κατέχει ιδιαίτερες δεξιότητες και ικανότητες σε σχέση με την παραγωγή, την σκηνοθεσία και την φωτογραφία. Και αναφέρθηκε επίσης για τον υποδειγματικό ζήλο και αφοσίωση με την οποία εξετέλεσε τα καθήκοντα του και το ψηλό επίπεδο του επαγγελματισμού του αναφορικά με την άριστη ποιότητα της φωτογραφίας, τη σωστή σύνθεση της εικόνας και την ομαλή κίνηση της μηχανής. Ευσεβάστως υποβάλλω ότι το Διοικητικό Συμβούλιο προσέδωσε υπεροχή στο Ενδιαφερόμενο Μέρος, σε σημεία και ιδιότητες για τα οποία τόσο ο τελευταίος, όσο και ο Αιτητής έχουν αξιολογηθεί ισάξια και αυτό σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων. Επομένως, είναι φανερό από τις αξιολογήσεις των διαδίκων, ότι και οι δύο είναι ίσοι στο κριτήριο της αξίας και η πρόσδοση υπεροχής στο Ενδιαφερόμενο Μέρος έναντι του Αιτητή εκεί όπου δεν του προσδίδεται τέτοια από τα στοιχεία των φακέλων, είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και συνεπώς παράνομη.

……………………………………………………………………

Σε απάντηση στους ισχυρισμούς των ευπαίδευτων δικηγόρων των καθ’ ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους ευσεβάστως εισηγούμαι ότι η επάρκεια ή ικανότητα του ενδιαφερόμενου μέρους να εκτελέσει τα καθήκοντα της θέσης θα έπρεπε να εξεταστεί στα πλαίσια της αξίας των υποψηφίων, στην βάση των στοιχείων που προκύπτουν από τους φακέλους των υποψηφίων και ιδιαίτερα των βαθμολογιών που προκύπτουν από τις αξιολογήσεις τους. Η “υπέρτερη καταλληλότητα” του Ενδιαφερομένου Μέρους δεν μπορεί να εξαχθεί μόνο μέσα από τη φύση των καθηκόντων του και τον τρόπο με τα οποία εκτέλεσε αυτά διότι αυτό σημαίνει αυτόματα ότι παραμερίζονται οι γενικές αξιολογήσεις όλων των άλλων υποψηφίων που ακολουθούν ένα ενιαίο μέτρο κρίσης και αποδίδουν μια αντικειμενική εικόνα για το ποιος υποψήφιος υπερτερεί του άλλου.»

Καλύπτεται και αυτό το ζήτημα μερικώς από τα όσα προανεφέραμε σε σχέση με το πλαίσιο επανεξέτασης, όπως αυτό περιορί[*52]στηκε ως αποτέλεσμα  της πρώτης δικαστικής απόφασης. Καθορίστηκε εκεί, χωρίς δυνατότητα επιστροφής, ότι δεν λαμβάνονταν υπόψη οι υπηρεσιακές εκθέσεις αξιολόγησης οι οποίες ετοιμάστηκαν μετά το 1990. Και δεν αναμενόταν οποιαδήποτε διερεύνηση σε σχέση με την αξία γιατί στην προκείμενη περίπτωση η νομολογία δεν επέτρεπε την εκτίμηση της με άλλο εναλλακτικό τρόπο. Έχει επομένως δίκαιο ο αιτητής να παραπονείται για τον τρόπο με τον οποίο, κατά την τρίτη εξέταση, το Διοικητικό Συμβούλιο αντίκρισε και αποτίμησε την αντίστοιχη αξία, στην έκταση κατά την οποία προσδόθηκε αυξημένη αξία στον κ. Χατζήκυριακου.

Ο αιτητής επίσης προβάλλει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο παρέλειψε γενικότερα να προβεί σε δέουσα και επαρκή έρευνα και να αιτιολογήσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Αναφέρεται, ιδιαίτερα,  στην αρχαιότητα του (2 χρόνια και 2 μήνες) και τη συνακόλουθη πείρα και, τέλος, παραπονείται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στα πρόσθετα προσόντα του κ. Χατζήκυριακου.

Παρατηρούμε ότι ένεκα της προηγηθείσας πορείας της υπόθεσης, ιδιαίτερα με το πλαίσιο το οποίο τέθηκε από την πρώτη δικαστική απόφαση και με την εν συνεχεία εξουδετέρωση της  απόδοσης των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις, όταν η σύνθεση  του Διοικητικού Συμβουλίου άλλαξε, διαμορφώθηκε μια παράξενη κατάσταση. Τα στοιχεία κρίσης συρρικνώθηκαν με αποτέλεσμα η στάθμιση να έπρεπε να περιοριστεί, από τη μια μεριά στα υπέρτερα προσόντα του ενδιαφερομένου προσώπου, αποτιμούμενα με βάση τα όσα η Ολομέλεια εξήγησε στην Πούρος κ.?. ν. Δημοκρατίας κ.?. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 και, από την άλλη μεριά στην αρχαιότητα του αιτητή. Δεν γνωρίζουμε ποια θα ήταν η απόφαση αν το Διοικητικό Συμβούλιο κατηύθυνε την προσοχή του σε μόνο αυτά τα δύο. Εν προκειμένω η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε με βάση και την αντίληψη ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπερείχε του αιτητή  σε αξία ενώ, καθώς εξηγήσαμε, θα έπρεπε να είχε υποτεθεί η μεταξύ τους ισοδυναμία, ανεξάρτητα από τι μπορεί να δικαιολογούσε η μελέτη των φακέλων. Καταλήγουμε λοιπόν ότι  εξ αυτού του λόγου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να υποστηριχθεί.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Συμφωνώ με την απάντηση που δίδεται στο νομικό ζήτημα, που απασχόλησε τον Νικολάου Δ., πρωτοδίκως στην προσφυγή, την οποία και η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανέλαβε, με εισήγηση του αδελφού δικαστή, ώστε [*53]να συζητηθεί ενώπιόν της. Διαφωνώ όμως, με εκτίμηση προς τους αδελφούς δικαστές της πλειοψηφίας, με το αποτέλεσμα.  Προχωρώ να εξηγήσω τους λόγους που με οδήγησαν στη δική μου σκέψη και κατάληξη. Υιοθετώ, για να μην επαναλαμβάνω, την πορεία της διαδικασίας για την πλήρωση της επίδικης θέσης, όπως αυτή καταγράφεται στην απόφαση του αδελφού Δικαστή, από την οποία υπογραμμίζω την περικοπή που ακολουθεί:

«Παρατηρούμε ότι ένεκα της προηγηθείσας πορείας της υπόθεσης, ιδιαίτερα με το πλαίσιο το οποίο τέθηκε από την πρώτη δικαστική απόφαση και με την εν συνεχεία εξουδετέρωση της απόδοσης των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις, όταν η σύνθεση του Διοικητικού συμβουλίου άλλαξε, διαμορφώθηκε μια παράξενη κατάσταση.»

Συμφωνώ με την πιο πάνω  διαπίστωση, η οποία όμως με οδηγεί στη δική μου διαφορετική κατάληξη. Και εξηγούμαι: Είναι οι δύο προηγούμενες δικαστικές ακυρωτικές αποφάσεις που δημιούργησαν την εμπλοκή του αποφασίζοντος οργάνου – του καθ’ ου η αίτηση Συμβουλίου, σε μια ατέρμονη διαδικασία για την πλήρωση της θέσης. Και με τη σημερινή μας απόφαση η διαδικασία αυτή διαιωνίζεται. Το Συμβούλιο έκανε, στη δική μου κρίση, και υπό τις περιστάσεις, ό,τι ήταν δυνατό για να συμμορφωθεί και με τις δύο πιο πάνω αποφάσεις, όπως ορίζει το άρθρο 146.5 του Συντάγματος. Η δε προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους έγινε, ας μου επιτραπεί η παρατήρηση, σχεδόν με υπόδειξη του δικαστηρίου στη δεύτερη ακυρωτική απόφαση. Είχαν διαδοχικά εξεταστεί, και σχεδόν εξαντληθεί, τα στοιχεία κρίσης, όπως υποδεικνύεται και στην απόφαση της πλειοψηφίας, στις δύο ακυρωτικές αποφάσεις, έτσι που τώρα να παραμένουν μόνο δύο, ανά ένα κατά αντιδιαστολή του αιτητή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους. Με αυτά τα δεδομένα καταλήγω πως  το Συμβούλιο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια, καθώς όφειλε, στη βάση των δύο ακυρωτικών αποφάσεων, του σχετικού Νόμου και του Κανονισμού 8(1) (Κ.Δ.Π.317/87), επιλέγοντας τον, κατά την κρίση του, καταλληλότερο υποψήφιο. Δεν υπήρξε κατάχρηση ή υπέρβαση της εξουσίας του, μήτε παρέβη το Νόμο, λόγοι που οδηγούν σε ακύρωση διοικητικής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 146.1 του Συντάγματος. Αντίθετα, συμμορφώθηκε με το περιεχόμενο των δικαστικών αποφάσεων, όπως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 146.5 του Συντάγματος. Και τούτο γιατί όταν ο δικαστής εξετάζει προσφυγή ενός ή περισσοτέρων διεκδικητών μιας θέσης, συζητά στην απόφασή του τους λόγους που προβάλλονται για την ακύρωση της διοικητικής απόφασης, έναντι των θέσεων που προτείνονται από το διοικητικό όργανο και τα ενδιαφερόμενα μέρη, [*54]που την υποστηρίζουν. Η σκέψη του δικαστή επικεντρώνεται, ουσιαστικά, στη νομιμότητα της διαδικασίας και στην αξιολογική κρίση του διοικητικού οργάνου που αφορά μόνο στον αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, στη βάση των εισηγήσεων τους. Δεν επεκτείνεται η κρίση του προς υποψηφίους που δεν είναι διάδικοι. Αναμένεται, λοιπόν, κατά την πιο πάνω συνταγματική επιταγή, και το ίδιο το διοικητικό όργανο, συμμορφούμενο με τη δικαστική απόφαση, να επικεντρώνεται στη θεραπεία των πλημμελειών που υποδεικνύονται από το δικαστήριο. Όταν ακολουθήσει νέα δικαστική ακύρωση, όπως στην παρούσα υπόθεση, με αποτέλεσμα να υπάρξει νέα διοικητική πράξη, που προσβάλλεται από αιτητή, ο οποίος δεν πρόσβαλε εξ αρχής την πρώτη διοικητική απόφαση, τότε δημιουργείται η υποδεικνυόμενη παράλογη κατάσταση, η οποία είναι ασυμβίβαστη, κατά την ταπεινή μου κρίση βέβαια, με τη συνταγματική αρχή της εκδίκασης των υποθέσεων μέσα σε εύλογο χρόνο, αλλά και της ορθής και απρόσκοπτης λειτουργίας της διοίκησης, που συνιστά, και δικαίως, ύψιστη δημόσια απαίτηση.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Συμφωνώ με την απόφαση του Προέδρου και έχω μόνο να προσθέσω ελάχιστα σε σχέση προς, και με αφορμή, την παρατήρησ? του ότι κατά τη διάγνωση της προσφυγής η διοικητική απόφαση κρίνεται στη βάση των θέσεων των διαδίκων και ως προς αυτούς, η δε επανεξέταση, σε περίπτωση ακύρωσης, ως συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση, αφορά τις διαπιστωθείσες πλημμέλειες. Ίσως θα μπορούσε κατ’ επέκταση να υπάρξει και το ερώτημα αν υποψήφιος, όπως ο Αιτητής εδώ, που δεν προσέβαλε την ακυρωθείσα απόφαση, μπορεί να είναι υποψήφιος κατά την επανεξέταση ή και να προσβάλει τη δεύτερη (ή και ακόλουθη) διοικητική απόφαση. Το θέμα όμως δεν ετέθη έτσι κατά την ακρόαση και δεν αρμόζει να επεκταθώ.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα κατά πλειοψηφία.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο